Wednesday, April 30, 2008

30.4.1989

Πρώτα, Οι εικόνες :
Ενας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος, κρατάει από το χέρι, δύο κοριτσάκια με μπούκλες. Από την μια πλευρά την ξανθούλα, από την άλλη την καστανούλα. Τους δείχνει το παλιό σχολείο ενός χωριού. «Εδώ πήγε σχολείο ο μπαμπάς σας και η θεία σας, κι εκεί απέναντι ήταν το πατρικό τους». Οι μικρές ενυπωσιάζονται, ο μπαμπάς τους, ποτέ δεν τους έχει δείξει το πατρικό του. Το μόνο που ξέρουν από το χωριό είναι το σπίτι της θείας. Κι ο θείος πήγε εκεί σχολείο. Αλλά δεν το λέει, τον νοιάζει να πει για την δική τους οικογένεια. Αυτή που τον αγκάλιασε και τον κρατάει πιο σφιχτά από την δική του.
Ο θείος φοράει πάντα πουκάμισα με μακρύ μανίκι. Κρύβει την λεύκη στα χέρια του. Τα βράδυα, κάθεται στην παλιά πολυθρόνα δίπλα στην στόφα και λέει ιστορίες. Δεν φωνάζει ποτέ, δεν θυμώνει. Τα καλοκαιρινά πρωινά, μας παίρνει μαζί του, ξημερώματα να μαζέψουμε καπνά. Οχι ότι μαζεύουμε στα αλήθεια. Πιο πολύ φασαρία κάνουμε. Οταν γυρίζουμε σπίτι όμως, το «μεροκάματό μας», μας περιμένει. Κι όσο βελονιάζει, του φτιάχνουμε καφέ. Βρίσκω ένα ποτήρι που μου αρέσει και πάω να βάλω το νερό του. «Χαζούλα, εκεί ο παππούς βάζει τη μασέλα του!» με κοροϊδεύει ο Νίκος και μου το παίρνει από τα χέρια. Μα ήταν τόσο όμορφο!
Εχει επέτειο με τη θεία... Με το Νίκο συγκεντρώνουμε τα «μεροκάματά μας» και τους αγοράζουμε ένα δώρο από το μοναδικό καφενείο του χωριού. Δύο γυάλινα πιατάκια, σε ένα πλαστικό διάφανο κουτί, στολισμένο με μια άσπρη κορδέλλα. Εκείνο το δώρο, πρέπει ακόμα να βρίσκεται στο παλιό μπουφέ στο σαλόνι. Μέσα στο κουτί του. Της θείας δεν της έκανε καρδιά να το βγάλει από εκεί.
Εχουν μόλις γυρίσει με τη θεία από το ταξίδι τους στην Βουλγαρία. Μας έχουν καλέσει να πάρουμε τα δώρα μας. Ενα κόκκινο, πλαστικό κολιεδάκι για μένα. Υπάρχει ακόμα, κρεμασμένο στην αγαπημένη μου κούκλα. «Του χρόνου θα πάμε στην Τουρκία, να σας αγοράσουμε από ένα χρυσό δαχτυλίδι». Δεν πρόλαβαν. Κάθε φορά που πάω στην Τουρκία, θυμάμαι εκείνη την υπόσχεση και λες και θέλω να την τηρήσω, αγοράζω σχεδόν κάθε φορά ένα δαχτυλίδι.
Είναι καλοκαίρι και είναι στο νοσοκομείο. Τηλεφωνεί ο παπάς του χωριού. «Τροχαίο». Οι γονείς μου δεν είναι στο σπίτι. Φτάνω και μόλις βλέπω την θεία, που δεν έχει χτυπήσει τόσο, λυποθυμάω. «Δεν τους έφτανε το δικό τους, μάζευαν κι εσένα» με μαλώνει μετά, η μαμά μου. Αλλά, όλα είναι καλά. Η ζωή, μας δίνει μια παράταση που κανένας μας δεν κατάλαβε.
Μεγάλη Τρίτη. Η θεία τηλεφωνεί, ο θείος λυποθύμησε το πρωί στο χωράφι, πήγαν στον καρδιολόγο, αλλά τώρα είναι καλά. Ξεσηκώνω τον τρομοκρατημένο πατέρα μου και φτάνουμε στο χωριό. Σε όλο το δρόμο τρώω πατατάκια και λέω μαλακίες. Τον κουβαλάμε άρον άρον, ξανά στον γιατρό. Η θεία πριν μπει στο αυτοκίνητο, γεμίζει με καραμέλες το πίσω κάθισμα. Ο γιατρός είναι συνοφρυωμένος. «Το καρδιογράφημα, διαφέρει από το πρωινό». Τον κοιτάζω με αυθάδεια. Ο μπαμπάς, πιο κίτρινος από τον θείο, αδύνατον να μιλήσει. «Δηλαδή είναι καλύτερο ή χειρότερο?» ρωτάω με όλη την αφέλεια των δεκαέξη χρόνων μου. «Οταν λέμε ότι διαφέρει, σημαίνει ότι δεν είναι καλύτερο» απαντάει ο γιατρός. «Καλύτερα να νοσηλευθείται» του προτείνει.
Μετά, οι σκέψεις :
Είναι δεκαεννέα χρόνια. Και με ξέχασες. Δεν έρχεσαι πια στα όνειρά μου κι όσο κι αν το παλεύω δεν ακούω την φωνή σου. Τον πρώτο καιρό την άκουγα.. «Γιωργία» φώναζες. Κανένας άλλος δεν με φώναζε έτσι.
