Saturday, March 31, 2007

Η ζωή

Μη μου ζητάς τραγούδια,
χθεσινά ξαναφορεμένα.
Mην ψάχνεις τα φεγγάρια,
τα παλιά τα περπατημένα.

Η ζωή
ξεκινά δυνατά
και πατά
σ'άλλους γαλαξίες,
συγχωρεί
τους πολύ τολμηρούς
τους τρελούς και τις αξίες.
H ζωή
τρέχει μ'έτη φωτός,
ο καιρός δεν την τρομάζει,
προχωρεί
και γι'αγάπες παλιές
ούτε που το κουβεντιάζει.

Μη μου ζητάς θυσίες,
αρκετές έκανα για σένα,
έχω πολλές αιτίες,
που κρατώ το αύριο για μένα.

(Δεν ξέρω πώς το θυμήθηκα αυτό σήμερα...)

Wednesday, March 28, 2007

Ο μικρός μας πόλεμος

Οχι δεν ήρθα εδώ να δουλέψω... ήρθα να πολεμήσω. Μόνο που κανένας δεν μου το είχε πει ώστε να πάρω μαζί πολεμοφόδια. «Υπήρχαν?» θα μου πείς. Οχι δεν υπήρχαν. Επρεπε να τα βρω εδώ. Τί πολεμοφόδια να έχεις για τον πόλεμο απέναντι σε μία κατάσταση που δεν έχεις ποτέ συναντήσει? Θα μου πεις «έτσι είναι οι δουλειές, παντού ανά τον κόσμο». Και θα σου απαντήσω ΟΧΙ. Δουλεύω από κοριτσάκι, έχω κάνει διάφορες δουλειές, έχω αντιμετωπίσει και εύκολες και ζόρικες καταστάσεις, πίστεψέ με, δεν είναι έτσι οι δουλειές.
Κι ανακαλύπτω πόσο άλλαξα. Πόσο διαφορετική γίνομαι μέρα με τη μέρα. Το μόνο που δεν έχω χάσει, εμφανώς πάντα, είναι η ψυχραιμία μου. Αλλά μέσα μου έχω λυγίσει, το νοιώθω. Είμαι εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που δεν επέλεξα και που δεν μπορώ να την αλλάξω. Οχι, δεν μπορώ. Και τί κάνω θα μου πεις? Θα σου απαντήσω ότι δεν έχω μάθει να το βάζω στα πόδια. Οταν φεύγω, φεύγω, δεν το βάζω στα πόδια. Εχει διαφορά. Μεγάλη. Να φύγω? Οχι, δεν μπορώ να φύγω και δεν θέλω να το βάλω στα πόδια. Κατάλαβες? Αν όχι, μου αρκεί που γραφοντάς το, επιτέλους το κατάλαβα εγώ.
Ναι είμαι ένας ρομαντικός στρατιώτης, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω μισθοφόρος τώρα που το σκέφτομαι. Και μισώ τον πόλεμο. Αλλα με πέταξαν μέσα στην φωτιά του, ή θα το έβαζα στα πόδια ή θα πολεμούσα. Και είπαμε, δεν έχω μάθει να το βάζω στα πόδια. Ετσι άραγε νοιώθουν οι στρατιώτες σε κάθε πόλεμο? Πολεμούν για να επιβιώσουν ή για να σκοτώσουν?
Σκοτώνω πια , το νοιώθω. Διψάω για μικρούς , καθημερινούς φόνους . Θα μου πεις, «ένας απολυμένος, ένας διωγμένος, σιγά τον φόνο καλή μου, θέμα το έκανες». Οταν έρχεσαι σε έναν τόπο και η πρώτη σου σκέψη είναι ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη κάποιων ανθρώπων, ότι θες να τους βοηθήσεις, να τους κάνεις να δουν μπροστά και τελικά μια ωραία μέρα, απολαμβάνεις να «παίρνεις κεφάλια», τα δικά τους κεφάλια, ναι αυτό είναι θέμα. Για μένα , το ξεκαθαρίζω. Και μάλιστα τεράστιο.
