Thursday, November 23, 2006

Φεύγουμε (και επιστρέφουμε δυστυχώς)

Λοιπόν έρχομαι και ευχηθείτε να πάνε όλα καλά! Ναι, ναι, ναι, αύριο βράδυ insallah θα περνάμε τα σύνορα! Εάν βεβαίως δεν βρούμε ουρά από αυτοκίνητα επί Βουλγαρικού εδάφους και χρειαστεί να το παίξω ακόμη μία φορά εγκυμονούσα, εάν οι τελωνειακοί της μαμάς πατρίδας εννοήσουν ότι ρε αδελφέ δεν είναι δυνατόν να πάω Θεσσαλονίκη αεροπορικώς μέσω Αθήνας και ναι, θέλω να μπω για δυό μέρες με το Βουλγάρικο αυτοκίνητο, σε δυο κράτη φορολογούμαι Χριστιανέ μου, αντί να χαίρεσαι που σας πληρώνω φόρους, μου κάνεις και παρατήρηση γιατί έχω εισόδημα εντός Ελλάδας?
Τεσπά , αφού το πήραμε απόφαση (και εδώ και καιρό το λέμε και κάτι στραβώνει τελευταία στιγμή), αύριο θα ξενυχτήσω παίζοντας μπιρίμπα με την κουμπαρούλα μου, θα φάω μαγειρευτό φαγητό, θα πιώ καφέ, θα βολτάρω, θα οδηγήσω! Και θα δω άσφαλτο, πέτρες, ουρανό. Βαρέθηκα τα δάση τους, τα ποτάμια τους, το ταλαιπωρημένο πράσινο παντού, όχι άλλα έλατα , όχι άλλα πεύκα, θέλω να δω θάλασσα λέμε!
Μετράω ώρες, να περάσει η νύχτα, να μου βγάλουν την κολασμένη και αύριο στο γραφείο και μετά καπάκι να πάρω τα βουνά για να βγω στα σύνορα. Βέβαια, επειδή τα ωραία δεν είναι για χόρταση που έλεγε κι η συνονόματη γιαγιά μου, την Κυριακή τα μεσάνυχτα , θα ξεκινήσουμε το ταξίδι της επιστροφής για να είμαστε στην ώρα μας στο κολαστήριο.
Η Μέτζυ έχει νεύρα, μάλλον έχει καταλάβει ότι θα κάνει Σαββατοκύριακο στην "νταντά της" κι εγώ είμαι ήσυχη γιατί όταν γυρίσω θα είναι μία κυρία (την πρώτη μέρα δηλαδή, γιατί μετά θα επιστρέψει στα δικά της). Σήμερα ανακάλυψα με φρίκη , ότι όλα τα ρουχαλάκια που θα μπορούσα να πάρω στο ταξίδι είναι άπλυτα, ή έχουν ξεμείνει στο Πλόβντιβ, τί να τα κάνω τα τζην και τα πουλοβεράκια εδώ; Θα βρεθεί λύση και για αυτό, εν ανάγκει φεύγω και με πυτζάμες, να φύγω παιδιά, να φύγω κι όπως να ' ναι.
Ξέρω βέβαια, ότι την Κυριακή το μεσημέρι, θα με πιάσει το σύνδρομο της μαθήτριας, θα τρώγομαι να γυρίσω πίσω, θα κρεμάσω μούτρα, θα είμαι μια αηδία δηλαδή. Και δυστυχώς αυτή την εποχή δεν μπορώ να πω "χαλάλι, μια μέρα ακόμα από τη σημαία". Μην είμαι όμως αχάριστη, σωστά ? Μήπως προτιμούσα να πήξω κι άλλο ένα σαββατοκύριακο στο γκρίζο τους? Οχι τους το χαρίζω! Ενδεχομένως γκρίζο να έχει και στην Ελλάδα, χειμώνας είναι, αλλά είναι άλλο το δικό μας γκρίζο , πιστέψτε με.
Λοιπόν, ευχηθείτε μου καλό ταξίδι, ευχηθείτε μου να μην μου τύχει κανένα καινούργιο στραβό και αύριο να νοιώσω σαν μετανάστης που πατάει ελληνικό χώμα και συγκινείται (αλήθεια, εμάς δεν μας αφήνουν να πατήσουμε χώμα μπαίνοντας στα σύνορα, μας βάζουν να σκουπίζουμε τα ποδαράκια μας στο απολυμαντικό, γιατί που ξέρεις, μπορεί τα παπούτσια μας να έχουν σόλα από κότα γριπιασμένη). Θα τα πούμε επιστρέφοντας (αρκεί να φύγω ασφαλώς!)

