Thursday, May 28, 2009

Για κουκλομαμάδες!




Η τρελλή κουκλομαμά, σήμερα βγήκε για ψώνια. Δηλαδή για μια ακτινογραφία στο δόντι μου πήγα, αλλά είπα να ψωνίσω κιόλας.
Εδώ και μέρες, είχα δει, τα πιο απίθανα έπιπλα για κούκλες, σε ένα μαγαζί στο κέντρο. Τα φτιάχνουν σε ένα εργοστάσιο εδώ κοντά , μιας και η περιοχή μας έχει παράδοση στην ξυλουργική. Πιστεύω πάντα ότι τα ξύλινα παιχνίδια είναι πολύ καλύτερα από τα μοντέρνα, πλαστικά.
Ετσι αγόρασα μια ντουλάπα κι ένα κρεββάτι για την Εντά μου, στην Μπούρσα κι επειδή οι τιμές ήταν πολύ καλές, αγόρασα ένα ακόμα κρεββατάκι για μένα. Δεν ξέρω ακόμα, ποιά κουκλίτσα μου θα το χαρεί, θα αποφασίσω εφόσον ο Δημήτρης το μοντάρει.
Σας παραθέτω τις φωτογραφίες από τα καινούργια μου "έπιπλα", τα οποία μπορείτε να δείτε και στην σελίδα της κατασκευάστριας εταιρείας, εδώ. Νομίζω ότι δέχονται και παραγγελίες μέσω ίντερνετ.
Μα δεν είναι κουκλίστικα????

Wednesday, May 27, 2009

Τα γεγονότα

Αλλο ήθελα να ανεβάσω κι άλλο ανεβάζω. Με πρόλαβαν τα γεγονότα (δες κι εδώ).
Την ώρα που το θέμα μας είναι η αποχή και η συσπείρωση από την Γιουροβίζιον, οι γνωστοί Ελληναράδες (που σαφώς και θα τρέξουν να ψηφίσουν χέρι-χέρι κλπ), καίνε κόσμο.
Ναι, είναι Γιουροβίζιον και απορώ με την γελοιότητα κομμάτων που κάποτε φώναζαν «ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΟΚ» να κατεβάζουν υποψήφιους, τους οποίους θα ψηφίσουν οι ίδιοι ψηφοφόροι που κατά τα άλλα δεν γουστάρουν τα περί ενωμένης Ευρώπης. Θα μου πεις, όταν δεν γουστάρεις έναν θεσμό, εξευτέλισέ τον κι άλλο, να μάθει! Εγώ επειδή δεν έχω ακόμα τόσο αδύναμη μνήμη (το "έξω από την ΕΟΚ" το ακούω ακόμα στα αυτιά μου), λέω να μην στείλω SMS, φέτος.
Και για να γυρίζουμε στο θέμα μας, ναι, τα γεγονότα αυτά, συμβαίνουν, στο δημοκρατικό, πολιτισμένο Ευρωπαϊκό κράτος μας, μιας και όλοι εμείς, οι νοήμονες φρουροί του Εθνικού Συμφέροντος και προγονολάτρες ολκής δεν μπήκαμε μια φορά στον κόπο, ως «ανώτερη και εκπολιτισμένη» ράτσα, να ρίξουμε μια ματίτσα στο «τριτοκοσμικό» και «βάρβαρο» κοράνι. Ακόμα θα τραβάγαμε τα μαλλιά μας, μιας και οι ομοιότητες με την Γραφούλα μας, είναι περισσότερες από τις διαφορές.
Τώρα , ας πούμε ο καθένας το μακρύ μας και το κοντό μας κι ας τρέξουμε να βγάλουμε τους εκπροσώπους μας στα παζάρια της Ευρώπης. Αυτά, που μας στέφουν χρόνια τώρα, "σταθεροποιητικό παράγοντα" μιας περιοχής που δολοφονήσαμε πολλάκις με την ταμπέλα του "σωτήρα". Πάντα μας ενδιέφερε περισσότερο η φρεσκοβαμμένη μόστρα μας, από την βρώμα της κάμαράς μας. Αυτή, θα την σκουπίσουν άλλωστε λαθρομετανάστες...

Tuesday, May 26, 2009

Πονάει δόντιιιιιι

Χάθηκα ελαφρώς, διότι εκΠΟΛΗτίστικα ουάνς αγκέην! (Οποιος με πει ανορθόγραφη ή βιάζεται ή δεν με ξέρει καθόλου). Τεσπά από την Κυριακή που επιστρέψαμε, τρέχω σαν τον Βέγγο και πέραν αυτού χθες τη νύχτα με έπιασε και το δοντάκι μου. Αυτό που πονούσε κανένα μήνα και το αγνοούσα εντελώς.
Μετά βεβαιότητας, σας ανακοινώνω ότι την επόμενη Παρασκευή, θα κοσμεί το στόμα μου, το πρώτο βουλγαρικό σφράγισμά μου. Σημαντικό γεγονός αν σκεφτώ πόσο πάλεψα να το αποφύγω.
Επί του παρόντος είμαι μουδιασμένη εξ΄αριστερών, μιας και οι πέντε ενέσεις με έπιασαν μόλις τώρα, μια ώρα δηλαδή αφότου τσίριζα από πόνο.
Τρέχω να χαζέψω τις αναρτήσεις σας!
ΥΓ : Οχι, για μια ακόμα φορά, δεν έβγαλα φωτογραφίες. Προφανώς θέλω να κρατάω την Πόλη σε εικόνες μέσα μου.

Thursday, May 21, 2009

To my Sis

Μου χάρισες τα πρώτα χαμόγελα, όταν μωρό ακόμα, γκρίνιαζα άνευ λόγου. «Ποιός σε πείραξε μπέμπα μου?» ρωτούσες κι εγώ έκλαιγα περισσότερο για να με πάρεις αγκαλιά.
Μου έμαθες τον μαγικό κόσμο του βιβλίου. Οταν πρωτοάρχισα να διαβάζω, μου έδειξες την βιβλιοθήκη σου και μου είπες να διαβάζω ότι θέλω και να είμαι προσεχτική με τα βιβλία. Μέχρι και σήμερα μου χαρίζεις βιβλία κι εγώ μέχρι και σήμερα τα προσέχω λες και είναι μωρά.
Με έπαιρνες στην Αθήνα για να αγοράσουμε τα σχολικά μου από το Μινιόν. Και χαιρόσουν τόσο πολύ με τις αρωματικές γομίτσες , που όταν ήσουν εσύ παιδί δεν υπήρχαν. Ξέρεις πόσες φορές καμάρωσα όταν οι συμμαθητριές μου θαύμαζαν τα καλούδια μου? «Ααα, η αδελφή μου , μου το έφερε από την Αθήνα».
Μαζί σου πήγα τις πρώτες μου διακοπές. Ημουν δεκαεπτά και ήσουν εικοσιοκτώ, δεν ξέρω πώς με άντεχες! Θα μπορούσες να είχες περάσει καλύτερα αν είχες πάει με την παρέα σου.
Καθισμένη σε μια καρέκλα, έγερνες το κεφάλι σου στα πόδια μου και κοιμόσουν, τις νύχτες που ήμουν στο νοσοκομείο. Εκλαιγες, γιατί δεν σου ανοιγόμουν.
Με στήριξες όσο κανένας, όταν χώρισα κι αποφάσισα να ξαναρχίσω από την αρχή, μόνη μου. Και το έκανες με πράξεις, όχι με λόγια παρηγοριάς.
Μας πήρε χρόνια για να έρθουμε κοντά, ίσως γιατί η διαφορά ηλικίας μας, αποτελούσε μεγάλη απόσταση στην αρχή. Αλλά από την στιγμή που επιτέλους «βρεθήκαμε», δεν υπήρχε καμία περίπτωση να «ξαναχαθούμε».
Σου τηλεφώνησα χθες, έχουμε δώσει «ραντεβού» στην Θεσσαλονίκη στο τέλος του μήνα. «Αύριο πάρε με, να σου κανονίσω τις πτήσεις»
«Εσύ θα με πάρεις αύριο, γιορτάζω!»
«Θα σε έπαιρνα, θα το θυμόμουν όμως αύριο!»
«Μην πάρεις, πλάκα κάνω. Θα είμαι όλη μέρα στο νοσοκομείο, δεν θα πιάνει. Θα σε πάρω όταν βρω κενό»
«Δεν το πιστεύω ρε μαλάκα! Σε έβαλαν εφημερία την μέρα της γιορτής σου??»
«Μα πώς μιλάς έτσι? Ναι, εφημερεύω»
«Δεν καταλαβαίνει κανένας ελληνικά, μην σκας. Γαμιόνται, να τους πεις»
«Να’το πάλι!»
Αδελφούλα, ίσως δεν σου είπα ποτέ πόσο πολύ σε αγαπάω και πόσο σε ευχαριστώ για όλα όσα κάνεις για μένα. Σήμερα γιορτάζεις και δυστυχώς, είμαι πολύ μακρυά για να σε αγκαλιάσω. Δεν ξέρω αν θα το πιστέψεις, άλλα ανυπομονώ να σε δω το άλλο σαββατοκύριακο λες κι έχω να σε δω χρόνια.
Εύχομαι να γεράσουμε , σε δυό σπιτάκια, που θα είναι το ένα δίπλα στο άλλο, κρυμμένα σε πορτοκαλιές. Να χορτάσουμε επιτέλους τους πρωινούς καφέδες που δεν ήπιαμε.
ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ!

