Saturday, September 30, 2006

Εχουμε πρόβλημα????

Παρότι βρίσκω τα ποστς μου, δεν μπορώ να βρω το μπλόγκ μου!!!!
Είμαστε καλά ή να βάλω τις φωνές????

Monday, September 25, 2006

DUGUNUMUZ VAR - Πρόσκληση σε γάμο...


Ελαβα το πιο πρωτότυπο προσκλητήριο γάμου!!! Ο Οσμάν ως δημοσιογράφος και χιουμορίστας και η γλυκιά του Γκιουλχάν μοίρασαν για προσκλητήρια μολύβια που στις πλευρές τους ήταν σκαλισμένη η ώρα και ο τόπος του γάμου τους! Το μολύβι ως προς το επάγγελμα του γαμπρού! Η κίτρινη μυτούλα του ως προς το χιούμορ του γαμπρού, υπονοώντας τον κίτρινο τύπο! Δυστυχώς, ο δρόμος μας έφερε στην Ιστάνμπουλ την επομένη του γάμου! Τις ευχές μας παιδιά!

Sunday, September 17, 2006

Μπαμπά μου...

Θυμάμαι ήμουν μωρό... πόσο μωρό άραγε ώστε να μπορώ να θυμάμαι; Η κούνια μου ήταν δίπλα στην δική σου πλευρά στο κρεββάτι. Η κούνια της Μαρίας, στην πλευρά της μαμάς. Ξυπνούσατε τη νύχτα μαζί και μας ταϊζατε. Η μαμά τη Μαρία, εσύ εμένα. Πνιγόμουν με το γάλα, ήμουν πάντα λαίμαργη και σε τρόμαζα. Μια νύχτα έφυγες τρέχοντας να φέρεις γιατρό. Λαίμαργη με τη ζωή από τότε ή μόνιμο φλερτάρισμα με αυτοκτονία;
Θυμάμαι, ήμουν γύρω στα 3,5 ... Μας έφερες στο σπίτι δύο πλαστικά πολυθρονάκια. Σιέλ για μένα, κίτρινο για τη Μαρία. Είχατε ξεχωρίσει τα χρώματά μας, εγώ πάντα θα είχα σιέλ, η Μαρία κόκκινα και κίτρινα. Μπήκες στο σπίτι τραγουδώντας «Μαρία με τα κίτρινα, Γωγώ με τα γαλάζια» και τα έβαλες μπροστά μας για να καθήσουμε. Πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι το εν λόγω τραγούδι δεν περιείχε καμία «Γωγώ με τα γαλάζια» , παρά μόνο μία «Μαρία με τα κίτρινα».
Θυμάμαι θα ήμουν γύρω στα τέσσερα, μπορεί και πέντε. Η μαμά στην Αθήνα για εγχείρηση. Εσύ μαζί της. Δεν μπορούσαν να με βάλουν για ύπνο! Η θεία, η γιαγιά , η Ελένη έξαλλες και εξαντλημένες... «Δεν κοιμάμαι αν δεν μιλήσω με τον μπαμπά μου!» . Για τη μαμά που ήταν στο νοσοκομείο μάλλον δεν με απασχολούσε πολύ. Που να σε βρουν 1 η ώρα τη νύχτα; Σε ποιόν συγγενή άραγε θα είχες πάει για ύπνο; Αρχισα να κλαίω, «υστερία» απεφάνθηκαν οι «τρεις νταντάδες» και λυποθύμισα. Βρέθηκες μετά από δεν θυμάμαι πόσα τηλεφωνήματα. Είχα «ξελυποθυμίσει» στο μεταξύ, απλώς τσίριζα. Μου μίλησες και κοιμήθηκα, τόσο απλό.
Θυμάμαι όταν πρωτοπήγαμε στο Νηπιαγωγείο. Οι αγορές των σχολικών αυστηρά δική σου επιλογή και ευθύνη, εξού και οι αυστηρές καρώ κασσετίνες μας. Οταν έβρεχε μας πήγαινες με το αυτοκίνητο , ένα φιλί πριν κατέβουμε.
Τις καλοκαιρινές Κυριακές δεν δούλευες. Πηγαίναμε στη θάλασσα! Μας ανέβαζες στους ώμους σου και βουτάγαμε. «Πάλι μπαμπά, άλλη μία!». Μεγαλώνοντας ξέκλεβες μία εβδομάδα και ταξιδεύαμε. Ηθελες να μας μάθεις την Ελλάδα. Δεν καταφέραμε να πάμε μαζί στην Θεσσαλονίκη και το θελες τόσο! Αραγε θα βρω ποτέ τον χρόνο να σου το χαρίσω αυτό το ταξίδι;