Εδώ, δεν έχω πια τις φωτογραφίες σου. Εκείνες, τις δικές σου. Γιατί καμία, ποτέ, δεν βγάλαμε μαζί. Ισως γιατί δεν έτυχε, ίσως γιατί ποτέ δεν σκέφτηκα ότι κάποτε θα έφευγες. Τα γυαλιά σου και το βουρτσάκι από το τελευταίο σου ξύρισμα, εκείνο που μύριζε τον πρώτο καιρό, τον φτηνό αφρό ξυρίσματος, είναι φυλαγμένα στο σπίτι στην Ελλάδα, σε ένα κουτί. Μου τα έδωσε η θεία, την επομένη που έφυγες, όπως τα πήρε από το νοσοκομείο.
Ολα αυτά τα χρόνια, το μόνο που μου έμεινε είναι η ευχή σου. Εκείνη που μου έδωσες πριν φύγεις για το νοσοκομείο. Είχες τρομάξει, έκλαιγες. Ο ατρόμητος θείος μου, έκλαιγε. Μπήκες στο δωματιό μου και μου ψιθύρισες «Γιωργία, να έχεις την ευχή μου». «Μην ακούω χαζά, θα γυρίσεις μέχρι τη γιορτή μου» σου είπα με την εφηβική μου αισιοδοξία και σε αγκάλιασα. Δεν απάντησες. Και δεν γύρισες. Το τελευταίο βράδυ, είπες «στην Γιωργία πρόλαβα κι έδωσα την ευχή μου, δεν με νοιάζει τίποτα». Για χρόνια, τα παιδιά σου και οι αδελφές μου, το έλεγαν με παράπονο.
Ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο. Ο γιος σου. Είχαμε πει «Χριστός Ανέστη» λίγες ώρες πριν. «Ζωή σε λόγου σου αγόρι μου» άκουσα τον μπαμπά να λέει μέσα στον ύπνο μου. Ποιός έφυγε? Ο θείος έφυγε. Γιατί? Ο θείος θα έβγαινε από το νοσοκομείο την Τρίτη του Πάσχα. Είχε βγει από την ενταντική, αλλά δεν μπορούσε να πάρει εξιτήριο Μεγάλο Σάββατο. Ο θείος θα ερχόταν την Τρίτη.
Ανήμερα το Πάσχα, μαζεμένοι στο χωριό. Ποτέ δεν κάναμε Πάσχα στο χωριό. Λες κι ήθελες να μας μαζέψεις, εκείνη τη μέρα διάλεξες να φύγεις. Λίγες ώρες μετά την Ανάσταση. Με την έννοια στο σκυλί σου , που θα φοβόταν από τα βεγγαλικά. Και μαζευτήκαμε, όπως το ήθελες. Και πρωτοφόρεσα μαύρα. Πριν φύγεις , μου είχες αφήσει το «δώρο μου» για την γιορτή μου. Αγόρασα ένα μαύρο ταγεράκι. Λες και ήξερα πως θα χρειαστεί. Κι ήταν τόσος ο πόνος και η οδύνη, που κανένας δεν πίστευε ότι ο νεκρός ήταν ήδη εβδομηνταδύο χρονών. «Μην κλαις τόσο κοριτσάκι μου, οι πίκρες σου είναι μπροστά ακόμα», μου είπε η αδελφή σου. Πόσες φορές την θυμήθηκα μετά. Πόσες φορές ανέτρεξα σε εκείνα τα λόγια όλα αυτά τα χρόνια. Κι όμως, οι πίκρες που ήταν μπροστά μου, δεν άφηναν τρύπες μέσα μου. Περνούσαν κι έφευγαν. Η δική σου απώλεια, δεκαεννέα χρόνια μετά, πονάει το ίδιο.
Μετά έφυγε και η θεία. Εκείνη που παραπονιόταν , πως οι ανηψιές της λάτρευαν τον άντρα της πιο πολύ από την ίδια, που ήταν αίμα τους. Δεν θα άντεχε ποτέ μακρυά σου, το ξέραμε. Είπαμε ότι ήσουν τυχερός που έφυγες νωρίς, που δεν πρόλαβες να την δεις άρρωστη, με τα σγουρά μαλλιά της, χαμένα. Δεν θα το άντεχες τόσο που την αγαπούσες. Και για πρώτη φορά μακαρήσαμε τον θάνατό σου.
Δεν πάω πια στο χωριό. Κανένας μας δεν πάει. Κι εμείς και τα παιδιά σου, σαν κλέφτες περνάμε από το νεκροταφείο και φεύγουμε. Δεν υπάρχει χωριό, χωρίς εσένα εκεί. Γιατί εσύ μας το δίδαξες, εσύ μας έμαθες να το αγαπάμε.
Δεν ήσουν μόνο ο θείος. Ησουν ο παππούς που δεν είχα, ο δεύτερος πατέρας, ο αδελφός που δεν είχε ο πατέρας μου. Και τα ξεχνάς όλα, δεν έρχεσαι πια στα όνειρά μου.
Ηθελα, να με δεις να μεγαλώνω θείε. Ηθελα να δεις τη Μαρία μας, μαμά. Ηθελα ο Θάνος μας, να είχε έναν ακόμα παππού, εσένα. Δεν στο έχω πει δεκαεννέα χρόνια, τώρα θα στο πω. Προτιμούσα την παρουσία σου από την ευχή σου, όσο πολύτιμη κι αν είναι... Σου υποσχέθηκα τότε, ότι αν ποτέ αποκτήσω αγόρι, θα του δώσω το όνομά σου. Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου, συγγνώμη.

