Monday, May 22, 2006

ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ

Γυρίσαμε πάλι στην κόλασή μας. Τουλάχιστον ανασάναμε τον αέρα της Πόλης για δύο μέρες. Είχαμε την τύχη να μείνουμε στο νυφικό μας δωμάτιο , το δωμάτιο που φόρεσα το νυφικό μου πριν από δέκα περίπου μήνες.
Φτάσαμε νωρίς το βράδυ της Παρασκευής. Είχα κολλημένο ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου από την στιγμή που περάσαμε τα σύνορα. Οδήγησα μέχρι λίγο πριν την Ιστάνμπουλ με εκείνο το χαμόγελο και με όλη την ευτυχία ενός ανθρώπου που νοιώθει πως γυρίζει σπίτι του. Μα δεν είναι περίεργο; Πως μπορώ να νοιώθω τόσο δεμένη με έναν τόπο που καμιά καταγωγή δεν με δένει μαζί του; Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και η πρώτη κίνηση ήταν να βγούμε στο μπαλκόνι, ο Κεράτιος έλαμπε κάτω από το ηλιοβασίλεμα, και οι ευτυχισμένες οικογένειες έκαναν το καθιερωμένο πικ νικ στις όχθες του. Μαντιλοφορεμένες γυναίκες που κουνούσαν τα παιδιά τους στις κούνιες, ζευγάρια που ατένιζαν ευτυχισμένα την απέναντι πλευρά. Τηλεφωνήσαμε τον Ογούζ, είναι ο μοναδικός αδελφός που έχουμε αποκτήσει ποτέ μας, κρίμα που ζει τόσο μακρυά. Ηρθε αμέσως και φύγαμε για του Μουσταφά. Μας περίμενε στην είσοδο όπως πάντα και το τραπέζι μας ήταν ήδη σερβιρισμένο. Για κακή τους τύχη αποφασίσαμε ότι προτιμούσαμε να φάμε κολλημένοι στην ψησταριά.
Ο Αχμετ ψήνει επί δεκαεννέα χρόνια. Τις μέρες του ρεπό του πηγαίνει με την γυναίκα του να φάει σε ψησταριές. Η σχέση του με τη δουλειά του είναι σχέση πάθους. Τον χαζεύαμε να δουλεύει, αγνοώντας την αφόρητη ζέστη. Πιάσαμε κουβέντα, και σε μια στιγμή ζήτησε από τον Ογούζ να μας μεταφράσει κάτι που κανένας από τους Τούρκους που γνώρισα μέχρι σήμερα δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει τόσο άμεσα "Στην Ελλάδα μας νοιώθετε εχθρούς σας;" Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο απλή "όσοι σας νοιώθουν εχθρούς δεν έχουν ζήσει ποτέ στην Τουρκία και δεν έχουν γνωρίσει Τούρκους, είμαστε τόσο ίδιοι" του είπα. Με αφόπλισε για μια ακόμη φορά , λέγοντας "δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ, αλλά δεν μπορώ να νοιώσω κανέναν εχθρό μου". Χαμογέλασα... "ο παππούς μου είχε έρθει από την Θεσσαλονίκη". Τελικά κάθε φορά , σε κάθε ταξίδι εκεί, γνωρίζουμε έναν ακόμη άνθρωπο που έχει ρίζες από δω. Οι αλύτρωτες , χαμένες πατρίδες δεν είναι αποκλειστικότητά μας αγαπητοί μου! Ξεσπιτώθηκαν και Τούρκοι με την ανταλλαγή ξέρετε. Κι αυτοί, σε αντίθεση με εμάς, ίσως δεν δουν ποτέ τη γη των παππούδων τους, καθώς απαιτείται βίζα για την είσοδό τους στην Ελλάδα.
Φάγαμε, και τί δεν φάγαμε, ήπιαμε και τι δεν ήπιαμε και φύγαμε πάλι τελευταίοι, αφού υποσχεθήκαμε στον Μουσταφά ότι θα ξαναπάμε στο επόμενο ταξίδι μας και στον Αχμετ ότι θα του φέρουμε ένα μπουκάλι με ελληνικό ούζο (μεταξύ μας το ρακί τους είναι καλύτερο)...
Περπατήσαμε, αγκαλιασμένοι κι οι τρεις (βλέπετε ο Ογούζ μας είχε πάλι πιει κατιτίς παραπάνω) μέχρι την πλατεία του Ταξίμ, γελώντας σαν παιδιά. Η Ιστικλάλ έσφυζε από ζωή παρά το προχωρημένο της ώρας, ήταν γεμάτη χαμογελαστά πρόσωπα και οπλισμένους αστυνομικούς που σε έκαναν να νοιώθεις απόλυτα ασφαλής παρά την κοσμοσυροή. Φάγαμε γλυκά και πήραμε ένα χαμογελαστό ταξί για το ξενοδοχείο.
