Wednesday, November 23, 2011

Οι εικόνες που πονάνε.

Αφορμή για το σημερινό, είναι το ποστ μιας διαδικτυακής φιλενάδας. 'Η μάλλον, η απάντησή της στο σχόλιο μου στο συγκεκριμένο ποστ. Γιατί σχολίασα, κοιτάζοντας όπως πάντα την τελευταία αχτίδα του ήλιου, σε έναν κατάμαυρο ουρανό. Η απάντησή της και οι απαντήσεις όλων των άλλων σχολιαστών, μου έδωσαν να καταλάβω ότι οι περισσότεροι Ελληνες αυτή τη στιγμή, δεν μπορούν να δουν καμία αχτίδα ήλιου. Οχι γιατί είναι τυφλοί. (Εγώ άλλωστε με έξη βαθμούς μυωπία, συγκαταλέγομαι στους απολύτως στραβούς). Γιατί πολύ απλά, αυτή η αχτίδα, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι ορατή σε ανθρώπους που ζουν κάτω από το σοκ, της μαυρίλας του ουρανού τους. Ενός ουρανού, ηλιόλουστου μέχρι πρότεινος.

Το σκοτάδι, δεν το συνηθίζεις με την πρώτη. Στην αρχή σε καταλαμβάνει πανικός. Φοβάσαι ότι τυφλώθηκες ξαφνικά. Μετά από λίγο, κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα, βλέπεις τα πρώτα σχήματα , καταλαβαίνεις ότι απλά, είναι σκοτάδι. Δεν είσαι εσύ τυφλός. Και παίρνεις μια πρώτη ανάσα. Και προσπαθείς να δεις μέσα στο σκοτάδι. Γιατί που θα πάει. Θα ξημερώσει. Η μαγκιά είναι βέβαια να μην το συνηθίσεις. Πρέπει πάντα, να αναζητάς το ξημέρωμα. Τέλος.

Πού κολλάει αυτό? Οταν πρωτοήρθα στην Βουλγαρία, έξη και χρόνια πριν, κάθε μέρα έτρωγα και μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Αιτία, οι παρακάτω εικόνες :

- Η μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, έψαχνε Κυριακή μεσημέρι, στους κάδους σκουπιδιών για να βρει κάτι να φάει.

- Ολες οι οδικές αρτηρίες, ήταν γεμάτες από κοριτσάκια και γυναίκες που πουλιόντουσαν για δυόμιση ευρώ. Από το ξημέρωμα, μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, κάθε εποχή, ακόμα και με τριάντα πόντους χιόνι.

-Στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας (όπως σε όλα τα σχολειά των χωριών), η μόνη θέρμανση ήταν παλιές ξυλόσομπες. Επειδή τα ξύλα στοίχιζαν, ο δήμαρχος ερχόταν και φόρτωνε σε κάρα, το πριονίδι που μας έμενε.

- Τα περισσότερα σπίτια στα χωριά, δεν είχαν τουαλέτες. Μια τρύπα στην άκρη της αυλής, ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Με σανίδια γύρω - γύρω. Η μόνη θέρμανση στα σπίτια, ήταν πάλι "η ερωμένη του τσιγγάνου", όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Δηλαδή η ξυλόσομπα. Τα ξύλα στοίχιζαν. Κι έτσι, η συγχωρεμένη η Λίνκα, η τσιγγάνα καθαρίστριά μας, παράχωνε όλη τη χρονιά στις φαρδιές της τσέπες, κομματάκια από ξύλο που έβρισκε πεταμένα εδώ κι εκεί.

- Τα σκυλιά μας γεννούσαν καλή ώρα, σαν και τώρα. Τα μωρά τους τα έκλεβαν, για να τα πουλήσουν για είκοσι ευρώ. Κι όσα τους ξέμεναν απούλητα, πέθαιναν λίγο μετά από πείνα.

- Ας μην μιλάω για σκυλιά. Τα ιδρύματα ήταν γεμάτα παρατημένα παιδιά. Υγιή και μή. Ιδρύματα απαρχαιωμένα που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε τα βασικά. Την ίδια στιγμή, έγκυοι περνούσαν τα σύνορα για να γεννήσουν και να πουλήσουν το παιδί τους στους πλούσιους γείτονες. Τους Ελληνες.

