Το σωστό θα ήταν,
να χιονίζει σήμερα. Να τον αγκάλιαζαν οι νυφάδες του χιονιού κι αυτός να έλεγε όπως
κάθε φορά που όλοι γκρινιάζαμε για την κακοκαιρία « Πως να μην είμαι καλά? Κοιτάξτε,
τί όμορφο που είναι το χιόνι, τί ευλογία». Αλλά δεν χιόνισε. Μόνο που ο πρωινός
ήλιος, αποτραβήχτηκε πίσω από τα σύννεφα κι άνοιξε τον δρόμο, για να δεχτεί ο
ουρανός έναν ακόμα Αγγελο από την γη.
Τον Ιλία, το
παιδί των προσφύγων από την Δράμα, τον παλαιστή, τον ταξιδεμένο, τον πιο
στοργικό σύζυγο , τον πατέρα, τον παππού, τον πιο υπομονετικό και δοτικό άνθρωπο
που γνώρισα ποτέ. Τον Ιλία που παλληκαράκι ακόμα, έδωσε μάχη για να παντρευτεί
την «πριγκήπισσα» Νίνα και που έφυγε πριν από αυτή, παρότι είχε μάθει μια ζωή
να την ακολουθεί.
Τον Ιλία που
αγαπούσε τους πάντες , που δεν είχε λογοφέρει ποτέ με κανέναν, που άκουγε πολύ
και μιλούσε λίγο.
Τον Ιλία που η
αγωνία του ήταν να μην μείνουν νηστικά τα σκυλάκια στο γκαράζ του Μπόικο, που χόρευε
τα ωραιότερα βαλς πασπαλισμένα με την παλαιομοδίτικη γοητεία τους, που έφτιαχνε
την ωραιότερη καϊσίεβα ρακία του σύμπαντος κόσμου.
Τον Ιλία που ποτέ
, μα ποτέ , δεν περηφανεύτηκε για τα παλιά του μεγαλεία ως παλαιστής και προπονητής,
αυτόν που επέλεξε να περάσει την ζωή του όλη , στο χωριό που ερωτεύτηκε την Νικολίνκα
του, ακούγοντας τις Κυριακές τραγούδια από τον τόπο των προγόνων του, που ποτέ
δεν επισκέφτηκε.
Σήμερα, ο Ιλία, ο
πρόσφυγας από την Δράμα, έφυγε να βρει τους γονείς του και να τραγουδήσουν μαζί
τα τραγούδια τους. Και όλοι εμείς, που ξέρουμε καλά πόσο ευλογημένοι είμαστε με
την τιμή της αγάπης του, ψάχναμε ώμους να ακουμπήσουμε και αγκαλιές να μας κανακέψουν,
γιατί ορφανέψαμε. Κάποιοι για πρώτη, κάποιοι για πολλοστή φορά.
Καλό σου ταξείδι
Ντιάντο Λίτσο. Σε ευχαριστώ!