Γιατί είχα ευαισθησίες. Πόσες, δεν φαντάζεσαι! Σε σημείο που με έλεγαν ηλίθια. Κι εγώ τους αποδείκνυα ότι είμαι, λέγοντας «έτσι κερδίζεις τους ανθρώπους, όταν τους δεις σαν άνθρωπος». Και το πίστευα, αλήθεια το πίστευα. Και οι μέρες περνούσαν με τις ευαισθησίες μου να βιάζονται. Τις εκμεταλλεύτηκαν, τις χρησιμοποίησαν, τις τσαλαπάτησαν, ναι ένας δύο τις σεβάστηκαν αλλά ως εκεί. Ισως γιατί οι «άνθρωποι» δεν ήθελαν να κερδιθούν ή ακόμα χειρότερα δεν τους ένοιαζε να κερδίσουν άλλους ανθρώπους. Δυστυχισμένοι, μικρόψυχοι, αδιάφοροι. Και πρόσεξε δεν είπα να τους κατακτήσω, όχι δεν θέλησα να γίνω δυνάστης. Είπα να τους κερδίσω! Και πίστεψέ με και να με κερδίσουν ήθελα. Είχα όλη τη διάθεση να τους λατρέψω, αλλά δεν τους ενδιέφερε.
Και έγινα όπως σκατά έγινα. Ναι, ίσως μέρα με τη μέρα γίνομαι και δυνάστης. Υποσυνείδητα, άθελά μου, ναι γίνομαι. Θυμάμαι την πρώτη μου συνάντηση μαζί τους, είχα φορέσει ένα τεράστιο χαμόγελο και έλεγα «όλα θα πάνε καλά, ήρθα για να είμαστε ένα, δεν ήρθα για να σας πατήσω». Αλλά δεν γίναμε ένα. Γιατί δεν μπορούσαμε να γίνουμε. Κάποια πράγματα, όσο κι αν τα θέλεις, ή γίνονται ή δεν γίνονται. Και μην πεις ότι δεν προσπάθησα. Προσπάθησα, μόνο γι΄αυτό προσπάθησα. Απλά είμαστε «άλλοι», «ξένοι», «αλλιώτικοι». Τον πρώτο καιρό έκλαιγα όταν έπρεπε να διώξω κάποιον. Δεν απέλυσα ούτε κλέφτες, τους βρήκα αλλού δουλειά και τους έστειλα. Δεν ήθελα το κακό τους, δεν θέλησα να τους εκδικηθώ, ήξεραν τί έκαναν και το πλήρωσαν αλλάζοντας απλά περιβάλλον. Δεν άντεχα να τους βλέπω, να βλέπω την προδοσία τους , μόνο αυτό. Δεν έμειναν στον δρόμο. Κάποτε, για να με συγκινήσουν είπαν «ο Θεός μας είστε εσείς». Επρεπε να σκεφτώ, ότι όταν άνθρωποι που επί χρόνια είναι άθεοι στο λένε αυτό, απλά σε δουλεύουν. Ποιός Θεός?
Αυτό που με τσαντίζει πιο πολύ, είναι ότι πάντα έχω μια δικαιολογία για όλους. Υπανάπτυκτοι, στερημένοι, δυστυχισμένοι, δεν φταίνε αυτοί για την κατάντια τους. Κι η ανικανότητά τους ακόμα σαν δικαιολογία. Και το μίσος που λάμπει στα πρόσωπά τους, δεν είναι δικό τους λάθος, δεν φταίνε αυτοί που δεν έμαθαν να το αντικαταστήσουν με αγάπη. Δεν την έχουν μέσα τους, δεν τους χαρίστηκε, που να την βρουν?
Για μένα μόνο δεν βρίσκω δικαιολογία... που δέχτηκα να μπω στον πόλεμο. Που δέχτηκα να μπολιαστώ με το μίσος τους. Που αποχαιρετώ μέρα με τη μέρα τις ευαισθησίες μου. Που θυμώνω γιατί βασανίζουν το σκυλί μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το δικό μου σκυλί. Που πια δεν μου λένε τίποτα τα δάκρυά τους και τα ψεύτικα καλοπιάσματά τους. Που πλέον δεν πιστεύω μεγάλε ότι το παιδί σου είναι πολύ άρρωστο και λείπεις, ούτε με ενδιαφέρει αν σε παράτησε η γυναίκα σου. Κι αν ψάξεις μέσα σου θα δεις ότι αυτά μπορείς να τα πεις στους τόνους αλκοόλ που κατεβάζεις κρυφά ακόμα και στις τουαλλέτες, αλλά όχι σε μένα. Τελικά δεν ξέρω σε αυτόν τον πόλεμο ποιός είναι ποιός. Ποιός πάει να κατακτήσει και ποιόν? Και βλέπω πως τελικά απλά γίνομαι σαν κι αυτούς... με νίκησαν άραγε? Μα δεν ήρθα να πολεμήσω...ήρθα εδώ για να δουλέψω...