Και άλλες, πολλές άλλες εικόνες, που θα χρειαζόταν μέρες να γράφω για να τις περιγράψω. Τις αναφέρω στον παρατατικό. Δεν ξέρω γιατί δεν χρησιμοποιώ ενεστώτα, αφού ίδιες είναι και σήμερα. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Απλά δεν είχα την μαγκιά, να μην το συνηθίσω το σκοτάδι. Με κούρασε η αναμονή του ξημερώματος, που δεν ερχόταν. Και πλέον αυτές οι εικόνες με σοκάρουν όλο και λιγότερο. Δεν αποτελούν έκπληξη πια. Και οι μπουνιές στο στομάχι, έγιναν ένας μόνιμος κόμπος, που σφίγγεται μέσα μου. Και που με αναγκάζει όλο και συχνότερα, να εκτιμώ το "μη χειρότερα" και να το παίζω Πολυάννα.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Ελλάδα, που νοσταλγούσα, βλέποντας αυτές τις εικόνες κάποτε, είναι σήμερα στην ίδια μοίρα. Ισως γιατί ελάχιστα την επισκέπτομαι πια. Ισως γιατί δεν έχω δει, αυτές τις εικόνες ακόμα. Την θυμάμαι πάντα, σαν μια ακτίδα ήλιου, στον εδώ κατάμαυρο ουρανό μας. "Να περάσουμε τα σύνορα, να πάρουμε ανάσα" λέμε πάντα με τον Δημήτρη. Γι'αυτό κι όταν την σκέφτομαι, παρ' όσα ακούω και διαβάζω, ψάχνω πάντα την ακτίδα του ήλιου της. Πολυάννα είπαμε.

Δεν ξέρω τί να προτείνω στους συμπατριώτες μου, που βουτάνε τώρα, για πρώτη φορά στο σκοτάδι. Ξέρω όμως, ότι είναι σκληρό, ένας κόμπος να σφίγγεται στο στομάχι σου μόνιμα. Είναι προτιμότερος ο στιγμιαίος πόνος της μπουνιάς. Ειδικά όταν μπορεί να σε προκαλέσει να αντιδράσεις. Είναι οδυνηρό να θεωρείς δεδομένες, τέτοιες εικόνες. Προτιμότερο είναι, να εξακολουθούν να σε σοκάρουν. Αλλιώς, θα μπεις στο κάδρο τους. Μετά τον πανικό που σας προκαλεί το σκοτάδι, να προσπαθήστε να μην το συνηθίσετε. Να μην βυθιστείτε μέσα του. Γιατί δεν είσαστε τυφλοί. Όσο κι αν αργεί το ξημέρωμα, κάποια στιγμή θα έρθει. Σας το λέω, με την επίγνωση του λάθους μου, να μην το περιμένω.

Friday, November 18, 2011

39

Το ότι έκλεισα τα τριανταεννέα, μου πήρε δυό μέρες να το καταλάβω και να το ποστάρω. Βασικά, ο Μητσάκος βιάστηκε να μου ευχηθεί ένα πρωινό νωρίτερα και τον ακολούθησε η Κρέμα, πηδώντας στο κρεββάτι μου. "Αφού την φιλάει ο ντάντυ, ας την φιλήσω κι εγώ", πρέπει να σκέφτηκε. Μετά καταλάβαμε ότι ο μήνας έχει 15 κι όχι 16 και κυνηγήσαμε το ταλαίπωρο, το σκυλί.

Το δείπνο γενεθλίων μου, περιλάμβανε συζητήσεις για αναζήτηση πρωτοτυπίστα και εργονομία του κώλου. Ω ναι, η εργονομία στο προϊόν μας, είναι ακριβώς αυτό. Πως θα βολευτεί ο κώλος σου. Το λέω λοιπόν απλά, για να γίνει κατανοητό.

