Φέτος ήταν η πρώτη φορά που δεν αγόρασα μαρτενίτσες (τα γνωστά μαρτιάτικα ασπροκόκκινα βραχιολάκια). Δεν είχα τον χρόνο και κυρίως την διάθεση, να κατέβω έστω και στο χωριό, για να τις προμηθευτώ. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το να έρθω σήμερα στο γραφείο, χωρίς να κουνάω στα χέρια μου τα βραχιολάκια, θα ήταν συνώνυμο της καταστροφής, έχωσα την Πέτια να μου αγοράσει μερικές και να με περιμένει στην πόρτα. Διότι μπορεί να σφαζόμαστε, να αγχωνόμαστε, να τρελλαινόμαστε στο γραφείο, όλοι μαζί, αλλά αλλοίμονο αν η Μπάμπα Μάρτα μας βρει χωρίς βραχιόλια! Ποιός ξέρει πόσο θα θυμώσει κι άντε περίμενε Ανοιξη μετά!
Ο Δημήτρης που μας θεωρεί πάντα "ασθενείς και οδοιπόρους" (κι από τα δύο είμαστε), την Καθαρά Δευτέρα αγόρασε ωραιότατο, μοσχαρίσιο κιμά και μελιτζάνες. Στην ερώτηση μου τί θα κάνει τις μελιτζάνες χειμωνιάτικα, μου απάντησε ότι θα φτιάξει χουνκιάρ. Δεν μου έκανε καρδιά να το τσικνήσω μέρα που ήταν και τα παράχωσα στο ψυγείο. Κάθε βράδυ γυρίζουμε τόσο διαλυμένοι που τρώμε ό,τι βρίσκουμε. Χθες όμως, ο ασθενής και οδοιπόρος νούμερο ένα, αποφάσισε να κάνει επιτέλους το χουνκιάρ του. Βάλθηκε λοιπόν να κόβει κρεμμύδια, να λερώνει δυό τηγάνια, να κόβει μελιτζάνες και πολλά άλλα κουλά. Επειδή όμως η διαδικασία απαιτούσε χρόνο, σε τρίτο τηγάνι πέταξε και δύο πατατούλες.
Οσο μεγαλουργούσε στην Χιροσίμα (φτυστή η κουζίνα μας , κατά την διάρκεια των μαγειρικών του αναζητήσεων), εγώ τσιμπολόγησα τις πατατούλες μου. Γύρω στις δέκα, ο περήφανος σεφ, έφερε λίγη από την σπεσιαλιτέ του να την δοκιμάσω. Εβαλα μια μπουκιά στο στόμα μου, γλύφτηκα σαν την σκύλα μας την Μέτζυ, όταν της λες "γκουρμέ" και αποφάσισα ότι δεν άντεχα δεύτερη. Διότι μπορεί μεν το χουνκιάρ του να ήταν τέλειο (κι ας μην είχε και αρνί ο κιμάς), οι πατάτες δε είχαν απλωθεί στο στομάχι μου και δεν άντεχαν περεταίρω παρέα. "Μπράβο σου αγάπη μου! Θα το φάω αύριο βράδυ!" είπα όλο χαρά. Μεγάλη χαρά το να μην έχω να μαγειρέψω αύριο το βράδυ, σωστά?
Σήμερα το πρωί, ενώ προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου και να καταραστώ την μπάμπα Μάρτα που κατέβηκε φτιαγμένη από τα βουνά, με χιόνι και να της πω να τσακιστεί να φύγει, αφού δεν φέρνει την άνοιξη επιτέλους, άκουσα τον επίδοξο σεφ να ουρλιάζει "θα σε σκοτώσω κλέφτρααα, κλέφτρααα!". Μέσα στον ύπνο μου, σκέφτηκα ότι βρίζει κι αυτός την μπάμπα Μάρτα που με το χιόνι, μας έκλεψε την Ανοιξη η παλιόγρια, αλλά δεν! Στο μαξιλάρι δίπλα μου, είχε ήδη έρθει τρέχοντας η μικρή μας Κρέμα κλαψουρίζοντας, ενώ ο Μήτσος της τσίριζε "είσαι κλέφτραααααα" και της έχωνε απαλά χαστουκάκια. Παραδόξως η μικρή με το πρώτο χαστουκάκι, σταμάτησε το κλαψούρισμα, διότι το απολάμβανε! Τόοοοσο δυνατά την έδερνε, βλέπετε!
"Εφαγε το χουνκιάρ μου, η κλέφτρααααα! Το έφαγεεεε και μαγείρευα τρεις ώρες σαν μαλακας χθες!" αναφώνησε ο σεφ.
" Πώς στο έφαγε ρε Μητσάκο μου? Αφού ήταν πάνω στον πάγκο, κολλημένο στον τοίχο! Ούτε η Μέτζυ δεν φτάνει να κάνει τέτοια γυφτιά!"
"Την είδα με τα μάτια μου την κλέφτραααααα! Κλέφτραααααααα, δεν θα το ξανακάνεις!" συνέχισε, ενώ η μικρή απλωνόταν στο μαξιλάρι για να χωνεύει πιο άνετα, την ώρα της -και καλά- τιμωρίας.
"Πωπώωω, ψήλωσε τόσο το μωρό μας?" διαπίστωσα περήφανη.
Μετά την πήρε και έφυγαν για την πρωινή τους βόλτα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δηλαδή ελπίζω να μην την φώναζε "κλέφτρα", όσο κατέβαιναν τις σκάλες. Εγώ ετοιμάστηκα για να έρθω στο γραφείο, βρίζοντας το χιόνι, την μπάμπα Μάρτα (που δεν την ξεγέλασα με δανεικές μαρτενίτσες) και το γεγονός ότι πρέπει να μαγειρέψω απόψε! Και μπήκα στο γραφείο ευχόμενη όχι "Τσεστίτα Μπάμπα Μάρτα" αλλά "Τσεστίτα Μάλκα (μικρή) Κλέφτρα"!
Καλό μας γδάρτη!