Επί τρεις μέρες, μια πηχτή βορειοευρωπαϊκή μούχλα, εγκαταστάθηκε εντός μου και μετατράπηκε σε κατακόκκινη χολή. Μια νύχτα ολόκληρη, δεν χάζευα τον κήπο που ζωγραφιζόταν έξω από το παράθυρό μου, αλλά την άσπρη πορσελάνη που κοκκίνιζε και δεν έλεγε να ασπρίσει. Ο τόπος με απέβαλλε ή εγώ απέβαλλα τον τόπο από μέσα μου, είναι ένα ερώτημα που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Κι ενώ για καιρό μακάριζα και κρυφοζήλευα τα παστρικά σπιτάκια με τα κατακόκκινα κεραμμύδια, τους περιποιημένους κήπους, τις ζωές εν τάξει, τις υπέροχες μπύρες και τα καλομαγειρεμένα κρεατικά, το νοιώσα πιο ξεκάθαρα από ποτέ, πως ανήκω αλλού. Γιατί τα κόκκινα κεραμμύδια έμοιαζαν πια, με την χολή μέσα μου και οι περιποιημένοι κήποι , με την πηχτή μούχλα τριγύρω μου.
Το αεροπλάνο της επιστροφής ήταν γεμάτο, απόδειξη πως το καλοκαίρι, μπαίνει για τα καλά. Ηταν τόση η αδημονία μου να φτάσω "σπίτι" - όσοι και των μεταναστών συνεπιβατών μου- που ξέβαψα με τα δόντια τα νύχια μου. Κι όταν προσγειώθηκα στην πόλη που χρόνια τώρα, λέω πως δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να ανήκω ποτέ, ένοιωσα την τρύπα στο στομάχι μου να μικραίνει. Ο τόπος με αγκάλιασε ή εγώ αποφάσισα να τον κλείσω μέσα μου επιτέλους, είναι ένα ακόμα ερώτημα, που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Δεδομένων των συνθηκών, κυρίως.
Το Σάββατο το καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα. Τί κι αν έσκασαν μύτη, δύο τρία πληγωμένα συννεφάκια. Και πήρα για λίγο μια ανάσα. Η τα ίσια μου, αν το θες επακριβώς. Κι είδα ξανά- πόσες φορές να το δω για να το βάλω καλά στο μυαλό μου?- πως το πράσινο δεν είναι όμορφο από μόνο του, ποτέ. Θέλει το γαλάζιο, δίπλα του για να γίνει παράδεισος. Κι εγώ από μωρό, είμαι παιδί του γαλάζιου. Θα αλλάξω στα σαράντα μου? Κι έτσι όπως με κατάπινε το νερό, ένοιωθα ξανά παιδί που αρχίζει να μετράει τα καλοκαιρινά του μπάνια.
Μαζεύω βάζα. Σε κάθε ταξίδι στην Ελλάδα, χρόνια τώρα,η μαμά με φορτώνει με μαρμελάδες βερύκοκο και γλυκά του κουταλιού. Κάθε φορά που είναι να πάω , λέει στο τηλέφωνο "μην ξεχάσεις να μου φέρεις βάζα". Δεν της τα πάω ποτέ. Μόλις αδειάζουν, τα παρατάω στην Πόλια, να συσκευάσει τα πολύχρωμα τουρσιά της. "Δεν έφερες βάζα! Δεν έχει μαρμελάδα!" απειλεί η μαμά, μόλις φτάνω. Η γνωστή , χαϊδευτική απειλή της. Γιατί την μέρα της αναχώρησης, τα βαζάκια μου με περιμένουν, τυλιγμένα με σφιχτοδεμένα νάυλον σακουλάκια. Πριν δύο - τρεις εβδομάδες, απρόσμενα, με έπιασε μαμακίαση. Και βάλθηκα να μαζεύω βάζα. Να τα πάω της μαμάς, όταν θα κατέβω. Είναι χάλια τα χέρια της πια, αμφιβάλλω εάν θα φτιάξει γλυκά και μαρμελάδες, αλλά εγώ μάζεψα τα βαζάκια μου.
Χρόνια τώρα, όλο αναβάλλω να βρω χρόνο να επισκεφτώ αγαπημένους ανθρώπους. Κι ενώ το λαχταράω σαν τρελλή, ένα "έχουμε καιρό" με κάνει και το αφήνω. Κι έρχεται μια γαμημένη μέρα, που ανακαλύπτεις ότι ο χρόνος τελειώνει. Δεν έμεινε παρά ελάχιστος. Κι αν πας τώρα, δεν μπορεί να είναι όπως θα ήταν, αν το είχες κάνει νωρίτερα. Η αγκαλιά που θα δώσεις κι αυτή που θα πάρεις, δεν θα είναι αγκαλιές χαράς, μα αποχωρισμού. Η ζωή συνεχίζεται μικραίνοντας τον χρόνο, το αύριο, τον αριθμό των αγαπημένων σου. Η ζωή συνεχίζεται, μεγαλώνοντας τις αναμνήσεις. Η ζωή συνεχίζεται, επιτάσσοντας την ανάγκη να την ζήσεις χωρίς αναβολές.
Καλό καλοκαίρι, είπαμε?
3 comments:
καλώς να έρθεις στην πατρίδα... να περάσεις καλά και να γεμίσεις μπαταρίες και βάζα :)
@Αχ, μάλλον λόγω της μαμακίασης, δεν βλέπω την ώρα! "Mamma γερνάω" προφανέστατα. Κι όταν σκέφτομαι την κάθοδο στα πάτρια, βουρκώνω λες και είμαι πιτσιρίκι. Πάντως εάν καταφέρω και μείνω αρκετές μέρες κι έχεις κι εσύ χρόνο και κέφι, ένα καφεδάκι θα ήθελα να το πιούμε. Για να δούμε...
δεν το συζητάμε, χρόνος θα βρεθεί ο κόσμος να χαλάσει... να γνωρίσεις και τα αγόρια μου (μικρά και μεγάλα :)
Post a Comment