Monday, February 07, 2022

 

Το σωστό θα ήταν, να χιονίζει σήμερα. Να τον αγκάλιαζαν οι νυφάδες του χιονιού κι αυτός να έλεγε όπως κάθε φορά που όλοι γκρινιάζαμε για την κακοκαιρία « Πως να μην είμαι καλά? Κοιτάξτε, τί όμορφο που είναι το χιόνι, τί ευλογία». Αλλά δεν χιόνισε. Μόνο που ο πρωινός ήλιος, αποτραβήχτηκε πίσω από τα σύννεφα κι άνοιξε τον δρόμο, για να δεχτεί ο ουρανός έναν ακόμα Αγγελο από την γη.

Τον Ιλία, το παιδί των προσφύγων από την Δράμα, τον παλαιστή, τον ταξιδεμένο, τον πιο στοργικό σύζυγο , τον πατέρα, τον παππού, τον πιο υπομονετικό και δοτικό άνθρωπο που γνώρισα ποτέ. Τον Ιλία που παλληκαράκι ακόμα, έδωσε μάχη για να παντρευτεί την «πριγκήπισσα» Νίνα και που έφυγε πριν από αυτή, παρότι είχε μάθει μια ζωή να την ακολουθεί.

Τον Ιλία που αγαπούσε τους πάντες , που δεν είχε λογοφέρει ποτέ με κανέναν, που άκουγε πολύ και μιλούσε λίγο.

Τον Ιλία που η αγωνία του ήταν να μην μείνουν νηστικά τα σκυλάκια στο γκαράζ του Μπόικο, που χόρευε τα ωραιότερα βαλς πασπαλισμένα με την παλαιομοδίτικη γοητεία τους, που έφτιαχνε την ωραιότερη καϊσίεβα ρακία του σύμπαντος κόσμου.

Τον Ιλία που ποτέ , μα ποτέ , δεν περηφανεύτηκε για τα παλιά του μεγαλεία ως παλαιστής και προπονητής, αυτόν που επέλεξε να περάσει την ζωή του όλη , στο χωριό που ερωτεύτηκε την Νικολίνκα του, ακούγοντας τις Κυριακές τραγούδια από τον τόπο των προγόνων του, που ποτέ δεν επισκέφτηκε.

Σήμερα, ο Ιλία, ο πρόσφυγας από την Δράμα, έφυγε να βρει τους γονείς του και να τραγουδήσουν μαζί τα τραγούδια τους. Και όλοι εμείς, που ξέρουμε καλά πόσο ευλογημένοι είμαστε με την τιμή της αγάπης του, ψάχναμε ώμους να ακουμπήσουμε και αγκαλιές να μας κανακέψουν, γιατί ορφανέψαμε. Κάποιοι για πρώτη, κάποιοι για πολλοστή φορά.

Καλό σου ταξείδι Ντιάντο Λίτσο. Σε ευχαριστώ!

