Είναι ένα παιδί, που δεν γνώρισε το μητρικό χάδι. Το πατρικό, βιαστικό και πονεμένο. Τί να σου πρωτοκάνουν δυό χέρια? Να χαϊδέψουν το παιδικό κεφαλάκι, να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί, ή να γιατρέψουν τον πόνο που προκαλεί η φυγή της μάνας?
Κι αρρώστησε, αυτό το παιδικό κεφαλάκι. Θες γιατί του έλειψε το χάδι, θες γιατί του έλειψε το ψωμί, θες γιατί κάποιος αποφάσισε να το απαλλάξει από την πονεμένη ζωή του.
Οι γιατροί εδώ, σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Ενας φίλος του πατέρα, ανέλαβε να καλύψει την νοσηλεία στην Γερμανία. Ελικόπτερα, αεροπλάνα, ασθενοφόρα, δεν διατέθηκαν από πουθενά. Ενα φορτηγάκι ενός άλλου φίλου βρήκε ο πατέρας. Μάζεψε επίσης από φίλους, τα λεφτά για την ασφάλεια. Και η μικρούλα ταξίδεψε, ξαπλωμένη σαν εμπόρευμα, με την γιαγιά δίπλα, μέχρι τα σύνορα της Γερμανίας. Εκεί την περίμενε το ασθενοφόρο.
Η εντεκάχρονη μικρούλα, που δεν ρώτησα ούτε το όνομά της (τί θα άλλαζε αν το ήξερα?), χειρουργήθηκε χθες το απόγευμα. Η γιαγιά που τηλεφωνεί τον πατέρα, από καρτοτηλέφωνα (για κινητά και περιαγωγές , ούτε κουβέντα φυσικά), είναι συγκρατημένη. Καυμένη γιαγιά, δεν ξέρει Γερμανικά, πρώτη φορά φεύγει από το χωριό της.
Ο πατέρας αγωνιά, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Σταμάτησε πια να κλαίει και προσεύχεται. «Είναι σε καλά χέρια, όλα θα πάνε καλά» του λέω κάθε φορά που μου τηλεφωνεί, για να με ενημερώσει, «χρειάζεσαι κάτι?», τον ρωτάω. «Οχι, μόνο να γίνει καλά, τίποτα δεν χρειάζομαι».
Από την περασμένη Παρασκευή, ένα κομμάτι της ψυχής μου και του μυαλού μου, είναι ακουμπισμένο σε αυτό το παιδικό κεφαλάκι. Που πρέπει να γίνει καλά, για να γεμίσει με σκέψεις όμορφες, με χρώματα και μυρωδιές. Με τις εικόνες της ζωής. Από την περασμένη Παρασκευή, σκέφτομαι ότι ώρες - ώρες, ο Θεός, το σύμπαν (όπως θέλετε πείτε το), είναι τρομερά άδικο με τους αδύναμους.... Αλλά δεν παύω να ελπίζω ότι θα διορθώσει την αδικία του, ναι?