Monday, November 20, 2006

Ντάντσο

Την πρώτη φορά που την πρόσεξα, είχε έρθει να της υπογράψω μια άδεια. Είμαι πάντα καχύποπτη με τις άδειες τους. Αδύναμη, με μάτια ξεπλυμένα, άρχισε να τρέμει όταν μου έδωσε το χαρτί στο χέρι κι έβαλε τα κλάμματα. Προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί. "Η κόρη της έχει ψυχολογικά προβλήματα και πρέπει να την πάει αύριο στον ψυχίατρο" μου είπε η μεταφράστρια. "Κι αυτή θέλει ψυχίατρο" σκέφτηκα. Αλλά με πόνεσε η ιστορία του παιδιού, σκέφτηκα ότι για να τρέχει μια μάνα που δεν στέκει και τόσο καλά σε ψυχιάτρους, πρέπει η μικρή να είναι πολύ άσχημα.
Είχε πάντα την ανοχή μας. Ηταν μέρες που ερχόταν αργά, μέρες που πέταγε τα χαρτιά στον αέρα όταν μπλόκαρε. Αλλά πήγαινε παντού. Δεν υπήρχε δουλειά που να της έλεγες να κάνει και να την άφηνε στη μέση. Η Ιορντάνκα. Που μια μέρα έμαθα ότι της άρεσε να την φωνάζουν "Ντάντσο" γιατί είχε προφανώς καταλάβει πως ο άντρας της ζωής της ήταν ο εαυτός της και κανένας άλλος. Την πείραζαν και γελούσε. Πείραζε τους άλλους και γελούσε.
Σήμερα το πρωί ήρθε στο γραφείο μου. Είχε πρώτα περάσει από του Δημήτρη. Θα έφευγε. Το ξερα, το χα ακούσει αλλά δεν το είχα πιστέψει. Ο άντρας της χρόνια κάπου στην Ισπανία, εδέησε να την καλέσει κοντά του. Είμαστε πολύ αυστηροί με άτομα που έρχονται πάνω στο φούλ της δουλειάς και σου λένε "φεύγω αύριο". Με αυτή ο Δημήτρης δεν μπόρεσε να είναι. "Το θες πολύ, πήγαινε" της είπε. "Ας τη να βρει το δρόμο της" μου έγραψε. Μα θα την άφηνα. Ετσι κι αλλιώς. Ισως τα καταφέρει.
Με πλησίασε με τα μάτια βουρκωμένα. Κράτησε το χέρι μου ανάμεσα στα δικά της και μου είπε ότι θα εύχεται πάντα να γυρίσει και να μας βρει εδώ. Γιατί μας αγαπάει. Δεν θυμάμαι να το χω ξανακούσει αυτό τόσο καιρό εδώ μέσα. Κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε. Ετσι αγκαλιαστήκαμε και πριν λίγο. Δεν ήθελα να την βλέπω βουρκωμένη. Δεν είχε κανένα λόγο να πονάει που αφήνει το "κάτεργο". Φεύγει, πάει να αρχίσει μια νέα ζωή. Σε μια χώρα με ήλιο! Εκεί που θα ξαναγίνουν οικογένεια. Εκεί που μπορεί η μικρή να μην έχει πια ανάγκη τα ψυχοφάρμακα. Με πονάει που έφυγε. Κι ας μην ήταν από τα άτομα που συναλλασόμουν κάθε μέρα μαζί τους.
Εύχομαι να πετύχει, εύχομαι να τα καταφέρει. Κι εύχομαι να γυρίσει κάποτε , μόνο για διακοπές, χαμογελαστή. Πριατεν πετ Ντάντσο.