Saturday, July 19, 2014

Ευχαριστώ μπαμπά μου

Μου πήρε δυό μήνες περίπου, για να αφήσω λίγα δάκρυα να τρέξουν. Μόνη μου, χωρίς να με βλέπει κανένας. Οπως σου έπρεπε, όπως θα ήθελες. Δεν άντεχες τα δακρυσμένα μάτια ποτέ, λύγιζες στους στεναγμούς και τους λυγμούς. Στα σαρανταδύο χρόνια που μεγάλωνα πλάι σου, σε είδα να κλαις δυό φορές όλες κι όλες.
Η τελευταία μου φράση ήταν "ευχαριστώ μπαμπά". Για ό,τι μου έμαθες, για ό,τι μου έδωσες, για την ζωή που μου χάρισες,  για τους σπόρους που φύτεψες μέσα μου και θα ανθίζουν μέχρι να σε συναντήσω πάλι. Γιατί υπήρξα πολύ τυχερό παιδί, μπαμπά. Αν με ξαναρωτήσεις τί θα ήθελα να σου πω, πάλι το ίδιο θα έλεγα. Ευχαριστώ μπαμπά. Κι είναι πολύ μεγαλύτερο από το "σ'αγαπώ" πίστεψέ με. Τα "σ'αγαπώ" δεν κρύβουν πάντα ευγνωμοσύνη μέσα τους. Τα "ευχαριστώ" μου όμως, είναι πάντα γεμάτα αγάπη.
Νοιώθω πως τα είπαμε όλα μπαμπά. Χρόνια ολόκληρα, λέγαμε τόσα, με ή χωρίς λέξεις. "Δεν έχω να πω, τίποτα άλλο" μου είπες δυό μέρες πριν φύγεις. Η τελευταία φράση σου που άκουσα,ήταν αυτή. Με ανακουφίζει να ξέρω, πως δεν αφήσαμε τίποτα στη μέση. Τα είπαμε όλα, τα ζήσαμε όλα, τα νοιώσαμε όλα.
Η ζωή με τραβάει από τα μαλλιά, μπαμπά. Δεν έχω τον χρόνο ,να βουλιάζω ώρες ολόκληρες στην έλλειψή σου και στις αναμνήσεις μας. Πρέπει να την προλάβω όλη. Να μην αφήσω τίποτα στη μέση. Υπάρχεις πάντα μέσα μου, δίπλα μου. Η φωνή σου ακούγεται στο μυαλό μου, στις πιό άσχετες στιγμές.  Ετσι θα είμαστε από εδώ και στο εξής, μπαμπά. Τόσο μαζί και τόσο χώρια. Δεν θα σου ξαναπώ να προσέχεις και δεν θα ξαναπείς "κοριτσάκι μου".
Προχωράω μπαμπά. Οπως ήθελες, όπως ονειρευόσουν για μένα. Και κάθε μέρα, κάποια στιγμή που θα μπορεί το μυαλό μου να ακουμπήσει για λίγο πάνω σου, θα σου ψιθυρίζω τα ίδια λόγια.
Σ' ευχαριστώ μπαμπά μου.

Wednesday, May 22, 2013

...

Επί δύο μέρες, βούρκωνα για ένα κοριτσάκι που ο μπαμπάς του δεν του αγόρασε παιχνίδι, στο μαγαζί ενός αεροδρομίου. Το κοριτσάκι είχε μαλλιά σαν τα δικά σου και θυμήθηκα ότι κάποτε θέλαμε πολύ μια εντελώς χαζή κούκλα, που δεν ήρθε ποτέ (μεταξύ μας, ευτυχώς!). Επιτέλους μπορώ να παραδεχτώ, ότι το κοριτσάκι και η κούκλα που ήθελε, δεν ήταν παρά η αφορμή για να λυθούν τα δάκρυα από μέσα μου. Αυτά τα δάκρυα που δεν θέλω να δεις.
Επί ένα μήνα, κάνω τον κλόουν, τον καραγκιόζη κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ακόμα και σε σένα. Κυρίως σε σένα. Και δαγκώνω τα χείλη μου, όταν σε ακούω να γελάς με την κάθε μαλακία που εκτοξεύω. Τί καλά που δεν μπορείς να με δεις.
Την τελευταία εβδομάδα, τα όνειρά μου είναι γλυκά, όσο τα βλέπω. Βαριά κι ασήκωτα όταν ξυπνάω και τα θυμάμαι. Το υποσυνείδητό μου, βαράει μπουνιές σε όσα προσπαθώ επιμελώς, να διαχειριστώ με "ψυχραιμία".
Επέλεξα να προσποιούμαι την όρθια, όταν οι δίπλα καταρρέουν. Και να σε μαλώνω πως κακώς ανησυχείς για το αύριο και για το δύσκολο καλοκαίρι που βλέπεις να έρχεται. Δεν θέλω να σε "νταντέψω", να σε "λυπηθώ", να "δείξω συντριβή". Ισως γιατί βαθιά μέσα μου, φοβάμαι πιο πολύ από εσένα.
Πρέπει όμως να το παλέψουμε κι αυτό. Το ξέρεις κι εσύ. Αθόρυβα και συνομωτικά, όπως κάναμε όταν ήμασταν παιδιά. Αλλωστε τώρα, έχουμε πολύ σοβαρότερους λόγους, για να θέλουμε την νίκη. Θα βάλεις τα δυνατά σου? Ερχομαι...