Wednesday, May 20, 2009

First Love... Nike, just do it!


Η Ξένη (που προσφάτως ανακάλυψα και πολύ συμπαθώ, άσχετον), με κάλεσε να θυμηθώ τον πρώτο μου έρωτα. Επειδή είμαι και μιας κάποιας ηλικίας, μόλις είδα την πρόσκληση, προσπάθησα να θυμηθώ ποιός ήταν. Σοκαρίστηκα τόσο με την αδύναμη μνήμη μου, που έγραψα στον Μητσάκο στο σκάιπ "Ρε συ, δεν θυμάμε τον πρώτο μου έρωτα!" και τον έκανα να λυθεί στα γέλια.

Οπως όλες οι μεγάλες γυναίκες βέβαια, αποφάσισα ότι δεν θα του περάσει (του αραχνιασμένου μυαλού μου), εγώ τον πρώτο μου έρωτα θα τον θυμηθώ και θα τον αφηγηθώ, τέλος! Κι όσο έγραφα, τόσο θυμόμουν και πάρτε ανάρτηση-σεντόνι, να έχετε να διαβάζετε!

Θα πρέπει να ήταν το καλοκαίρι πριν κλείσω τα δέκα, γιατί θυμάμαι ότι δεν είχα κόψει ακόμα τα μαλλιά μου. Είχα δύο ξανθές κοτσίδες αλά Πίπη Φακυδομύτη (όχι όρθιες ασφαλώς), μιας και η μαμά μου δεν άντεχε να αφήνει ελεύθερη την "αφάνα μου". Ετσι αποκαλούσε το εντελώς σγουρό μαλλί μου. Το επόμενο καλοκαίρι, μου τα έκοψε και ησύχασε.

Ετοιμαζόμασταν για τον γάμο του πρώτου μου εξαδέλφου, ο οποίος θα ήτο πολύ γκλαμουράτος για τα δεδομένα της εποχής, οπότε η μαμά θεώρησε ότι κανένα από τα έτοιμα φορέματα του εμπορίου δεν θα ήταν κατάλληλο για την περίσταση. Ξέθαψε δύο υπέροχα, αμερικάνικα υφάσματα από το μπαούλο της και αποφάσισε, ότι εγώ και η αδελφή μου θα ράβαμε φορέματα για τον γάμο. Και μιας και είπαμε ότι ο γάμος ήταν το γεγονός της χρονιάς, τα φορέματα δεν θα ραβόντουσαν από την Αρτεμη, την μοδίστρα της γειτονιάς, στην οποία έτσι κι αλλιώς η μαμά έραβε τα καθημερινά της. Τότε οι γυναίκες προτιμούσαν τις μοδίστρες, ήταν φθηνότερες και έκαναν κι ό,τι ζητούσες, άρα συνέφεραν και στην τσέπη και στην ψυχοθεραπεία.

Προκειμένου να μην πάνε χαμένα, τα υπέροχα υφάσματα, η μαμά επέλεξε την κυρία Χριστίνα. Η κυρία Χριστίνα, ζούσε στην Αθήνα και ερχόταν για διακοπές στην πόλη μας τα καλοκαίρια. Εχω την αμυδρά εντύπωση, ότι στην Αθήνα δεν δούλευε καν. Στην πόλη μας όμως, αρκούσε το "ότι ζούσε στην Αθήνα" για να θεωρηθεί μοδίστρα πρώτης τάξεως. Η μαμά την ήξερε από χρόνια, πριν φύγει ακόμα για την Αθήνα, οπότε ένα ωραίο απόγευμα με τα υφάσματα από το ένα χέρι κι εμάς από το άλλο, χτυπήσαμε το κουδούνι της κυρίας Χριστίνας.

Μας άνοιξε ο γιός της ο Νίκος. Ηταν ψηλός και ξανθός, έξη χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Πράσινα μάτια, όλο το ονειρεμένο κόνσεπτ της εποχής μας, σε ένα δηλαδή. Αν σήμερα μου έλεγες να κοιτάξω τόσο ξανθόπλυμα άντρα, θα έκανα τον σταυρό μου. Είπαμε όμως άλλες εποχές. Οπότε τον κοίταξα και τον ξανακοίταξα. Μα ήταν τέλειος! Τα είχε όλα!

Είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτός με κοίταξε μεν, δεν με είδε καν, ένα αγόρι στα δεκαέξη του δεν κοιτάζει δεκάχρονα κοριτσάκια και ειδικά αυτά με κοτσιδάκια-Πίπη-Φακιδομύτη. Μας άνοιξε λοιπόν την πόρτα, ανέβηκε στο χάι-Αθηναϊκό-ποδήλατό του (χωρίς βοηθητικές ροδίτσες ασφαλώς!!!!) και πήγε για γύρα.

Δεν θυμάμαι πόσες πρόβες ακολούθησαν, η κυρία Χριστίνα πληρωνόταν έξτρα για τις πρόβες, οπότε είπε να βγάλει τις διακοπές αναίμακτα. Κάθε φορά εγώ περίμενα να ανοίξει ο Νίκος, ή αν δεν ήταν εκεί, περίμενα να γυρίσει για να τον δω. Η κυρία Χριστίνα είχε τρεις γιούς, η μαμά μου τρεις κόρες, οπότε πείραζαν η μία την άλλη ότι θα συμπεθερέψουν σίγουρα. "Την Γωγώ θα την πάρει ο Πέτρος!" πέταξε μια μέρα η κυρία Χριστίνα. "Που είναι μελαχροινός! Ετσι και την πάρει ο Νίκος, θα είναι σαν γίδια τα παιδιά τους!". Απαιχτη στους χρωματικούς συνδυασμούς και στις λεπτές εκφράσεις, η μοδίστρα, κόκκινη από τα νεύρα μου εγώ. "Την Μαρία θα την δώσουμε στον Νίκο!" συνέχιζε με τις καρφίτσες στο στόμα. Ετοιμη να κλάψω εγώ. Αντικειμενικά, τώρα πια πιστεύω ότι ο Πέτρος ήταν μακράν ωραιότερος από τον Νίκο, αλλά στα δέκα μου τα βλεπα αλλιώς, είπαμε.

