Friday, February 25, 2011

Οι άνθρωποι και τα νούμερα.

Είμαι θυμωμένη. Πολύ. Εδώ και μήνες βλέπω τους πάντες να αλληλοσπαράζονται για λόγους γελοίους και ασήμαντους. Βλέπω ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν κτήνη, χωρίς να υπάρχει λόγος. Ελέω κρίσης, βγήκαν οι ανθρωποφάγοι από μέσα μας κι όποιον πάρει ο χάρος. Ελεγα να μην δώσω σημασία. Ισως γιατί κατ' εμέ, η προσωπική κρίση δεν θα λύσει καμία οικονομική. Είπα λοιπόν να παρατηρώ και να μην σχολιάζω. Μέχρι σήμερα. Που δέχθηκα ένα χαστούκι.
Τον Κ. τον πρωτογνώρισα πριν από τρία χρόνια περίπου. Ρουμάνος, πωλητής σε πολυεθνική. Ηρθε να μας πουλήσει υλικά. Ηταν ένα τόσο ενθουσιώδες παιδί, με τόση μανία να πουλήσει, που σε κούραζε. Παζαρέψαμε όπως συνηθίζεται, έκανε ένα βήμα ο ένας, ένα ο άλλος, άκρη δεν βγάλαμε. Επειδή ήταν πιτσιρικάς και καινούργιος, τον άφησα να πιστεύει ότι ίσως και να δουλέψουμε μαζί. Εάν και εφόσον. Γιατί να του χαλάσεις το όνειρο με την πρώτη?
Επί δύο χρόνια, κάθε δυό - τρεις μήνες με έπαιρνε τηλέφωνο. Ηταν στην περιοχή μας, να περάσει για μια "καλημέρα"? Πόσες φορές πνιγμένη στην δουλειά, βλαστήμησα την "καλημέρα" του, ούτε που θυμάμαι! Ερχόταν πάντα ευγενικός, τυπικός, συγκεντρωμένος στην δουλειά του και κάνοντας κάθε φορά ένα βήμα παραπάνω. Εγώ, κολλημένη στο πρώτο βήμα της αρχής. Δεν τον τρόμαξαν οι πόρτες που του έκλεινα κάθε φορά. Συνέχιζε να προχωράει προς την πλευρά μου. Ο Δημήτρης, παρότι δεν μιλούσε μαζί του, είχε ήδη πειστεί ότι μπορούμε να συνεργαστούμε. Επέμενε να κάνω κι εγώ ένα βήμα παρακάτω. Δεν χρειάστηκε να το κάνω τελικά. Γιατί μετά από δύο χρόνια πηγαινε-έλα και τηλέφωνα, ο Κ. είχε κάνει όλη την διαδρομή με επιτυχία (έστω και βήμα-βήμα) και ήρθε μπροστά μου με μια προσφορά, που μόνο τρελλός ή μιζαδόρος, θα μπορούσε να αρνηθεί.
Και αρχίσαμε να δουλεύουμε. Οφείλω να παραδεχτώ ότι μπουχτισμένη από τις "καλημέρες" του τόσο καιρό, τον πάσσαρα στον Δημήτρη. Παρακολουθούσα το πως συνεργάζονταν και τους χαιρόμουν. Η σχέση τους, ήταν σχέση συναδέλφων, όχι πελάτη- προμηθευτή. Ο Κ. με το κινητό αγκαλια, να σου λύσει το πρόβλημα ακόμα και τα μεσάνυχτα. Και το πρωί να τηλεφωνήσει, να ρωτήσει εάν χρειάζεσαι κάτι άλλο.
Το περασμένο φθινόπωρο ήρθε για την καθιερωμένη επίσκεψη, μαζί με την κοπέλλα του. Θα έμεναν το βράδυ στην περιοχή μας και αποφασίσαμε να βγούμε μαζί για φαγητό. Στο τραπέζι έπεσαν και τα τελευταία "επαγγελματικά" τείχη και ο Κ. μας είπε την ιστορία του. Παιδί πολυμελούς οικογένειας, με έναν πατέρα που αφού έσπειρε πέντε παιδιά, πήρε τα μάτια του κι έφυγε, χωρίς να τον ξαναδεί κανένα τους. Δεν νομίζω να τον έψαξαν κιόλας. Η μάνα που δούλευε σε δυό και τρεις δουλειές για να μεγαλώσει τα παιδιά. Ο Κ. σπούδασε δουλεύοντας και μετά βρήκε δουλειά στην πολυεθνική που λέγαμε. Κατάφερε να νοικιάσει δικό του διαμέρισμα, να αγοράσει αυτοκίνητο και να γνωρίσει την Χ. που τον κοίταζε όλο το βράδυ στα μάτια. Τον Ιούνη θα γίνει ο γάμος τους. Κουμπάρος θα ήταν ο προϊστάμενός του ο Α.
Μιλούσε με πάθος για την δουλειά του, ήταν η καταξίωσή του μετά από τόσες δυσκολίες. Και εξηγούσε πόσο του στάθηκε ο Α., πόσο τον πίστεψε, πόσα του δίδαξε. "Αυτόν θεωρώ πατέρα μου" μας είπε κάποια στιγμή.
Ηρθε στο μυαλό μου ο Α. που τον είχα δει μια φορά όλη κι όλη, ένας αυστηρός μεσήλικας επαγγελματίας, τυπικός στη δουλειά του. Μου φαινόταν τόσο γλυκό, που αυτός ο σφιγμένος άνθρωπος είχε "αγκαλιάσει" ένα παιδί σαν τον Κ. και του άλλαξε τη ζωή.