Friday, March 15, 2013

Η ελπίδα πέθανε :Ρ

Κι αφού είδα κι απόειδα η χαζή ξανθιά:
να πείσω κατ' αρχάς τα κορίτσια του γραφείου και μετά όλες μαζί να πείσουμε τον Μήτσο:
Οτι όλα τα θέματα αντιμετωπίζονται με συζήτηση....
Να εξηγήσω ότι οι άνθρωποι από λόγια καταλαβαίνουν κι όχι από φωνές...
Να πω με σιγουριά, ότι αν μιλήσουμε ανθρώπινα με το προσωπικό, θα ξυπνήσουν επιτέλους...
την περασμένη εβδομάδα καταφέραμε να μαζέψουμε τους προϊσταμένους και δυο - τρεις από κάθε τμήμα και να κάνουμε μια κουβέντα της προκοπής (?).
Μιλήσαμε λογικά, μιλήσαμε με νούμερα, τσίριξαν οι του γραφείου, ούρλιαξαν οι της παραγωγής και στο τέλος όλοι συμφωνήσαμε, ότι το προσωπικό που δεν έχει την αρμόζουσα παραγωγικότητα, θα δει τα μπόνους του να μειώνονται. Είπα και το πιασάρικο μότο μου "το θέμα δεν είναι να μειωθούν οι μισθοί σας! Το θέμα είναι να παράγετε αυτό που πρέπει και να αυξήσουμε τους μισθούς. Να φτάσετε όλοι τον Ζόρο και τον Ιβάν! Αυτοί, γιατί δουλεύουν? " .
Φύγαμε από την εταιρεία μέσα στην νύχτα, με τις ακόλουθες ατάκες :
Εγώ : είδες τί ωραία που συζητήσαμε? Επρεπε να το έχουμε κάνει καιρό.
Πέτια : ε μα βέβαια. Δεν μπορεί να είναι τόσο ζώα όσο νομίζει ο σέφε! Κατάλαβαν.
Ελένα : ναι, ίσως από αύριο , πάρουν μπροστά.
Δημήτρης :καλάαααα, περιμένετε λίγο και χαιρόμαστε μετά.
Ολες μαζί από μέσα μας: (τον γκαντέμη, τον ρατσιστή, τον αρνητικό!).
Την επόμενη μέρα ο Ζόρο, το υπόδειγμα και το καμάρι μας,  έσκασε μύτη στο γραφείο μου. Με το που πέρασε την πόρτα άρχισε να βογκάει. "Ωωωωωχ σέφκα. Το χέρι μου!"
" Τί έπαθες? το χτύπησες?"
" Οχι, αλλά πονάει πολύ. Ξαφνικά με έπιασε! Μπορώ να φύγω?"
" Ναι Ζοράκο αμέσως! Πήγαινε στον γιατρό και πάρε να μας πεις τι σου είπε!".
Υπέγραψα το χαρτάκι του. Βγαίνοντας από την πόρτα σταμάτησε και να βογκάει.Δεν έχει γυρίσει ακόμα.... ΄
Δεν έγινε και καμιά τρομερή αλλαγή του ρυθμού όλη την εβδομάδα. Σαν χελώνες δούλευαν, σαν χελώνες εξακολούθησαν και μετά την συνάντηση. Οι δε τουαλέτες κατάμεστες, ούτε η Γέφυρα των Αετών τόση κοσμοσυροή. Και σήμερα ήρθε το κορυφαίο...
Πρωί πρωί, στο γραφείο του Μήτσου , ο Ιβάν! Το υπόδειγμα και το καμάρι μας!
- Σέφε , θα ήθελα να μιλήσουμε πάνω σε όσα συζητήσαμε στην συνάντηση.
- Πες μου.
- Θέλω να σου προτείνω να μου μειώσεις τον μισθό και να παράγω λιγότερο. Γίνεται????
 
Μετά από αυτό, πείστηκα ότι η ελπίδα πέθανε και δεν ήταν καν η πεθερά μου!

Tuesday, July 10, 2012

Ανάσες.