Ασφαλώς και όλη μέρα κι όλη νύχτα, ονειρευόμουν την στιγμή που ο Νίκος θα χτυπήσει την πόρτα μας, θα μου πει να πάμε βόλτα με τα ποδήλατά μας και πάνω στην βόλτα θα μου πει, ότι του αρέσω κι εγώ. Συν τοις άλλοις, είχα γίνει το πιο πρόθυμο παιδί όταν έπρεπε να πάω κάτι στην θεία μου, που έμενε δίπλα από τον Νίκο, σε σημείο που ρωτούσα καθημερινώς "τί κάνει η θεία η Ειρήνη? Μήπως θέλετε να της πάω κάτι?"

Και μια μέρα, το κουδούνι πράγματι χτύπησε. Απ΄έξω ήταν ο Νίκος με το ποδήλατό του και λευκό σορτσάκι (μπάι δε γουέι, όλο εκείνο το καλοκαίρι με λευκά σορτσάκια κυκλοφορούσε, δεν έχω εξιχνιάσει άν ήταν ένα και μοναδικό ή είκοσι ίδια!). Και ναι το όνειρό μου, θα έπαιρνε σάρκα και οστά! Ετοιμη ήμουν να πάω να κουβαλήσω το ποδηλατάκι μου, για να πάμε την βόλτα που σας έλεγα. "Λες να με κοροϊδεύει για τις βοηθητικές?"σκεφτόμουν. Πριν λοιπόν τρέξω για να φέρω το ποδήλατο, η φωνή του με προσγείωσε στο σκαλοπατάκι μου. Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που ήμουν σε σκαλοπατάκι και δεν φαινόταν και η τεράστια διαφορά ύψους μας. "Η μάνα μου, είπε ότι δεν μπορεί αύριο κι αν μπορείτε να έρθετε σήμερα για την πρόβα".

Το όνειρό μου, όχι απλά δεν απέκτησε σάρκα και οστά, αλλά έγινε φάντασμα. Εβαλα το πιο καλό χαμόγελο και απάντησα "εντάξει, θα το πω στην μαμά μου".

Οπως κάθε κοριτσάκι που ζει το παραμύθι του ασφαλώς, είχα μια παρηγοριά. Επιτέλους μου μίλησε! Σε μένα προσωπικά! Μου απήυθυνε το λόγο! (Εμ, δεν είχε κι άλλον να τον απευθύνει ο χριστιανός, αλλά σιγά μην τα σκεφτόμουν αυτά!). Και σίγουρα του αρέσω, αλλιώς θα έστελνε τον Πέτρο, δεν θα ερχόταν ο ίδιος. (Το γεγονός να βλαστήμαγε από μέσα του που τον έστειλε η μάνα του, δεν το εξέτασα καν). Τώρα που τα ξαναθυμάμαι, σκέφτομαι ότι το "χαζό παιδί-χαρά γεμάτο", έγινε σλόγκαν εξαιτίας μου.

Εκείνη η πρόβα ήταν και η τελευταία. Το λευκό φόρεμά μου με τις κίτρινες μαργαρίτες και τα τιραντάκια ήταν γεγονός. Μεταξύ μας, απορώ τί διάολο χρειάστηκαν τόσες πρόβες για ένα τόσο απλό παιδικό φόρεμα. Ενιγουέι.

Δεν τον ξαναπέτυχα στην γειτονιά. Δεν ήρθε και τα επόμενα καλοκαίρια. Η κυρία Χριστίνα, τα έβαλε κάτω και είδε προφανώς, ότι νοικιάζοντας το σπίτι θα έκανε διακοπές όπου γούσταρε και χωρίς να ξεστραβώνεται κιόλας στο ράψιμο. Για δυό χρόνια ακόμα, ο ξανθομπουμπουρας Νίκος παρέμεινε ο μεγάλος μου έρωτας. Κι ας μην τον έβλεπα ποτέ. Κάποια μέρα, θα μεγαλώναμε και θα βρισκόμασταν και τότε, θα με πρόσεχε! Πόσο εύκολα τα θεωρείς όλα όταν είσαι παιδάκι.

Τον ξανασυνάντησα εντελώς τυχαία μετά από επτά χρόνια, στον δρόμο. Ημουν πια δεκαεπτά και ήταν εικοσιτρία. Αν δεν τον έβλεπα έξω από το σπίτι του, δεν θα τον καταλάβαινα, γιατί ήταν πλέον λίγο πιο κοντός από μένα και φορούσε γυαλιά. Και βεβαίως εάν δεν τον έβλεπα έξω από το σπίτι του, δεν θα τον κοίταζα καν. Δεν μιλήσαμε (τί να πούμε άλλωστε?), αλλά πρέπει να με αναγνώρισε γιατί με κοίταξε και χαμογέλασε. Οχι, δεν το φαντάστηκα, είχα άλλωστε μπει στην ηλικία άρνησης του φανταστικού. Μου χάρισε ένα πλατύ, ζεστό χαμόγελο, το οποίο δεν ανταπέδωσα γιατί πολύ απλά, δεν ήμουν πια δέκα! Τον προσπέρασα και δατς ωλ! (Πάρε να χεις!)

Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια , μου τηλεφώνησε η αδελφή μου που ζει και εργάζεται στην Αθήνα "Ρε συ, τον θυμάσαι τον ΝΙΚΕ?"(συνθηματικό που του είχαμε βγάλει για να μην μας πάρει πρέφα η μαμά, πάλι καλά που δεν τον είπαμε και αντίντας!). "Ναι". "Ηρθε σήμερα εδώ για κάτι εξετάσεις και με θυμήθηκε. Εδώ κοντά μένει, είναι φυσικοθεραπευτής".

Αυτός ήταν λοιπόν ο πρώτος-πρώτος μου έρωτας! Και υποθέτω ότι δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή μου. (Περιέργως και ο νυν και ο πρώην συζυγός μου, έχουν γεννηθεί την ίδια χρονιά με τον Νίκο:PPPP)