Tuesday, November 14, 2006

Τούμπα-Κυβίστηση-Κουτρουβάλημα

Πόσες μέρες μπορεί να αντέξει κάποιος, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα; Πόσες μέρες, μπορεί να νοιώθει έναν λυγμό στο λαιμό να τον πνίγει, χωρίς να ξεσπάει; Πόσες μέρες, μπορεί να συγκρατείται, ενώ μέχρι πριν μια εβδομάδα, αποζητούσε ένα κλάμα γοερό γιατί μόνο έτσι θα ανακουφιστεί; Θα σας πω εγώ! Σήμερα είναι η ΤΡΙΤΗ μέρα! Και δεν ξέρω πόσες θα ακολουθήσουν ή αν είναι η τελευταία.
Τον τελευταίο χρόνο, έχω επιδείξει γενικά ψυχραιμία, ελάχιστες φορές έχω μπλοκάρει, ελάχιστες φορές με έχει καταβάλλει πανικός, συνήθως προσπαθώ κάθε μέρα να ηρεμώ άλλους, να καθοδηγώ μπλοκαρισμένους, να ψάχνω διεξόδους. Ή η «καλή μου τύχη» (οκ, δεν είναι θέμα τύχης, αλλά αφήστε με να με ειρωνευτώ λίγο) τελείωσε, ή όλα αυτά συσσωρεύτηκαν και με πνίγουν. Απολύτως λογικό θα μου πείτε. Κάποτε συμβαίνει και αυτό. Και συμβαίνει σε όλους, δεν αποτελώ εξαίρεση, ούτε είμαι μοναδικό φαινόμενο.
Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Σαν να με έχουν μουντζώσει, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου. Οκ ,οκ, ξέρω, γίνομαι μοιρολάτρης. Τί πάει να πεί «με έχουν μουντζώσει;». Είπα αφήστε με να με ειρωνευτώ λίγο και επί τη ευκαιρία να ειρωνευτώ και την γιαγιά , η οποία και μοιρολάτρισα ήταν και μόνο με παροιμίες μιλούσε και μου κληροδότησε ένα γελοίο όνομα. Ο Σάμ, ένας ομοιοπαθητικός που πριν από μερικά χρόνια (ήμουν επίσης σε κακά χάλια τότε) με δέχτηκε στο ημιυπόγειο χώρο του μου είχε πεί ότι το μότο μου είναι το εξής «Θεέ μου, δεν θέλω μικρότερο φορτίο αλλά πιο γερούς ώμους». Σε ελεύθερη μετάφραση «Δεν με πειράζει το σκίσιμο, να χω μόνο πιο ανθεκτικές ραφές». Κι επειδή ως μότο μου άρεσε, υποδείκνυε έναν αλτρουισμό, μία δύναμη, δεν μπορείτε να πείτε, το έκανα συνήθεια. Βέβαια, η απάντηση που ο Σαμ είχε δώσει σε αυτό το εκπληκτικό μότο μου, ήταν ότι η δύναμή μου πηγάζει μέσα μου, δεν έχω παρά να την ψάξω. Κι εμένα βεβαίως με βόλευε να το πιστεύω αυτό, είμαι δυνατή, πρέπει και μπορώ να τα κάνω όλα. Δεν ακούγεται ιδανικό;
Και τα έκανα ! Ολα! Μια τρύπα στο νερό δηλαδή! Μην γελάτε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνεις τρύπα στο νερό. Οπως και να κάνεις την ζωή σου σύνθετη, όταν είναι τόσο απλή. Θέλει ιδιαίτερη τέχνη η εν λόγω κατάσταση. Είναι πολύ δύσκολο, να είσαι ήρεμος, να δουλεύεις επιτέλους μετά από χρόνια το οκταωράκι σου, να έχεις βρει έναν άνθρωπο που σε αντέχει και τον αντέχεις (ναι και αγάπη υπάρχει , αλλά η αντοχή έχει μεγαλύτερη σημασία και το ξέρουμε), να είσαι στο ωραίο σου σπιτάκι... πάρτε ανάσα...
Και μια μέρα (τρόπος του λέγειν μία, πολλές μέρες μεσολάβησαν μέχρι το αποτέλεσμα) να βρίσκεσαι στου διαόλου τη μάνα (κι ο διάολος έχει μάνα, μπορώ να σας το τεκμηριώσω), να δουλεύεις 18 ώρες τη μέρα, να μην έχεις χρόνο ούτε να τηλεφωνήσεις τη μάνα σου, το μυαλό σου να είναι κάθε βράδυ σαν ομελέτα, να γίνεις υπερτασική, να μην σε αντέχει και να μην αντέχεις τον άνθρωπό σου (γιατί ως γνωστόν σπανίως αντέχουμε συναδέλφους με την ίδια μανία με εμάς) και να μένεις πάνω από ένα εργοστάσιο στην ερημιά αγκαλιά με μία ξυλόσομπα (και δεν χιόνισε ακόμα κιόλας). Δεν θέλει τέχνη τέτοιο τουμπάρισμα; Οκ, θα μου πείτε ότι εγώ το λέω τέχνη, κάποιοι άλλοι μαλακία, είπα σήμερα αυτοσαρκάζομαι.
Μετά από τέτοια τούμπα σου παίρνει καιρό να συνέλθεις, και το κακό είναι ότι η τούμπα η δική μου συνεχίζεται, ακόμα χοροπηδάω κουλουριασμένη στα σκαλιά (κουτρουβαλάω θα έλεγε η γιαγιά), και τελειωμό δεν έχουν τα άτιμα, πέφτω, χτυπιέμαι κι έχει κι άλλα κι άλλα. Τί κεφάλι να σηκώσω, τί λυγμό να βγάλω, Πώς να ξεδιαλύνω τον απέραντο χαμό του μυαλού μου; Εχω αρχίσει να πιστεύω πως μόνο αν φτάσω το τελευταίο σκαλοπάτι, εκεί που θα ολοκληρώσω δηλαδή την μεγαλοπρεπή μου κυβίστηση (όχι τούμπα πάλι, έλεος), θα μπορέσω να είμαι εντελώς «λυμένη» και ελεύθερη να κλάψω, να φωνάξω, να ξεσπάσω και να κάνω προσπάθεια να βγάλω το κεφάλι μου από το κουλούριασμα και να κοιτάξω γύρω μου. Οχι μπροστά, γύρω μου, απλά γύρω μου.
Αν το χω ξαναπάθει; Ω, ναι! Κάτω υπό άλλες συνθήκες, με διαφορετικά σκαλιά και εντελώς διαφορετικά συναισθήματα κατά το χοροπήδημα πάνω τους. Θυμάμαι τότε, ότι κάποιο πρωί ξύπνησα (το βράδυ που προηγήθηκε ήμουν πολύ πιωμένη για να το θυμάμαι), κοίταξα γύρω μου, αντιλήφθηκα ότι είχα φτάσει στο τελευταίο σκαλί, μέτρησα τους μώλωπες από το πέσιμο και ξεκίνησα να ανεβαίνω. Ειχα και τότε μελετήσει το κεφάλαιο «πώς να κάνετε την ζωή σας σύνθετη» και έκανα την πρακτική μου.
Τελικά από ότι φαίνεται, είμαι επιρρεπής σε τέτοιες πρακτικές εξασκήσεις, το μόνο που με σώζει είναι μάλλον το ότι κατά την τούμπα (να’ το πάλι) κρατάω το κεφάλι μου προστατευμένο, κουλουριάζομαι και κατεβαίνω σαν μπαλίτσα (τουπ-τουπ-τοοουυυπ). Με ανησυχεί η πιθανότητα, ότι ίσως κάποια στιγμή, η συγκεκριμμένη μου ροπή προς τις κυβιστήσεις, με οδηγήσει να δοκιμάσω μία τουμπίτσα με το κεφάλι όρθιο, εκτεθημένο σε όλα τα τουπ-τουπ- τοοοουυυπ (εδώ που τα λέμε , αν έσπαγε το ξεροκέφαλό μου, θα κοβόταν και η εν λόγω ροπή).
Μην μου πείτε ότι βγάλατε άκρη από τα παραπάνω , είπαμε σήμερα, μιας και δεν μπορώ να ξεσπάσω αλλιώς, είπα να με ειρωνευτώ, μην έχετε και μεγάλες απαιτήσεις! (Μεταξύ μας, σαν να υποχώρησε λίγο ο λυγμός, λέτε να κοιμήθηκε νωρίς απόψε?)