Δεν είχα ποτέ σκεφτεί, πόση απόλαυση μπορεί να σου δώσει το θέαμα μιας μέλισσας που μαζεύει γύρη , από το λουλούδι ενός πορτοκαλί ιβίσκου.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ποτέ "χρόνο" να το παρατηρήσω...
μέχρι το περασμένο Σάββατο.
Κι όπως πολύ σωστά ειπώθηκε , η θάλασσα θα έχει πολύχρωμα ψάρια και τα δέντρα γλυκούς καρπούς, χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσω σκληρά. Και στον κόσμο, υπάρχει αφθονία από όλα, για όλους. Αρκεί να το καταλάβουμε.
Απίθανο συναίσθημα να γελάς από ευτυχία τόση, που να θες να την μοιραστείς με όλους. Κι ας μην το έζησα εγώ, αρκεί που το μοιράστηκα. 
Επίσης απίθανο συναίσθημα, να κλαις από ανακούφιση και να νοιώθεις ότι με τα δακρυά σου πλένεις ό,τι σε βαραίνει και δεν θες πια. 
"Γιατί αν ασχοληθείς με τις συμπεριφορές και τις σκέψεις των άλλων, ποιός θα ασχοληθεί με σένα? ".
Και άλλα πολλά που ακόμα κι αν δεν τα γράψω, είναι αδύνατον να τα ξεχάσω.
Ανάσες λοιπόν και προχωράμε.  

Friday, June 22, 2012

" Η σούπα με τα κόκκαλα" και "το άδειασμα της λίμνης"

Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχω υπάρξει χειρότερα στη ζωή μου. Και λέω ναι, έχω υπάρξει. Εχω καθήσει οκλαδόν στο πάτωμα περιτρυγιρισμένη από άδεια μπουκάλια, έχω κάνει χιλιόμετρο κλαίγοντας, έχω ευχηθεί να μην ξυπνήσω αν μπορέσω να κοιμηθώ.
Τουλάχιστον τώρα είμαι όρθια,το αλκοόλ το θυμάμαι μόνο όταν περνάω καλά και έχω συνειδητοποιήσει,πως δεν είναι επιλογή, το να πεθαίνω κάθε φορά που ο κόσμος μου γίνεται μαλλιοκούβαρα! Αρα ναι, έχω υπάρξει και χειρότερα.
Είναι μια καλή αρχή , για να μπορέσω να ξεκαθαρίσω τα κόκκαλα, από την σούπα που βράζει στο καζάνι μου. Αυτό συμβούλευα πάντα τους αλλους.Κλεμμένο από τον Νίκο. «Οταν δεν ξέρεις τί θες και τί δεν θες από την σούπα που βράζει, ξεκίνα από όσα δεν θες. Βγάλε,βγάλε,θα μείνει αυτό που θες». Κι όπως επίσης, έλεγε ο Νίκος τις εποχές του πατώματος «ό,τι κι αν γίνει, την ψυχή δεν στην παίρνει κανένας». Θα μου πεις, την ψυχή την δωρίζεις, την επενδύεις ,την γαμάς, ό,τι θες την κάνεις. Και την κάνω ό,τι θέλω, χρόνια τώρα.Αλλά όχι! Το να μου την πάρουν, το να την πετάξουν άλλοι στα σκουπίδια, δεν το θέλω. (Δεν το θέλω = Πρώτο κόκκαλο έξω από την σούπα).
Σκέφτομαι ότι δεν είναι ούτε πρακτικά εύκολο, να κλείσεις ξαφνικά έναν διακόπτη, πράγματα που επί χρόνια σε απασχολούσαν, να σου γίνουν αδιάφορα, εικόνες που επί χρόνια βλέπεις, να μην υπάρχουν πια γύρω σου, άνθρωποι που επί χρόνια είναι οι άνθρωποί σου, να μην είναι πλάι σου πια, δρόμοι που επί χρόνια περνάς, να γίνουν απλά ένα σημείο στον χάρτη της ζωής σου. Και να κληθείς σαν νεογέννητο, να ξανακάνεις δειλά βηματάκια , με τον μόνιμο κίνδυνο να σκοντάψεις στο χαλί. Αλλά για να περπατήσεις σαν νεογέννητο , σημαίνει ότι έχεις ήδη ξαναγεννηθεί. Κι όπως και να το κάνεις, αν δεν ξαναγεννηθείς , παραμένεις νεκρός κι αυτό δεν το θέλω. (Δεν το θέλω= Δεύτερο κόκκαλο,έξω από την σούπα).