Κατά την προσφιλή μου συνήθεια, σε όποιον με ρωτάει πόσο χρονών είμαι, θα λέω πλέον, σαράντα. Απεχθάνομαι το τριανταεννέα και δύο ημέρες, ή τριανταεννέα και μισό, που θα απαντούσε κάποιος νορμάλ άνθρωπος. Σαράντα στρογγυλά και τέλος.

Τον Αύγουστο, παραδοσιακά, θα κάνω την τέταρτη τρύπα στο δεξί μου αυτί. Εχω σταμπάρει από τώρα το σημείο. Ψηλά, πάνω από αυτήν των τριάντα. Τί κι αν δεν έχω καμία σχέση πιά, με την Γωγώ των τριάντα? Οι τρύπες, χρόνια δεν κοιτούν.

Οχι, μην βιαστεί κανένας να βγάλει συμπεράσματα. Καμία κρίση ηλικίας δεν περνάω κι ούτε προτίθεμαι. Δεν γεννήθηκα για να μείνω νεαρή και χαριτωμένη. Ούτε που το θέλω κιόλας. Ασε που πατώντας τα σαράντα, κλείνεις και κεφάλαια που πόνεσαν γιατί πιά δεν λές " μα γιατί δεν έγινε?", λες " δεν μπορεί πια να γίνει!" και ξεμπερδεύεις δια παντός. Κι ούτε τολμάει κανένας να σου πει " έχεις καιρό ακόμα!". Αλλο βάσανο αυτό, αυτός ο κανένας με τις κουβέντες του.

Η μόνη σκιά στα γενέθλια μου, ήταν η συγκίνηση του πατέρα μου στο τηλέφωνο. Για πρώτη φορά εδώ και τριανταεννέα χρόνια, μου ευχήθηκε μισοκλαίγοντας. Τον τελευταίο καιρό με κοροϊδευε συχνά "μην ανησυχείς κοριτσάκι μου, δεν θα σε αφήσω να ορφανέψεις μικρή". Αχ ρε μπαμπά, στην παράταση παίζουμε και το ξέρω, μην νομίζεις όμως ότι μεγάλωσα κιόλας.

Μπάι δε γουέι, εκτός από τα σαράντα, η πρόωρη κλιμακτήριος μου χτυπά την πόρτα και κάνω πως δεν την ακούω. Δεν προλαβαίνω δηλαδή να της ανοίξω, να ξεμπερδεύουμε. Αφού είπε να έρθει νωρίτερα από το ραντεβού μας, ας περιμένει κι αυτή.

Χρόνια μου πολύχρωμα λοιπόν! Και εντοιχισμένα!

Friday, November 11, 2011

ο Μίτκο.

Το περασμένο Σάββατο, κατά τις εννέα το βράδυ, χτύπησε το κινητό μου. Είδα ότι με καλεί ο Στάνι και η πρώτη σκέψη ήταν να μην απαντήσω. Ο Στάνι, καλεί απίθανες στιγμές, για κάτι εντελώς ασήμαντο κι εγώ δεν έχω διάθεση να πληρώνω περιαγωγή για ασήμαντα. Η δεύτερη σκέψη μου, ήταν ότι στην Βουλγαρία, η ώρα ήταν δέκα, άρα ίσως και να μην ήταν τόσο ασήμαντο το τηλεφώνημα.

" Ο Μίτκο είναι στο πάρκιν μιας εταιρείας στην Ελλάδα και έπαθε έμφραγμα".

Ο Μίτκο είναι οδηγός μας χρόνια. Από τους πρώτους που γνώρισα όταν ήρθα εδώ. Με τα σπαστά του ελληνικά, με καλημέριζε όταν ερχόταν να φορτώσει. Δεν πλησίασε ποτέ το γραφείο μου, παρά μόνο αν τον φώναζα εγώ. ΄Η όταν έφερνε να μας κεράσει, για τα γενέθλιά του. "Ιδιο ζώδιο είμαστε σέφκα" μου έλεγε. Δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους οδηγούς. Ισως γιατί, δεν φώναζε ποτέ, δεν παραπονιόταν ακόμα κι όταν φόρτωνε μέχρι τα μεσάνυχτα. Και γιατί ποτέ δεν έπαιρνε να μας ζαλίσει, όταν οι πελάτες μας αργούσαν να τον ξεφορτώσουν. Το παράπονο του Στάνι, του εργοδότη του δηλαδή, ήταν ότι καμιά φορά σε αυτόν μπορούσε και να αρνηθεί κάτι. Αν του το ζητούσαμε εμείς, δεν θα αρνιόταν ποτέ. Κι εμείς του χώναμε όλα τα δύσκολα φορτία, γιατί ξέραμε ότι ο Μίτκο ήταν από τους ελάχιστους που θα τα έβγαζαν πέρα.

