Ηταν ένα μεγάλο παιδί. Ενα τεράστιο παιδί για να ακριβολογούμε. Πάνω από 1,90, γεμάτος, δημιουργούσε τόση βαβούρα με την φωνή του, που ήταν φορές που κλείναμε τα αυτιά μας για να δουλέψουμε. Ηταν το δεύτερό μου αφεντικό. Για να είμαι ακριβής, ο πρώτος άνθρωπος που αντιλήφθηκα σαν εργοδότη, όταν στα είκοσί μου βρήκα μια σοβαρή δουλειά.
Ηταν κακός και επιθετικός με πολλούς και καλός με ελάχιστους. Για χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν μου φώναξε και δεν με επέπληξε ποτέ, αλλά λάτρεψα τόσο πολύ εκείνη τη δουλειά που δεν θα έδινα σε κανέναν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τις ικανότητές μου. «Οταν κάποτε οι εταιρείες αλλάξουν και δεν θα σοκάρει να βλέπεις μαι γυναίκα να γυρνάει για πωλήσεις ανά την Ελλάδα, θα είσαι από τις πρώτες που θα το κάνουν» προέβλεπε. Δέκα χρόνια μετά, πράγματι περιφερόμουν με μια βαλίτσα στο πορτ-παγκάζ , διανύοντας χιλιόμετρα περισσότερα κι από οδηγό νταλίκας, δεν έπεσε έξω.
Μας μιλούσε για τα απλά και τα δύσκολα, μας μάζευε όλους, όλοι παιδιά από είκοσι έως τριάντα ήμασταν, και μας έκανε «μάθημα» χρησιμοποιώντας έναν πίνακα. Πώς θα υπολογίζουμε τί, πώς θα βγάζουμε τον μέσο όρο πληρωμής των πελατών, πώς θα δίνουμε τιμές. Η εταιρεία μεγάλωνε, μαζί της μεγαλώναμε κι εμείς, γελούσαμε όταν χοροπηδούσε από χαρά όταν του ανακοινώναμε τα αποτελέσματα του εξαμήνου, τρέμαμε όταν η φωνή του άγρια , διέσχιζε τους τοίχους κι έφτανε στο γραφείο μας. Μεγαλώνοντας ανακαλύπτω πόσο άδικα τρομάζαμε, πόσο άδικα τον φοβόμασταν, είπαμε , ήταν ένα τεράστιο παιδί.
Ενα πρωί , ξετρελλαμένος μας, ανακοίνωσε ότι την επομένη θα έλειπε, παντρευόταν. «Μην το κλείσετε αύριο επειδή θα λείπω ε?». Γελάσαμε και χαρήκαμε, ειδικά όταν εξήγησε ότι η αγαπημένη του ήταν έγγυος, θα ήταν όμορφο να είχαμε ένα παιδάκι να τριγυρίζει ανάμεσά μας. Ο χειμώνας πέρασε μέσα στις προετοιμασίες για το δωμάτιο του μωρού αφενός για την φουλ σεζόν της δουλειάς αφετέρου. Μια Τρίτη πρωί, μπήκε στο γραφείο στο κακό του χάλι. «Πρέπει να έχω κρυώσει» ψιθύρισε. Κάθισε στο άδειο γραφείο απέναντί μου, έγειρε πάνω του και κοιμήθηκε. Κοιταχτήκαμε με τον συνάδελφό μου «μα καλά τί τον έπιασε τώρα? Οπως και να χει μην εκτυπώνεις, αστον να κοιμηθεί» είπα. Ξύπνησε μετά από κανένα μισάωρο «Ναι , ναι, μου έκανε καλό ο ύπνος, τώρα είμαι καλύτερα, αλλά ας πάω στο σπίτι» είπε. Χαρές εμείς! «Ναι βρε αδελφέ, μείνε μια - δυο μέρες στο κρεββάτι, μην ξανακυλήσεις. Ατιμη άνοιξη, με αυτές τις ιώσεις». Δεν ήξερε κανένας μας ότι ήταν η τελευταία φορά που τον βλέπαμε όρθιο.
Πάλεψε με τον πυρετό μέρες. Αρνιόταν να πάει σε γιατρό «μα είναι απλά μια ίωση». Ενα Σαββατο πρωί, τον έφερε η γυναίκα του στο εργοστάσιο, ξαπλωμένο στο κάθισμα του συνοδηγού. Βγήκαμε όλοι να τον δούμε. «Θα περάσει, είμαι καλύτερα σήμερα, χθες βράδυ όμως ψηνόμουν, το φαντάζεστε ότι ονειρευόμουν τσιγγάνες;». Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε πλέον και δυστυχώς τρεις μέρες μετά , η γυναίκα του πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας «παιδιά, κάποιος, με κάποιο τρόπο να τον πάει στο Νοσοκομείο, αρνείται να μπει σε ασθενοφόρο». Και κάποιος τον πήγε. Με το ζόρι ξαπλωμένο σε ένα στρώμα στο φορτηγάκι που χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει διακοπές, ίδιο το στρώμα, ίδιο το φορτηγάκι. Και η γυναίκα του δίπλα, με ένα μωρό στην κοιλιά και μια αγωνία σε όλο της το είναι.