Tuesday, April 29, 2008

Διακοπή στις διακοπές

Μισώ αυτές τις διακοπές των διακοπών. Από Μεγάλη Παρασκευή μέχρι και Δευτέρα του Πάσχα διακοπές. Σήμερα και αύριο πάλι δουλειά. Και τρέχεις να μαζέψεις τα προηγούμενα και τα επόμενα, γιατί από την Πέμπτη έως και την επόμενη Τρίτη, η Βουλγαρία γιορτάζει την Πρωτομαγιά της και τον Αη Γιώργη της, επί έξη συνεχόμενες μέρες.
Κι όταν δεν είσαι Βούλγαρος για να το θεωρείς λογικό, νοιώθεις τύψεις που θα νεκρώσει το σύμπαν για τόσες μέρες. Θες να μπεις στους ρυθμούς σου και δεν μπορείς. Γιατί πάνω που μπαίνεις, θα ξαναβγείς.
Το Πάσχα στην Ελλάδα δεν ήταν κακό (πώς θα μπορούσε άλλωστε), αλλά ανήμερα το πρωί ξυπνήσαμε και χωρίς καν να το συζητήσουμε, αρχίσαμε να πακετάρουμε τα της επιστροφής. Και με τρόμαξε το ότι δεν ήθελα να μείνω παραπάνω, απεναντίας, βιαζόμουν να χυθώ στην άδεια - ευτυχώς- Εθνική και να περάσω τα σύνορα.
Και σήμερα νοιώθω μια κερατένια μελαγχολία και καθόλου δεν ενθουσιάζομαι, που την Πέμπτη θα πάμε στο βουνό, να ηρεμήσει λιγάκι το κεφάλι μας. Να σκεφτείς, ότι πριν το Πάσχα, πως και πως το περίμενα.
Ισως φταίει και το τι έχασα τη μέρα, δυό φορές κατέβηκα στο Πλόβντιβ, να αποκτήσω το χαρτονάκι της μόνιμης παραμονής μου, τρία χρόνια τώρα το ανέβαλλα κι αν δεν έπρεπε να υποβάλλω αύριο την φορολογική μου δήλωση, θα το ανέβαλλα κι άλλο.
Εχω κουβαλήσει βιβλία μαζί μου και παραδόξως δεν με πιάνει μανία να χωθώ μέσα τους. Νοιώθω αλλαγές μέσα μου, αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα, μου έδειξε ότι έχω απομακρυνθεί εντελώς πια κι ότι δεν μπορώ να την δω ούτε σαν τουρίστας. Την Βουλγαρία πάλι, δεν μπορώ να την νοιώσω "τόπο μου". Αιωρούμαι λοιπόν γεωγραφικά, κάνοντας πατρίδα τον γάμο μου. Είναι το μόνο "σημείο" της γης, που εξακολουθώ συνειδητά να ανήκω.Η μόνη σταθερά... Θενκς Μητσάκο μου.

