Friday, June 22, 2012

" Η σούπα με τα κόκκαλα" και "το άδειασμα της λίμνης"

Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχω υπάρξει χειρότερα στη ζωή μου. Και λέω ναι, έχω υπάρξει. Εχω καθήσει οκλαδόν στο πάτωμα περιτρυγιρισμένη από άδεια μπουκάλια, έχω κάνει χιλιόμετρο κλαίγοντας, έχω ευχηθεί να μην ξυπνήσω αν μπορέσω να κοιμηθώ.
Τουλάχιστον τώρα είμαι όρθια,το αλκοόλ το θυμάμαι μόνο όταν περνάω καλά και έχω συνειδητοποιήσει,πως δεν είναι επιλογή, το να πεθαίνω κάθε φορά που ο κόσμος μου γίνεται μαλλιοκούβαρα! Αρα ναι, έχω υπάρξει και χειρότερα.
Είναι μια καλή αρχή , για να μπορέσω να ξεκαθαρίσω τα κόκκαλα, από την σούπα που βράζει στο καζάνι μου. Αυτό συμβούλευα πάντα τους αλλους.Κλεμμένο από τον Νίκο. «Οταν δεν ξέρεις τί θες και τί δεν θες από την σούπα που βράζει, ξεκίνα από όσα δεν θες. Βγάλε,βγάλε,θα μείνει αυτό που θες». Κι όπως επίσης, έλεγε ο Νίκος τις εποχές του πατώματος «ό,τι κι αν γίνει, την ψυχή δεν στην παίρνει κανένας». Θα μου πεις, την ψυχή την δωρίζεις, την επενδύεις ,την γαμάς, ό,τι θες την κάνεις. Και την κάνω ό,τι θέλω, χρόνια τώρα.Αλλά όχι! Το να μου την πάρουν, το να την πετάξουν άλλοι στα σκουπίδια, δεν το θέλω. (Δεν το θέλω = Πρώτο κόκκαλο έξω από την σούπα).
Σκέφτομαι ότι δεν είναι ούτε πρακτικά εύκολο, να κλείσεις ξαφνικά έναν διακόπτη, πράγματα που επί χρόνια σε απασχολούσαν, να σου γίνουν αδιάφορα, εικόνες που επί χρόνια βλέπεις, να μην υπάρχουν πια γύρω σου, άνθρωποι που επί χρόνια είναι οι άνθρωποί σου, να μην είναι πλάι σου πια, δρόμοι που επί χρόνια περνάς, να γίνουν απλά ένα σημείο στον χάρτη της ζωής σου. Και να κληθείς σαν νεογέννητο, να ξανακάνεις δειλά βηματάκια , με τον μόνιμο κίνδυνο να σκοντάψεις στο χαλί. Αλλά για να περπατήσεις σαν νεογέννητο , σημαίνει ότι έχεις ήδη ξαναγεννηθεί. Κι όπως και να το κάνεις, αν δεν ξαναγεννηθείς , παραμένεις νεκρός κι αυτό δεν το θέλω. (Δεν το θέλω= Δεύτερο κόκκαλο,έξω από την σούπα).