Σήμερα το πρωί ο Κ. τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Ακούγοντας τους να μιλάνε, πίστεψα ότι συνεννοούνταν για κάποια παράδοση. Δεν έδωσα σημασία. Οταν ο Δημήτρης μπήκε στο γραφείο μου και μου είπε ότι ο Κ. απολύθηκε και ο Α. υποβιβάστηκε, δεν κατάλαβα τί ακριβώς εννοούσε. Και οι δυό τους ήταν τόσο παθιασμένοι με την δουλειά, δεν υπήρχε πελάτης που να είχε παράπονο από αυτούς. Τί διάολο? "Τηλεφωνησέ του αν μπορείς, του το υποσχέθηκα" μου είπε ο Δημήτρης.
Οσο σχημάτιζα τον αριθμό του, το μυαλό μου πήγε στην ιστορία του. Να πεις τί σε ένα παιδί που έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα, βήμα-βήμα? Σε ένα παιδί που η δουλειά του ήταν η ζωή του? Που γνώρισε τόση δυστυχία και κατάφερε να κάνει το μαύρο - άσπρο με τόση προσπάθεια? Είχα δακρύσει, αλλά δεν υπήρχε λόγος να τον κάνω να νοιώσει ακόμα πιο άσχημα, οπότε έβαλα την καλή μου φωνή και τον ρώτησα τί έγινε.
Για να μην τα πλατυάζω μιας και η συνομιλία κράτησε ώρα, η περίληψη έχει ως εξής:
Οι διευθυντές της εταιρείας (ζουν σε μια χώρα ξένη, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα της Ρουμανίας και τον πόνο των ανθρώπων της), θεώρησαν τεράστιο αμάρτημα το ότι ο Α. θα ήταν ο κουμπάρος του Κ. στον γάμο του. Πράγμα το οποίο οι δυό τους, σκεφτόμενοι σαν άνθρωποι κι όχι σαν υπάλληλοι, δεν έκρυψαν από κανέναν. Αποφάσισαν λοιπόν πως το αμάρτημα του να νοιώσεις παιδί σου, ένα παιδί χωρίς πατέρα, έπρεπε να τιμωρηθεί. Δεν είχε καμία σημασία το αποτέλεσμα της δουλειάς και των δύο, ούτε σκέφτηκαν ότι αυτή ακριβώς, η "οικογενειακή" σχέση, είχε κάνει τον Κ. να αποδίδει σαν αυτόματο προς όφελος της εταιρείας, για να μην διαψεύσει ποτέ τον "πατέρα¨του. Ολα αυτά τα σκέφτηκα ωστόσο εγώ, που μια φορά όλη κι όλη μου άνοιξε την καρδιά του ο Κ. Αυτοί, που τρία χρόνια τώρα, τον έβλεπαν κάθε μέρα, παρακολουθούσαν τις αποδόσεις του και υπολόγιζαν τα μπόνους του, προφανώς δεν νοιάστηκαν ποτέ να μάθουν την ιστορία του.
- Στην εταιρεία μας δεν είμαστε άνθρωποι προφανώς, είμαστε νούμερα, μου είπε γελώντας.
- Τότε δεν σου αξίζει αυτή η εταιρεία Κ. Εσύ δεν είσαι νούμερο, του είπα.
- Οχι, γι΄αυτό και δεν με πειράζει που φεύγω. Εχω τα πόδια μου, τα χέρια μου, μια όμορφη γυναίκα, τον Α. κουμπάρο και έγινα φίλος με εσάς. Δεν μου λείπει κάτι. Αυτοί έχουν μόνο τα λεφτά τους.
Κλείσαμε το τηλέφωνο με την υπόσχεση να τα λέμε τόσο συχνά όσο πριν. Και να βρεθούμε σύντομα. Δεν μπορώ όμως να καταλαγιάσω τον θυμό μέσα μου. Οσο κι αν ξέρω πως η πραγματικότητα είναι αυτή. Πως σε όλον σχεδόν τον κόσμο, το ίδιο γίνεται. Και βαθιά μέσα μου ξέρω, πως ποτέ δεν θα γίνω τόσο ικανή διευθύντρια, όσο οι διευθυντές του Κ. Γιατί όσο κι αν γερνάω σε μία δερμάτινη καρέκλα, δεν μπορώ να δω τους ανθρώπους σαν νούμερα. Δεν μπορώ να αγνοήσω τις ιστορίες τους. Ακόμα κι όταν κάποιος με απογοητεύει, πονάω λες και φταίω εγώ. Θυμώνω, θυμώνω πολύ, που μια δερμάτινη γαμωκαρέκλα μας κάνει κομπιουτεράκια και κρεατομηχανές.
- Σταματάμε να δουλεύουμε μαζί τους, είπα στον Δημήτρη.
- Μα δεν έχουμε πρόβλημα με το υλικό.
- Άν είναι να δουλεύω με ζώα, προτιμώ τον παλιό προμηθευτή μας που είναι και εγχώριο ζώο.
- Πας καλά? Κι άλλοι πωλητές έφυγαν από προμηθευτές μας, εσύ πάντα έλεγες ότι την εταιρεία δεν την κάνει ένας άνθρωπος.
- Ναι, αλλά δεν ήταν της ίδιας εμβελείας οι άλλοι. Από αυτή την εταιρεία εμείς, μόνο τον Κ. γνωρίζαμε. Μας πλησίασε ποτέ κανένας από τους διευθυντές? Κάποια στιγμή, οι μεγάλοι διευθυντές πρέπει να καταλάβουν ότι τα νούμερα, τους τα δίνουν άνθρωποι. Δεν νομίζεις?