Κακία ή κακοτυχία?

Ολο το Σαββατοκύριακο κάναμε βάρδιες δίπλα στα "κλοπιμαία", περιμένοντας ποιός θα έρθει να τα πάρει... Τελικά μάλλον είχε καλύτερη ενημέρωση απ΄ότι εμείς, ή μας πήρε πρέφα και δεν πλησίασε...
Την Δευτέρα τελειώσαμε με τον συναγερμό και την πυρανίχνευση...
Χθες το απόγευμα έβαλαν φωτιά ακριβώς απ΄έξω από το εργοστάσιο, σαν να έλεγαν "τί την θέλατε την πυρανίχνευση ζώα, σας καίμε ότι ώρα θέλουμε χωρίς να πάρετε πρέφα"...
Σήμερα σταμάτησαν ταυτόχρονα (!) να λειτουργούν όλες οι αντλίες της κόλλας...
Κι όλα αυτά ενώ το είκοσι τοις εκατό του προσωπικού είναι με αναρωτικές λόγω ... πονόλαιμου κι ο μήνας τελειώνει και έρχονται γιορτές και και και...
Οι μόνοι που νοιώθουν ότι παράγουν έργο αυτές τις μέρες, είναι τα παιδιά της φύλαξης, επιτέλους είναι χρήσιμοι και απαραίτητοι !!! Εμείς παρακολουθούμε, νοιώθοντας εντελώς αδύναμοι απέναντι σε μια κατάσταση και νοοτροπία που μας ήταν άγνωστη.
Οχι, η λέξη γκαντεμιά έχει διαγραφεί προ καιρού από το λεξιλόγιό μου, το ίδιο και η κακοτυχία... Την έχει αντικαταστήσει η λέξη κακία... σε όλες τις πιθανές μορφές της.

Saturday, March 24, 2007

Η οικογένεια της Μέτζυ

Η Μέτζυ συνηθισμένη να είναι το εξώφυλλο της σκυλοοικογένειας, αποφάσισε να αποσυρθεί για λίγο κι έτσι προχωρήσαμε στις εσωτερικές σελίδες και σας παρουσιάζουμε τα υπόλοιπα μέλη (όσα δηλαδή δεν αυτομόλησαν, κλάπηκαν, δηλητηριάστηκαν ή χαρίστηκαν)... Και ξεκινάμε από την μαμά μας... Αφότου ο μπαμπάς μας έφυγε προς αναζήτηση νέας αγκαλιάς (μεταξύ μας τον είχε πρήξει!), δεν είναι στα καλύτερά της, αλλά αυτά έχει καμιά φορά η ζωή μιας συζύγου...
Συνεχίζουμε με τον Ρίτσι , ο οποίος είναι το τρανό παράδειγμα του "όποιος γελάει τελευταίος , γελάει καλύτερα". Ηταν του κλώτσου και του μπάτσου επί βασιλείας μπαμπά και δολίου Τζέκυ. Από την στιγμή που μας παράτησαν, ανέλαβε χρέη αρχηγού και σας πληροφορώ ότι είναι άψογος!







Η Πόλια μας. Γεννημένη μαζί με τη Μέτζυ, η πιο αγαπημένη της κιόλας. Ησυχη, τρυφερή με ελάχιστους και πολύ συγκροτημένη, όπως ακριβώς η νονά της.








Από την ίδια επίσης γέννα ο Πλάμεν. Χοντροκομμένος χωριάτης, το μοναδικό χάδι που ξέρει είναι να σε σκουντάει με την τεράστια κεφάλα του. Και φυσικά όπως βλέπετε, δεν έχει το οικογενειακό χάρισμα της πόζας. Πιστός σύντροφος της Μέτζυ στην εξερεύνηση και στους ομηρικούς καυγάδες.




Η μικρή μας Τσέτσα, επίσης από την ίδια γέννα, την ώρα της φωτογράφησης βρισκόταν για φύλαξη (δηλαδή μονίμως αυτό κάνει) κι έτσι δεν έχουμε την ευκαιρία να σας δείξουμε κι ένα μικρομαμωμένο σκυλί. Αντ' αυτής πόζαρε η νέα γεννιά, Λιούμπτσο , Λίλια και αβάφτιστο (την Δευτέρα πάει στο καινούργιο του σπίτι και θα αποκτήσει εκεί όνομα), που ακόμα δεν έχουν κάνει τα βήματά τους στον χώρο των μεγάλων.