Saturday, November 11, 2006

Το χαμένο ρόδο

Δεν ξέρω αν είναι απλά "σύμπτωση". Το βράδυ που ακολούθησε το προηγούμενο πόστ μου, ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο. Ήταν το τρίτο από τα πέντε που έφερα μαζί μου μετά το τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα. Επειδή πηγαίνω στην Ελλάδα, Σαββατοκύριακα συνήθως, αγοράζω βιβλία στο αεροδρόμιο. Τα αριθμώ ανάλογα με τη σειρά που θα τα διαβάσω. Τον Σερντάρ Ιοζκάν (Οζκάν για τους μη τουρκομαθείς), δεν τον ήξερα. Με τράβηξε ο τίτλος του βιβλίου, το εκλεπτυσμένο μυστήριο που το "μύριζες" από το εξώφυλλο και σαφώς το ότι ο συγγραφέας ήταν Τούρκος (αν και το όνομα μου φαίνεται Κουρδικό). Εμεινε στην βιβλιοθήκη μέχρι να ρθει η σειρά του λοιπόν. Καί ήρθε. Αμέσως μετά την εγγραφή του προηγούμενου πόστ.
Απίστευτα μαγικό, απίστευτα αληθινό , μπορεί να διαβαστεί από ανθρώπους που διαβάζουν με την "αληθινή τους καρδιά" όπως λέει ο συγγραφέας, ευχαριστώντας τις καρδιές που θα το διαβάσουν. Είναι μία συνύπαρξη του ΕΓΩ και του Εγώ μας, απευθύνεται σε όλους εμάς που έχουμε ή δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποίησει, τον δίδυμό μας, κρυμμένο μέσα μας.
Δεν ξέρω πόσοι θα καταφέρουμε να "ακούσουμε τα τριαντάφυλλα" διαβάζοντάς το, αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο.