Κοιμηθήκαμε με τον αέρα του Κεράτιου να δροσίζει το παράθυρο και με μοναδικό φως τα φώτα της πόλης. Ξυπνήσαμε το πρωί με τόσο ανάλαφρη ψυχή και με μία ευτυχία που μόνο στην Ιστάμπουλ μπορείς να νοιώσεις, με την μαγεία της πόλης να έχει καθαρίσει το μυαλό μας. Συνάντησα την Μελίζ, που με εσφιξε στην αγκαλιά της και με κράτησε για ώρα βουρκωμένη και σκέφτηκα πως με καμιά φίλη, από αυτές που μοιράστηκα μυστικά και προβλήματα δεν έχω μοιραστεί τέτοια αγκαλιά όλα αυτά τα χρόνια. Αν ζούσα εκεί, αν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, η Μελίζ θα ήταν η πιο αγαπημένη μου φίλη, είμαι σίγουρη γι' αύτό.
Πήγαμε στο Εκθεσιακό από το Μπακιρκιόι, ο Δημήτρης ήθελε να οδηγήσουμε δίπλα στην θάλασσα, μας έχει λείψει πολύ εδώ άλλωστε. Περάσαμε έξη ατέλειωτες ώρες ψάχνοντας ενδιαφέροντα πράγματα και διαπραγματευόμενοι, και συναντήσαμε τον Τζεμ και τον Ερντάλ. Ο Τζεμ δεν ήταν πολύ καλά, το βράδυ μάθαμε από τον Ερντάλ ότι ο πατέρας του είναι πολύ άρρωστος. Λυπήθηκα αφάνταστα, είναι πολύ νέος άνθρωπος κι από ότι έχω καταλάβει αρκετά καλλιεργημένος.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο με το ίδιο πάντα χαμόγελο, είναι αδύνατο να μην χαμογελάς όταν είσαι στην Πόλη... Είναι τόσο μαγική, τόσο απίθανο το κάθε της σημείο που πραγματικά δεν την χορταίνεις ποτέ. Το βράδ,υ ο Ερντάλ με τη γυναίκα του ήρθαν και μας πήραν με τον Ογούζ για φαγητό. Φάγαμε σε μία ψαροταβέρνα με θέα τον Κεράτιο, το πιο νόστιμο ψάρι που έχω φάει τον τελευταίο καιρό... Ο Δημήτρης βέβαια λέει, ότι και πετρέλαιο θα έπινα στην Ιστάμπουλ, ποτέ δεν έχω πει ότι δεν μου αρέσει κάτι. Καταλήξαμε σε ένα μπαρ στο Ταξίμ, παρόλη τη βαβούρα και το ότι έχω χρόνια να πάω σε μπαρ, το διασκέδασα και παραδόξως το άλλο πρωί το κεφάλι μου ήταν πεντακάθαρο, παρά τα κοκτέηλ , αγνώστου σύνθεσης που ήπια.
Την Κυριακή το πρωί ξυπνήσαμε με μία ακαθόριστη θλίψη, το οξυγόνο της Πόλης τελείωνε, φεύγαμε και ποτέ δεν είναι αρκετές οι μέρες που περνάμε εκεί. Από την άλλη, σε κάθε ταξίδι, την λατρεύω περισσότερο, πονάω όλο και πιο πολύ στον αποχωρισμό μου από αυτή. Περάσαμε από το πατριαρχείο, με όλη εκείνη τη συγκίνηση που νοιώθουμε κάθε φορά που μπαίνουμε στην εκκλησία που παντρευτήκαμε, και που δυστυχώς είναι τόσο μακρυά μας. Μιλώντας μετά με τον Δημήτρη, διαπιστώσαμε ότι κάναμε τις ίδιες σκέψεις "άραγε όλα αυτά τα φώτα ήταν αναμμένα την μέρα του γάμου μας", "αυτοί οι ψάλτες δεν έψαλαν κι εκείνη τη μέρα; "
Κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο Μπεσικτάς, περπατήσαμε στην παραλία, χαζέψαμε στο υπαίθριο παζάρι και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής με εμένα να κοιμάμαι μέχρι το Εντίρνε , ποτέ δεν κοιμάμαι όταν πάμε, κοιμάμαι πάντα όταν φεύγω, δεν αντέχω αυτή τη φυγή, δεν θέλω να την ζω...
Γυρίσαμε στους τέσσερις (επακριβώς, ούτε ένας παραπάνω) τοίχους μας, μέσα στην απόλυτη σιωπή και ξαναείδαμε την "Πολίτικη Κουζίνα" νοσταλγώντας ήδη την Πόλη που αφήσαμε πίσω... Εκλαψα για μια ακόμη φορά, λες κι είχα γεννηθεί εκεί, λες κι είχα εγώ παίξει στις γειτονιές της...
Συζήτησα κάτι με τα παιδιά το Σάββατο το βράδυ. Κάτι που είχα σκεφτεί την προηγούμενη μετά την συζήτηση με τον Αχμετ... Αν γίνει ποτέ πόλεμος, αν υπάρξει ποτέ κάποιο επεισόδιο, πως θα αντέξω την αγωνία για τους φίλους που λατρεύω και με λατρεύουν εκεί; Και γιατί θα πρέπει να με πονάει ο χαμός οποιουδήποτε άγνωστου ή πολύ περισσότερο αντιπαθούς Ελληνα κι όχι των φίλων μου; Οσο το δουλεύω καταλήγω πάντα στην κουβέντα που ο Αζίζ Νεσίν είχε πει στον Σερντάρ όταν ήταν παιδάκι "δεν υπάρχουν καλά και κακά έθνη, υπάρχουν άνθρωποι"....