Τα τελευταία χρόνια , δεν μπορείς να μισήσεις, δεν μπορείς να κρατήσεις κακίες. Δεν σου χρειάζεται και το ξέρεις. Η ζωή φοράει πάντα ρούχα γιορτινά, τί κι αν καμιά φορά λερώνονται? Θα πλυθούν και πάλι. Τί κι αν καμιά φορά είναι μαύρα?Ταιριάζει το μαύρο στις νύχτες. Οι άνθρωποι, ό,τι κι αν κάνουν, λέγονται άνθρωποι, γιατί σε όλους υπάρχει κρυμμένο κάτι ανθρώπινο, άρα καλό. Κι αν δεν θέλουν να το φανερώσουν, τί σε νοιάζει? Εσύ επέλεξες να πιστεύεις στους ανθρώπους, αλλοίμονο αν πάψεις να το κάνεις. Δεν θέλω να χάσω την πίστη μου στους ανθρώπους (Δεν το θέλω = Τρίτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Επί χρόνια, έμαθα να μην κλαίω.Τα δάκρυα τα έπνιγα μέσα μου. Σκέφτομαι ότι γέμισα ολόκληρη δάκρυα και ότι τώρα που η λίμνη αυτή γέμισε κι έφτασε στον λαιμό μου, περιμένει μια σταγόνα. Την κρατάω με το ζόρι. Οταν θα μπορέσω να βρω την στιγμή που θέλω , θα την ρίξω. Και τότε η λίμνη θα ξεχυθεί από τα μάτια μου. Γιατί αν δεν ξεχυθεί, θα γίνει δηλητήριο μέσα μου. Κι εγώ δεν θέλω δηλητήρια μέσα μου, δεν θέλω (Δεν το θέλω =Τέταρτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Πρέπει να καταλάβω, ότι παρότι όλα όσα γίνονται είναι επιλογές μας, δενσημαίνει ότι πάντα είναι αυτό που θέλουμε. Οχι γιατί κάνουμε κακές επιλογές. Αλλά γιατί καμιά φορά, η επιλογή που θα θέλαμε να κάνουμε, δεν είναι εφικτή. Και τότε ο Μπουκάι σου λέει «Ξέχασέ το!» και μετά «Αντικατέστησέ το!». Ο πόνος υπάρχει για να τον βιώνουμε, για να μας χαστουκίζει, για να γεμίζει το είναι μας. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνιμος. Οπως και τόσα άλλα πράγματα.Ουδέν μόνιμο. Ούτε η ζωή, καν.
Με την τελευταία, λοιπόν σταγόνα, θα κλάψω για όλα. Για όσα κέρδισα και όσα έχασα επί χρόνια.Για όσα διάλεξα και όσα απέρριψα. Για τους ανθρώπους που στερήθηκα και αυτούς που θα στερηθώ. Για ό,τι αγάπησα και για ό,τι με αγάπησε. Για τις θάλασσες που μου έλειψαν και για τα βουνά που θα μου λείψουν. Για όσα έζησα, για όσα θα ζήσω και για όσα δεν θα ζήσω. Θα κλάψω τόσο πολύ, που να μην αφήσω δάκρυα για άλλους. Θα πονέσω μέχρι τέλους, μην μείνει πόνος για κανέναν γύρω μου. Με τα δάκρυα της λίμνης μου , θα ξεπλύνω τα λερωμένα γιορτινά ρούχα της ζωής. Θα πάρει λίγο καιρό να στεγνώσουν. Για κάποιο διάστημα, η ζωή θα χρειαστεί να βάλει την μαύρη φορεσιά της. Μετά όμως,μετά, τα ρούχα θα στεγνώσουν. Και θα της τα ξαναφορέσω. Και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από μια ζωή ντυμένη στα γιορτινά της...