ΜπόικοΜπανκ

Ο φίλος μας ο Μπόικο (ο οποίος έχει περιγραφεί εκτενώς σε προηγούμενο ποστ), έχει μεταφορική εταιρεία. Καύσιμα για τα φορτηγάκια του, αγοράζει συνήθως από τον ξαδελφό του, τον Πλάμεν (ο οποίος αξίζει τον κόπο να περιγραφεί εκτενώς, σε επόμενο πόστ).
Ο Πλάμεν, είναι απίστευτα τσιγγούνης και σφιχτοχέρης σε όλες τις οικονομικές του συναλλαγές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ο Μπόικο που δυστυχώς δεν είναι δίμετρη, εικοσιπεντάχρονη, ξανθιά δεν εμπίπτει στην κατηγορία εξαιρέσεων του Πλάμεν.
Με όλα τα παραπάνω σας καθιστώ σαφές, ότι ο Πλάμεν, τρώει τα - εξαιρετικώς ανθεκτικά στο αλκοόλ- συκώτια του Μπόικο κάθε μέρα για λεφτά. Ασφαλώς δεν μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί ότι ο Μποικάκος, εκτός από ξαδελφός του, είναι και ο μεγαλύτερος πελάτης του κι έτσι και τον στείλει στο διάολο, ο Πλάμεν λόγω τσιγκουνιάς θα αναγκαστεί να πίνει καύσιμα αντί για ρακία, προκειμένου να φάει το απόθεμα.
Ο δε Μποικάκος, ο οποίος θενκς το δε γκρικ γουέι οφ πέυμεντς, έμαθε πώς τίποτα δεν πληρώνεις προκαταβολικά, δεν διανοείται, λόγω σεβασμού να αντιμιλήσει στον μεγαλύτερο ξάδελφο, απλά το γυρίζει στην πλάκα.
Χθες βράδυ λοιπόν, βρεθήκαμε όλη η παρέα μαζί συν ένας μεθυσμένος μπάτσος (αυτό κρατήστε το, θα σας χρειαστεί αργότερα).
Φαγαμε τις λουκάνκες μας, ήπιαν οι άλλοι τις ρακίες τους κι εγώ την σοδίτσα μου και μετά από ένα πεντάλεπτο στριφογυρίσματος στην καρέκλα, ο Πλάμεν μπήκε στο αγαπημένο του θέμα:
- Γκουγκού, πότε θα πληρώσεις τον Μπόικο? (το Γκουγκού ιτς μι σε Βουλγαρική προφορά).
Αγνόησα τον Μπόικο που μου έκανε απεγνωσμένα νοήματα, τα οποία δεν ήταν και κατανοητά μετά από τόσες ρακίες.
- Πλάμεν τον πλήρωσα, αλλά δεν κατάλαβα! Πάλι θέλεις λεφτά από τον Μπόικο???
Ακρα του τάφου σιωπή, στην ομήγυρη. Είπα να την σπάσω.
- Να δω βρε Πλάμεν, πότε θα καταλάβεις ότι ο Μπόικο είναι τράπεζα για σένα.
- Τράπεζα?
- Ασφαλώς! Και η πιο σίγουρη μάλιστα! Μπόικο-Μπανκ!
- Σίγουρη τράπεζα η Μπόικο-Μπανκ?
- Πλάμεν, ειδήσεις δεν βλέπεις? Ολες οι τράπεζες κλείνουν, χρεωκοπεί μία κάθε μέρα! Μόνο στην Μπόικο – Μπανκ, τα λεφτά σου είναι εξασφαλισμένα .
- Μππππόικομμμμμπανκ, εί-ει-ει-ναι σι-γου-ρρρρρρη- τρρρρρρα-πε-ζα? Ακούστηκε εκείνη τη στιγμή ο μεθυσμένος μπάτσος που δεν είχε βγάλει κουβέντα τόση ώρα (είδατε που σας χρειάστηκε?).
- Ασφαλώς! Επέμεινα εγώ.
- Να πππππά-ω τα λεεεεεφ-φφφ-τα στην ΜποοοοοικοΜπππππανκ, συνέχισε.
Ακρα του τάφου σιωπή στην ομήγυρη, εκ νέου. Γύρισαμε και κοιτάξαμε τον μεθυσμένο, όλοι μαζί, για πρώτη φορά.
- Η Ραααααηηηηφάιζεεεεεεν δηλαδή έκλεισε???? Προλαβββββαίνω να τα πππππάρρρρρω? Ρώτησε με αγωνία , χύνοντας το ποτό του Τσέτσο που καθόταν δίπλα του.
Ο Στανισλάβ, ο συνέταιρος του Μπόικο ανέλαβε να σώσει την κατάσταση. Αντε να εξηγήσεις σε μεθυσμένο ότι δεν υπάρχει ΜπόικοΜπάνκ κι ότι δεν έχασε τα λεφτάκια του.
- Αυτή θα κλείσει σε δυό – τρεις μέρες απ’ο,τι γνωρίζω, απάντησε με σοβαρό ύφος στον μεθυσμένο μπάτσο.
Ακούστηκε αναστεναγμός ανακούφισης. Ναι, προλάβαινε να πάρει τα λεφτά του και να τα πάει στην Μπόικο-Μπανκ!
- Μια ββββββόντκα μμμμμε σσσσσόδαααααα! έδωσε την επόμενη παραγγελία.
Τί παθαίνει ο άνθρωπος όταν δεν πίνει ρακία!!!

Monday, May 18, 2009

Για την ιστορία της Τσεβής

Ο παππούς μου από την πλευρά της μάνας μου, ο Γιώργης, την επόμενη κιόλας μέρα κατέβηκε στην πόλη για να ρωτήσει για τον μικρό Δημήτρη. Ο νονός του, τον καθησύχασε ότι ο μικρός Δημήτρης, είχε σταλεί σε ορφανοτροφείο στην Θεσσαλονίκη κι ότι ήταν ασφαλής. Η Τσεβή πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Στην διαθήκη της, που κανένας δεν γνώριζε, άφησε το καλυβάκι της και το χωράφι της, στον νονό του μικρού, τον Δήμαρχο. Αμέσως μετά, αυτός τα πούλησε κι ο παππούς μου χρεώθηκε για να τα αγοράσει. Ηταν σίγουρος ότι κάποια στιγμή, θα βρει τον μικρό Δημήτρη, άρα έπρεπε να του φυλάξει την περιουσία του.
Στις αρχικές του αναζητήσεις και με όσα μέσα μπορούσε να διαθέσει ένας φτωχός, αγράμματος χωρικός την δεκαετία του σαράντα, οι πληροφορίες που πήρε, ήταν ότι ο μικρός Δημήτρης κατά τον εμφύλιο, μεταφέρθηκε μαζί με άλλα παιδιά από το ορφανοτροφείο σε χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ. Κατά πόσο ίσχυαν, κανένας δεν είναι σε θέση να πει.
Μέχρι τον θάνατο του παππού μου, το 1960, στο ραδιόφωνο παιζόταν μια αναζήτηση του Ερυθρού Σταυρού. Η μητέρα μου, η μόνη ίσως που θυμάται ακόμα, τον μικρό Δημήτρη, από όλους τους συγγενείς του, πιστεύει ότι το παιδί άλλαξε όνομα, στην πονεμένη διαδρομή του και γι’ αυτό δεν βρέθηκε ποτέ. Συντηρεί την ελπίδα,ότι το παιδί δεν πέθανε, όπως την φύτεψε στην παιδική της ψυχή, ο παππούς μου.

Μου πρωτοδιηγήθηκε την ιστορία όταν ήμουν παιδάκι και την ρώτησα γιατί ακούει κάθε μέρα, τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού με τόσο ενδιαφέρον. Από τότε, τις άκουγα κι εγώ μαζί της, ελπίζοντας ότι κάποια, ο θείος Δημήτρης θα αναζητήσει μόνος του τις ρίζες του.
Είναι κάποιες φορές, που ο μικρός μας κόσμος γίνεται τόσο μεγάλος που σκοτώνει τις ελπίδες μας. Το «χωράφι της Τσεβής» -έτσι το λέμε μέχρι και σήμερα- παρέμεινε στην οικογένεια, περιμένοντας τον ιδιοκτήτη του.