Wednesday, May 17, 2006

Πονάω...

Γράφω και σβήνω και ξαναγράφω και ξανασβήνω... Να δω πόσες φορές θα το κάνω αυτό ακόμα. Τόσος πόνος, που ανηφορίζει το στήθος μου, φτάνει στο λαιμό, γίνεται λυγμός και ξεσπάει στα μάτια μου σαν θάλασσα αγριεμένη. Τον διέλυσα... Η κατηγορία κατάμουτρα. Οχι γιατί το έκανα στα αλήθεια, αλλά γιατί πολύ απλά, αυτό θέλει να πιστεύει. Αυτό τον βολεύει , αυτό τον κάνει να μην χρειάζεται να σκεφτεί τις ενοχές του. Πάντα έτσι αμυνόμαστε, πάντα έτσι νοιώθουμε δικαιωμένοι. 'Οταν αρνούμαστε να δούμε που φταίξαμε και η εύκολη λύση είναι ένα "με διέλυσες"...
Λοιπόν για να μην κάνω κι εγώ το ίδιο, ίσως πράγματι τον διέλυσα, ίσως πράγματι δεν ήμουν αυτό που έψαχνε. Τώρα τί; Απλά το βουλώνω και δεν απαντάω. Τον αφήνω να λέει, να με κατηγορεί, δεν απαντώ, δεν αμύνομαι, δεν κάνω τίποτε. Μόνο κλαίω. Είναι τόσο μίσος συσωρευμένο μέσα του, με μισεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του κι αυτό δεν αλλάζει. Αλήθεια με αγάπησε ποτέ; Υπάρχει ποτέ περίπτωση η αγάπη να γίνει μίσος; Και πώς; Γιατί δεν μπορώ, δεν θέλω να δεχτώ ότι δεν με αγάπησε ποτέ του... Ψάχνω μέσα μου; Εχω μισήσει ποτέ κανέναν; Οχι, ποτέ. Μπορεί να θεωρούμαι κακιά, να έχω βλάψει, σίγουρα έχω βλάψει ανθρώπους αλλά όχι, δεν έχω μισήσει. Πάντα άλλωστε το μίσος το θεωρούσα ένα πολύ δυνατό συναίσθημα για να το σπαταλάω από δω κι από κει...
Δεν ξέρω τί να κάνω... Δεν είμαι στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να τρέξω στη μαμά μου, να μείνω στις αδελφές μου το βράδυ... Δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν, δεν μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο και να ξεχυθώ στην Εθνική κλαίγοντας. Είμαι εγκλωβισμένη σε έναν ξένο τόπο, με έναν άνθρωπο που με μισεί, που και οι βαλίτσες μας ακόμα αδύνατο να μοιραστούν και δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ από το γραφείο μου. θέλει να πάει σπίτι λέει για να ετοιμαστεί. Ποιό σπίτι; Προφανώς το δωμάτιο που μας φιλοξενεί τους τελευταίους μήνες; Για που να ετοιμαστεί; Προφανώς για Ελλάδα, ποτέ του δεν έφυγε τελικά από εκεί , πάντα εκεί νοσταλγούσε να βρίσκεται. Με βρίζει, με πονάει, τόσες κατηγορίες, άραγε στέκει καμία; Δεν μπορώ να απαντήσω τώρα , δεν μπορώ να σκεφτώ, μόνο να γράφω μπορώ.
Δεν θέλω να κουνήσει ο χρόνος από αυτή τη στιγμή, δεν θέλω να υπάρξει μετά και αύριο, δεν θέλω τίποτα, δεν θέλω να ξαναδώ κανέναν. Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Με προκαλεί κατηγορώντας με. Θεέ μου βοηθησέ με να μην απαντήσω, βοήθησέ με να μην αμυνθώ, βοηθησέ με να μείνω βουβή.
Κάνε με να μην σκέφτομαι, να μην αναζητώ αλήθειες, να μην είμαι λογική, να μην ψάχνω πίσω από τις λέξεις. Δεν μπορώ να αντέξω τόσο μίσος, δεν μπορώ να το αντικρίζω κάθε λεπτό στα μάτια του, δεν μπορώ άλλο αυτή την παράνοια.
Αραγε μου χει ξανασυμβεί ποτέ; Οχι απ' όσο θυμάμαι. Ποτέ άλλοτε δεν θέλησα να πεθάνω μαζί με τον χρόνο σε μία καρέκλα. Ποτέ. Ποτέ άλλοτε δεν ένοιωσα τόσο απελπισμένη, με τόσο τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια... Ποτέ.
Για όλα μικρή μου υπάρχει μία πρώτη φορά... για όλα....