Θα ήμασταν γύρω στα οκτώ εννιά, καλοκαίρι. Μαζέψαμε τεσσεράμιση χιλιάρικα από τα χαρτζηλίκια της χρονιάς (βοήθησε και η γιαγιά, ότι είχε πάρει την σύνταξη) και φτάσαμε έξω από το γραφείο σου. «Θέλουμε να πάμε να μας πάρεις ποδήλατο! Εχουμε δικά μας λεφτά». Γέλασες, και πως να μην γελάσεις δηλαδή; Δικά μας λεφτά, τα δικά σου που μαζεύαμε. Και πήγαμε. Και είδαμε ένα υπέροχο μπλε με λευκό καθισματάκι. Είχε και μια μικρή σχάρα πίσω, για να καθόμαστε και οι δύο. Και βοηθητικές ρόδες. Το κράτησες στο γραφείο, φοβόσουν να γυρίσουμε σπίτι με το ποδήλατο. Και το φερες το απόγευμα.
Το επόμενο καλοκαίρι, σκέφτηκες ότι δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορούμε πάντα με βοηθητικές ρόδες, έπρεπε να μάθουμε. Κι ένα απόγευμα βγήκες στο στενό που παίζαμε με τα γειτονόπουλα, και προσπαθούσες να μας δείξεις τί πρέπει να κάνουμε. Ντρεπόμουν! Δεν άντεχα το «ίσιωσε επιτέλους την πλάτη σου» μπροστά στα άλλα παιδία. Αλλά την ίσιωσα, μέρα με τη μέρα και περισσότερο, κι έμαθα.
Στα έντεκα σου είπαμε ότι θέλουμε να κάνουμε στίβο. Μας πήγες στο γήπεδο κι έμεινες στην πρώτη προπόνηση εκεί, να μας παρακολουθείς. Και μας καμάρωνες. Ολα τα επόμενα χρόνια, με τα μετάλλια και τα κύπελλα στο σπίτι. Δεν ήρθες ποτέ σε κανέναν αγώνα μας. Δεν στο ζητήσαμε, ίσως δεν το θέλαμε κιόλας και δεν το έκανες. Πάντα είσαι διακριτικός.
Η εφηβεία δύσκολη. Οπως για όλους τους έφηβους. Σε πονέσαμε, μας πόνεσες. Πόσες φορές νόμισα ότι σε μισώ! Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω ότι το μίσος είναι υψηλότατο συναίσθημα για τις δυνατότητές μου και δεν μπορώ να το νοιώσω. Σε απογοήτευσα όταν έπαψα να είμαι μαθήτρια του 19, δεκαεννιά έπαιρνα πια μόνο στις απουσίες όπως έλεγες. Στους «καυγάδες» μας μου λεγες «κοριτσάκι μου όταν γίνεις γονιός θα με καταλάβεις». Δεν έγινα γονιός μπαμπά, αυτή την ικανοποίηση δεν στην έδωσα, αλλά σε κατάλαβα. Πόσο πολύ σε κατάλαβα.
«Αλλος τέτοιος πατέρας δεν υπάρχει» μου λεγε η μαμά. Την θεωρούσα απλά μονίμως ερωτευμένη μαζί σου και φανερά υπερβολική. Μου πήρε χρόνια για να συμφωνήσω μαζί της και να πιστέψω κι εγώ το ίδιο.
Τελείωσα το Λύκειο... σε απογοήτευσα για μια ακόμα φορά. Ευτυχώς η επιτυχία της Μαρίας σου δωσε τη χαρά που περίμενες, την επιβεβαίωση ότι πέτυχες κι εσύ για μια ακόμη φορά σαν πατέρας. «Δεν πειράζει κοριτσάκι μου, την επόμενη χρονιά» μου είπες. Είχα πλέον αλλάξει μπαμπά. Είχε ήδη τελειώσει η εφηβεία μου. Δεν θα υπήρχε επόμενη χρονιά. Είχα αποφασίσει τον δρόμο μου , ούτε καν στον ανακοίνωσα, σε άφησα να τον παρακολουθείς απλά.