Thursday, February 24, 2011

είναι του Βάλιο...

Η Μέτζυ είναι στις μέρες της. Αν σκεφτείς ότι πριν μια εβδομάδα πήραμε χαμπάρι ότι το σκυλί μας είναι έγκυος, αφενός είμαστε για κλωτσιές , αφετέρου δεν μας πολυκούρασε η αναμονή. Αμ έλα που αποφάσισε να τα φτύσει στο τέλος. Την Τρίτη δεν κουνιόταν. Λιωμένη στο πάτωμα με κοιτούσε όλο πόνο. Εψαξα τον γιατρό της. Πως τό θελες? Το κινητό κλειστό.
Εκδοχή νούμερο ένα, ο γιατρός μας πήγε για ψάρεμα. Οι Βούλγαροι τρελλαίνονται να ψαρεύουν σε παγωμένες λίμνες, στα βουνά. Ναι, η τρέλλα πάει στα βουνά, όσον αφορά την Βουλγαρία.
Εκδοχή νούμερο δύο, ο γιατρός τα ήπιε μέχρι θανάτου το περασμένο βράδυ κι έκλεισε το κινητό του, αδιαφορώντας για την εγκυμοσύνη της καλύτερης ασθενούς του! Επίσης σύνηθες φαινόμενο στα μέρη μας.
Βρέθηκε άλλος γιατρός που δεν μπορούσε -και καλά- να βοηθήσει, γιατί το σκυλί είναι στις μέρες του. Η δε Μέτζυ ούτε να τον βλέπει, σωριασμένη έκανε απελπισμένες προσπάθειες να του φάει τα γάντια, μαζί με τα δάχτυλα.
Χθες, βρέθηκε ο γιατρός μας. Η Μέτζυ είχε μεταφερθεί σε μαξιλάρα πλέον. Με το που τον είδε, έλιωσε όπως πάντα. Λες και ξέρει ότι θα την ανακουφίσει. Μετά τα καθιερωμένα " τί κάνεις κοτοπουλάκι μου?", "τί έπαθε η πριντσέζα μου κι εγώ έλειπα?" του ντόκτορ Κίροβ, σηκώθηκε μόνη της με υπερπροσπάθεια και τον άφησε να την εξετάσει. Εφαγε τις ενέσεις της μαζί με τα μπράβο του ντόκτορα, ο οποίος με κοίταξε όλο χαρά.
- Γιατρέ θα συνέλθει? Μήπως παθαίνει εκλαμψία? Μήπως έχουν πεθάνει τα μωρά της? Γιατί είναι τόσο χάλια? Ποτέ δεν ήταν τόσο χάλια πριν την γέννα, τα είπα μαζεμένα.
Το σκυλί στο μεταξύ, είχε ξανασωριαστεί στο πάτωμα και μας κοίταζε διαλυμμένο.
- Τα μωρά της είναι καλά και είναι τεράστια!!!! Σίγουρα ο πατέρας είναι ο Βάλιο!!! απεφάνθη ο ντόκτορας όλο περηφάνια.
(Αν έχετε διαβάσει την ιστορία της Μέτζυ θα ξέρετε ότι ο ντόκτορας, τραβάει τρελλό κόλλημα με τον Βάλιο).
- Ας είναι και ο Ρίτσι! Η Μέτζυ θα τα καταφέρει?
- Οχι, είναι σίγουρα ο Βάλιο!!!
Δεν ρώτησα τίποτα παραπάνω. Γιατί το μόνο που θα μπορούσα να ρωτήσω, είναι πώς ο ντόκτορ κατάλαβε τον πατέρα, απλά ψηλαφίζοντας την ταλαίπωρη σκύλα μου. Τον πλήρωσα λοιπόν και τον άφησα να φύγει.
Βέβαια, μετά την τρομερή διάγνωσή του, η Μέτζυ πήρε τα πάνω της. Λες και περίμενε να ακούσει ποιός είναι ο πατέρας των παιδιών της, για να συνέλθει. Ο δε ντόκτορας, αγωνιόντας πλέον για τους απογόνους του Βάλιο του, τηλεφώνησε το βράδυ και ήρθε και σήμερα πρωί- πρωί. Φεύγοντας με παρακάλεσε να τον καλέσω αμέσως μόλις ξεκινήσει ο τοκετός, ακόμα κι αν είναι νύχτα!
Πλέον η μόνη μου αγωνία είναι μήπως η Μέτζυ, έκανε καμιά λαδιά με το μικρό μας κυνηγόσκυλο τον Ντάφυ! Θα τον χάσουμε τον ντόκτορα!