Friday, May 12, 2006

Παρασκευήήήήή!

Χμμμμ, μάλλον κρύωσα η καλή μου! Οχι τίποτα άλλο, έκανα και σχέδια για το Σαββατοκύριακο. Κανόνισα ένα σωρό χαζά , ως σωστή επαγγελματίας, άνθρωπος, φιλάνθρωπος κλπ κλπ ενώ μάλλον θα πρέπει να την βγάλω με σουπίτσα στο κρεββάτι! Μα ολόκληρος κωλοχειμώνας, τώρα βρήκε να πονέσει ο λαιμός μου; Έλεος δλδ.
Εχει ακόμα κρύο και βρέχει κάθε τόσο, τούτος ο Μάης καμμία σχέση με τον δικό μας, Ελληνικό, ζεστό Μάη. Ακόμα φοράω χειμωνιάτικα και μπότες, βαρέθηκα! Πόσο θα κρατήσει άραγε αυτό το πανηγύρι; Δεν θα συνέλθουμε ποτέ; Να ανοίξει λίγο το μάτι μας, να χαρούμε το πράσινο, να δούμε λίγο ουρανό βρε αδελφέ! Μας έπνιξαν τα σύννεφα.
Τα 174 παιδιά μου έγιναν 129 και έπεται συνέχεια, μιάς και οι κακοί γονείς πάψαμε να λειτουργούμε ως αφελείς και είπαμε να μαζέψουμε τα νούμερα. Είναι απίθανο να τους βλέπεις να τρέχουν, κι ενώ έχουν μείνει σχεδόν οι μισοί να κάνουν την ίδια παραγωγή που έκαναν όλοι μαζί. Κι ο άγιος φοβέρα θέλει... βέβαια υπήρξαν και άγγελοι φυγόπονοι που δεν υπέκυψαν, ή τα μάζεψαν και έφυγαν διακριτικά ή λυποθύμησαν ή τεσπά τους έλειψαν τα ψυχοφάρμακά τους. Πάντως δόξα τον Αλλάχ, βγήκε και η σημερινή μέρα, καλύτερα από χθες, κι ας αγκυλώνει την ψυχή ένα πονεμένο βλέμμα, ή η απουσία κάποιων που κακοί στραβοί, τους είχες συνηθίσει στα πόδια σου.
Οπως μου είπε και η Ολγα "είναι ένας λαός που όταν τους προσφέρεις ένα δάχτυλο, θα ζητήσουν να σου φάνε το χέρι". Εδωσα , πήρα το εμπέδωσα. Το φιλότιμο δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, ούτε καταλαβαίνουν την έννοια του. Οπότε όσο και να θες, φλους εδώ δεν αποκτάς, στην έχουν στημένη στη γωνία να εκμεταλλευτούν κάθε σου αδυναμία.
Μάλλον παραείμαι πεσμένη σήμερα, αυτός ο γαμημένος πονόλαιμος με ξέκανε και δυστυχώς μάλλον δεν θα τον γλυτώσω τον πυρετό. Ευτυχώς τουλάχιστον αύριο δεν θα ξυπνήσω στις 6.30 και δεν θα δω τις φάτσες τους. Δεν είναι και λίγο....

