Το «μισοφαγωμένο» Σαββατοκύριακο στην Ιστανμπούλ, ήταν μια παιδική γροθιά στο στομάχι. Και λέω παιδική, γιατί έστω και μια ώρα στην Πόλη, ανέκαθεν λειτουργεί σαν καταλύτης, συνεπώς τίποτα δεν είναι ικανό να μου χαλάσει την διάθεση.
Το είχα καταλάβει ανεπαίσθητα, στο βιαστικό μας πέρασμα από εκεί, πριν από τρεις εβδομάδες, αλλά πλέον είναι πασιφανές. Η κρίση χτυπάει δυνατές κλωτσιές στα γόνατα της Τουρκίας και τα έχει λυγίσει. Πιστεύω όμως ακράδαντα, ότι το τελικό γονάτισμα δεν θα γίνει ποτέ. Γιατί, θα ρωτήσει κάποιος?
Οι απαντήσεις με γεγονότα:
Μπορεί τα περισσότερα μεγάλα καταστήματα, να ανοίγουν πλέον αργότερα και να κάνουν εκπτώσεις ακόμα και στα είδη της νέας σεζόν, αλλά τα μικρά, οικογενειακά μαγαζιά, εξακολουθούν να υπάρχουν και να είναι γεμάτα, είκοσι ώρες τη μέρα.
Μπορεί τα ακριβά εστιατόρια, να μην γεμίζουν, μιας και ο τουρισμός δεν είναι στα ίδια επίπεδα, αλλά οι παρέες των ντόπιων με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, εξακολουθούν να γεμίζουν τους στενούς ορόφους των ψησταριών για να γιορτάσουν τα γενέθλιά τους.
Μπορεί το μικρό ξενοδοχείο που μένουμε πάντα, στο Σιρκετζί, να παρέμεινε κλειστό ενάμιση μήνα, λόγω μειωμένων κρατήσεων, αλλά ξανάνοιξε, προσφέροντας γενναίες εκπτώσεις (έως και 15%) στους σταθερούς του πελάτες και την ανακούφιση σε εμάς, ότι ο αγαπημένος μας Αλί , έχει ακόμα δουλειά.
Μπορεί η θεωρία του στάτους, στο πολυτελές Τζιραγάν Παλάς να άλλαξε και να άνοιξε τις πύλες του στους «θνητούς», προσφέροντας πλήρες γεύμα κάθε Κυριακή μεσημέρι μόνο με 90 Λίρες (είπα θνητούς, όχι κοινούς θνητούς, Τζιραγάν είναι άλλωστε!), αλλά στην ταπεινή αυλή της γιαγιάς Μακμπουλέ, στην εργατική γειτονιά του Εγιούπ, οι Κυριακές είναι πάντα ίδιες και μαζεύουν όλη την οικογένεια γύρω από το μανγκάλ.
Μπορεί ο κόσμος να μην μποτιλιάρεται για να φύγει τα Σαββατοκύριακα στην θάλασσα ή το βουνό, αλλά τα πάρκα, οι λόφοι και ο Κεράτιος είναι το ίδιο γεμάτα πάντα τις Κυριακές, με τις χαμηλού εισοδήματος οικογένειες να κάνουν το πικνίκ τους στο παχύ γρασίδι. Το ίδιο και οι παιδικές χαρές, που γεμίζουν από εκατοντάδες ροδομάγουλα πιτσιρίκια, που δεν έπαιξαν ποτέ με Μπάρμπι και Σπάιντερμαν.
Μπορεί οι τουρίστες να είναι λιγότεροι, αλλά η πόλη είναι όπως κάθε Απρίλη, πεντακάθαρη και πλημμυρισμένη στις φρεσκοφυτεμένες τουλίπες, ζωγραφίζοντας χαμόγελα στα πρόσωπα όσων την αγαπούν, μέ ή χωρίς κρίση.
Μπορεί τα Μακ Ντόναλτς στο Σιρκετζί, να έμειναν με έναν όροφο σε λειτουργία, αλλά οι πλανόδιοι πωλητές με τα γεμιστά μύδια και τα κάστανα, δεν προλαβαίνουν να τακτοποιήσουν το εμπόρευμα στους πάγκους τους.
Τα έργα υποδομής συνεχίζονται αδιάκοπα, καμία σχέση με τις μισοτελειωμένες γέφυρες που είχα δει, μετά την κρίση του 2000.