Τον είδα λίγες μέρες πριν την εγχείρηση που θα του «έσωζε» τη ζωή. Η πεθερά του, άρτι αφιχθείσα από το κομμωτήριο, κερνούσε σοκολατάκια στους παγωμένους διαδρόμους του Ερυθρού Σταυρού «μα είναι τα γενέθλιά του σήμερα, πάρτε σας παρακαλώ , είναι από τον Φλόκα». Μιλούσε με δυσκολία... «θα γυρίσω και θα ελέγξω όλα τα τιμολόγια, κανονίστε» είπε προσπαθώντας να γελάσει. «Ευτυχώς όλα θα πάνε καλά, φέρνουμε από την Αμερική τον καλύτερο καρδιοχειρούργο» πεταγόταν η πεθερά. Η γυναίκα του? Χάιδευε άπληστα την κοιλιά της «αφού δεν το έχασα με τόση αγωνία δεν θα το χάσω ποτέ».
Την παραμονή της επέμβασης μας πήρε τηλέφωνο. Ως δια μαγείας, η φωνή του ήταν δυνατή, όπως πάντα, ναι, πλέον μπορούσε να μιλήσει. Ζήτησε μόνο να τον συνδέσουμε με τον πατέρα του, ήθελε να τον ακούσει. Ναι η επέμβαση θα γινόταν την επομένη, μια βαλβίδα θα άλλαζε, προς Θεού, ο χρυσίζων σταφυλόκοκος είναι μεν επικίνδυνος, αλλά τον πρόλαβαν οι γιατροί, μετά την επέμβαση ίσως δεν μπορούσε να δουλεύει τόσο σκληρά αλλά θα περνούσε κι αυτό. Αλλωστε δεν είχε πια πυρετό, δεν τόλμησε όμως να σκεφτεί ότι είχε μόνιμα υποθερμία τις τελευταίες μέρες.
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα κάτι παράξενο. Τον είδα να μπαίνει στο γραφείο, κρατώντας την τσάντα του όπως πάντα και να μου λέει «την Τετάρτη θα κλείσουμε το εργοστάσιο». Ηταν τόσο απαίσιο όνειρο, που δεν ήθελα καν να δεχτώ ότι Τετάρτη ήταν η επομένη.
Δουλεύαμε εκείνη την Τετάρτη σαν να μην έτρεχε τίποτα. Θα είχε μπει ήδη στο χειρουργείο, μόλις έβγαινε θα μας τηλέφωνούσαν. Ο Παναγιώτης με πήρε και μου έδωσε το τηλέφωνο του ΥΓΕΙΑ, έπρεπε να συνεννοηθώ με το λογιστήριό τους για την πληρωμή της επέμβασης. Την στιγμή που καθαρόγραφα το τηλέφωνο στην αντζέντα μου, άκουσα τον συνάδελφο δίπλα να λέει στο τηλέφωνο «μα τί εννοείς?» και να περνάει τρέμοντας τη γραμμή στον Νίκο απέναντι. Με το στυλό στο χέρι , κοίταξα μέσα από τα τζάμια το Νίκο, να πιάνει το μετωπό του ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, και να βάζει τα κλάμματα. Ηρθε στο γραφείο μας. Εξη μάτια που τον κοιτούσαν ανοιγμένα διάπλατα. Τρία στόματα στραβωμένα , κλεισμένα ερμητικά. «Ο Δημήτρης, πέθανε» είπε ο Νίκος και ξέσπασε σε λυγμούς. Το στυλό έπεσε από τα χέρια μου, ακόμα και σήμερα το ΥΓΕΙΑ θα παραμένει μισογραμμένο σε εκείνη την αντζέντα που λίγα χρόνια μετά μου έκλεψαν. Μέχρι να χαθεί, απέφευγα να πέφτω πάνω στο Υ κι όταν έπεφτα κι έβλεπα τη μισογραμμένη λέξη, θυμόμουν εκείνο το πρωινό μιας Τετάρτης κάποιου Μάρτη.
Οι ώρες που ακολούθησαν δεν διέφεραν σε τίποτα από τις ώρες οποιουδήποτε σπιτικού χτυπηθεί από τον θάνατο. Τηλεφωνούσαμε σε συνεργάτες, σε πελάτες, ναι έπρεπε να έρθουν όλοι, ο Δημήτρης είχε φύγει , και στα παλιά μας τα παπούτσια η μητριά που ήθελε λίγο κόσμο και ντεκόρ αυστηρά με κόκκινα τριαντάφυλλα, η μάνα του που δεν ήταν σε θέση να πει τίποτε, η σύζυγος που πήρε τηλέφωνο να μας ενημερώσει ότι το αγέννητο παιδί της είναι η μοναδική κληρονόμος. Εμείς ήμασταν τα αδέλφια του, τα παιδιά του, όλα εμείς, εμείς θα τον αποχαιρετούσαμε όπως του έπρεπε, όπως αξίζει σε ένα παλληκάρι που μόλις τέσσερις μέρες πριν είχε κλείσει τα τριανταπέντε.