Τα τελευταία χρόνια , δεν μπορείς να μισήσεις, δεν μπορείς να κρατήσεις κακίες. Δεν σου χρειάζεται και το ξέρεις. Η ζωή φοράει πάντα ρούχα γιορτινά, τί κι αν καμιά φορά λερώνονται? Θα πλυθούν και πάλι. Τί κι αν καμιά φορά είναι μαύρα?Ταιριάζει το μαύρο στις νύχτες. Οι άνθρωποι, ό,τι κι αν κάνουν, λέγονται άνθρωποι, γιατί σε όλους υπάρχει κρυμμένο κάτι ανθρώπινο, άρα καλό. Κι αν δεν θέλουν να το φανερώσουν, τί σε νοιάζει? Εσύ επέλεξες να πιστεύεις στους ανθρώπους, αλλοίμονο αν πάψεις να το κάνεις. Δεν θέλω να χάσω την πίστη μου στους ανθρώπους (Δεν το θέλω = Τρίτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Επί χρόνια, έμαθα να μην κλαίω.Τα δάκρυα τα έπνιγα μέσα μου. Σκέφτομαι ότι γέμισα ολόκληρη δάκρυα και ότι τώρα που η λίμνη αυτή γέμισε κι έφτασε στον λαιμό μου, περιμένει μια σταγόνα. Την κρατάω με το ζόρι. Οταν θα μπορέσω να βρω την στιγμή που θέλω , θα την ρίξω. Και τότε η λίμνη θα ξεχυθεί από τα μάτια μου. Γιατί αν δεν ξεχυθεί, θα γίνει δηλητήριο μέσα μου. Κι εγώ δεν θέλω δηλητήρια μέσα μου, δεν θέλω (Δεν το θέλω =Τέταρτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Πρέπει να καταλάβω, ότι παρότι όλα όσα γίνονται είναι επιλογές μας, δενσημαίνει ότι πάντα είναι αυτό που θέλουμε. Οχι γιατί κάνουμε κακές επιλογές. Αλλά γιατί καμιά φορά, η επιλογή που θα θέλαμε να κάνουμε, δεν είναι εφικτή. Και τότε ο Μπουκάι σου λέει «Ξέχασέ το!» και μετά «Αντικατέστησέ το!». Ο πόνος υπάρχει για να τον βιώνουμε, για να μας χαστουκίζει, για να γεμίζει το είναι μας. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνιμος. Οπως και τόσα άλλα πράγματα.Ουδέν μόνιμο. Ούτε η ζωή, καν.
Με την τελευταία, λοιπόν σταγόνα, θα κλάψω για όλα. Για όσα κέρδισα και όσα έχασα επί χρόνια.Για όσα διάλεξα και όσα απέρριψα. Για τους ανθρώπους που στερήθηκα και αυτούς που θα στερηθώ. Για ό,τι αγάπησα και για ό,τι με αγάπησε. Για τις θάλασσες που μου έλειψαν και για τα βουνά που θα μου λείψουν. Για όσα έζησα, για όσα θα ζήσω και για όσα δεν θα ζήσω. Θα κλάψω τόσο πολύ, που να μην αφήσω δάκρυα για άλλους. Θα πονέσω μέχρι τέλους, μην μείνει πόνος για κανέναν γύρω μου. Με τα δάκρυα της λίμνης μου , θα ξεπλύνω τα λερωμένα γιορτινά ρούχα της ζωής. Θα πάρει λίγο καιρό να στεγνώσουν. Για κάποιο διάστημα, η ζωή θα χρειαστεί να βάλει την μαύρη φορεσιά της. Μετά όμως,μετά, τα ρούχα θα στεγνώσουν. Και θα της τα ξαναφορέσω. Και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από μια ζωή ντυμένη στα γιορτινά της...