Την Τετάρτη φόρτωσε. Παραπονέθηκε στην Ελένα, ότι δεν ήθελε να φύγει. Δεν θα προλάβαινε να γυρίσει το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του και ήταν κουρασμένος. Θα προτιμούσε να φύγει την Κυριακή. Ο Στάνι επέμενε. Επρεπε να κερδίσει το φορτίο της επιστροφής, το φορτηγό ήταν καινούργιο, τα έξοδα έτρεχαν, ο καλός του οδηγός έπρεπε να το κάνει. Και θα έπαιρνε ρεπώ στα γενέθλια του. Λίγο το έχεις?

Να μην τα πολυλογώ. Οταν έπαθε το έμφραγμα, οι φύλακες στο εργοστάσιο που βρισκόταν δεν κάλεσαν ασθενοφόρο. Ειδοποίησαν τον Στάνι, χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακρυά. Κι ο Στάνι δεν ήξερε τί να κάνει και μου τηλεφώνησε. Μόνο που εγώ βρισκόμουν ακόμα πιο μακρυά. Σκέφτηκα έναν συνάδελφο, που μισεί να του τηλεφωνείς τα Σαββατοκύριακα. Προς τιμή του, απάντησε στο τηλεφωνημά μου, έστειλε ασθενοφόρο κι έτρεξε κι ο ίδιος στο νοσοκομείο.

" Οκ Στάνι, ηρέμησε. Αφού ο ίδιος επικοινωνεί, όλα θα πάνε καλά".

Με καθησύχασε κι ο Δημήτρης. " Αφού μπήκε στο νοσοκομείο, δεν θα πεθάνει. Θα δεις ότι θα τον σώσουν".

Μόνο που το νοσοκομείο που τον μετέφεραν, δεν είχε μονάδα εμφραγμάτων. Κι όταν το πράγμα σκούρυνε, τον άρπαξαν και τον πήγαν σε άλλο. Εκεί που έπρεπε να έχει πάει από την αρχή, δηλαδή. Γύρω στις δώδεκα, μου τηλεφώνησε ο συνάδελφος και μου ζήτησε τα λεπτομερή στοιχεία του. " Γωγώ, είναι κρίσιμη η κατάσταση". Θεώρησα ότι μου λέει παπάδες, για να δώσει βαρύτητα στο ότι έτρεξε στο νοσοκομείο. "Πάρε με όταν έχεις νεότερα, οκ?".

Δεν κατάφερα να κοιμηθώ μετά. Είχα αγκαλιά το τηλέφωνο και ευχόμουν να μην χτυπήσει. Να ξημερώσει η επόμενη μέρα, να πάει ο Στάνι στην Ελλάδα, να του πάει ρούχα, να μην είναι μόνος. Ξέρω ότι είναι σκληρό να είσαι στο νοσοκομείο μιας ξένης χώρας, εντελώς μόνος. Οι ευχές μου, δεν εισακούστηκαν. Στις τέσσερις χτύπησε το τηλέφωνό μου. Πριν απαντήσω, ήξερα ακριβώς τι θα ακούσω.

- Ρε σύ, Γωγώ.

- Πες το.

- Ρε.... πέθανε! Το πιστεύεις? Πέθανε!