Η ιστορία της Τσεβής - Το τέλος

Το άλλο μεσημέρι χτύπησε την πόρτα της Τσεβής. Δεν του άνοιξε. «Το πήγα το μαντάτο σου» της φώναξε. «Ο Θεός να στο δίνει Γιώργη, σε ευχαριστώ» την άκουσε να μουρμουράει. Δεν την ξανάδε για μέρες. Το πιάτο με το φαί ανέγγιχτο το μάζευε κάθε μέρα. Της φώναζε και του απαντούσε βήχοντας «Καλά είμαστε, σύρε τώρα». Δυό βδομάδες πέρασαν και δεν έμαθε αν ήρθε το σόι του άντρα της. Κι ούτε του μήνυσε κανείς όπως του το χαν ταγμένο. Δεν περίμενε άλλο και μια και δυό κίνησε για το καλύβι της. Θα της το παιρνε το παιδί της ξεροκέφαλης και θα την πήγαινε στο νοσοκομείο, τέλος τα πείσματα. Δεν έφταιγε τίποτα το δόλιο το μωρό που η μάνα του τρελλάθηκε και δεν άκουγε κουβέντα.
Φτάνοντας έξω από το καλύβι άκουσε τον βήχα της. «Ζει, δοξασοι ο Κύριος!» σκέφτηκε. Χτύπησε την πόρτα, απάντηση δεν πήρε. «Τσεβή» φώναξε. Ο βήχας μόνη απάντηση. Εδωσε μια κι άνοιξε την πόρτα. Την βρήκε κατάχαμα, σκιά του εαυτού της, ένα κουβάρι κόκκαλα που τελείωναν σε ένα κατασπρο πρόσωπο. «Τσεβή, εσύ πεθαίνεις μωρή! Δεν ήρθε κανένας? Τώρα θα σε πάω στην πόλη, στο γιατρό, τέλος τα πείσματα» της φώναξε. Η γυναίκα τον κοιτούσε με δυο μάτια που μέσα τους έλαμπε ο θάνατος. Δεν έλεγε κουβέντα. Γύρισε το μάτι του στο δωμάτιο ο Γιώργης. Αδειο το δωμάτιο, όπως άδειασε από το αίμα και το πρόσωπο της Τσεβής. «Το παιδί Τσεβή! Τί το κάνες το παιδί πανάθεμά σε?» ούρλιαξε. «Το παιδί... το πήρε ο Δήμαρχος... ο ξάδελφος του Δημητρού» του απάντησε με όση φωνή της είχε απομείνει. «Τί να το κάνει το παιδί? Που το πήγε το παιδί?» ο Γιώργης φώναζε χωρίς να σκεφτεί στιγμή πως την ταράζει? «Στο ορφανοτροφείο ... στην Θεσσαλονίκη. Το βάφτισε και το πήρε. Φύγε τώρα, φύγεεεεεε» , τα λόγια της βγήκαν βιαστικά, λαχανιασμένα, να φύγει ο Γιώργης Θεέ μου, τί θέλει πια? Εκείνη πέθαινε, τί άλλο να έκανε με το παιδί? «Πανάθεμά σε Τσεβή, πανάθεμά σε!» φώναξε ο Γιώργης και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.

Η ιστορία της Τσεβής (Μέρος Γ' )

Κλείστηκε στο σπίτι από κεινη τη νύχτα. Οχι ότι έβγαινε πριν, αλλά τώρα κλείστηκε εντελώς. Σφάλισε πόρτες και παράθυρα και δεν δεχόταν κανέναν. Αργά το απομεσήμερο μόνο, μισάνοιγε το πορτόνι κι έπαιρνε μέσα το πιάτο με το φαί, που δεν ήξερε ποιός της άφηνε. Τις πρώτες βδομάδες το τρωγε, το πλαινε και αργά την νύχτα ξανάνοιγε το πορτόνι και το άφηνε απ’ έξω. Σιγά – σιγά η όρεξή της χάθηκε, ούτε κουράγιο είχε να σηκώνεται να φτάνει στο πορτόνι. Το μόνο που δεν σταμάτησε ήταν να προσπαθεί να θηλάσει το μωρό. «Χτικιό σε θηλάζω γιόκα μου, χτικιό η αναθεματισμένη» έκλαιγε τα βράδυα.
Οταν κατάλαβε πως εκτός από χτικιό, τίποτε άλλο δεν είχε να θηλάσει το μωρό, όταν τα στήθια της μαράθηκαν και σταγόνα γάλα δεν έμεινε για το φτωχό, μάζεψε όσο κουράγιο είχε και σύρθηκε στο πορτόνι. Κόλλησε πάνω του καθιστή και περίμενε να ακούσει βήματα. Οποιος της έφερνε φαγητό τόσες μέρες, έπρεπε να την βοηθήσει. Να σύρει στην πόλη και να βρει το σόι του άντρα της. Να προστρέξουν να την βοηθήσουν. Τί άλλο να κανε?
Μεσημέρι πλησιάζε σαν άκουσε τα βήματα. Ανοιξε σιγά σιγά το πορτόνι, ίσα που να βγάλει από το άνοιγμα το πρόσωπό της. Κι είδε τον Γιώργη, τον ξάδελφο. «Τσεβή! Αρρωστη είσαι μωρή?» την ρώτησε κείνος και το προσωπό του ήταν λες κι αντίκρυσε φάντασμα. «Ναι και θέλω μόνο να σύρεις στα αδέλφια του Δημητρού, να τους πεις να έρθουν, τους θέλω να τους κουβεντιάσω» του ψιθύρισε μονοκοπανιά, λες και θα τέλειωνε ο αέρας στα πνευμόνια της και δεν θα προλάβαινε να τελειώσει την φράση. «Να σύρω, ναι αλλά το παιδί? Το παιδί τί κάνει Τσεβή?» «Το παιδί καλά είναι, εγώ δεν είμαι. Και δεν μπορώ και τις κουβέντες, ένα θέλημα σου ζήτησα». «Να στο κάνω Τσεβή, αλλά μήπως να πάρω το παιδί? Πως θα το κουμαντάρεις μόνη?» της είπε διστακτικά. «Δεν σου φτάνουν τα δικά σου Γιώργη? Σου περισσεύει ψωμί και για το δικό μου? Αστο το παιδί, καλά είναι , μόνο κάνε ό,τι σου ζήτησα» του απάντησε κι η φωνή της πνίγηκε. Την ήξερε ο Γιώργης την ξεροκεφαλιά της. Ιδια της ήταν η ξαδέρφη της, η γυναίκα του. Ακρη μαζί της δεν θα βγαζε. Δεν γύρισε σπίτι του, καβάλησε το μουλάρι του και σουρουπώνοντας έμπαινε στην πόλη. Πήγε στο σόι του Δημητρού, τους είπε τα καθέκαστα. Να τρέξουν να πάνε να την δούνε και να του πουν πότε, να πάει κι αυτός. Θα το παιρνε αυτός το παιδί αν η Τσεβή έμπαινε στο νοσοκομείο. Ενα στόμα παραπάνω δεν του στοίχιζε. Και δεν ήθελε τίποτα, μόνο να μην πάει χαμένο το παιδί. Τα αδέλφια τον άκουσαν και του παν ότι θα πήγαιναν. Δεν ήξεραν πότε, θα του μηνούσαν όταν θα έφταναν στο χωριό. Και τον ευχαριστούσαν για τον κόπο, μήπως να πλάγιαζε εκεί το βράδυ να μην γυρίζει μέσα στη νύχτα? Ευχαρίστησε κι ο Γιώργης κι έφυγε, τα ορφανά στο σπίτι τον περίμεναν, ποιός θα τα τάιζε το βράδυ αν έμενε στην πόλη?


Συνεχίζεται...

Η ιστορία της Τσεβής (Μέρος Β')