Εικόνες

Χθες το βράδυ, γυρίζοντας από μια σύντομη βόλτα στο Πάζαρτζικ, ο ουρανός φορούσε τα καλά του κι έτσι δεν μπορούσα να αντισταθώ... Κρίμα που η φωτογραφία δεν αποτυπώνει το υπέροχο χρώμα του.





Στο σπίτι, η Μέτζυ είχε πάρει την αγαπημένη της θέση στην κουζίνα... Κι η ζωή , χαμογελούσε.

Thursday, March 22, 2007

Λόγια της βροχής

Ρίχνει παπάδες... η πρώτη μας βροχή νομίζω φέτος. Εχω μείνει στο γραφείο μόνη. Σε ποιό γραφείο δηλαδή, σε όλο το τερατούργημα μόνη. Πόσες χιλιάδες τετραγωνικά είπαμε? Ε, δεν θυμάμαι, κάποια στιγμή ίσως το μάθω. Υπάρχει κι ο φύλακας σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και με τέτοια βροχή δεν θα ανέβει απόψε προς τα πάνω, "έχεις τα σκυλιά λυμένα σέφκα και μας τρομάζουν στις περιπολίες". Φύλακες ε?
Στις σκάλες που οδηγούν στο διαμέρισμα, τα τζάμια έχουν σπάσει... Και τα εξωτερικά και τα εσωτερικά... από τον προχθεσινό αέρα κι όλους τους αέρες εδώ και τριάντα χρόνια. Τους έδειξα ένα ένα ποιά πρέπει να αφαιρέσουν γιατί ήταν ραγισμένα. Τα εξωτερικά. "Θα μας πέσουν στο κεφάλι" είπα κάνοντας και τις αντίστοιχες χειρονομίες. Πώς θα αφαιρέσεις ένα ραγισμένο εξωτερικό τζάμι λοιπόν? Η βουλγαρική λύση λέει "θα σπάσεις πρώτα το από μέσα". Οχι, όχι δεν είναι ποντιακό ανέκδοτο. Το έκαναν. Και αν δεν ανέβω σύντομα στο διαμέρισμα, θα πρέπει να βρω βάρκα για να ανέβω τις σκάλες.
Η Μέτζυ καταλαβαίνοντας ότι είμαι μόνη, ήρθε και κουλουριάστηκε στα πόδια μου. Είχε να το κάνει από μωρό. Ούτε μια βόλτα στην παραγωγή και ασφαλώς καμία διάθεση να βγει έξω. Τεντώνεται και με κοιτάζει ενώ χασμουριέται. "Απόψε σε φυλάω εγώ και δεν θα κουνηθώ από δίπλα σου" είναι σαν να λέει.("Και μιας και σε φυλάω και είμαι τόσο χρήσιμη, μπορώ να δαγκώσω το παντελόνι σου να το κάνω λίγο πιο μοντέρνο???").
Η Ολγα περίμενε να πάει δώδεκα για να μου πει το όνειρο που είδε... γιατί πρέπει να τα λένε μετά τις δώδεκα το μεσημέρι δεν κατάλαβα ποτέ, η γιαγιά μου έλεγε ότι μπορείς να τα πεις όταν ξημερώσει. Με είδε λέει σε φελούκα στον Βόσπορο. Ισως πήγαινε να με καλοπιάσει, θα ήθελα έναν Βόσπορο τώρα, με ή χωρίς φελούκα. Και είχε κύματα λέει, αλλά πιάστηκα στο κατάρτι και βγήκα στη στεριά. Και μετά με είδε γιαγιά, με μακρυά άσπρα μαλλιά... Αυτή η γυναίκα δεν βλέπει όνειρα, βλέπει σινεμά στον ύπνο της. Επί τριανταπέντε χρόνια δεν μπορώ να μακρύνω τα μαλλιά μου, περιμένουν να ασπρίσουν πρώτα?
Ναι σωστά καταλάβατε, έχω πονοκέφαλο. Και υπέρταση. Συνεπώς γράφω ό,τι μου ' ρχεται. Απλά και μόνο γιατί βαριέμαι να ξεκουνηθώ από την καρεκλίτσα μου και να ανέβω στο σπίτι. Αρκετό χιλιόμετρο έκανα σήμερα, ώρα να καθίσω κι εγώ λίγο...
Η βροχή ακούγεται λες και είναι εδώ δίπλα μου... Η Ανοιξη μας ξεγέλσασε... Πήγε διακοπές πριν καλά καλά πιάσει δουλειά. Κι ο φίλος της ο χειμώνας που επίσης έκανε διακοπές φέτος, είπε να δουλέψει λιγάκι. Πώς τους ζηλεύω που αλλάζουν βάρδιες όποτε θέλουν χωρίς να υπολογίζουν κανέναν...