Δεν το πίστευα και δεν το πιστεύω ακόμα. Θα το πιστέψω όταν θα είναι η σειρά του να φορτώσει και δεν θα έρθει. Οταν δεν θα ξανακαλέσω το κινητό του, για να δω αν καθυστέρησε. Δεν πιστεύεις εύκολα ότι χάθηκε κάποιος που ζεις από τόσο κοντά. Κυρίως όταν, δεν είχες ποτέ φανταστεί ότι μπορεί να χαθεί. Εκείνη τη στιγμή όμως , έπρεπε να προσποιηθώ ότι το πίστεψα και να ενημερώσω τους δικούς του. Δεν θα ξεχάσω τους λυγμούς του Μπόυκο όταν του τηλεφώνησα. Δεν καταλάβαινα γιατί κλαίει. Δεν ήθελα να καταλάβω ότι ο Μίτκο έφυγε. Του μιλούσα σαν ρομπότ. Πρακτική όπως πάντα.

- Ξεκινήστε να έρθετε κάτω. Τώρα θα φύγετε! Θα έπρεπε ήδη να είχατε ξεκινήσει, από όταν σας είπα ότι δεν είναι καλά! Τί περιμένατε να ξημερώσει? Φέρε ρούχα μαζί σου. Ο,τι χρειαστείς στην Ελλάδα, πες μου να το κανονίσω. Τί πάει να πεί, δεν μπορείς να το πεις στη γυναίκα του? Παιδί μου, ο άντρας της πέθανε! Είσαι ικανός εσύ, να αποφασίζεις πότε θα το μάθει?

- Είσαστε στο Βέλγιο ακόμα?

- Ναι, αλλά μην ανησυχείς. Κι από εδώ, ό,τι μπορεί να γίνει, θα γίνει. Να με καλείς να σου μεταφράζω, οκ? Μην κάνετε καμιά μαλακία.

Το επόμενο πρωί μου τηλεφώνησε ένα κοράκι. Συνεργαζόταν λέει με το προξενείο κι έπρεπε να πάρει τη δουλειά. Ηταν τόσο επίμονος στο τέταρτο τηλεφώνημα, που έγινα τσουνάμι και με άκουσε όλο το εκθεσιακό. "Συγγνώμη, ζητάς τρεις χιλιάδες ευρώ και επιμένεις κιόλας? Πεντακόσια ευρώ ήταν ο μισθός του χριστιανού! Η οικογένεια θα ενημερωθεί και θα αποφασίσει!" .

" Ναι, αλλά αν δεν πάρω εγώ τη δουλειά, δεν θα περάσει τα σύνορα! Εχω δίπλα μου τον Ιατροδικαστή!" .

" Θα τον κρατήσετε εκεί, για ενθύμιο δηλαδή?" .

Βγήκα έξω για τσιγάρο. Σκέφτηκα τα δικά μου ενθύμια από τον Μίτκο. Ερχόταν πάντα χαμογελαστός. Ακουσα την φωνή του να μου λέει καλημέρα. Θυμήθηκα τα καλοκαίρια, που αν έβγαινε δρομολόγιο για Κρήτη το ήθελε αυτός. Για να πάρει την γυναίκα του μαζί, να δει την θάλασσα. Αλήθεια, τον είδα καθόλου την τελευταία φορά, πριν φύγει?Αν δεν αργούσαν στο νοσοκομείο? Αν δεν είχε τελικά ταξιδέψει? Ο καπνός του τσιγάρου, μου μπήκε στα μάτια και τα θόλωσε. "Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς, δεν έχεις χρόνο να ψάξεις το τί και το πώς. Δεν έχει σημασία τί έγινε και τί δεν θα γινόταν! Ο Μίτκο πρέπει να γυρίσει σπίτι, γαμώτο. Και είσαι η μόνη που μπορεί να το κάνει!", με επανέφερε η πρακτική Γωγώ.

Ο Μίτκο μετά από αγώνα και αγωνίες, γύρισε στο σπίτι, το βράδυ των γενεθλίων του. Ηταν η πρώτη φορά που πέρασε τα σύνορα, χωρίς να είναι στην θέση του οδηγού. Δεν μπόρεσα να τον δω να γυρίζει. Επέστρεψα δυό μέρες αργότερα. Το κέρασμα για τα γενέθλιά του, έγινε από το καινούργιο του σπίτι. Είμαι σίγουρη, ότι τις τελευταίες του στιγμές, κάναμε τα πάντα για να μην νοιώσει μόνος. Με ανακουφίζει αυτό. Τον νοιώθω πάντα, δικό μου άνθρωπο. Και το άξιζε, όσο λίγοι. Σκέφτομαι για μια ακόμη φορά, ότι αυτό που έλεγε η γιαγιάκα μου ισχύει. "Οι καλοί, φεύγουν νωρίς παιδάκι μου".