Wednesday, April 16, 2008

Κύριε Ανακριτά....

Το Μαρινάκι (λινκ παραπλεύρως, μην με παιδεύετε τώρα!), μετά την απειλή μου να την συναντήσω το Πάσχα, με "εκδικήθηκε", στέλνοντάς με και μένα στον ανακριτή! Επειδή ως γνωστόν, βρίσκομαι εκτός Ελλάδας, έστειλα την μαρτυρία μου εγγράφως, χάνοντας την ευκαιρία να δω εάν η μασέλλα του θέλει άλλαγμα!!!
Σας παραθέτω λοιπόν τί ακριβώς του έγραψα για να μπορέσει ο άνθρωπος να με φακελλώσει με την ησυχία του!
1. Ονομα : Γεωργία επισήμως, Γωγώ ανεπισήμως και Γκεργκάνα κατά τους Βούλγαρους! Σας κάλυψα νομίζω!
2. Γενέθλια : Παραμονή της 17ης Νοέμβρη. Οχι, οχι, ουδεμία σχέση έχω με την εν λόγω οργάνωση, πα-ρα-μο-νή είπαμε!
3. Ζώδιο : Σκορπιός, πλήρης δηλητηρίου! Να σας δαγκώσω αν δεν με πιστεύετε!
4. Χρώμα μαλλιών : Ξανθό εκ γεννετής. Το τονίζω και με ανταύγειες, μήπως και χαζέψω κι άλλο!
5. Χρώμα ματιών : Πράσινα, πλούσια σε μυωπία! Αααα! Το ένα έχει και αστιγματισμό!
6. Εχεις ερωτευτεί ποτέ? : Υπάρχει κάποιος που ΔΕΝ????
7. Είδος μουσικής που ακούς : Τα πάντα εκτός από μερικά :Ρ
8. Xαρακτήρας Disney : Μα δεν είναι μια γλύκα ο Winnie?????
9. Ποιός φίλος/ φίλη σου μένει πιο μακρυά? : Μήπως να ρωτούσατε ποιός μένει πιο κοντά??? Τεσπά περισσότερο μακρυά από τους άλλους, μένει η Μαρίκα, στην Φινλανδία.
10. Πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι μόλις ξυπνήσεις: Θα αργήσω δέκα λεπτά κι αν θέλουν ας με απολύσουν!!!! (Μα κάθε μέρα η ίδια σκέψη κι ακόμα να με απολύσουν!)
11. Κάτι που έχεις πάντα μαζί σου και δεν το αποχωρίζεσαι: Τα γυαλιά μου! Πώς θα μπορούσα ????
12. Τί έχεις στον τοίχο σου? σε ποιόν από όλους?μήπως να γίνεται πιο συγκεκριμένος???
13. Τί έχεις κάτω από το κρεββάτι σου? Το πάτωμα ασφαλώς!!! Δεν κοιμάμαι σε αιώρα!
14. Αν ήσουν μόνος/η στο σπίτι και άκουγες ένα βάζο να σπάει τί θα έκανες? Θα έλεγχα αν είναι η Μέτζυ μέσα στο σπίτι. Αλλιώς θα έψαχνα για το φάντασμα !
15. Αγαπημένος αριθμός : 8
16. Αγαπημένο όνομα : Σολομωνή (μην γελάσετε, έχω τους λόγους μου).
17. Τα χόμπυ σου : Πολλά, χρόνο που θα βρώ δεν ξέρω!
18. Πού θα ήθελες να ήσουν τώρα ? Η απάντηση είναι μία , οποιαδήποτε φορά κι αν ερωτηθώ. Στην Ιστανμπούλ!!!!
19. Μια ευχή για το μέλλον : Να ζήσουμε όλοι σαν άνθρωποι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό!