Υ.Γ. Για σένα που τα μοιράζεσαι, θα πούμε πολλά gunaydin ακόμα. Trust me.

Monday, June 11, 2012

Ασχετα,ασυνάρτητα,ασύντακτα.

Επί τρεις μέρες, μια πηχτή βορειοευρωπαϊκή μούχλα, εγκαταστάθηκε εντός μου και μετατράπηκε σε κατακόκκινη χολή. Μια νύχτα ολόκληρη, δεν χάζευα τον κήπο που ζωγραφιζόταν έξω από το παράθυρό μου, αλλά την άσπρη πορσελάνη που κοκκίνιζε και δεν έλεγε να ασπρίσει.  Ο τόπος με απέβαλλε ή εγώ απέβαλλα τον τόπο από μέσα μου, είναι ένα ερώτημα που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Κι ενώ για καιρό μακάριζα και κρυφοζήλευα  τα παστρικά σπιτάκια με τα κατακόκκινα κεραμμύδια, τους περιποιημένους κήπους, τις ζωές εν τάξει, τις υπέροχες μπύρες και τα καλομαγειρεμένα κρεατικά, το νοιώσα πιο ξεκάθαρα από ποτέ, πως ανήκω αλλού.  Γιατί τα κόκκινα κεραμμύδια έμοιαζαν πια, με την χολή μέσα μου και οι περιποιημένοι κήποι , με την πηχτή μούχλα τριγύρω μου.
Το αεροπλάνο της επιστροφής ήταν γεμάτο, απόδειξη πως το καλοκαίρι, μπαίνει για τα καλά. Ηταν τόση η αδημονία μου να φτάσω "σπίτι" -  όσοι και των μεταναστών συνεπιβατών μου- που ξέβαψα με τα δόντια τα νύχια μου. Κι όταν προσγειώθηκα στην πόλη που χρόνια τώρα, λέω πως δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να ανήκω ποτέ, ένοιωσα την τρύπα στο στομάχι μου να μικραίνει. Ο τόπος με αγκάλιασε ή εγώ αποφάσισα να τον κλείσω μέσα μου επιτέλους, είναι ένα ακόμα ερώτημα, που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Δεδομένων των συνθηκών, κυρίως.
Το Σάββατο το καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα. Τί κι αν έσκασαν μύτη, δύο τρία πληγωμένα συννεφάκια. Και πήρα για λίγο μια ανάσα. Η τα ίσια μου, αν το θες επακριβώς. Κι είδα ξανά- πόσες φορές να το δω για να το βάλω καλά στο μυαλό μου?- πως το πράσινο δεν είναι όμορφο από μόνο του, ποτέ. Θέλει το γαλάζιο, δίπλα του για να γίνει παράδεισος. Κι εγώ από μωρό, είμαι παιδί του γαλάζιου. Θα αλλάξω στα σαράντα μου? Κι έτσι όπως με κατάπινε το νερό, ένοιωθα ξανά παιδί που αρχίζει να μετράει τα καλοκαιρινά του μπάνια.
Μαζεύω βάζα. Σε κάθε ταξίδι στην Ελλάδα, χρόνια τώρα,η μαμά με φορτώνει με μαρμελάδες βερύκοκο και γλυκά του κουταλιού. Κάθε φορά που είναι να πάω , λέει στο τηλέφωνο "μην ξεχάσεις να μου φέρεις βάζα". Δεν της τα πάω ποτέ. Μόλις αδειάζουν, τα παρατάω στην Πόλια, να συσκευάσει τα πολύχρωμα τουρσιά της. "Δεν έφερες βάζα! Δεν έχει μαρμελάδα!" απειλεί η μαμά, μόλις φτάνω. Η γνωστή , χαϊδευτική απειλή της. Γιατί την μέρα της αναχώρησης, τα βαζάκια μου με περιμένουν, τυλιγμένα με σφιχτοδεμένα νάυλον σακουλάκια. Πριν δύο - τρεις εβδομάδες, απρόσμενα, με έπιασε μαμακίαση. Και βάλθηκα να μαζεύω βάζα. Να τα πάω της μαμάς, όταν θα κατέβω. Είναι χάλια τα χέρια της πια, αμφιβάλλω εάν θα φτιάξει γλυκά και μαρμελάδες, αλλά εγώ μάζεψα τα βαζάκια μου.
Χρόνια τώρα, όλο αναβάλλω να βρω χρόνο να επισκεφτώ αγαπημένους ανθρώπους. Κι ενώ το λαχταράω σαν τρελλή, ένα "έχουμε καιρό" με κάνει και το αφήνω. Κι έρχεται μια γαμημένη μέρα, που ανακαλύπτεις ότι ο χρόνος τελειώνει. Δεν έμεινε παρά ελάχιστος. Κι αν πας τώρα, δεν μπορεί να είναι όπως θα ήταν, αν το είχες κάνει νωρίτερα. Η αγκαλιά που θα δώσεις κι αυτή που θα πάρεις, δεν θα είναι αγκαλιές χαράς, μα αποχωρισμού. Η ζωή συνεχίζεται μικραίνοντας τον χρόνο, το αύριο, τον αριθμό των αγαπημένων σου. Η ζωή συνεχίζεται, μεγαλώνοντας τις αναμνήσεις. Η ζωή συνεχίζεται, επιτάσσοντας την ανάγκη να την ζήσεις χωρίς αναβολές.
Καλό καλοκαίρι, είπαμε?