Κι άρχισε η ωραιότερη περίοδος της ζωής μας. Ξυπνούσαμε τα πρωινά και οι τρεις μαζί. Πίναμε καφέ χαζεύοντας τηλεόραση και εγώ έφευγα για τη σχολή. Γυρνούσα το μεσημέρι κι άρχιζα τα ιδιαίτερα σε παιδάκια, μέχρι να έρθει η ώρα που θα πήγαινα για δουλειά. Θεωρώ ότι κατά βάθος το χαιρόσουν. Καμάρωνες που δεν κάθησα με σταυρωμένα χέρια , να το παίζω «ετοιμάζομαι ξανά για Πανελλαδικές». Καμάρωνες που μπορούσα να συνεισφέρω στο σπίτι, χωρίς ποτέ να το έχεις ζητήσει. Οταν τα Σαββατοκύριακα έρχονταν οι αδελφές μου, γελούσαμε, το σπίτι έτριζε από το γέλιο, και διαπίστωνα ότι έχω πάρει από σένα το πνευματώδες χιούμορ σου, την ικανότητα για γρήγορες, έξυπνες απαντήσεις, την ικανότητα να μετατρέπω σε αστείο κάτι με μία μόνο λέξη.
Στα είκοσι μου έκαναν πρόταση για μια καλύτερη δουλειά. Ημουν αγχωμένη, φοβισμένη, δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω. Με συνόδεψες στην συνέντευξη. Το απαίτησες θα έλεγα. Τότε είχα νοιώσει άσχημα, μπορούσα να τα καταφέρω και μόνη μου. Τώρα καταλαβαίνω πόσο γλυκό ήταν.
Οταν μάθαινες πόσο καλά τα πάω, απαντούσες «εντάξει, καλή είναι». Ποτέ δεν είπες πόσο περήφανους είσαι, προτιμούσες να το ακούς και να χαμογελάς. Τα βράδια με μάθαινες σκάκι (τελικά μόνο όταν άρχιζα να παίζω με τον Δημήτρη έμαθα πραγματικά!) και μιλούσαμε μαζί για τη δουλειά μου. Σχολιάζαμε την επικαιρότητα, μιλούσαμε για βιβλία, και όταν είχες κέφι μου έλεγες για τη ζωή σου. Πόσο τις λάτρεψα αυτές τις συζητήσεις. Πόσο καλό μου έκαναν, πόσα πράγματα με έμαθαν.
Ενα Σαββατόβραδο, ήμουν στα 23, ετοιμαζόμουν να βγω. Καθόσουν στο τραπέζι της κουζίνας και μόλις πέρασα από μπροστά σου μου είπες , εντελώς ουρανοκατέβατα «τα αισθηματικά σου πως πάνε;». Ηξερα πως γνώριζες για τον Τάσο, αλλά ποτέ δεν το είχαμε συζητήσει, η διαφορά ηλικίας που είχαμε, δεν θα επέτρεπε ποτέ τέτοιου είδους συζητήσεις, παππούς μου θα μπορούσες να είσαι! Θυμάμαι ότι ένοιωσα αμηχανία, αλλά απάντησα «Καλά» για να ακούσω «Ε, φέρτον να τον δούμε». Ηταν το πρώτο σου λάθος μπαμπά, όχι μόνο δικό σου, αλλά και δικό μου που το δέχτηκα. Χρόνια μετά είπες (όχι σε μένα, ποτέ δεν θα το λεγες σε μένα), πως ένοιωθες ένοχος που προέτρεψες να γίνει αυτός ο γάμος. Και κυρίως γιατί στο διάστημα που ακολούθησε μέχρι τον γάμο, είχες δει τα σημάδια, και ποτέ δεν είπες τίποτε , μόνον υπέμενες και προσπαθούσες να με μάθεις πως να είμαι υπομονετική.