Tuesday, November 07, 2006

Διαλογικός μονόλογος

ΕΓΩ : Θέλω να γράψω!
Εγώ : Κι εγώ θέλω να γίνω η βασίλισσα της Αγγλίας, αλλά ο Κάρολος, προτίμησε την Καμίλα!

ΕΓΩ : Δεν μου αρέσει ο τρόπος που ζω πλέον, δεν με εκφράζει, ακούς;
Εγώ : Μήπως στον επέβαλλε κανένας καλό μου;

ΕΓΩ: Εσύ μου τον επέβαλλες!
Εγώ : Τώρα κατάλαβες πως τα μισά από όσα κάνεις, στα επιβάλλω εγώ?

ΕΓΩ : Οχι, πάντα το ξερα.
Εγώ : Οπότε, τώρα τί μου κλαίγεσαι?

ΕΓΩ : Δεν σε αντέχω άλλο, απλά...
Εγώ : Και σύνθετα να είναι, νο προ, με αντέχεις δεν με αντέχεις υπάρχω.

ΕΓΩ : Δεν ονειρευόμουν αυτό που ζω τώρα όταν ήμουν μικρή.
Εγώ : Εγώ ακριβώς έτσι το φανταζόμουν, αλλά δεν είχες χρόνο να με ακούσεις ποτέ,Ζούσες στις φαντασιώσεις σου.

ΕΓΩ : Θέλω να ζήσω ό,τι ονειρεύτηκα, ακούς;
Εγώ : Κι εγώ επίσης. Αλλά δεν μπορούμε να ζούμε ταυτοχρόνως δύο διαφορετικά όνειρα

ΕΓΩ : Να τα συνδυάσουμε!
Εγώ : Ναι ε; Υπάρχουν πράγματα που γίνονται και πράγματα που δεν γίνονται, πάρτο χαμπάρι επιτέλους.

ΕΓΩ : Δεν θες να κλάψεις ποτέ; Δεν μπορείς τελικά να νοιώσεις τίποτε;
Εγώ : Οταν ήταν η σειρά σου, έκλαιγες κι ένοιωθες. Ελεγες τότε «δεν αντέχω άλλο». Ηταν λογικό να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.

ΕΓΩ : Δεν άντεχα άλλο, αλλά μπορούσες να μην τα ισοπεδώσεις όλα. Βοήθεια ζήτησα, όχι τον πλήρη εξοστρακισμό μου.
Εγώ : Ωραία λέξη, πόση ώρα σου πήρε να την γράψεις σωστά ;

ΕΓΩ : Κάποτε έγραφα όμορφα, χωρίς να μου πέρνει ώρα ξέρεις.
Εγώ : Ακόμα κι εγώ σε θαύμαζα τότε, ποτέ δεν κατάφερνα να γράψω όπως εσύ.

ΕΓΩ : Γιατί δεν ένοιωθες, μιλούσες με έτοιμα τσιτάτα, που αποδείκνυαν τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης σου, αυτόν που πασσάρεις κάθε μέρα περιμένοντας να σε θαυμάσουν.
Εγώ : Μόνο που ψωμί τρώμε χάρει στα τσιτάτα μου, όπως τα αποκάλεσες , κι όχι χάρει της ικανότητάς σου να γράφεις καλά. Μπάι δε γουέι, τώρα γιατί απάντησες εσύ στο τηλέφωνο;

ΕΓΩ : Γιατί το είχα ανάγκη.
Εγώ : Ναι ε? Δεν απαντάς σε πελάτες, συνεργάτες και όλα τα συναφή έχουμε πει. Απαντάς, στη μαμά, το μπαμπά, τα σόγια και σε φίλους (αν σου χει μείνει κανένας)

ΕΓΩ : Είμαι η μόνη που έχει φίλους, για σένα φίλοι είναι αυτοί που δεν ακούν παρά μόνο τα τσιτάτα σου. Τεσπά, δεν το ξανακάνω, δεν μου αρέσει να μου λένε ότι δεν ακούγομαι καλά.
Εγώ : Εμ τα ξερα αυτά! Να πω ότι δεν τα ξερα? Από χθες είσαι στο κακό σου χάλι. Σε έχει πιάσει λύσσα να αλλάξουμε βάρδια. Το χεις ξαναρίξει στο γράψιμο.