Wednesday, May 10, 2006

Να μαι κι εγώ!

Ειπα να ξεκινήσω κι εδώ... Για να δούμε πως θα τα πάμε:)

Λοιπόν ανακάλυψα ότι ο τίτλος παραδείχνει νοσταλγία !!! Βλακωδώς δηλαδή. Γιατί αλλοίμονο, δεν είμαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο που βρίσκεται 1200 χιλιομετράκια (γεμάτα λακούβες ασφαλώς τα μισά, για να μην βιαστείτε να πείτε...ααα 12 ωρες δρόμος είναι) μακρυά από το σπίτι της, την μαμά της, τον μπαμπά της κλπ κλπ.
Αφετέρου, επιλογή μου ήταν (δηλαδή όχι μόνο δική μου, κι εγώ κι ο Δημήτρης είμαστε παιδιά της φυγής) να ξεσπιτωθούμε αναζητώντας και καλά την μεγάλη επαγγελματική ευκαιρία. Από την άλλη , το τραγικότερο (δηλαδή αυτό που καταρρίπτει ολοσχερώς το νοσταλγικόν του τίτλου) είναι ότι σπανίως μου λείπει η Ελλάδα και ότι άφησα εκεί (ίσως καμιά πίτα με γύρο από τον Καποδίστρια μιααααμ) και ασφαλώς δεν είναι στα σχέδιά μας να επιστρέψουμε σύντομα. Απεναντίας, πολύ θα επιθυμούσαμε να φύγουμε από εδώ και να βρεθούμε ανατολικότερα...
Συνεπώς too far away from home αλλά από ποιό σπίτι? Από αυτό που άφησα, από αυτό που σκέφτομαι να έχω σε κάποια γωνιά της Ιστάμπουλ? Μεταξύ μας, αυτή τη στιγμή είμαι μακρυά κι από το εδώ σπίτι, βλέπετε το γραφείο απέχει 40 ολόκληρα (πάλι λακουβιαστά) χιλιομετράκια από το δωμάτιο που ζούμε.
Κι επειδή ασφαλώς, μια γυναίκα τόσο κοσμογυρισμένη (ακούω γελάκια), τόσο επιτυχημένη (τρομάρα μου), έχει πάντα κάτι να πει, κάτι να διηγηθεί, αποφάσισα να σημειώνω εδώ ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι και μπορεί να θεωρηθεί ανιαρό , χαζό και αδιάφορο για τους άλλους. Βλέπεται, από μικρούλα έγραφα, έγραφα, και στο τέλος τα διάβαζα μόνη μου, οπότε έχω συνηθίσει να γράφω χωρίς καμία μανία να με διαβάσει κάποιος. Ως απόλυτα αυτάρεσκο άτομο, με διαβάζω μόνη μου και θαυμάζω την ικανότητά μου στον γραπτό λόγο.
Λοιπόν το απελπισμένο μου στομάχι , αντιδρά στο απίθανο κοκτέιλ από την κακοτηγανισμένη πατάτα (πνιγμένη στο σπορέλαιο ήταν γμτ μου) της χοντρής μουστακαλούς που μαγειρεύει για το προσωπικό και από πορτοκάλια που έφερα από την Ελλάδα και μάλλον θα πρέπει να τα μαζεύω και να πάω να φάω κάτι υγιεινό για να συνέλθω. Σαράντα χιλιόμετρα έχω μπροστά μου, με τόσες λακούβες θα κάψω τις πατάτες και θα μαγειρέψω κάτι από τα γνωστά.... (μάλλον πάλι πατάτες, απλά έχω καλύτερη φριτέζα από την χοντρή).
Μην χαίρεστε, είναι δεδομένο ότι θα επανέλθω! Ηταν καλά να μην αρχίσω....