Thursday, February 17, 2011

Αχχχχχχχχχχ.

Ερχεται πρίν λίγο στο γραφείο μου η Πέτια. Σχολιάζουμε την πτώση των πωλήσεων στην Ελλάδα.
- Ευτυχώς που ανέβηκε η Ευρώπη, θα κλαίγαμε!
- Αχχχχχ, δεν είδες τί ΘΑ γίνει στην Ελλάδα?
Μου κάνει εντύπωση που αναστενάζει με τόσο πόνο, για κάτι που ΘΑ γίνει στην Ελλάδα. Μπάι δε γουέι, εδώ και δέκα μέρες έχω τόσο χαθεί με την δουλειά, τους πελάτες που πάνε κι έρχονται, τις αδελφές μου που ζουν τον πανικό τους, διάφορους γνωστούς που ξεκατινιάζονται ασυστόλως, ώστε δεν έχω δει ή διαβάσει ειδήσεις. Σε κάθε περίπτωση, στο περιβάλλον μας στην Ελλάδα γίνεται της πουτάνας, αλλά αποκλείεται να το έγραψαν οι ειδήσεις.
- Τί θα γίνει ρε Πετούνια στην Ελλάδα?
- Αχχχχχχχχχ (δεύτερος αναστεναγμός, θα την μπουφλίσω μπας και συνέλθει)! Προετοιμάζεται λέει, κύμα διαδηλώσεων την άλλη εβδομάδα.
- Αυτό είναι όλο?
- Αχχχχχχχχχχχχ (άλλο ένα "αχχχχχ" και της την έχωσα!). Δεν κατάλαβες! Θα είναι τόσο μεγάλο το κύμα, που θα γίνει ό,τι έγινε στο Κάιρο, όπως λένε οι δημοσιογράφοι!
- Και που τις λένε αυτές τις ωραίες μαλακίες και τις έχασα?
- Στην τηλεόραση παιδί μου! Το είπαν χθες βράδυ οι ειδήσεις!
- Δεν έχετε αρκετά χάλια να σχολιάσετε για τη Βουλγαρία και ασχολείστε με της Ελλάδας τώρα? Ακούς εκεί, "θα γίνει ό,τι έγινε στο Κάιρο"!
- Δηλαδή δεν είναι αλήθεια?
- Οχι Πετούνια μου, δεν θα γίνουμε Κάιρο, μη σκας.
- Μα θα είναι μεγάλες οι διαδηλώσεις!
- Ναι , αλλά δεν έχουμε τα αρχίδια που είχαν οι διαδηλωτές στο Κάιρο. Κατάλαβες?
Εκοψε τους αναστεναγμούς και έφυγε. Προφανώς απόρησε, που θεωρώ αδυναμία το να μην γίνει "του Καϊρου". Μου ήρθε να της φωνάξω, "κοιτάξτε μην γίνεται ό,τι η Ελλάδα καϋμενούλα μου", αλλά το κατάπια με ένα "αχχχχχχχχχχχχχ"...