20. Αν μπορούσες να ταξιδέψεις στο χρόνο και να γυρίσεις πίσω, σε ποιά εποχή θα πήγαινες? Οχι, πολύ πίσω. Στην εποχή των παιδικών μου χρόνων!
21. Φωτιά! Πάρε κάτι μαζί σου! :Τον Δημήτρη απαραίτητα, για να κουβαλήσουμε, την κουκλοοικογένεια, την Μέτζυ, τα κοσμήματά μου, τα κινητα μου και το λάπτοπ μου. Επειδή έζησα μια τέτοια κατάσταση πριν ένα χρόνο, είμαι πάντα οργανωμένη!
22. Αγαπημένο λουλούδι : Οι λαλέδες της Πόλης, τον Απρίλη!!!!
23. Αγαπημένη σειρά : Αυτή της παραγωγής μας ! :Ρ
24. Αγαπημένη ταινία : Μα είναι τόσες πολλές! Να πω μία στην τύχη! "Ο καιρός των τσιγγάνων" του Κοστουρίτσα.
25. Αγαπημένο τραγούδι : Επίσης πολλά! Πάλι ένα στην τύχη! "Annem" της Candan Ercetin.
26. Aγαπημένο βιβλίο : Δύσκολη ερώτηση για βιβλιοφάγο. Ενα από τα πολλά λοιπόν το "Ετσι ήρθαν τα πράγματα μα έτσι δεν θα πάνε" του Αζίζ Νεσίν.
27. Αγαπημένο ζώο : Τα σκυλιά μου ασφαλώς!
28. Αγαπημένο ρούχο : Τζήν!
29. Αγαπημένος καλλιτέχνης/ίδα : Πολλοί!!!!
30. Αγαπημένο χρώμα : Ολες οι αποχρώσεις του μπλε, μα όλες!
31. Αγαπημένο φαγητό : Ολα τα κεμπάμπ του Μουσταφά στο Gunler!
32. Με ποιόν χαρακτήρα από καρτούν ταυτίζεσαι : Είμαι καρτούν από μόνη μου, προς τί η ταύτιση?? Χμμμ, μήπως με τον Τιραμόλα???
33. Κακή συνήθεια : Καπνίζω σαν φουγάρο. Και όπως γίνεται με όλες τις "κακές συνήθειες", το απολαμβάνω κιόλας!
34. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς σου που σου αρέσει : Οτι δεν φοβάμαι τα δύσκολα.
35. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς σου που δεν σου αρέσει: Οτι καμιά φορά, κολλάω στα εύκολα!!!
36. Συνηθισμένη ατάκα :Μπόζιε, μπόζιε!!! (Θεέ μου, θεέ μου!)
37. Δουλειά που θα ήθελες να κάνεις: Ρεπόρτερ σε εμπόλεμες περιοχές!
38. Μεγαλύτερος φόβος : Να μην μπορώ να περπατήσω.
39. Η καλύτερη pizza : Αυτές οι Βουλγάρικες δεν τρώγονται με ΤΙΠΟΤΑ!!!
40. Πιστεύεις ότι τα κατοικίδια ζώα είναι : Πιστά, τρυφερά, και άδολα, τα τετράποδα. Για τα δίποδα κατοικίδια που λέγονται άνθρωποι, να μιλήσουμε άλλη φορά, ε?

Καλέεεεε τι κατεβατό είναι τούτο??? Εγώ το έγραψα όλο αυτό? Λοιπόν για να μην τεμπελιάζουμε, καλούνται οι Palirroia, Korinoskylo, Bro, Lianne και όποιος άλλος είναι διαθέσιμος για φακέλλωμα, να το συνεχίσει.