Thursday, November 10, 2011

Μια εβδομάδα πριν. Φτάνουμε στις Βρυξέλλες πρωί πρωί. Είμαστε στο πόδι από τις τρεις τα ξημερώματα και χρειάζομαι επειγόντως καφέ και τσιγάρο. Στον έλεγχο διαβατηρίων αρχίζουν να σχηματίζονται ουρές. Ο Δημήτρης βαδίζει προς την πιο άδεια και αρχικά τον ακολουθώ. Ξαφνικά κάνω μεταβολή και τον τραβάω στην πιο γεμάτη.

- Παιδί μου, χαζό είσαι? Θα περιμένουμε τρεις ώρες?

- Μα πήγαινες στο γκισέ που λέει " All passports"!

- Και πού είναι το πρόβλημα? "All passports" λέει! Τα δικά μας δεν ανήκουν στο " ΟΛΑ"?

- Πάμε στα Ευρωπαϊκά χρυσέ μου! Μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά που θεωρούμαστε Ευρωπαίοι! Ποτέ δεν ξέρεις!

Φτάνω στο γκισέ μετά από ώρα, ενώ ο Μήτσος μουρμουράει και περιμένω το κλασσικό! Να δει ο μπατσούλης το διαβατήριό μου και να μου πει "Καλημέρα", στα σπαστά του Ελληνικά. Παραδόξως, συμβαίνει πάντα, επί χρόνια. Κι εγώ θα χαμογελάσω. Πώς το ήθελες? Οχι καλημέρα δεν μου είπε. Μόνο στα μούτρα που δεν μου το πέταξε. Εγώ πάντως του χαμογέλασα. Το είχα στον αυτόματο ,το χαμόγελο.

-Χμμμμ , πάει και το "καλημέρα".

- Μήτσο, σου έλεγα να πάρουμε Βουλγαρική υπηκοότητα και δεν ήθελες. Τουλάχιστον με τους Βούλγαρους είναι απλά αδιάφοροι, δεν είναι αγενείς.

Το ίδιο βράδυ, λοιωμένοι από την κούραση, πεταγόμαστε για παϊδάκια και τσίπουρο, στο αγαπημένο μου Ελληνικό εστιατόριο. Οι ιδιοκτήτες και ο σερβιτόρος, παραπονιούνται γιατί οι Βέλγοι θεωρούν και αυτούς υπόλογους για το όλο δράμα.

- Πενήντα χρόνια εδώ. Από τα ορυχεία τους ξεκίνησα, παιδάκι. Και τώρα δουλεύω κάθε μέρα, δεκαπέντε ώρες. Παρότι πήρα σύνταξη. Είναι δυνατόν να λένε ότι οι Ελληνες δεν δουλεύουμε?

Ολες τις υπόλοιπες μέρες, μέχρι και την Κυριακή, τρώμε μόνο εκεί. Παρότι πάντα, τρελλαινόμουν να τρώω φιλέ μινιόν και να πίνω Ντούβελ στο Βέλγιο. Δεν ξέρω τί μας έπιασε και το μόνο που θέλαμε στο τέλος της μέρας, ήταν να πηγαίνουμε με τα πόδια, στο Ελληνικό εστιατόριο.

Δυό μέρες μετά, ένας Ολλανδός έρχεται στο περίπτερο για να γίνει αντιπρόσωπός μας. Ολα καλά κι ωραία, μέχρι που αρχίζει να λέει τα χίλια όσα για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Δεν μπορώ να του πω να πάει να γαμηθεί, αφενός γιατί είμαι ευγενής. Αφετέρου, γιατί τα περισσότερα από όσα λέει, δεν είναι και ψέματα. Απλά, ακόμα κι όταν ξέρεις πόσο χάλιας είσαι, στην δίνει τρελλά να στο λένε και οι ξένοι. Κανόνας! Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Ούτε ο Μήτσος βέβαια, που πήγε να τον βουτήξει. Την κατάσταση έσωσε ο Φρεντ, ο οποίος στόλισε τους Ολλανδούς, όσο δεν πάει. Ο τύπος δεν του είπε να πάει να γαμηθεί, απλά δεν τον βλέπω να καίγεται και για την αντιπροσωπεία. Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ.