Οταν παντρεύτηκα κι έφυγα από το σπίτι, τότε ήταν που σας λάτρεψα περισσότερο κι εσένα και τη μαμά, όταν χάνεις κάτι τότε καταλαβαίνεις πόσο διαφέρει από όλα τα άλλα... Ερχόσουν σαν επισκέπτης, προσπαθώντας ειδικά τα τελευταία χρόνια, να μην δείξεις ότι βλέπεις τα κενά... τό ότι εγώ απέφευγα να σας επισκεφτώ στο σπίτι, το ότι όποτε ερχόσασταν ο Τάσος κοιμόταν, το ότι εγώ δούλευα όλη μέρα ενώ αυτός έβγαινε όλη νύχτα. Στα γενέθλια μου, μου στελνες λουλούδια κι εγώ έβαζα τα κλάμματα και σε όλες τις διενέξεις προσπαθούσες να κρατήσεις ισορροπίες.
Αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο, και όταν ήρθες να το δεις, άρχισες να πετάς δεκαχίλιαρα από τις πόρτες «Αν δεν το είχες πάρει τρίθυρο θα σου ριχνα κι άλλα!»
Στα εικοσιοχτώ μου, αποφάσισα να χωρίσω, δεν είχε νόημα κανένας γάμος σαν αυτόν που είχα εγώ, δεν το έκανα γιατί δεν τολμούσα να στο πω. Οσο χαζό κι αν φαίνεται, έχασα δύο χρόνια από την ζωή μου γιατί δεν τολμούσα να σου πω ότι ο γάμος μου έχει διαλυθεί. Κι όταν τελικά στα τριάντα μου, δεν πήγαινε άλλο, πήγα, υπέγραψα την αίτηση του διαζυγίου, νοίκιασα σπίτι και περίμενα να βρω τρόπο να σας πω ότι φεύγω.
Ετοίμαζα το μαγαζί, μια Κυριακή σαν την σημερινή, τέλος Σεπτέμβρη (ούτε αυτό το ξέρατε) όταν χτύπησε το κινητό μου και η Ελένη κλαίγοντας μου είπε ότι το είχατε μάθει, έπρεπε επιτέλους να σας εξηγήσω. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα, μπήκα στο αυτοκίνητο κι ήρθα σπίτι. Εκλαιγα επί δώδεκα χιλιόμετρα, πως να σου χαλάσω το όνειρο, πως να ταράξω την ηρεμία σου;
Θυμάμαι ότι μπήκα περιμένοντας να σε δω αγριεμένο, ανακουφίστηκα όταν με αγκάλιασες δακρυσμένος και μου πες «κοριτσάκι μου, τί έγινε;». Προσπάθησα να σε καθησυχάσω, να σε πείσω πως έτσι θα νοιώθω καλύτερα, πως θα τα καταφέρω μόνη μου, σου ζήτησα να έρθετε να δείτε το νέο μου σπίτι, το μαγαζί, να δείτε την ζωή που ετοίμαζα να αρχίσω... Αρνήθηκες τά πάντα «εγώ είμαι εδώ για σένα, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο». Μου είπες «την κοινωνία παιδί μου δεν την σκέφτηκες;», το ξερα ότι σε νοιάζει αυτό, ένας άνθρωπος στα εβδομήντα , ένας άνθρωπος που έχασε πολλά από τη ζωή του για να είναι εντάξει στο κοινωνικό σύνολο, δεν μπορούσε να έχει άλλη αντίδραση.
Μετακόμισα μόνη μου, κάνοντας δρομολόγια με την Σελεστίνα, κοιμήθηκα στο πάτωμα μέχρι να μπορέσω να τακτοποιήσω το σπίτι και δούλευα από το πρωί μέχρι τα ξημερώματα. Σε πονούσε το ξέρω. Με νοιαζόσουν το ξέρω. Αλλά δεν ήθελα να ανακατευτείς σε τίποτε, είχα κάνει τις επιλογές μου.
