Είμαι στο προαύλιο και καντηλιάζω τον Μάριο. Εχει βάλει σε μια δερμάτινη πολυθρόνα κάτι απαίσια πόδια, βαμμένα με μια αισχρή μπογιά!
- Μα μου είπες μεταλλικά!
- Σου είπα χρωμίου! Μα είναι μπογιά αυτή? Σε γύφτο τα έφτιαξες?
- Δεν βρήκα άλλη!
Πλησιάζω με ταχείς ρυθμούς το εγκεφαλικό και αρχίζω να ουρλιάζω...
- Μα δεν βλέπεις ότι είναι ΓΥΦΤΙΑ?????
Δεν απαντά και το επαναλαμβάνω δυνατότερα,
- Είναι ΓΥΦΤΙΑ, σου λέω!!!
Βλέπω να πλησιάζουν, ένας ένας οι τσιγγάνοι εργάτες του Ασέν, που μας τσιμεντάρει το προαύλιο.
- Ουχ, άκουσαν το γυφτιά και θίχτηκαν! Θα σε φάω! λέω μέσα από τα δόντια μου στον τρελλοιταλό.
Με έχουν πλησιάσει όλοι και ακούω από τον "αρχηγό" τους.
- Ορίστε σέφκα, μας φωνάξατε?
Μπόζιε, μπόζιε!