Υ.Γ. Για σένα που τα μοιράζεσαι, θα πούμε πολλά gunaydin ακόμα. Trust me.

Monday, June 11, 2012

Ασχετα,ασυνάρτητα,ασύντακτα.

Επί τρεις μέρες, μια πηχτή βορειοευρωπαϊκή μούχλα, εγκαταστάθηκε εντός μου και μετατράπηκε σε κατακόκκινη χολή. Μια νύχτα ολόκληρη, δεν χάζευα τον κήπο που ζωγραφιζόταν έξω από το παράθυρό μου, αλλά την άσπρη πορσελάνη που κοκκίνιζε και δεν έλεγε να ασπρίσει.  Ο τόπος με απέβαλλε ή εγώ απέβαλλα τον τόπο από μέσα μου, είναι ένα ερώτημα που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Κι ενώ για καιρό μακάριζα και κρυφοζήλευα  τα παστρικά σπιτάκια με τα κατακόκκινα κεραμμύδια, τους περιποιημένους κήπους, τις ζωές εν τάξει, τις υπέροχες μπύρες και τα καλομαγειρεμένα κρεατικά, το νοιώσα πιο ξεκάθαρα από ποτέ, πως ανήκω αλλού.  Γιατί τα κόκκινα κεραμμύδια έμοιαζαν πια, με την χολή μέσα μου και οι περιποιημένοι κήποι , με την πηχτή μούχλα τριγύρω μου.
Το αεροπλάνο της επιστροφής ήταν γεμάτο, απόδειξη πως το καλοκαίρι, μπαίνει για τα καλά. Ηταν τόση η αδημονία μου να φτάσω "σπίτι" -  όσοι και των μεταναστών συνεπιβατών μου- που ξέβαψα με τα δόντια τα νύχια μου. Κι όταν προσγειώθηκα στην πόλη που χρόνια τώρα, λέω πως δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να ανήκω ποτέ, ένοιωσα την τρύπα στο στομάχι μου να μικραίνει. Ο τόπος με αγκάλιασε ή εγώ αποφάσισα να τον κλείσω μέσα μου επιτέλους, είναι ένα ακόμα ερώτημα, που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Δεδομένων των συνθηκών, κυρίως.
Το Σάββατο το καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα. Τί κι αν έσκασαν μύτη, δύο τρία πληγωμένα συννεφάκια. Και πήρα για λίγο μια ανάσα. Η τα ίσια μου, αν το θες επακριβώς. Κι είδα ξανά- πόσες φορές να το δω για να το βάλω καλά στο μυαλό μου?- πως το πράσινο δεν είναι όμορφο από μόνο του, ποτέ. Θέλει το γαλάζιο, δίπλα του για να γίνει παράδεισος. Κι εγώ από μωρό, είμαι παιδί του γαλάζιου. Θα αλλάξω στα σαράντα μου? Κι έτσι όπως με κατάπινε το νερό, ένοιωθα ξανά παιδί που αρχίζει να μετράει τα καλοκαιρινά του μπάνια.
Μαζεύω βάζα. Σε κάθε ταξίδι στην Ελλάδα, χρόνια τώρα,η μαμά με φορτώνει με μαρμελάδες βερύκοκο και γλυκά του κουταλιού. Κάθε φορά που είναι να πάω , λέει στο τηλέφωνο "μην ξεχάσεις να μου φέρεις βάζα". Δεν της τα πάω ποτέ. Μόλις αδειάζουν, τα παρατάω στην Πόλια, να συσκευάσει τα πολύχρωμα τουρσιά της. "Δεν έφερες βάζα! Δεν έχει μαρμελάδα!" απειλεί η μαμά, μόλις φτάνω. Η γνωστή , χαϊδευτική απειλή της. Γιατί την μέρα της αναχώρησης, τα βαζάκια μου με περιμένουν, τυλιγμένα με σφιχτοδεμένα νάυλον σακουλάκια. Πριν δύο - τρεις εβδομάδες, απρόσμενα, με έπιασε μαμακίαση. Και βάλθηκα να μαζεύω βάζα. Να τα πάω της μαμάς, όταν θα κατέβω. Είναι χάλια τα χέρια της πια, αμφιβάλλω εάν θα φτιάξει γλυκά και μαρμελάδες, αλλά εγώ μάζεψα τα βαζάκια μου.
Χρόνια τώρα, όλο αναβάλλω να βρω χρόνο να επισκεφτώ αγαπημένους ανθρώπους. Κι ενώ το λαχταράω σαν τρελλή, ένα "έχουμε καιρό" με κάνει και το αφήνω. Κι έρχεται μια γαμημένη μέρα, που ανακαλύπτεις ότι ο χρόνος τελειώνει. Δεν έμεινε παρά ελάχιστος. Κι αν πας τώρα, δεν μπορεί να είναι όπως θα ήταν, αν το είχες κάνει νωρίτερα. Η αγκαλιά που θα δώσεις κι αυτή που θα πάρεις, δεν θα είναι αγκαλιές χαράς, μα αποχωρισμού. Η ζωή συνεχίζεται μικραίνοντας τον χρόνο, το αύριο, τον αριθμό των αγαπημένων σου. Η ζωή συνεχίζεται, μεγαλώνοντας τις αναμνήσεις. Η ζωή συνεχίζεται, επιτάσσοντας την ανάγκη να την ζήσεις χωρίς αναβολές.
Καλό καλοκαίρι, είπαμε?