ΕΓΩ : Εγώ το κανα, δεν με επηρέασε κανένας.
Εγώ : Οχι σε μένα αυτά οκ? Το ότι δεν μιλάω, δεν σημαίνει ότι είμαι ηλίθια! Νομίζω ότι κι εγώ γράφω καλά τελικά.... ΕΣΕΝΑ !

ΕΓΩ : Να ήσουν η μόνη τί καλά που θα ήταν?
Εγώ : Ξανά στην κλάψα , μίλησε η κυρία Με-Γράφουν-Ολοι!

ΕΓΩ : Και πρώτη και καλύτερη εγώ η ίδια, εσύ δηλαδή.
Εγώ : Αυτή είναι η δουλειά μου αν δεν το χεις καταλάβει, να γράφω τους πάντες και τα πάντα, να αγνοώ, πόσες φορές σε έσωσε αυτό, να το επαναλάβω?

ΕΓΩ : Οχι δεν χρειάζεται, κατάλαβα. Ο,τι παθαίνω το παθαίνω εξ αιτίας σου τελικά.
Εγώ : Λοιπόν θέλεις ακόμα να αλλάξουμε βάρδιες?

ΕΓΩ : .........................................



Πούντο????

Χρειάζεται ένα θαύμα εδώ
δεν γίνεται αλλιώς!
Aυτά που μας βαραίνουν να καούν
μα πες μου πως!
Tα πάνω να 'ρθουν κάτω
και τα πίσω να 'ρθουν μπρος,
χρειάζεται ένα θαύμα εδώ
μα πες μου πως...


(Φίλιππος Πλιάτσικας)

Monday, November 06, 2006

...

Ημουν κι εγώ κάποτε...
Αισιόδοξη, ευτυχισμένη με τα πάντα και ανατέλλουσα!
Ημουν κι εγώ κάποτε...
Λαμπερή σαν ήλιος και κινούμενη σαν την θάλασσα.
Ημουν κι εγώ κάποτε,
όλα αυτά που είσαι και που δεν μπορώ να είμαι πιά.
Γιατί η ζωή είναι στιγμές,
δεν θέλω να αναστηθώ για να σκοτωθώ πάλι!
Προτιμώ να μείνω έτσι,
με τα μάτια κλειστά , με τη ψυχή βουλιαγμένη στον πόνο της,
με τα όνειρα να χάνονται στο πρωινό ξύπνημα.
Μου αρκεί ότι ήμουν κάποτε,
κάτι που δεν μπορώ να είμαι ποτέ ξανά...
Αρα κάτι μοναδικό!
Μου αρκεί που ξέρω πως δεν ήταν
πάντα ευνουχισμένος ο εγωισμός μου!
Μου αρκεί που ξέρω πως κάποτε,
μισούσα την λέξη "υπομονή".
Μου αρκεί που έμαθα να ζω,
μαζί με μια λέξη που μίσησα τόσο.
Μου αρκεί που κάποτε,
μπορούσα να κλαίω,
που κάποτε μπορούσα να απαντάω σε όσα με πονούν,
που κάποτε ήξερα να παλεύω.
Δεν τα θέλω πίσω όλα αυτά,
ξέρω πως αλλάζουμε,
πως τώρα η πίστα του παιχνιδιού είναι άλλη...
Αλλα μου αρκεί, που έχω δει τις προηγούμενες,
που μπορώ να καταλάβω την αξία τους!
Οχι, δεν είναι παραίτηση!
Είναι συνειδητοποίηση...