Στο σπίτι μου ήρθες για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο. Ευτυχώς, δεν το είδες όπως ήταν τις πρώτες μέρες! Και την επομένη με πήρε η μαμά τηλέφωνο «έλα από το σπίτι κάτι σε θέλει ο πατέρας σου». Ηρθα και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε κατέβηκες και μπήκες στο αυτοκίνητο «Θέλω να πάμε να σου πάρω μια τηλεόραση, θα στραβωθείς με την δεκατεσσάρα». Ημουν έτοιμη να σου πω, πως δεν θέλω τηλεόραση , δεν βλέπω πια τηλεόραση, είμαι καταχρεωμένη μπαμπά, δεν θέλω τηλεόραση, θέλω λεφτά. Αλλά δεν το είπα! Σκέφτηκα πόσο σημαντικός ένοιωσες εκείνη τη στιγμή, πόσο πολύ ήθελες να μου κάνεις ένα δώρο και δεν είπα τίποτε, μόνο σε φίλησα.
Θυμάμαι ότι ένα χρόνο μετά αποφάσισα να αγοράσω σπίτι. Την μέρα που υπέγραψα το συμβόλαιο και ήρθα να σας δω, με έσφιξες στην αγκαλιά σου δακρυσμένος, ένοιωθες ότι ξαναστέκομαι στα πόδια μου. Και μετά γνωρίσες τον Δημήτρη. Ηρθες να με βοηθήσεις στην μετακόμιση και τον βρήκες μπροστά σου. Δεν ρώτησες τίποτε, δεν έψαξες τίποτε. Μου είχες εμπιστοσύνη, σου αρκούσε αυτό....
Πριν ένα χρόνο ήρθαμε να σας ανακοινώσουμε ότι φεύγουμε από Ελλάδα... δυό φορές ήρθαμε και φύγαμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Δυό μέρες πριν φύγω κατάφερα να στο πω. Περίμενα ότι θα αντιδρούσες... «Κάποτε κοριτσάκι μου, η μάνα μου κοψε τα δικά μου φτερά για να μην μείνει μόνη της. Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο στο παιδί μου. Μόνο να είσαστε καλά κι αγαπημένοι».
Την μέρα που φεύγαμε, μας αγόρασες κουλούρια και κέηκ για τον δρόμο, σαν να είμασταν δεκάχρονα που πάνε εκδρομή με το σχολείο και με έβαλες να αλλάξω παπούτσια «με αυτά δεν μπορείς να οδηγήσεις τόσα χιλιόμετρα»....
Οταν τον χειμώνα αρρώστησες, θες γιατί ήμουν μακρυά, θες γιατί εδώ η ζωή μας δεν είναι ρόδινη, ένοιωσα να χάνω τόν κόσμο από τα πόδια μου. Οσες φορές κι αν είπα «είναι πια μεγάλος, μην περιμένω ότι θα είναι πάντα δίπλα μου», δεν μπόρεσα να το χωνέψω...
Ο Δημήτρης λέει πως είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί σου κι εγώ ξέρω πως σε βλεπω παντού σαν πρότυπο, στις σχέσεις μου με τους άντρες, στις σχέσεις μου με πεθερούς και πεθερές.
Ξέρω πως σε πονάει που δεν είμαι εκεί, ένοιωθες πάντα ότι εγώ θα έμενα κάπου κοντά, θα γερνούσες μαζί μου, σε φοβίζει η μοναξιά σας...Ξέρω πως η φυγή μου σε κατέβαλλε αλλά δεν μπορώ να το αλλάξω πατερούλη και το ξέρεις, κατά βάθος δεν θες ποτέ να κόψεις τα φτερά μου. Δεν σου χω πει ποτέ πόσο δύσκολα είναι εδώ, πόσες φορές αρρώστησα, πόσο εξαντλημένη είμαι. Θέλω να πιστεύεις πως είμαι καλά... πως η ζωή μου είναι ρόδινη.
Ελπίζω μόνο να με περιμένεις, σε μία εβδομάδα θα είμαι εκεί. Θα έρθω για μια μέρα μόνο, αλλά θα έρθω! Πρέπει για πρώτη φορά να σε ταρακουνήσω εγώ, να σου πω εγώ «είμαι εδώ για σένα» κι αν μπορέσω να σε πάρω μαζί μου, έστω και μέχρι την Θεσσαλονίκη που ονειρεύεσαι..
.