Την γύρισαν στο σπίτι αποκαμωμένη. Οχι, δεν τις ήθελε τις περιουσίες τους. Στιγμή δεν τις λογάριασε. Είχε το χωραφάκι, το καλύβι της το είχε, θα το μεγάλωνε το παιδί της. Οι γονείς της δεν ζούσαν, τα αδέρφια χαμένα από χρόνια στην Αμερική , κάτι ξαδέρφια όλα κι όλα, αλλά και πάλι θα τα βόλευε. Ποτέ μην έσωνε και την παράτρεχε το σόι του, ένα παιδί θα το μεγάλωνε, όπως και να χει. Μόνο να γένναγε, να τέλειωνε κι αυτό, δεν άντεχε άλλο την κοιλιά της και την προσμονή.
Γέννησε το παιδί μόνη της, στο καλυβάκι της. Ούτε που άκουσε κανένας τα ουρλιαχτά του πόνου της, όλοι ήταν στα χωράφια τους. Σαν μπόρεσε και συμαζεύτηκε, το πλυνε, το σταύρωσε και το ντυσε. Αγόρι. «Αχ ρε Δημητρό, να βλεπες τον γιό σου κακομοίρη μου, να γέλαγε το πικραμένο το χειλάκι σου», σκέφτηκε. Ηταν όμορφο παιδί και γερό, της έμοιαζε. Αντρακλας θα γινόταν, ήδη τον φανταζόταν να πέφτει στην Πηγή τα Φώτα και να πιάνει πρώτος τον σταυρό. Ηταν το βραβείο της, η ζωή της όλη και το χρωστούσε στην γέρικη αγκαλιά του Δημητρού. «Αχ Δημητρό μου, το όνομα σου θα το πω , μόνο το καλό που σου θέλω, να κρατάς την πλάκα σου», μουρμούρισε. Ο Δημητρός, ανέκαθεν βαριάκουγε, ίσως γι’ αυτό δεν άκουσε το μουρμουρητό της.
Στους τρεις μήνες πάνω άρχισε να φέγγει η Τσεβή. Στα χωράφια να δουλέψει δεν μπορούσε, με το μωρό παραμάσχαλα. Ο,τι χόρτο έβρισκε έξω από την πόρτα της μάζευε και το βραζε να φάει. Και τις νύχτες που ξύπναγε να το θηλάσει το κακορίζικο, ένοιωθε ότι το μωρό μαζί με το γάλα της, θήλαζε κι όση ζωή της απέμενε. Μπήκε χειμώνας και ξύλα δεν είχε να ζεστάνει το καλύβι. Ο ξάδελφος ο Γιώργης, της πήγε μια δυο φορές και τον απόδιωξε. «Χήρος είσαι Γιώργη και να μην ξανάρθεις εδώ, κοίτα τα παιδιά τα δικά σου. Εγώ το δικό μου θα το αναστήσω», του πρόσταξε. Δεν της κράτησε κακία ο Γιώργης κι όποτε έβρισκε ευκαιρία, ένα πιάτο φαί στην πόρτα της το ακούμπαγε χωρίς να τον δει. Εξη παιδιά ανάσταινε μόνος του, ήξερε τί θα πει αυτό.
Ξαπλωμένη στην στρωματσάδα της ήταν, τότε που την έπιασε ο βήχας. Τόσο δυνατά έβηχε που ξύπνησε ο μικρός Δημήτρης κι άρχισε να κλαίει. «Σύχασε γιόκα μου» πήγε να του πει και πνίγηκε στο αίμα. «Θεέ μου, δεν σου φτασαν τόσα που μου στειλες , τώρα μου στέλνεις το χτικιό? Τώρα που έχω παιδί να αναστήσω?» σκέφτηκε. Μόλις έκοψε λίγο ο βήχας , ανακάθισε και πήρε το μωρό αγκαλιά. «Αχ γιέ μου, να σε βαφτίσω πρέπει. Να προλάβω. Το ‘ταξα του πατέρα σου, φεγγάρι μου» το νανούρισε. Απλωσε το χεράκι του ο Δημητράκης και το φώλιασε στην κοτσίδα της. Δάκρυα κύλησαν στα κοκκινισμένα μάγουλά της. «Αν μαθευτεί, πως έχω το χτικιό θα μου το πάρουν το παιδί» σκέφτηκε.

Συνεχίζεται...

Η ιστορία της Τσεβής (Μέρος Α΄)

Ακουγε το μωρό δίπλα της να κλαψουρίζει και βλαστήμαγε την τύχη της. Μέρες ξάπλωνε άρρωστη η Τσεβή. Κι ενώ τόσο το λαχτάρησε τούτο το παιδί, λες κι έφερε μαζί του όλη την κακοτυχία της γης με το που γαντζώθηκε στα σπλάχνα της.
Ναι, ήταν γέρος ο Δημητρός, ο άντρας της. Το ήξερε κι όταν τον παντρεύτηκε αλλά κι εκείνη πατημένα τα τριάντα, τί καλύτερο θα έβρισκε? Δεν ήταν κι από πλούσια γεννιά. Ενα χωραφάκι και το καλύβι τους όλη η προίκα της. Ο Δημητρός είχε λεφτά και ήταν από γνωστή οικογένεια, δήμαρχοι στην πόλη μόνο από τα σόγια του έβγαιναν. Ετσι δεν την πείραξε ούτε που ήταν γέρος, ούτε που ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από δαύτη. Τις είδαμε και τις ομορφάδες, όσο όμορφη κι αν ήταν στο ράφι θα ‘μενε αν δεν βρισκόταν ο χριστιανός. Αρνιόταν κι η ίδια να παραδεχτεί, πως όταν ήταν πιο μικρή, σαν το ποτάμι, έτρεχαν τα προξενιά κι εκείνη τα απόδιωχνε με την ελπίδα να μην παντρευτεί στο χωριό. Τόσο ξεροκέφαλη ήταν που σκεφτόταν πως έπιασαν τόπο οι προσευχές της , να την πάρει άντρας από την πόλη. Μόνο που στην πόλη δεν πήγε. Καχεκτικός και άβουλος ο Δημητρός, ντροπή ήταν για το σόι του κι όταν θα ήταν πια να τον γηροκομήσουν, του βρήκαν νύφη και τον ξαπόστειλαν. Το είχε το καλυβάκι της, τί το θελε το σπίτι στην πόλη.
Σαν κατάλαβε πως περιμένει παιδί, λουλούδιασε ολάκερη. Δεν θα μενε άκληρη κι ας το φοβόταν. Χαλάλι η ανοχή της στα γέρικα αγκαλιάσματα του Δημητρού. Θα έκανε αυτή το γιο, να σκάσει και το σόι του που τον απόδιωξε κι απλά περίμενε να του φάει την περιουσία. Μάνα θα γινόταν, δεν θα μενε η νοσοκόμα του.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί για πολύ. Λες κι ο Θεός αποφάσισε σιγά – σιγά να της ζητάει επιστροφή τα χαρισμένα. ‘Η μήπως δεν της τα χάρισε ποτέ? Ενα μεσημέρι, εκεί που έτρωγε, έσβησε ο Δημητρός. Με το κουτάλι στο χέρι, πήγε να βάλει την μπουκιά στο στόμα του κι έπεσε πάνω στο πιάτο. Είδε κι έπαθε να τον συνεφέρει, βρε πώς έγινε χάλια, πανάθεμά τον. Τρεις φορές την μέρα τον άλλαζε, νισάφι πια. Στην αρχή του βαλε τις φωνές, μετά τον ταρακούνησε, στο τέλος τον ικέτεψε να συνέλθει. Κι αφού κατάλαβε ότι δεν θα την άκουγε ποτέ, γονάτισε πλάι του κι άρχισε να ξεφτίζει τις μακρυές κοτσίδες της και να ουρλιάζει. Κομμάτιασε τα μάγουλά της με τα νύχια της, σταγόνες το αίμα κύλησαν πάνω στο λευκό της πουκάμισο αλλά ο Δημητρός δεν ξύπνησε.
Τον κήδεψαν με όλες τις τιμές που άρμοζε στο σόι του. Αποδιωγμένος στη ζωή ο Δημητρός, χαϊδεμένος στον θάνατο. Εκεί που όλοι είναι ίδιοι, εκείνος θα ξεχώριζε. Κι ένα μαύρο κουβάρι στην κηδεία η Τσεβή. Να που το φερε ο Θεός και βρέθηκε στην πόλη. Για να θάψει τον άντρα της. Την έσερναν τα αδέρφα του, πίσω από το φέρετρο μαζί με την τεράστια κοιλιά της. Με γινάτι την έσερναν κι αυτή και την κοιλιά της. Εκείνη η κοιλιά, εκείνο το τελευταίο θυμητήρι του Δημητρού θα ζητούσε κληρονομιές. Ας την σύρουν λοιπόν την χωριάτα μπας και το ρίξει το μούλικο. Γιατί σιγά μην έσπειρε ο Δημητρός παιδί. Μια ζωή αχρηστία έσπερνε, Θεός να τον συγχωράει.

