Αφορμή για το σημερινό, είναι το ποστ μιας διαδικτυακής φιλενάδας. 'Η μάλλον, η απάντησή της στο σχόλιο μου στο συγκεκριμένο ποστ. Γιατί σχολίασα, κοιτάζοντας όπως πάντα την τελευταία αχτίδα του ήλιου, σε έναν κατάμαυρο ουρανό. Η απάντησή της και οι απαντήσεις όλων των άλλων σχολιαστών, μου έδωσαν να καταλάβω ότι οι περισσότεροι Ελληνες αυτή τη στιγμή, δεν μπορούν να δουν καμία αχτίδα ήλιου. Οχι γιατί είναι τυφλοί. (Εγώ άλλωστε με έξη βαθμούς μυωπία, συγκαταλέγομαι στους απολύτως στραβούς). Γιατί πολύ απλά, αυτή η αχτίδα, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι ορατή σε ανθρώπους που ζουν κάτω από το σοκ, της μαυρίλας του ουρανού τους. Ενός ουρανού, ηλιόλουστου μέχρι πρότεινος.
Το σκοτάδι, δεν το συνηθίζεις με την πρώτη. Στην αρχή σε καταλαμβάνει πανικός. Φοβάσαι ότι τυφλώθηκες ξαφνικά. Μετά από λίγο, κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα, βλέπεις τα πρώτα σχήματα , καταλαβαίνεις ότι απλά, είναι σκοτάδι. Δεν είσαι εσύ τυφλός. Και παίρνεις μια πρώτη ανάσα. Και προσπαθείς να δεις μέσα στο σκοτάδι. Γιατί που θα πάει. Θα ξημερώσει. Η μαγκιά είναι βέβαια να μην το συνηθίσεις. Πρέπει πάντα, να αναζητάς το ξημέρωμα. Τέλος.
Πού κολλάει αυτό? Οταν πρωτοήρθα στην Βουλγαρία, έξη και χρόνια πριν, κάθε μέρα έτρωγα και μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Αιτία, οι παρακάτω εικόνες :
- Η μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, έψαχνε Κυριακή μεσημέρι, στους κάδους σκουπιδιών για να βρει κάτι να φάει.
- Ολες οι οδικές αρτηρίες, ήταν γεμάτες από κοριτσάκια και γυναίκες που πουλιόντουσαν για δυόμιση ευρώ. Από το ξημέρωμα, μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, κάθε εποχή, ακόμα και με τριάντα πόντους χιόνι.
-Στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας (όπως σε όλα τα σχολειά των χωριών), η μόνη θέρμανση ήταν παλιές ξυλόσομπες. Επειδή τα ξύλα στοίχιζαν, ο δήμαρχος ερχόταν και φόρτωνε σε κάρα, το πριονίδι που μας έμενε.
- Τα περισσότερα σπίτια στα χωριά, δεν είχαν τουαλέτες. Μια τρύπα στην άκρη της αυλής, ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Με σανίδια γύρω - γύρω. Η μόνη θέρμανση στα σπίτια, ήταν πάλι "η ερωμένη του τσιγγάνου", όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Δηλαδή η ξυλόσομπα. Τα ξύλα στοίχιζαν. Κι έτσι, η συγχωρεμένη η Λίνκα, η τσιγγάνα καθαρίστριά μας, παράχωνε όλη τη χρονιά στις φαρδιές της τσέπες, κομματάκια από ξύλο που έβρισκε πεταμένα εδώ κι εκεί.
- Τα σκυλιά μας γεννούσαν καλή ώρα, σαν και τώρα. Τα μωρά τους τα έκλεβαν, για να τα πουλήσουν για είκοσι ευρώ. Κι όσα τους ξέμεναν απούλητα, πέθαιναν λίγο μετά από πείνα.
- Ας μην μιλάω για σκυλιά. Τα ιδρύματα ήταν γεμάτα παρατημένα παιδιά. Υγιή και μή. Ιδρύματα απαρχαιωμένα που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε τα βασικά. Την ίδια στιγμή, έγκυοι περνούσαν τα σύνορα για να γεννήσουν και να πουλήσουν το παιδί τους στους πλούσιους γείτονες. Τους Ελληνες.
Και άλλες, πολλές άλλες εικόνες, που θα χρειαζόταν μέρες να γράφω για να τις περιγράψω. Τις αναφέρω στον παρατατικό. Δεν ξέρω γιατί δεν χρησιμοποιώ ενεστώτα, αφού ίδιες είναι και σήμερα. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Απλά δεν είχα την μαγκιά, να μην το συνηθίσω το σκοτάδι. Με κούρασε η αναμονή του ξημερώματος, που δεν ερχόταν. Και πλέον αυτές οι εικόνες με σοκάρουν όλο και λιγότερο. Δεν αποτελούν έκπληξη πια. Και οι μπουνιές στο στομάχι, έγιναν ένας μόνιμος κόμπος, που σφίγγεται μέσα μου. Και που με αναγκάζει όλο και συχνότερα, να εκτιμώ το "μη χειρότερα" και να το παίζω Πολυάννα.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Ελλάδα, που νοσταλγούσα, βλέποντας αυτές τις εικόνες κάποτε, είναι σήμερα στην ίδια μοίρα. Ισως γιατί ελάχιστα την επισκέπτομαι πια. Ισως γιατί δεν έχω δει, αυτές τις εικόνες ακόμα. Την θυμάμαι πάντα, σαν μια ακτίδα ήλιου, στον εδώ κατάμαυρο ουρανό μας. "Να περάσουμε τα σύνορα, να πάρουμε ανάσα" λέμε πάντα με τον Δημήτρη. Γι'αυτό κι όταν την σκέφτομαι, παρ' όσα ακούω και διαβάζω, ψάχνω πάντα την ακτίδα του ήλιου της. Πολυάννα είπαμε.
Δεν ξέρω τί να προτείνω στους συμπατριώτες μου, που βουτάνε τώρα, για πρώτη φορά στο σκοτάδι. Ξέρω όμως, ότι είναι σκληρό, ένας κόμπος να σφίγγεται στο στομάχι σου μόνιμα. Είναι προτιμότερος ο στιγμιαίος πόνος της μπουνιάς. Ειδικά όταν μπορεί να σε προκαλέσει να αντιδράσεις. Είναι οδυνηρό να θεωρείς δεδομένες, τέτοιες εικόνες. Προτιμότερο είναι, να εξακολουθούν να σε σοκάρουν. Αλλιώς, θα μπεις στο κάδρο τους. Μετά τον πανικό που σας προκαλεί το σκοτάδι, να προσπαθήστε να μην το συνηθίσετε. Να μην βυθιστείτε μέσα του. Γιατί δεν είσαστε τυφλοί. Όσο κι αν αργεί το ξημέρωμα, κάποια στιγμή θα έρθει. Σας το λέω, με την επίγνωση του λάθους μου, να μην το περιμένω.