Monday, September 11, 2006

No world anymore

Τί κάνεις όταν σε εγκαταλείπει το κουράγιο; Οταν δεν έχεις άλλη δύναμη να παλέψεις, να κάνεις «πατέντες», να διαπραγματεύεσαι το κενό; Κι όταν παράλληλα δεν έχεις την πολυτέλεια να κλειστείς σε ένα δωμάτιο και να απέχεις από όλα; Τί κάνεις, όταν κουράζεσαι να βρίσκεις διεξόδους σε τελειωμένα αδιέξοδα, να ανοίγεις δρόμους εκεί που δεν υπάρχει ούτε σοκάκι, να παλεύεις για κάτι που μόλις το φτάνεις απομακρύνεται πάλι;
Κάπως έτσι νοιώθω κι εγώ σήμερα. Κουράστηκα να κάνω κουράγιο, κουράστηκα να είμαι αισιόδοξη, κουράστηκα να βρίσκω λύσεις της μιάς μέρας. Τόσος αγώνας για να ηρεμώ πέντε μόνο λεπτά και μετά το ίδιο. Αυτό ήθελα από τη ζωή μου; Γι’ αυτό τα παράτησα όλα και βρέθηκα σε έναν εχθρικό τόπο τόσα χιλιόμετρα μακρυά, από αυτό που συνήθιζα να αποκαλώ «ζωή μου;»
Αυτό είναι το τέλμα. Και τόχω νοιώσει τόσες φορές εδώ, που πιά δεν έχει νόημα να το πω έτσι, δεν έχει νόημα να ξανασηκωθώ και να παλέψω να περπατήσω και πάλι. Αφήστε με εδώ, πεσμένη, δεν θέλω να αγωνιστώ άλλο, δεν θέλω να ξαναδώ φως. Δεν θέλω τίποτε καλό να προσδοκήσω, για τίποτε όμορφο να παλέψω, καμία γαμημένη επιβεβαίωση να εισπράξω! Δεν θέλω να λυθεί κανένα πρόβλημα, ποιό το όφελος άλλωστε, σαν Λερναία Υδρα άλλα εκατό θα γεννηθούν πάνω στη λύση του.
Οταν γονάτιζαν οι άλλοι, τους έλεγα «κάθε μέρα θα έχουμε προβλήματα, μην απαιτείτε τίποτε πιο εύκολο, αν δεν είχαμε προβλήματα, κανένας μας δεν χρειαζόταν εδώ».
Θέλω να με αφήσετε ήσυχη. Να πάρετε εσείς πάνω σας τις επιτυχίες, να παλέψετε εσείς για αυτές, κρατήστε τα συγχαρητήρια για πάρτη σας, ειλικρινά δεν αξίζουν μία.
Θέλω να κλείσω τα μάτια και τα αυτιά, να μην ακούω και να μην βλέπω τίποτε, να μην με αγγίζει τίποτε! Θέλω ο κόσμος μου όλος να γκρεμιστεί εδώ και να γίνω μια άλλη, μπορώ;