Monday, April 14, 2008

Κούκλα αντί για μύδια

Ο αποθηκάριός μας, ο Στανισλάβ είναι ένα παιδί ταλαιπωρημένο. Είναι κτηνίατρος, αλλά τέτοιου είδους ελεύθερα επαγγέλματα στην Βουλγαρία, απαιτούν ανθρώπους με τσαγανό, οπότε πριν από ένα χρόνο ήρθε και ζήτησε δουλειά εδώ για φορτοεκφορτωτής. Επειδή ήταν ο πιο καλός από τους υπόλοιπους , τον κάναμε αποθηκάριο. Βέβαια και ο αποθηκάριος χρειάζεται τσαγανό, που ο Στανισλάβ δεν διαθέτει, αλλά στους τυφλούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει, είπαμε.
Προσπαθεί να είναι συνεπής, αλλά χάνεται μόνος του, σε σημείο που οι υφιστάμενοί του τον κοιτάζουν κι αυτός φορτώνει. Μπερδεύεται εύκολα κι έχει έναν μοναδικό τρόπο να δημιουργεί λάθη, κυρίως από τον φόβο του. Οταν του βάζεις τις φωνές, σκύβει το κεφάλι και δεν λέει κουβέντα.
«Το αφεντικό δεν κάνει ποτέ λάθος», μου είπε προχθές, όταν στο λιμάνι της Βάρνας φόρτωσαν κάτι λάθος κι εγώ είπα ότι ο Δημήτρης δεν μέτρησε σωστά. «Μα Στανισλάβ, δεν ήταν δικό σου το λάθος!» επέμεινα. «Εδώ δεν είναι Ελλάδα σέφκα» μου απάντησε, χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Ετσι υποταγμένος στην μοίρα του, παντρεύτηκε από τα εικοσιδύο του ο Στανισλάβ. Εχοντας επίγνωση της εμφάνισής του και των οικονομικών δυνατοτήτων του (κατά τα δικά τους δεδομένα πάντα, γιατί είναι ένα εξαιρετικά καλόκαρδο, εργατικό και υπομονετικό παιδί), δεν έψαξε πατριώτισσά του για να φτιάξει οικογένεια. Οι Βουλγάρες, δεν θα τον κοίταζαν καν. Εργάτρια από τα Σκόπια η γυναίκα του, δυό χρόνια μεγαλύτερή του, κανείς δεν ξέρει ποιός άνεμος την έριξε εδώ.
Η μεγάλη τους κορούλα , η Βίκυ, πλησιάζει τα οκτώ. Κανέναν δεν έχουν να τους την κρατήσει, το παιδί πάει σχολείο και γυρίζει τα μεσημέρια μόνο του στο σπίτι, περιμένοντας πότε να σχολάσουν οι γονείς. Τον περασμένο χειμώνα, με τις συνεχόμενες απεργίες στα σχολεία, την έπαιρνε μαζί η γυναίκα του, στο χοιροτροφείο που δουλεύει. Ενα πρωί ήρθε ο Στανισλάβ έτοιμος να βάλει τα κλάμματα. «Μπορώ σέφκα να την φέρω μαζί μου τις δύο επόμενες μέρες? Δεν θα κάνει ζημιές. Δεν μπορεί να την ξαναπάρει η γυναίκα μου, θα την διώξουν από την δουλειά».
Κι ήρθε η Βίκυ. Ενα κοριτσάκι αδύνατο και φτωχοντυμένο, καρμπόν ο Στανισλάβ. Δυό μέρες ζωγράφιζε με τα χρωματιστά στυλό που της δώσαμε και την τελευταία μέρα μας τα επέστρεψε. Δεν δεχόταν να τα κρατήσει, παρότι της λέγαμε ότι είναι δικά της πιά.
Πριν ένα μήνα, ένα πρωινό τηλεφώνησε και ζήτησε άδεια, η γυναίκα του γέννησε την δεύτερη κορούλα τους. Ούτε ξέραμε ότι ήταν έγκυος, ούτε καταλάβαμε πως θα τα βγάλουν πέρα με δυό μικρά, αφού και με το ένα δυσκολεύονται.
