Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που μπαίνουν στη ζωή σου κι αρχίζουν να την γεμίζουν χρώματα. Πράσινα, γαλάζια, κόκκινα. Κι ενώ παίρνεις και δίνεις χρώματα, κάποια στιγμή, τραβούν μια γκρίζα πινελιά. Είτε γιατί δεν έχουν άλλα χρώματα, είτε γιατί δεν θέλουν να τα χαρίσουν άλλο σε σένα. Το μάτι σου, κολλάει τόσο, σε αυτή, την μία και μοναδική γκρίζα πινελιά, που δεν βλέπει κανένα από τα υπόλοιπα χρώματα που σου χάρισαν πριν. Και τότε, τους σπρώχνεις έξω από την ζωή σου και κλείνεις με δύναμη την πόρτα πίσω τους.
Οσο κι αν την χτυπάνε διστακτικά, όσο κι αν ξέρεις ότι τριγυρίζουν απ΄έξω, η ψυχή σου έχει τόσο πολύ πονέσει στην θέα αυτής της γκρίζας πινελιάς, που δεν σκέφτεσαι καν να ανοίξεις και πάλι την πόρτα σου.
Κάποια μέρα, οι άνθρωποι αυτοί πεθαίνουν, χάνονται για πάντα. Τότε συνειδητοποιείς, ότι πλέον, ακόμα κι αν ανοίξεις την κλειστή πόρτα σου, δεν μπορούν, όσο κι αν το ήθελαν να γυρίσουν. Το αδύνατο της επιστροφής, κάνει την γκρίζα πινελιά, τόσο μικρή κι ασήμαντη μπροστά στα χρώματα που σου χάρισαν. Η ψυχή σου χαμογελάει με νοσταλγία βλέποντας τον χρωματισμένο καμβά και θεωρεί λεπτομέρεια εκείνη την μικρή, γκρίζα μουτζούρα στο τέλος του τοίχου. Ανοίγεις πάλι την πόρτα σου και να! Ετσι όπως είναι ανοιχτή, σκεπάζει την γκρίζα πινελιά και δεν θα την δεις ξανά.
Χθες το απόγευμα, τολμήσαμε για πρώτη φορά μετά από χρόνια, να ακούσουμε και πάλι, τον "τοίχο " σου. Εκείνον που μας χάρισες, όταν ζωγράφιζες με χρώματα την ζωή μας και τις ψυχές μας. Ξέρω ότι χαμογέλασες, με εκείνο το πονηρό χαμόγελο. Ξέρω ακόμα, ότι οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι μας, ήταν η ψυχή σου που κατέβηκε για λίγο, για να τραγουδήσει μαζί μας. Τώρα, που η πόρτα μου είναι ξανά ανοιχτή και στον τοίχο της ζωής μου, δεν βλέπω πια την γκρίζα πινελιά σου, μπορώ για πρώτη φορά να σου πω "ντο βίζντενε".