Ηρθε αργά το απόγευμα, γαλήνιος ,περιστοιχισμένος από λουλούδια και αρκουδάκια, επιβλητικός ακόμα κι έτσι, κι ανακάλυψα ότι κάποια στιγμή με έβγαλαν έξω, μέσα στους λυγμούς μου, φώναζα σαν υστερική «κλείστε την πόρτα σας λέω, θα κρυώσει». Πάντα φώναζε για τις ανοιχτές πόρτες , πάντα κρύωνε. Γύρισα αργά τη νύχτα σπίτι, να κοιμηθώ δυό ώρες, κι η ανάσα μου κοβόταν, πώς θα είναι η ζωή μας πια χωρίς τον Δημήτρη, σε ποιόν θα στηριζόμαστε όλοι μας, και το μωρό; Πώς θα έρθει σε έναν κόσμο χωρίς πατέρα; Θα το δούμε ποτέ το μωρό;
Την επομένη ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τεράστια σύννεφα. Την ώρα που πηγαίναμε στο νεκροταφείο βάλθηκε να βρέχει, «κλαίει ο ουρανός το παλληκάρι» ψιθύρισε μια γιαγιά. Οχι, δεν είχε θαφτεί στον κήπο του πατρικού του, όπως ζητούσε επίμονα ο πατέρας του, καθηλωμένος στο καροτσάκι του. Οχι, η γυναίκα του δεν ήταν εκεί, την αντικατέστησε ένα στεφάνι με μια κορδέλλα που έλεγε «στον ήλιο μου». Ο «ήλιος της» έδυε εν τη απουσία της πλέον, με παρέα τους θεατρινισμούς της μητέρας της , που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, αγκαλιάζοντας το στεφάνι. Τα καθώς πρέπει αίσχη της υψηλότατης κοινωνίας συνεχίστηκαν, όταν ο πεθερός του, σέρνοντας μαζί του για μάρτυρα, έναν κολλητό – ερείπιο που έκλαιγε σαν μωρό, ζήτησε από τον αδελφό του Δημήτρη να μπουν στο διαμέρισμά του και να παραλάβει ό,τι επιταγές ή χρήματα υπήρχαν. Γιατί το μωρό, ήταν ο μοναδικός κληρονόμος είπαμε. Θα γεννιόταν ο κόσμος να χαλάσει, θα περνούσαν αυτοί οι τέσσερις μήνες.
Μας πήρε καιρό να πάψουμε να το σκεφτόμαστε. Μας πήρε καιρό να ανοίξουμε τα συρτάρια του γραφείου του. Μας πήρε καιρό να βάλουμε μπροστά το αυτοκίνητό του για να μην πέσει η μπαταρία. Κι όταν έγινε αυτό, και έκανε την πρώτη του βόλτα στο προαύλιο, αυθόρμητα είπα «α ,ήρθε ο Δημήτρης». Τον ονειρευόμουν συχνά στην αρχή. Μου μιλούσε για τη δουλειά και μου έλεγε ότι είναι καλά. Ρωτούσε αν γεννήθηκε το παιδί του. Μια νύχτα μου είπε «εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου, θα το δεις». Και ήταν και είναι. Οσα είχε προβλέψει για μένα έγιναν, ό,τι επαγγελματισμό απέκτησα, στα δικά του θεμέλια τον έχτισα.
Το μωρό δεν το είδαμε ποτέ. Μόνο σε φωτογραφία μια φορά, όταν η μητέρα του ήρθε να κανονίσει τα διαδικαστικά των κληρονομικών. Ενα κοριτσάκι, ίδιο με εκείνον. Θα θελα κάποτε να το δω τυχαία (μόνο τυχαία θα μπορούσα άλλωστε) και να του μιλήσω για τον πατέρα του. Θα είναι τώρα κοπέλλα ολόκληρη, κοντεύει δώδεκα. Πάνε χρόνια που δεν τον φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Πάνε χρόνια που δεν έρχεται πια στα όνειρά μου. Οι τότε φίλοι και συνάδελφοι χαθήκαμε, μετά τον Δημήτρη κι άλλοι τον ακολούθησαν , κάποιοι ιδιαίτερα επώδυνα κι οι εναπομείναντες σκορπίσαμε στους πέντε ανέμους. Σήμερα το πρωί διάβασα ότι επανεμφανίστηκε στην Ελλάδα ο χρυσίζων σταφυλόκοκος, σήμερα το πρωί συνειδητοποίησα ότι πριν δώδεκα χρόνια , ακριβώς τέτοιες μέρες, ο Δημήτρης είχε ήδη συναντηθεί με τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκο κι έδινε την άνιση μάχη του. Στις 29 του Μάρτη, θα κλείσουν δώδεκα χρόνια από την μέρα που έφυγε, πόσοι άραγε τον θυμούνται ακόμα; Να συμπληρώσω ότι, από τότε αν κάποιος /α μου λέει ότι είναι Κριός , ρωτάω εντελώς ασυναίσθητα "γεννήθηκες μήπως στις 29 του Μάρτη?"