Το περασμένο Σάββατο, αφού τελειώσαμε το φόρτωμα στο λιμάνι της Βάρνας πήγαμε για φαγητό στο Νεσεμπάρ. Τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο. «Γκρινιάζει η γυναίκα που λείπεις όλη μέρα?» τον πείραξε ο Δημήτρης. «Οχι σέφε, η Βίκυ μου ζήτησε να της πάω τρία – τέσσερα μύδια, μόλις της είπα ότι είμαι στη θάλασσα» απάντησε. Απόρησα με την απλοϊκή επιθυμία του παιδιού. «Τρία- τέσσερα μύδια». Από την θάλασσα, που ο Στανισλάβ, έβλεπε μόλις για πέμπτη φορά. Οσο τρώγαμε το σκεφτόμουν. Το παιδί που λαχταρούσε να γυρίσει ο πατέρας σπίτι, με κάτι στα χέρια του. Ενα παιδί συνειδητοποιημένο από τα οκτώ του, δεν ζήτησε πανάκριβα παιχνίδια ούτε γλυκά, ζήτησε κάτι ανέξοδο. Μύδια.
Την ένοιωθα την λαχτάρα της. Υπήρξα κι εγώ παιδί. Μου έλειπε ο μπαμπάς όταν ταξίδευε για δουλειά όλη μέρα, έκλαιγα μέχρι να γυρίσει. Ποτέ δεν του ζήτησα τίποτα, όχι μόνο γιατί μου έφτανε η επιστροφή του, αλλά και γιατί ποτέ ο δικός μου μπαμπάς δεν γύριζε με άδεια χέρια. Δεν ήταν πλούσιος, απλά προτιμούσε εν ανάγκει, να μην φάει όλη μέρα για να αγοράσει κάτι για μας.
Ο Στανισλάβ λυπόταν που δεν μπορούσε να βουτήξει στη θάλασσα και να της πάει τα μύδια της. Μπόρεσε και αγόρασε ένα μαγνητάκι για το ψυγείο τους. Ενθύμιο από το Νεσεμπάρ, που ποιός ξέρει αν θα ξανάβλεπε στη ζωή του. Δεν είχε προφανώς άλλα λεφτά μαζί του. Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε, σταματήσαμε με τον Δημήτρη και χωρίς καν να μιλήσουμε μεταξύ μας, διαλέξαμε μια κούκλα για την Βίκυ και μια λούτρινη κουδουνίστρα για το μωρό. «Θα σκεφτεί ο χαζός να πει, ότι τα αγόρασε ο ίδιος?» αναρωτήθηκα. Δεν με ενδιέφερε να ξέρει η μικρή ποιός τα αγόρασε, με ενδιέφερε να δει τα γεμάτα χέρια του πατέρα της , όταν θα έμπαινε στην πόρτα. Να της πει, "δεν βρήκα μύδια, αλλά κοίτα τι σου πήρα!"
Εφτασαν στην πόλη πριν από εμάς. Μόλις συνειδητοποίησα ότι παρά τα απανωτά τηλεφωνήματα για να τους βρούμε, είχε πάει σπίτι χωρίς να του δώσω τα παιχνίδια, μου ήρθε να κλάψω. «Θα πάμε σπίτι να του τα δώσουμε, τι στεναχωριέσαι?» επέμενε ο Δημήτρης. «Δεν είναι το ίδιο! Επρεπε να τα πάει ο ίδιος! Τώρα χάλασε η έκπληξη!» επαναλάμβανα σαν πεισμωμένο πιτσιρίκι.
Του τηλεφωνήσαμε τελικά, κατέβηκε από το σπίτι τρέχοντας να δει τί θέλουμε, ανεξάρτητα με το πόσο κουρασμένος ήταν. Του δώσαμε τα παιχνίδια. Δεν είπε ευχαριστώ, τα είχε χάσει. Το φωτισμένο πρόσωπό του, έλεγε χίλια ευχαριστώ, τα λόγια δεν χρειάζονταν.
Σήμερα το πρωί ήρθε στο γραφείο μου. Χαμογελούσε και μου έδωσε αυτή την καρτούλα. Ηταν το ευχαριστώ της Βίκυ! Τελικά δεν έπεσα έξω. Δεν σκέφτηκε να πει ότι τα αγόρασε μόνος του...