Ο οδηγός που μας πήγε στο ξενοδοχείο το σαββατόβραδο, φορούσε κοστούμι. Παρότι μιλούσε αγγλικά, δεν συμμετείχε στην συζήτησή μας, σχετικά με την επίσκεψη του Ομπάμα. Το άλλο πρωί ο Ογούζ μας είπε, ότι το ταξί δεν ήταν δικό του, δούλευε σαν οδηγός και ήταν ευτυχισμένος που έκανε όλη την βάρδια. Αυτός ο άνθρωπος πριν δυό μήνες, έκλεισε το εργοστάσιό του, μια πολύ γνωστή υφαντουργία.
Η Τουρκία είναι μια χώρα που βρέθηκε άπειρες φορές, σε παρόμοιες και χειρότερες κρίσεις. Δεν έχει περάσει καλά – καλά δεκαετία, από την προηγούμενη που βίωσε. Ο λαός της έχει συνηθίσει να υπάρχει και να λειτουργεί σε τέτοιες καταστάσεις και παρότι η καραμέλα «κοίτα τί γίνεται στον κόσμο», είναι της μόδας και εκεί πλέον, επί του πρακτέου η κατάσταση δεν θα γίνει ποτέ τραγική.
Οι Τούρκοι, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε, είτε όχι (ως Ελληνες) , είναι ένας πολύ εργατικός λαός. Γεννιούνται , μεγαλώνουν και πεθαίνουν με κύρια έγνοια την δουλειά τους. Γι’αυτή τη δουλειά, θα κάνουν τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις. Θα ξεπεράσουν τα ωράρια, θα δεχτούν να δουλέψουν και με χαμηλότερους μισθούς. Δουλικότητα, θα πουν κάποιοι. Φιλότιμο, θα πω εγώ.
Τί χάθηκε και τί χάνεται με την κρίση στην Τουρκία?
Για τους πολλούς, το εβδομήντα τοις εκατό του πληθυσμού, τίποτε απολύτως. Τα εισοδήματά τους ανέκαθεν ήταν χαμηλά ή έστω μεσαία και οι απαιτήσεις τους, απόλυτα προσαρμοσμένες σε αυτά. Τα ανέκαθεν υψηλά, τραπεζικά επιτόκια, οι ανέκαθεν υψηλές, τιμές των καυσίμων, δεν τους επέτρεψαν ποτέ να «παρεκτραπούν» στον υπερκαταναλωτισμό. Δεν υπάρχει τίποτε να στερηθούν που να μην στερήθηκαν ήδη. Αντίθετα, απολαμβάνουν ό, τι απολάμβαναν πάντα κι αυτό το «ό,τι», είναι πράγματα που εμείς ενδεχομένως θα σνομπάραμε.
Ενα άλλο είκοσι τοις εκατό, είναι σαν τον κοστουμαρισμένο ταξιτζή μας. Ο,τι και να χάσει, θα κοιτάξει μπροστά και θα δουλέψει όπου βρει, προκειμένου να έχει τα απαραίτητα. Γιατί την εταιρεία του, από το μηδέν την ξεκίνησε και το γνωρίζει καλά αυτό το μηδέν. Βλέπετε εν μέσω κρίσης, πολύ κλαίνε για «καταστροφές» που ανέκαθεν αφορούσαν χρήματα των τραπεζών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων και όχι κατ΄ουσίαν δικά τους.
Ενα δέκα τοις εκατό κάτι θα χάσει χωρίς να μπορεί να προχωρήσει, αλλά όπως και να το κάνεις, δεν είναι παρά ένα δέκα τοις εκατό.
Ασχετο:
Φύγαμε την ώρα που η Πόλη γινόταν αστακός, για να υποδεχτεί τον Ομπάμα.
- Είναι πολύ έξυπνη η Μισέλ, σε όλη την Ευρώπη πήγε, εδώ δεν έρχεται, είπε με το καυστικό ύφος του,ο Ογούζ.
- Και γιατί είναι έξυπνη παρακαλώ? βιάστηκα να ρωτήσω. (Δεν θεωρώ ποτέ έξυπνο κάποιον που τριγυρίζει την Ευρώπη και αρνείται να πάει στην Τουρκία, για τους δικούς μου, ενδεχομένως υποκειμενικούς λόγους)
- Μπορείς να μου πείς τί θα έκανε εδώ, παρέα με την Εμινέ?, απάντησε και δεν βρήκα τί να απαντήσω.