Saturday, September 09, 2006

Istanbul again


Μού λειψες Ιστανμπούλ... Κι ας είναι μόνον σαράντα μέρες από την τελευταία φορά που σε ανέπνευσα, που περπάτησα στα στενά σου, που γεύτηκα το αεράκι του Κερατείου, που χάζεψα τον μαγικό Βόσπορό σου.
Μού λειψες Ιστανμπούλ... Πιο πολύ κι από το σπίτι μου, που έχω να το δω τρεις μήνες. Και νοιώθω τόσο βαριά την νοσταλγία σου μέσα μου, που με πονάει το γκρίζο τούτου του τόπου καθώς αναζητώ το χρώμα σου, την χαρά σου και την μελαγχολία σου.
Σε είπαν «Πόλη» γιατί είσαι η απόλυτη Πόλη, η μοναδική στον κόσμο που αξίζει να αποκαλείται με τον ίδιο τον όρο, δεν έχει ανάγκη από κανένα όνομα , κανέναν χαρακτηρισμό.
Νοσταλγώ τις μαντηλοφορεμένες γυναίκες με τα χαμογελαστά παιδία στα χέρια, τα γεμάτα κόσμο πάρκα σου, κόσμο που γελά ευτυχισμένα, παρόλη την φτώχεια του, παρόλα τα προβλήματά του.
Νοσταλγώ τον πολιτισμό, τα τεράστια γυάλινα κτίρια στο Νισάντασι, την πολυκοσμία, το τεράστιο μποτιλιάρισμα στους μεγάλους πεντακάθαρους δρόμους σου.
Νοσταλγώ τις φτωχογειτονιές του Εγιούπ και του Εντιρνέκαπού, τους τσιγγάνικους μαχαλάδες με τις ασβεστομένες αυλές και τα πιτσιρίκια που χαμογελούν στους ξένους, μιλώντας τα πρώτα αγγλικά που μαθαίνουν «My name is Yasmin».
Νοσταλγώ την επιβλητικότητα του Πατριαρχείου και τα σοκάκια τριγύρω του, τα παλιά ξύλινα σπίτια ή ότι απέμεινε από αυτά.
Νοσταλγώ τους χαμογελαστούς ανθρώπους σου , που μόλις ακούν το “Yunan ben” , ξεκουμπώνονται και λένε «γείτονα!». Νοσταλγώ τις ατελείωτες συζητήσεις με τους φίλους μου εκεί, συζητήσεις που πάντα καταλήγουν στο πόσο ίδιοι είμαστε, πόσο γελάμε με τα ίδια αστεία, πόσες κοινές ευαισθησίες έχουμε.
Θέλω να καθήσω ξανά στο γρασίδι του Ιδρύματος Nesin στην Catalca, με τα χαρωπά προσωπάκια των παιδιών τριγύρω μου, παιδιά που παίζουν, γελούν , φωνάζουν , έτσι ακριβώς όπως ήθελε ο Αζίζ να γίνεται πάνω από τον σε όλους άγνωστο τάφο του.
Θέλω να ξανακατέβω τα σκαλιά του μαγαζιού του Μουσταφά , να φάω πάνω στον πάγκο της ψησταριάς μιλώντας με τον Αχμετ και μετά να κατηφορίσω προς το Ταξίμ , περασμένα μεσάνυχτα.
Θέλω να ξυπνήσω το πρωί με την φωνή του Μουεζίνη και τον θόρυβο του τραμ, οι φωνές των πλανόδιων πραματευτών να χαιδέψουν τα αυτιά μου, κι όταν κοιτάξω από το παράθυρο να δω τον ουρανό σου, γαλάζιο , ξάστερο, πουθενά στον κόσμο, ο ουρανός δεν έχει την μαγεία του δικού σου ουρανού.
Θέλω να μπω στην τεράστια «Κλειστή Αγορά» σου (επιμένω να μεταφράζω επακριβώς την τουρκική ονομασία , αρνούμενη το ευρωπαϊκό «Μεγάλη αγορά»), να χαζέψω τα ίδια πάντα μαγαζιά, τόσο πανομοιότυπα μεταξύ τους, με λίγο πολύ το ίδιο εμπόρευμα σε όλα, να παζαρέψω, να συναντήσω εμπόρους που έγιναν φίλοι και παραμένουν έτσι.
Σε θέλω Ιστανμπούλ, όπως ποτέ άνθρωπος δεν θέλησε πόλη. Σε θέλω με το πάθος του Φατίχ, το πάθος του πορθητή δηλαδή, με μοναδική διαφορά ότι δεν επιθυμώ να σε κατακτήσω, αλλά να με κατακτήσεις, να με κλείσεις στην απεραντοσύνη σου και να μην με αφήσεις να φύγω ποτέ.
Σε θέλω, γι’αυτό που είσαι τώρα, όπως σε γνώρισα, δεν αναζητώ καμιά χαμένη πατρίδα στην αγκαλιά σου, κανένα στοιχείο Ελληνικό, κανένα μίσος για τους ανθρώπους σου από όπου κι αν έφτασαν. Δεν ψάχνω σημάδια Ελληνισμού, σημάδια Βυζαντίου, τα όποια σημάδια σου ανήκουν, είναι δικά σου, τα χαρίζεις όπου θες, δεν ανήκουν σε έθνη και λαούς. Ευτυχισμένοι όσοι σε χαίρονται, όσοι παραπονιούνται για την κίνηση στους δρόμους, για την ακρίβεια στα μαγαζια σου, για όλα αυτά που όλοι γκρινιάζουμε αλλά ποτέ δεν επιθυμούμε να αλλάξουμε ή να εγκαταλείψουμε.
Θα με αγκαλιάσεις μια μέρα... Το ξέρω ή κι αν δεν το ξέρω, μου αρέσει να το πιστεύω. Για να μπορέσω να συνεχίσω να ζώ... για να έχω μια ελπίδα ζωντανή να πορεύομαι μαζί της. Για να νοιώθω ότι υπάρχει ένας παράδεισος που με περιμένει. Για να αντέχω όλα όσα με κρατάνε μακρυά σου. Για να έχει η ζωή μου ένα στόχο που δεν έχει να κάνει με χρήμα, επιτυχία και δόξα... έναν στόχο που έχει να κάνει μόνον με την ίδια τη ζωή...

Στη φωτό εγώ κι ο Ντεμίρ μου, στο ΑΡΑ-ΚΑΦΕ του Αρά Γκιουλέρ, στον παράδρομο της Ιστικλάλ