Wednesday, April 02, 2008

Ενημέρωση από το μέτωπο της τρέλλας

Τα νέα μας στα γρήγορα. Εχουμε και λέμε :
Είμαστε και εγώ και ο Δημήτρης με πυρετό από χθες. Οχι, δεν κουβαλήσαμε καμία "τουρκική ίωση" όπως διέγνωσε εξ' αποστάσεως η καλή μου μαμά. Για όλα φταίνε οι ψητούμπες στην αυλή του Ογούζ την Κυριακή το απόγευμα, με το θερμόμετρο να δείχνει μόλις 12 βαθμούς! Αλλά πώς να αντισταθείς σε τέτοια απόλαυση?
Πριν την απόλαυση βέβαια είχε προηγηθεί ολονύχτια ρακοποσία με πολλά παγάκια, στον γάμο του Τζεμ, ο οποίος πέραν από υπέροχος ήταν ένας απολύτως "ελληνικός γάμος"! Μέχρι και το καθιερωμένο καυγαδάκι των πεθερικών απολαύσαμε! Μα τόση ομοιότης πια! Αντε μετά να νοιώσεις αλλοδαπός σε τέτοια εκδήλωση!
Μπροστά μου βρίσκονται δύο μοντέλλα που πρέπει να φτιαχτούν μέχρι την Παρασκευή για να κοστολογηθούν. Οχι, δεν προλαβαίνουμε, σας το υπογράφω! Είναι α-δύ-να-τον ακόμα κι αν μαστιγώσω τον μοντελιέρ. Μήπως να του κάνω και φάλαγγα? Κι όμως αγαπητοί μου φίλοι, κάποιοι νομίζουν ότι στέλνοντας μια φωτογραφία ενός παρόμοιου μοντέλλου, εσύ το έχεις στο τσεπάκι και οι δύο μέρες είναι υπερ-αρκετές.
Περιμένω από Δευτέρα τέσσερους νέους υπαλλήλους, οι οποίοι πρέπει να εκπαιδευτούν από την αρχή και κατά την λογική μου Πέτια, οι πλέον κατάλληλοι να τους εκπαιδεύσουμε είμεθα εμείς οι τρεις!!! "Γιατί οι μικρές, έχουν το μυαλό τους στους γκόμενους". Ακου επιχείρημα που βρήκε η άτιμη! Παρεμπιπτόντως, η μία μικρή έφυγε νωρίς κλαίγοντας γιατί ο γκόμενος της έστειλε μήνυμα ότι την χωρίζει , η άλλη ήρθε αργά γιατί οι γονείς της της τα έψελναν επειδή έχει μπλέξει με ρεμάλι. Κι έπρεπε να το υποστώ και αυτό!
Η Μέτζυ με λαχτάρησε όλη νύχτα γιατί είχε εξαφανιστεί κι εγώ υπέθεσα ότι σάπιζε κάπου στην παραγωγή και θα βρίσκαμε το πτώμα της το πρωί. Αντ' αυτού, το είχε σκάσει, άγνωστο πως και την βρήκαμε να βολτάρει ανέμελη στον δρόμο, σήμερα το πρωί. Εφαγε ένα δέσιμο που δεν θα το ξεχάσει γιατί απλά, δεν θα ξαναλυθεί.
Και το τελευταίο και καλύτερο, έχω μία σκασμένη καθυστέρηση και μου έχουν σπάσει τα απομεινάρια των νεύρων μου. Είπα να κάνω κι ένα τεστ (άχρηστη κίνηση, αλλά λύσσαξε ο πάντα πιστός στα θαύματα Δημήτρης) και σας πληροφορώ ότι είναι τόσο άσχημα τα βουλγαρικά μου, που δεν εμφανίστηκε ούτε καν η πρώτη γραμμούλα. Δηλαδή, διάβασα τις οδηγίες λάθος!!! Οχι τίποτα άλλο, να το έβλεπα αρνητικό και να το ξεχνούσα. Αρα, θα πρέπει να αγοράσω άλλο και να παρακαλέσω την Πέτια να μου διαβάσει τις οδηγίες. Μην σας πω να μου το κάνει κιόλας! Μην βιαστείτε πάντως, να αγοράσετε μωρουδιακά, τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται!!!
Με όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που βαριέμαι να γράψω, ευχηθείτε μου να την βγάλω καθαρή χωρίς χάπια για την υπέρταση, γιατί ως γνωστόν ο Απρίλης είναι ο μήνας της, για μένα.
Να περνάτε καλά και πάρτε βαθιές ανάσες εκ μέρους μου!