Παρασκευή βράδυ, μέσα του Ιούλη. Η γιορτή της εταιρείας, στην αυλή του Ανγκελ, στο βουνό. Για πρώτη φορά, "καταλάβαμε" όλα τα τραπέζια, δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή για άλλο πελάτη. Μάλλον "μεγαλώσαμε". Χαζεύω τα ευτυχισμένα πρόσωπα, χαϊδεύοντας την φουσκωμένη κοιλίτσα της Γιάγκοντκα, το πρώτο "εταιρικό" μωρό, είναι καθ' οδόν. "Να στο βαφτίσουμε?" την ρωτάω. "Ναι!!!" απαντάει έτοιμη να βουρκώσει. Χορεύουμε ασταμάτητα με τον Ευλόγκι να δίνει ρεσιτάλ ροκιάς και τον Μπόυκο να πετάει χαρτοπετσέτες, υποδηλώνοντας ότι έχει γνώσεις νεοελληνισμού. Κάποια στιγμή ακούγεται ο "μπαρμπα-Γιάννης". Το τραγούδι παρότι παλιό ελληνικό, δεν το ήξερα, το πρωτοάκουσα εδώ, που παραμένει χιτ επί χρόνια. Σε κάθε γιορτή τους οι Βούλγαροι το τραγουδάνε. Τα πρώτα χρόνια στο "μα το φως τί να το κάνω, που είναι μαύρες οι καρδιές?" κατάπινα λυγμούς. Γιατί πράγματι, έβλεπα μαύρες καρδιές γύρω μου. Για πρώτη φορά, δεν σιγοτραγουδάω το ρεφρέν, για πρώτη φορά ο μπάρμπα- Γιάννης μπορεί να αναπαυτεί εν ειρήνη. Είναι τόσο πολύχρωμες οι καρδιές γύρω μου, που δεν έχω ανάγκη να ρωτήσω, τί να κάνω το φως. Ξέρω... αγάπη.
Επόμενη μέρα, μεσάνυχτα Σαββάτου. Κατεβάζουμε τις βαλίτσες μας για να φύγουμε. Για πρώτη φορά θα λείψουμε δεκαπέντε ολόκληρες μέρες. Ο Ντόμπυ είναι συνοφρυωμένος και ακούει τις τελευταίες εντολές. Η Μέτζυ προσπαθεί κλαίγοντας, να κόψει την αλυσίδα της και να έρθει μαζί μας. Δεν αντέχει να βλέπει βαλίτσες, ξέρει ότι θα λείψουμε χωρίς να ξέρει πότε θα γυρίσουμε. Είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάμματα. Για πρώτη φορά, θα μου λείψει το σπίτι, το εργοστάσιο, τα σκυλιά μας. Για πρώτη φορά δεν πετάω από χαρά, που φεύγω για διακοπές. Τελικά, η βάση μου, η ζωή μου, είναι πια εδώ. Δεν αναρωτιέμαι τί με κάνει να νοιώθω έτσι. Μου πήρε πέντε χρόνια να το καταλάβω. Τώρα, ξέρω... αγάπη.
Μέσα της ίδιας εβδομάδας, στο χωριό του πεθερού μου. Δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά παραδόξως τον νοιώθω πάντα, πολύ κοντά μου. Είμαι σίγουρη ότι θα ταιριάζαμε πολύ. Μου το επιβεβαιώνει γελώντας ο θείος Αρίστος, ο αδελφός του. Μεγάλο οικογενειακό τραπέζι, κουβεντούλα και γέλια, νοιώθω όπως θα ένοιωθα με δικούς μου, αγαπημένους, συγγενείς. Σκέφτομαι ότι χάθηκαν ήδη, πέντε χρόνια επαφής και επικοινωνίας, άρα πρέπει να τα αναπληρώσουμε. Είμαι σίγουρη , ότι ψηλά, στον κήπο του Παραδείσου, ο πεθερός μου χαμογελάει κι η πεθερά μου ξεροβήχει. "Θέλω να κρατήσουμε το σπίτι στο χωριό" ψιθυρίζω στον Δημήτρη. Θέλω να βρισκόμαστε πιο συχνά με τους θείους και τα ξαδέλφια του, να μαθαίνω την ιστορία τους, τους νοιώθω τόσο κοντά μου. Δεν αναρωτιέμαι τί είναι αυτό που μας τυλίγει όλους, κάνοντας τις ψυχές μας να φωτίζονται. Ξέρω... αγάπη.