Χθες, μιλάμε με δύο πελάτες που συναντώ πρώτη φορά. Είναι πρόσχαροι και γελαστοί, παρότι κάθε φορά μου βγάζουν την πίστη για να πληρώσουν πριν φορτώσουμε. Και αντιστρόφως, κάθε φορά, τους βγάζουμε την πίστη να πληρώσουν για να φορτώσουμε. Οταν ακούνε ότι είμαστε Ελληνες, βγάζουν από την τσέπη τους είκοσι ευρώ. " Για την σωτηρία της Ελλάδας", λένε γελώντας. Γελάμε μαζί τους. Ξέρω ότι δεν το κάνουν από αγένεια. Δεν έχουν καμία διάθεση να μας προσβάλλουν. "Ασε καλύτερα! Θα σου χρειαστούν για την προκαταβολή που πρέπει να μας στείλεις", απαντάω. Νέα γέλια. Δεν το είπα από αγένεια. Το είπα για να ισοφαρίσω το γκολ, που έφαγα λίγο πριν. Γιατί όσο κι αν έχω απεμπλακεί από την Ελλάδα, όσο κι αν δεν εξαρτάται η ζωή μου από δαύτη, αυτός ο μόνιμος διασυρμός της, τρυπάει σαν αγκάθι. Και πονάει. Ας μην φέρνει δάκρυα στα μάτια, ας μην πνίγει λυγμούς στον λαιμό. Πονάει.

Κάθε φορά που επέστρεφα από την Ευρώπη, διαλυόμουν στην σκέψη ότι με περιμένει και πάλι η Σόφια. Οχι όμως και αυτή τη φορά. Χθες τα μεσάνυχτα, κατεβαίνοντας από την "Μάγια την Μέλισσα" των Βουλγαρικών αερογραμμών και πατώντας το πόδι μου σε βουλγαρικό έδαφος, ένοιωσα μια τρομερή ανακούφιση. Εδώ βλέπεις, οι άνθρωποι, δεν έχουν κανένα ευρώ που απειλείται από τους "διεφθαρμένους Ελληνες". Είναι και οι ίδιοι, στον πάτο της Ευρώπης έτσι κι αλλιώς. Αν ασχοληθούν μαζί μας, θα είναι μόνο για να ανακαλύψουν με ποιές ωραίες τεχνικές φάγαμε όσα φάγαμε. Για να μάθουν και κάτι χρήσιμο.

Θα φτάσουμε στο σπίτι στις τρεις τα ξημερώματα. Θα έρθουμε στο γραφείο στις οκτώ. Και θα δουλέψουμε όπως πάντα, δεκατρείς ώρες. Στα κορίτσια, θα πω ότι η έκθεση πήγε καλά κι ότι πήξαμε στις παραγγελίες. Θα πω κι ότι είμαστε από τις ελάχιστες ανατολικές εταιρείες, που έχουν το προνόμιο να έχουν περίπτερο σε αυτή την έκθεση. Θα πω ακόμα, ότι ένας Βούλγαρος μετανάστης, πέρασε να μας συγχαρεί έκπληκτος, γιατί δεν περίμενε ποτέ να δει εκεί, Βουλγαρική εταιρεία. Θα σπρώξω την τραυματισμένη Ελλάδα, στο βάθος του μυαλού μου και θα την βάλω για ύπνο. Γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω για να την σώσω, είναι αυτό που κάνω χρόνια. Να δουλεύω δεκατρείς και δεκαπέντε ώρες, πληρώνοντας την επιλογή μου να ζήσω μακρυά της. Κι αυτή, με τις δικές της επιλογές, να με διώχνει όλο και πιο μακρυά. Τί κι αν εξακολουθεί να με πονάει το τραύμα της?