Συνεχίζεται...

Η δική μου μπλογκοκυβέρνηση

Η Δελφινούλα με κάλεσε να σχηματίσω την δική μου «Μπλογκοκυβέρνηση»!
Να ξεκαθαρίσω ότι με τις κυβερνήσεις, ανέκαθεν, με πιάνει ένα κατιτίς. Οπότε είπα να μην ακολουθήσω την πεπατημένη και να σχηματίσω μεν κυβέρνηση, να επινοήσω κάποια δικά μου υπουργεία δε.
Είμαι σίγουρη ότι είναι προτιμότερο μιας και θα είμαστε κυβέρνηση «διακοπών» άλλωστε, όσο το Ελληνικό Κοινοβούλιο παραμένει κλειστό.
Εχουμε και λέμε :
Πρωθυπουργός : Μητσάκος (δεν θέλω ουυυυ, οι άλλοι είναι πιο μάγκες που υπουργοποιούν τα σόγια τους???)
Υπουργός Μετανάστευσης και αντιρατσισμού: Ξένη
Υπουργός Αιφνιδιαστικών Επανεμφανίσεων : Adomiel
Υπουργός Σχολιασμού Ελληνικής Πραγματικότητας : Κορινόσκυλο
Υπουργός Ψυχολογικής Υποστήριξης : Μαρίνα
Υπουργός Τεχνών : Μπρο
Υπουργός Μητρότητας : Παλίρροια
Υπουργός Μεσανατολικών Θεμάτων : Ελένη
Υπουργός Φωτογραφίας : Κλέαρχος
Υπουργός Ριζικών Αλλαγών : Εστρέγια
Υπουργός Αποδήμων : Μάτα
Η θέση του Υπουργού Απασχόλησης παραμένει μιας και την κατοχύρωσε η Δελφινούλα.
Στη θέση του Υπουργού Ζωτικότητας, τοποθετώ την Lianne, που μου λείπει πολύ!

Εγώ ασφαλώς δεν θα συμμετέχω στην κυβέρνηση, παραμένω απλή ψηφοφόρος. (Χμμμ, μήπως να ετοιμάσω και μια λίστα με τα ρουσφέτια που επιθυμώ να μου κάνετε???)
Οποιος άλλος επιθυμεί να παίξει , ας το κάνει. Ετσι κι αλλιώς δεν μας κοστίζει και τίποτε, σε αντίθεση με τις κανονικές κυβερνήσεις!

Saturday, May 16, 2009

Σάββατο

Είναι Σάββατο!
Ο Μητσάκος επιστρέφει (επιτέλους!), από το ταξείδι- αστραπή στην ιδιαίτερη πατρίδα του! (Δεν εννοώ την Πάτρα, αλλά το Καυσερί :Ρ).
Εχω ένα βιβλίο να διαβάσω και μάλιστα της Παπαδάκη!
Θα κάνω καροτοσαλάτα!
Ο Τόνυ μου έφερε τις πρώτες φράουλες της χρονιάς!
Η μέρα στο γραφείο κύλησε καλύτερα από τα προβλεπόμενα!
Απόψε επιτέλους η Μέτζυ θα ησυχάσει και θα μπορέσω να κοιμηθώ!
Τί άλλο να ζητήσω η γυναίκα???
(Μητσάκο μου έλειψες!)

Thursday, May 14, 2009

Το ανέκδοτο της μέρας!

Πέτια: Ξέρεις ποιά είναι η διεύθυνση μας, σύμφωνα με την εφορία?
Εγώ: Για πες...
Πέτια : Χωριό τάδε, Πάνω στον λόφο!

Οχι, δεν υπάρχει οδός "Πάνω στον λόφο"! Εφευρετικότητα που έχουν οι δημόσιες υπηρεσίες!

Tuesday, May 05, 2009

Για την Ντεμέτ που έγινε Μερυέμ.