Tuesday, February 08, 2011

Φρεσκοπλυμμένη ψυχή.

Κάθε δεύτερο βράδυ τραβάει το σκοινί που κρέμεται στο παλιό ξύλινο παράθυρό της, μέσα στο δωμάτιο. Βάζει την μικρή κόρη της και κρατάει την μία του πλευρά. Κρεμάει τα φρεσκοπλυμμένα ρούχα και μέτα φωνάζει την γειτόνισσα απέναντι. Είναι η σειρά της να τραβήξει την άλλη άκρη του και να την δέσει στο δικό της παράθυρο.
Ολη τη νύχτα, τα ρούχα θα ανεμίζουν σαν παντιέρες πάνω από το καλντερίμι, που μυρίζει τηγανητό ψάρι και ψητό αρνί. Οι ταβέρνες παραδίπλα, βλέπεις. Ετσι ανεμίζει κι η ψυχή της, χρόνια τώρα σε κείνη τη φτωχογειτονιά. Bράδυ να απλώνεται, μουσκεμένη στα δάκρυα. Πρωί να μαζεύεται καθαρή και μοσχοβολιστή , με την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Και μέχρι το βράδυ να την λεκιάζει ο πόνος και να περιμένει νέα δάκρυα για να ξεπλυθεί.
Το λευκό πουκάμισο του άντρα της, το χιλιοφορεμένο παντελόνι του, οι κάλτσες των παιδιών. Δεν είναι πολλά τα πλυμμένα σήμερα, Σάββατο βλέπεις. Είχε κάνει γερή μπουγάδα την Πέμπτη, να είναι όλα καθαρά την άγια μέρα. Που μόνο άγια δεν ήταν, αλλά τί τα θες. Θα τα βάλει και με τον Θεό τώρα?
Η γειτόνισσα δένει το σκοινί στο παράθυρό της και το κλείνει.
- Καλό ξημέρωμα Αυσέ, φωνάζει πίσω από τις γρίλλιες.
- Ινσαλλάχ!
Πριν κλείσει το δικό της, θυμάται το χαλί! Ολη τη μέρα το έτριβε, μήπως να το άπλωνε κι αυτό? Αδειο είναι το σκοινί απόψε, αν δεν την έτρωγε ο αναθεματισμένος για το λευκό πουκάμισο, ούτε που θα έβαζε μπουγάδα. Ας πετάξει και το χαλί επάνω να τελειώνει! Τεντωμένη στο πρεβάζι το απλώνει όπως όπως. Είναι βαρύ το άτιμο, όσο και να βοηθάει η μικρή δεν απλώνεται καλά. "Αστο το ρημάδι, όπως απλώθηκε, απλώθηκε!". Και κλείνει το πατζούρι.
Αργά τη νύχτα, δυο-τρεις πιωμένοι διαβάτες, θα βρούν τα ρούχα χυμένα στο πλακόστρωτο καλντερίμι . Το σκοινί δεν άντεξε το βάρος του χαλιού κι έσπασε. Ενα κουβαράκι το λευκό πουκάμισο, λασπωμένο πια. Οι παιδικές κάλτσες, αιτία καυγά για τις γάτες της ψαροταβέρνας. Το χαλί, βουνό ολάκερο, δεν έπαθε και τίποτα. Ετσι κυλιέται στις λάσπες του πόνου, κομματιασμένη, κι η ψυχή της. Δεν θα ξυπνήσει το πρωί μοσχομυριστή, δεν θα στεγνώσει από τα δάκρυα. Σαν το χαλί, ένοιωσε την ζωή της βαριά, απόψε. Ολο πασχίζει να την κρατήσει καθαρή, μα να που με τον καιρό, το βάρος της ασήκωτο γίνεται. Και κόβει το σκοινί της ελπίδας.

- Το κείμενο "εμπνεύστηκε" από ένα κομμένο σκοινί μπουγάδας, σε μία φτωχογειτονιά της Σαμάτυα, το περασμένο Σάββατο...