Wednesday, November 01, 2006

Πρωτομηνιά στραβή και μαύρη

Ο Νοέμβρης μπήκε με το αριστερό. Οπως και ο περυσινός δηλαδή. Είναι περίεργο να συναναστρέφεσαι τα ίδια εκατό άτομα κάθε μέρα και παρόλα αυτά να νοιώθεις εντελώς αποκλεισμένος από τον κόσμο. Ασχετο αυτό, προχωράμε. Χθες βράδυ ο καλός ρουφιάνος, με ενημέρωσε ότι το προσωπικό ετοιμάζει απεργία. Εχει αυτοχρηστεί ρουφιάνος μόνος του, ουδείς τον ρώτησε ποτέ τίποτα, ουδείς τον έβαλε να παρακολουθεί συζητήσεις. Τεσπά η ενημέρωση έγινε και παρότι ένα χρόνο τώρα με πανικόβαλαν οι μαλακισμένες απεργίες τους (γίνονται πάντα μετά τις 12:30, αφού έχουν φάει και πιεί στο καθιερωμένο διάλειμμά τους), χθες το βράδυ κοιμήθηκα ήρεμα. Δεν αντέχω άλλες πιέσεις, άλλους εκβιασμούς και άλλη αχαριστία. Εν τω μεταξύ, στην αρχή όλα αυτά έπιαναν, θες γιατί δεν τους ξέραμε, θες γιατί δεν θέλαμε να διαταραχτεί η λειτουργία του εργοστασίου, θες γιατί ήμασταν χάνοι, πάντως έπιαναν.
Το πρωί κατέβηκα στο γραφείο πριν τον Δημήτρη με τη Μέτζυ να έχει γαντζωθεί στο παντελόνι μου και προσποιήθηκα την αδιάφορη και άνετη. Βρήκα γλυκά στο γραφείο, κάποιος γιόρταζε, μου είπαν ότι ο εορτάζων ήταν ο καλός μας ρουφιάνος, που χθες βράδυ αγωνιούσε για την τύχη της εταιρείας αν απεργήσει ο λαός. Μετά από τρία λεπτά εμφανίστηκε ο ίδιος και πριν προλάβω να του πω "Χρόνια Πολλά", αναγνώρισα αυτό που κρατούσε στα χέρια του. Οχι καλέ, δεν κρατούσε μαχαίρι (δεν με λένε και Στέλλα), ούτε όπλο. Κρατούσε το γνωστό λατρεμένο χαρτάκι με επικεφαλίδα "ΜΠΟΛΜΠΑ" που μου φέρνουν όσοι θέλουν να παραιτηθούν. Πόσες φορές με τρόμαξε η θέα τέτοιων χαρτιών και πόσες φορές τα υπέγραψα με ικανοποίηση, γράφοντας πάνω το πελώριο ΝΤΑ μου! Συγκράτησα την ψυχραιμία μου, ρουφιάνος - ξερουφιάνος στην δουλειά του είναι καλός και δεν μπορώ να τον αντικαταστήσω εύκολα. Από την άλλη, συνειδητοποίησα την ενορχήστρωση της όλης υπόθεσης, αυτός καρφώνει όσους απεργούν, αλλά έχει έναν πολύ πιο ευγενικό τρόπο να πιέσει για αύξηση. Του είπα ότι δεν τον κρατάω με το ζόρι, αφού βρήκε περισσότερα λεφτά μπορεί να φύγει, δεν μπορώ να του δώσω επ΄ουδενί τόσα και ότι θα συζητήσω με τον Δημήτρη για να του πω πόσο ακόμα πρέπει να μείνει. Καθόταν απέναντί μου, με τα μάτια κατεβασμένα, ανίκανος να μιλήσει, έτοιμος να κλάψει. Γιατί θα μου πείτε; Ελαμ ντε, άβυσσος η ψυχή των Βούλγαρων.
Συνέχισα σαν να μην τρέχει τίποτε, παρότι ο έτερος ρουφιάνος μου πετούσε μηνύματα στο skype "είναι κακό για την εταιρεία να΄φύγει, βρείτε τρόπο να τον κρατήσουμε". Του απάντησα "για την εταιρεία το μόνο κακό είναι οι εκβιασμοί" και το βούλωσε.
Μετά είχαμε χορό με τους προισταμένους, οι οποίοι έτοιμοι να σηκώσουν την σημαία της απεργίας και να μας αιφνιδιάσουν, κόντεψαν να λυποθυμίσουν όταν τους είπαμε "μιας και ετοιμάζετε απεργία, μπείτε όλοι τώρα στο λεωφορείο και πηγαίνετε σπίτια σας". Ειπώθηκαν κι άλλα, παρόλα αυτά σήμερα δούλεψαν περισσότερο από ποτέ, σας λέει τίποτα αυτό; Βεβαίως όταν ο μισητός έλληνας σου κόβει το κέφι για απεργεία, απαντάς με σαμποτάζ, παλιά λατρεμένη τους τακτική, οπότε ήδη το ξυλουργείο μετράει τα τραύματα του με μία μηχανή λιγότερη. Δεν πάει στο διάολο, θα την φτιάξουμε.