Σήμερα διάβασα αυτό. Και δεν μπορώ να συνέλθω. Το θέμα είναι, ότι όσο κι αν δεν θέλω να το δεχτώ, υφίσταται. Και υφίσταται, χωρίς να υπάρχει πια ο Κεμάλ για να το καταδικάσει ούτε ο παππούς Αζίζ για να προσφέρει άσυλο στο κοριτσάκι. Υφίσταται σαν πανδημία, ζωγραφισμένο πάνω σε εκατομμύρια γυναικεία μαντήλια που δουλειά τους είναι να καλύπτουν χαμόγελα και να φυλακίζουν συνειδήσεις.
Με σοκάρουν οι σκεπασμένες γυναίκες, όσο κι αν πάλεψα καιρό να συμμεριστώ την χιλιοσυζητημένη υπογραφή του Αλί και να το θεωρήσω «ελευθερία στις προσωπικές επιλογές».
Και παρότι στο άρθρο δεν αναφέρεται ότι η μικρή υποχρεώθηκε να σταματήσει το σχολείο και προκειμένου να κυκλοφορεί σκεπασμένη, είμαι σίγουρη ότι της συνέβει. Ισως γιατί το τελευταίο τετραήμερο στην Τουρκία, είδα την αλλαγή εντονότερη. Ενδεχομένως, τώρα την παρατήρησα τόσο έντονα.
Στο φέρυ από Γιάλοβα, απέναντί μου κάθισαν τρεις κοπέλες. Ηταν στην ίδια παρέα. Οχι πάνω από εικοσιπέντε χρονών. Η μία μοντέρνα, ντυμένη σαν κάθε παιδί της ηλικίας της. Οι άλλες δύο σκεπασμένες. Με ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, έχωσαν τα πρόσωπά τους σε εφημερίδες σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Ηταν εμφανές ότι προσπαθούσαν να δείξουν αποστασιοποιημένες από την κοπέλα που δεν ήταν σκεπασμένη. Οχι γιατί το ήθελαν, ήταν εμφανές. Αλλά γιατί έτσι έπρεπε.
Στην τουαλέτα του φέρυ, μάνα και κόρη, σκεπασμένες, περίμεναν καρτερικά να αδειάσουν οι αλά – τούρκα τουαλέτες ενώ οι κανονικές ήταν άδειες.
Πήγα σε ένα μινι μάρκετ, απέναντι από το ξενοδοχείο μας στην Μπούρσα και ενώ ήμουν φιλική, ζητώντας τσιγάρα στα τούρκικα για να διευκολύνω την επίσης σκεπασμένη ιδιοκτήτρια, αυτή δεν καταδέχτηκε να μου γυρίσει κουβέντα, θεωρώ ότι μάλλον ενοχλήθηκε που μια «άπιστη ξένη» αγόραζε τσιγάρα. Μου πληκτρολόγησε στο κομπιουτεράκι το αντίτιμο, λες κι αν μιλούσε η γλώσσα της θα μούδιαζε. Μουρμούρισα ένα μεγαλοπρεπές «αεισιχτίρ» και βγήκα. Υποσυνείδητα θέλησα να της την σπάσω και μετά από δέκα λεπτά επέστρεψα και αγόρασα αναπτήρα. Ξανά το ίδιο σκηνικό από μέρους της.
Σε άλλο μίνι μάρκετ χθες το απόγευμα στην Ιστανμπούλ, μια σκεπασμένη μπήκε με τα δυό μικρά της, δυό αγγελούδια που πολύ ήρεμα την ρώτησαν «αννέ, μπορούμε να πάρουμε κι αυτό?» δείχνοντας κάτι φτηνιάρικα μπισκοτάκια. Κοίταξα το κοριτσάκι και χαμογέλασα, τότε άκουσα την «αννέ» να βάζει τις φωνές. Σε άλλη περίπτωση, θα αγόραζα τα μπισκοτάκια και θα τα έδινα στα μικρά, με πονάει να βλέπω παιδί να λαχταράει κάτι και να μην του το δίνουν, ίσως γιατί μικρή ποτέ δεν τόλμησα να ζητήσω κάτι, όσο κι αν το ήθελα. Αλλά η εικόνα της οργισμένης, σκεπασμένης μάνας δεν μου έδινε περιθώριο να ανακατευτώ. Ούτε που κατάλαβα για το πότε βούτηξε τα παιδιά και βγήκε έξω, χωρίς να ψωνίσει τίποτα. Βγαίνοντας είδα μόνο την μικρούλα να έχει καθίσει στο πεζοδρόμιο και να κλαίει με λυγμούς. Αξιζε τόσα παιδικά δάκρυα, εκείνο το σκατένιο μπισκοτάκι ρε γαμώτο?
Χθες το μεσημέρι περπατούσαμε κοντά στο Ταξίμ την ώρα που τελειώνουν τα σχολεία. Θαύμαζα τα παιδάκια με τις σχολικές στολές. Μου αρέσει η ομοιομορφία στα ρούχα των μαθητών. Και ξαφνικά, ανάμεσα στα κοριτσάκια ξεπετάχτηκε ένα σκεπασμένο. «Δεν απαγορεύεται να πάνε σκεπασμένα στο σχολείο?» ρώτησα τον Ογούζ. «Ασφαλώς και απαγορεύεται, επί του παρόντος τουλάχιστον» μου απάντησε κι αυτό το «επί του παρόντος» με τσάκισε. «Αλλά μάλλον με το που βγήκε από το σχολείο, φόρεσε το μαντήλι της», συνέχισε.
Πριν από εννέα χρόνια, έβλεπες ελάχιστες σκεπασμένες στις μεγάλες πόλεις. Πριν από τέσσερα είδα για πρώτη φορά δύο – τρεις μαυροντυμένες, αυτές τις εντελώς σκεπασμένες και απορούσα τί είναι. Πλέον το ένα τρίτο των γυναικών κυκλοφορούν έτσι. Μαυροντυμένες λιγότερες αλλά όπως και να το κάνεις, υπάρχουν πλέον αρκετές.
Η Τουρκία κάνει βήματα προς τα πίσω. Κι ενώ στα έργα υποδομής, στον τουρισμό, στο εμπόριο, όλα τρέχουν με εξωπραγματικούς ρυθμούς, το αγκάθι του «σκεπάσματος» ανατρέπει πολλά. Ηδη λειτουργούν θρησκευτικά σχολεία, τα οποία πλέον δεν θεωρούνται παράνομα. Είναι να απορείς, όταν εβδομήντα χρόνια πριν, ο Κεμάλ τα είχε κλείσει εν μια νυκτί. «Εναν Κεμάλ χρειαζόσαστε τώρα» συνηθίζω να λέω στους φίλους μου. «Τώρα παίρνουν την ρεβάνς τους απένταντι στους Κεμαλικούς» σχολίασε προχθές η Σεβίντς και ανατρίχιασα.
Πώς μπορεί μια χώρα που εβδομήντα χρόνια πριν προχώρησε σε τόσο πρωτοποριακές μεταρρυθμίσεις τώρα να γυρίζει προς τα πίσω? Και ποιά συμφέροντα κρύβονται σε αυτή την οπισθοδρόμιση?
Σε τί και ποιούς θα ωφελήσει η έλλειψη παιδείας στα κορίτσια, η συνέχιση των εγκλημάτων τιμής , η απομόνωση από τον πολιτισμό, η επιστροφή στο παρελθόν? Πόσα παιδιά θα μεγαλώσουν με την πίκρα του απαγορευμένου ακόμα κι αν το απαγορευμένο είναι ένα μπισκοτάκι ή το χαμόγελο μιας ξεσκέπαστης ξένης?
Η φωτογραφία του Κεμάλ υπάρχει παντού. Στα μαγαζιά, στα ξενοδοχεία, σε όλους τους δημόσιους χώρους. Απορώ πώς μπορούν να την κοιτάζουν, χωρίς ντροπή, όλοι αυτοί που θάβουν μέρα με τη μέρα τις ιδέες και τα πιστεύω του.

Γκεοργκιόβντεν

Η Βενέτα, η μαξιλαρού , μία από τις τσιγγανούλες μας, ήρθε την επόμενη της μισθοδοσίας στον Δημήτρη. «Σεεεεεφεεεεεε» τσίριξε. «Χάλασα όλο τον μισθό μου και δεν έχω να πάρω αρνί για την Γκεοργκιόβντεν!». Ο Δημήτρης που δεν φημίζεται για την υπομονή του σε τσιρίδες, την κοίταξε με πρωτοφανή ηρεμία. «Αγάπη μου, ο μήνας έχει μόνο 27, η Γκεοργκιόβντεν είναι στις 6 Μάη!» της είπε. «Δηλαδή σέφεεε, θα μου δώσετε λεφτά για το αρνί, εεε?». Είπαμε ότι ο Δημήτρης δεν φημίζεται για την υπομονή του και δη σε τέτοια αιτήματα. «Αειντε στην δουλειά σου, αγάπη μου» της είπε, προ εκρήξεως πλέον. Το «αγάπη μου» το λέει όποτε είναι τσαντισμένος και το λέει στα ελληνικά, ενώ όλη η άλλη φράση είναι στα Βουλγαρικά. Λύνομαι στα γέλια κάθε φορά που το ακούω.
Την περασμένη Πέμπτη, η Βενέτα έσκασε στο γραφείο του λίγο πριν το σχόλασμα. Δεν είπε τίποτα, καθόταν και τον κοίταζε. Κλασσικά. Ο σέφε όφειλε να θυμάται! «Εχουμε 150 λέβα να της δώσουμε?» μου έγραψε στο σκάιπ ο σέφε που, ασφαλώς και θυμόταν. «Βενέτααααα, πήγαινε ταμείο» τσίριξα εγώ τώρα, για να επισπεύσω τις διαδικασίες. Δεν ήξερα γιατί ήθελε τα λεφτά κι ούτε και θα ρωτούσα.
Τσεπώνοντας το παραδάκι η Βενέτα, σταμάτησε μπροστά στον σέφε της. «Πόσα κιλά αρνί θα πάρεις Βενέτα?». Εκεί «ξύπνησα» και καρφώθηκα να τους κοιτάζω. «Είκοσι σέφε!» «Τί θα το κάνεις παιδί μου είκοσι κιλά αρνί? Το χωριό όλο θα ταίσεις?» «Εεεε σέφε, Γκεοργκιόβντεν είναι αυτή!». Μας χαιρέτησε κι έφυγε. Είχα μείνει με ένα στόμα ανοιχτό σαν το τούνελ του Βακαρέλ. Γύρισα στα κορίτσια.
«Καλέ τί λέει αυτή? Τι είκοσι κιλά αρνί»?
«Αααααα οι τσιγγάνοι έτσι το ΄χουν την Γκεοργκιόβντεν, ένα αρνί σε κάθε σπίτι!»
« !»
«Να φανταστείτε, πριν είκοσι χρόνια δεν ήταν αργία ακόμα. Ε, εκείνη την μέρα, οι τσιγγάνοι έψηναν αρνιά και δεν πάταγε κανένας σε δουλειά. Είδε κι απόειδε το κράτος και την θέσπισε αργία»
« Εξαιτίας των τσιγγάνων???»
«Ναιιι, αφού λέμε, δεν δούλευε κανένας τους!»
Ετσι θενκς του Βενέτα και στους λοιπούς ομόφυλούς της, αύριο την αργιούλα μας θα την κάνουμε. Δεν ξέρω μήπως θα ήταν καλή ιδέα να την επισκεφθούμε κιόλας, να τσιμπήσουμε κάνενα γραμμάριο από το εικοσάκιλο αρνάκι της.