- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Η φωνούλα είναι παιδική, διστακτική. Γυρίζω να δω. Ενας αδύνατος μικρούλης, όχι πάνω από επτά - οκτώ, με έξυπνη φατσούλα, σχετικά καλοντυμένος. Δεν είναι όμορφος, μπορείς να τον πείς ασχημούλη. Δίπλα του, ένα ακόμα μικρότερο κοριτσάκι. Η αδελφούλα του προφανώς.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Εξακολουθεί να ρωτάει διστακτικά, περιμένοντας απάντηση. Η φωνή του δεν έχει ανέβει ούτε ένα τόνο. Κοιτάζω τον πατέρα. Απροσδιορίστου ηλικίας, κρατάει την μικρή από το χέρι. Δεν τον λες φτωχό, αλλά δεν είναι και λεφτάς. Στην Βουλγαρία, είναι πολύ απλό να ξεχωρίζεις με ένα βλέμμα τον φτωχό και τον πλούσιο. Δεν χρειάζεται να τους κοιτάξεις πάνω από μισό λεπτό.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο? για τρίτη φορά η ερώτηση.
Εχω σταθεί σαν στήλη άλατος μπροστά στο ράφι, δεν κάνω βήμα, θέλω να βάλω τα κλάμματα. Ο μικρός σίγουρα ξέρει να διαβάζει νούμερα, μπορεί να δει την τιμή μόνος του. Αρα η ερώτησή του, είναι ένας έμμεσος τρόπος να δείξει στον μπαμπά του ότι θέλει αυτό το τετράδιο. Ο πατέρας, ή δεν τον ακούει, ή προσποιείται ότι δεν τον ακούει, για τους δικούς τους λόγους. Δεν έχω δει καν ποιό τετράδιο θέλει ο μικρός.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο? τέταρτη φορά, ίδιες λέξεις, ίδιος τόνος. Ούτε ίχνος παιδικού εκνευρισμού, επειδή δεν λαμβάνει απάντηση.
Μου έρχεται να του κάνω δώρο το τετράδιο. Μόνο και μόνο για να μην ξανακούσω την ερώτηση. Καταπίνω την έντονη επιθυμία μου να κλάψω γοερά, μπροστά σε ένα ράφι με τετράδια. Είναι χαζό αυτό που μου συμβαίνει. Μην πω βλακώδες. Ο μπαμπάς του δεν είναι κουτός, αν ήθελε τετράδιο θα του το αγόραζε. Πολύ ορθά, αγοράζει μόνο ότι χρειάζονται και δεν υποκύπτει στην έμμεση απαίτηση του μικρού. Τα ξέρω όλα αυτά, κάπως έτσι με μεγάλωσαν οι δικοί μου γονείς και τους ευγνωμωνώ γι' αυτό. Βέβαια εγώ, δεν θα ρωτούσα ποτέ " πόσο κάνει το τετράδιο" , γιατί πολύ απλά ήξερα πως θα το αγοράσω μόνο όταν το χρειαστώ πραγματικά. Κοινώς, δεν έπιαναν ποτέ τέτοιες έμμεσες ερωτήσεις, στην περίπτωσή μου.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Ξεκολλάω από το ράφι και προχωράω γρήγορα. Αν το ακούσω άλλη μια φορά, θα κλάψω. Δεν μπορώ να το ακούσω πάλι. Είναι σαν να μου σκάβει την ψυχή η ερώτηση. Ξαφνικά γίνομαι κι εγώ επτά, μπαίνω "στα παπούτσια" του μικρούλη και ξέρω ότι θα του πάρει ώρες να ξεχάσει το τετράδιο. Ισως το ονειρευτεί κιόλας. Θυμάμαι (όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις), το κουβαδάκι και τα φτυαράκια της παραλίας, που πάντα ονειρευόμουν. Πού ποτέ δεν απέκτησα. Γιατί ποτέ δεν ζήτησα, ενδεχομένως.
Τους ξαναπετυχαίνω στο ταμείο. Η μικρούλα κρατάει μια τσάντα με ό,τι αγόρασαν. Ο μπαμπάς την ακολουθεί και ο μικρούλης έχει πάψει πια να ρωτάει, πόσο κάνει το τετράδιο. Περπατά πίσω από τον πατέρα του, χωρίς να μιλάει. Είναι εμφανές ότι δεν απαντήθηκε η ερώτησή του.
(Πότε θα πάψουν να με πονούν οι παιδικές ανεκπλήρωτες επιθυμίες???)