Με διέλυσε η όλη κατάσταση, από την μία μου έρχεται να τους πλακώσω, από την άλλη λυπάμαι τα φτωχά τους μυαλά. Λυπάμαι για την νοοτροπία τους, για την τεμπελιά τους, για το ότι δεν νοιάζονται που χωρίς δουλειά τα παιδιά τους θα πεινάσουν. Λυπάμαι που δεν μπορούν να εκτιμήσουν τίποτε, που είναι αχάριστοι και ταυτόχρονα τόσο χέστες και ηλίθιοι που με την πρώτη φωνή βάζουν την ουρά κάτω από τα σκέλια και πάνε στις θέσεις τους. Πόσες φορές μάλιστα, αυτή η φωνή βγήκε μέσα από τον φόβο μου και την απόγνωσή μου, και δεν αντιλήφθηκαν κάν ότι είμαι έτοιμη να λυγίσω.
Τους θυμάμαι από την άλλη (ελάχιστους βέβαια αλλά υπάρχουν), να μοιράζονται μαζί μας τις αγωνίες μας για τη δουλειά, να βλέπουμε μαζί παιδικά θεατρικά τα Χριστούγεννα, να χορεύουμε στον Χριστουγεννιάτικο χορό σαν φίλοι. Μετά μου έρχεται στο μυαλό το γεμάτο βλέμμα μίσος τους τόσες και τόσες φορές, η αδιαφορία τους για το εργοστάσιο που τους ταϊζει πολλά χρόνια πριν έρθω ακόμα εγώ.
"Την ζωή την διεκδικούμε, δεν περιμένουμε από τον Θεό να μας ρίξει το τσουβάλι με το χρυσάφι χωρίς να κάνουμε τίποτα!" είπα της Τσέτσας. "Για μας ο Θεός είστε εσείς" είπε. Οχι, μην είμαστε ρομαντικοί! Δεν εννοούσε ότι μας βλέπει σαν Θεούς. Μην τρελλαθούμε κιόλας. Εννοούσε ότι πολύ απλά , πρέπει επιτέλους να ρίξουμε τα τσουβάλια με το χρυσάφι χωρίς να κάνουν τίποτα.
Ξέρω ότι αύριο, το 20% των ασθενειών ανά μέρα, θα εκτοξευθεί στα ύψη. Είναι τόσο χέστες που θα αρρωστήσουν όλοι. Με ασθένεια δεν μπορείς να τους απολύσεις αφενός, δεν δουλεύουν αφετέρου, τους πληρώνεις επίσης. Η μόδα των εργαζομένων εδώ είναι μία ασθένεια! Και είναι τόσο κουτοί , που κάθε φορά που αλλάζουν γιατρό για να πάρουν χαρτί ασθενείας (γύρω στα 5 ευρώ κοστίζει), ξεχνούν να του πουν τι τους είχε γράψει ο προηγούμενος. Εκτός πιά κι αν η άπονη ζωή μου χτύπησε τόσο αλύπητα τον Μπορίς, που μετά από μία εβδομάδα με αιμοροείδες, πέρασε μια εβδομάδα βρογχίτιδας και αμέσως μετά ημικρανίες. Παρεμπιπτόντως, δεν δουλεύει καθιστός και δεν χρησιμοποιεί καθόλου το αδειανό κρανίο του σε αυτό που κάνει. ΄
Το δίκιο του εργάτη, είναι το δίκιο του εργάτη. Συμφωνώ παιδιά και επαυξάνω! Νομίζω όμως ότι εκτός απο δικαιώματα έχουμε και υποχρεώσεις, σωστά; Στο κάτω κάτω κι εγώ εργάτισσα είμαι εδώ, δεν είναι δικό μου αυτό του μπουρδέλο που το λάτρεψα, παρότι δεν είναι δίπλα στο σπίτι μου! Είχε δίκιο ο Δημήτρης σήμερα ... "Κάφτε το, κλείστε το, παίρνω το πρώτο αεροπλάνο και γυρίζω σπίτι μου" τους είπε. Και συμπληρώνω... εσείς που θα πάτε;

Home Sweet Home!!!




Η είσοδος του καθιστικού μας! Η Φατιμά και ο Σερχάν της βολεύτηκαν στον καναπέ.








Η κουζίνα μας!!! Επιτέλους μια κουζίνα μεγάλη και φωτεινή. Στο βάθος η παραδοσιακή βουλγάρικη πέτσκα, δηλαδή η σόμπα μας!






Χμμμμ, η άσχετη, πως έφερα την κρεββατοκάμαρα τούμπα, μου λέτε???













TO καθιστικό. Αυσιέν και Ασλάν στην μία πλευρά του καναπέ.






Το νέο μας σπίτι στο Ογκνιάνοβο είναι γεγονός. Ο φίλος μας ο Γιάννης μας είπε ότι είναι πολύ της μοδός να γίνονται σπίτια οι βιομηχανικοί χώροι !!!! Αν το ξέραμε πριν το φτιάξουμε θα σας έλεγα ότι το φτιάξαμε για να πάμε με την μόδα :p