Λίγες μέρες μετά, στο πατρικό μου. Οι αδελφές μου έχουν τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους κι ο πατέρας μου παραπονιέται, γιατί δεν μπορεί πια να φάει. Είναι ωχρός, καταβεβλημένος και γέρος. Για πρώτη φορά, μπορώ να τον αποκαλέσω γέρο και να το εννοώ. Δεν με σοκάρει, είναι αναμενόμενο. Με πονάει μόνο, που οι αδελφές μου δεν μπορούν να καταλάβουν, πως η ζωή είναι ακριβώς αυτή. Πώς οι ξέγνοιαστες στιγμές, μπορεί να μην είναι οι ίδιες, αλλά θα υπάρξουν και πάλι. Ολοι ήρθαμε για να φύγουμε και είμαστε πολύ τυχεροί, που ο μπαμπάς φτάνει τα ογδόντα. Και ακόμα τυχερότεροι που μας έμαθε, να νοιώθουμε και να αναγνωρίζουμε την ... αγάπη.
Τελευταία εβδομάδα του Ιούλη, στην Πόλη μας. Στο ίδιο ακριβώς τραπέζι, γιορτάζουμε την πέμπτη επέτειο του γάμου μας με δεκαεννέα φίλους - αδέλφια. Δυό μέρες πριν, στο ψαράδικο του Σαμπαχατίν, έχουμε γιορτάσει την πέμπτη επέτειο φιλίας μας με τον Ογούζ. Η Λένα κι ο Γιάννης έχουν έρθει από την Ελλάδα, ο Φρεντ από την Γαλλία, η Σεβίντς κι ο Γιασάρ από την Μπούρσα. Κι επίσης, οι Πολίτες φίλοι μας. Συγκινούμε μόλις βλέπω την Σερπίλ και τον Σερντάρ. Την Σερπίλ, γιατί έχω χρόνια να την δω και τον Σερντάρ, γιατί είναι η πλέον πετυχημένη ενσάρκωση της ιδέας του παππού Αζίζ. Μετακινούμαστε όλοι από καρέκλα σε καρέκλα, μέσα σε λίγες ώρες η παρέα έχει δέσει, παλιές γνωριμίες ανασκαλεύονται, εικοσιένα χαμόγελα λάμπουν με θέα το Βόσπορο. Κοιτάζω τον Γιασάρ και τον Δημήτρη. Λίγο πριν έχουν μοιράσει τους ρόλους τους, αγνοώντας την Ουνέσκο πατόκορφα. "Εγώ είμαι ο Χατζηαβάτης κι εσύ ο Καραγκιόζης" έχει πει ο Γιασάρ. Σκέφτομαι πως εκείνο το βράδυ, στην ταράτσα μιας φτωχογειτονιάς στην Σαμάτυα, το πλέον χειροπιαστό συναίσθημα είναι η Αγάπη.
Την ανάρτηση την έχω γράψει εδώ και μέρες. Σήμερα που μπήκα να την ανεβάσω, είδα ότι δεν χρειαζόταν να αλλάξω ούτε λέξη. Απεναντίας, αν έπρεπε κάτι να τροποποιήσω, θα ήταν να προσθέτω παραγράφους. Παρότι ο Αύγουστος συνεχίζεται λίγο ζόρικα, ξέρω πως οι πλημμυρίδες αγάπης μέσα μου και γύρω μου, δημιουργούν την καλύτερη ασπίδα ...