Η αγάπη

Η αγάπη καμιά φορά τρομάζει...
Οταν αδυνατείς να την νοιώσεις,
Όταν δεν την έχεις νοιώσει ποτέ,
Όταν πίστεψες ότι την ένοιωσες κι έκανες λάθος,
Όταν την ένοιωσες και σε πόνεσε ή ξεθώριασε...
Σε τρομάζει.
Αλλοι περιμένουν ένα «σ’αγαπάω» ,
Για να τους δώσει φτερά πολύχρωμα,
Κι άλλοι βάζουν φτερά και πετάνε μακρυά της,
Όταν το ακούσουν.

Η αγάπη τρομάζει κι όταν την νοιώσεις...
Οταν την νοιώσεις και φοβάσαι,
Μην καταλάβεις ότι έκανες λάθος.
Οταν την πρωτονοιώθεις,
Οταν διαφέρει από όλα όσα μέχρι τότε
Αγάπη θεωρούσες.
Οταν φοβάσαι μην ξεθωριάσει,
Όταν φοβάσαι μην σε πονέσει...
Σε τρομάζει.
Και λες το «σ’αγαπάω» ,
Και φοράς φτερά πολύχρωμα...
Η δεν το λες
Και βάζεις φτερά και πετάς μακρυά της,Για να μην το πεις...

Friday, March 16, 2007

Σμύρνη - Izmir - Smirna

Πάνε έξη χρόνια από την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα. Είχαμε θαλασσοπνιγεί, Νοέμβρη μήνα, με ένα καραβάκι που το ταρακουνούσαν οκτώ μποφώρ στην διαδρομή Χίος - Τσεσμέ. Ο Τούρκος συνεργάτης που μας περίμενε, ήταν ο πρώτος Τούρκος που συναντούσα στη ζωή μου. Μου έκανε εντύπωση ο αυτοκινητόδρομος που σε οδηγούσε στη Σμύρνη. Βλέπετε, είχα την εντύπωση ότι οι "απολίτιστοι γείτονες" είχαν κατσικόδρομους. Εμεινα τρεις μέρες και δεν την γνώρισα καθόλου, ήταν και οι τρεις γεμάτες με επαγγελματικές συναντήσεις και δείπνα εργασίας. Το βράδυ της αναχώρησης αποκλειστήκαμε στο Τσεσμέ. Τα ελληνικά καραβάκια δεμένα, το τούρκικο θα το ρίσκαρε αν μαζευόμασταν δέκα "θαρραλέοι", ένας περισσότερος από τα μποφώρ δηλαδή. Είμασταν μόνο τρεις κι ο κούκος, όπου κούκος βλέπε τον καπετάνιο.
Παρότι μετά από εκείνο το ταξίδι, η Τουρκία έγινε "τρίτη πατρίδα" , προς τα εκεί δεν καταφέραμε να πάμε παρά τον περασμένο Σεπτέμβριο. Για δύο μόνο μέρες. Οδικώς αυτή τη φορά (άλλο πακέτο αυτό). Επίσης δεν την γνώρισα. Δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Τελικά ο κύβος ερίφθη. Πάσχα στην Σμύρνη. Η Ιστανμπουλ είναι έτσι κι αλλιώς γεμάτη αυτό το Πάσχα, την αφήνουμε να την χαρούν οι τουρίστες. Οχι ότι δεν θα περάσουμε μια βόλτα να πάρουμε την δόση μας δηλαδή, αλλά μπορεί να μας περιμένει. Αυτή τη φορά το υπόσχομαι, δεν θα ασχοληθώ καθόλου με δουλειά... θέλω να την γνωρίσω! Και για να το σιγουρέψω ας φυλαχτώ κι από το κακό το μάτι εεε?

Οι 5 αγαπημένες μου.

Τόσο η Ελένη, όσο και η Adomiel, μου "έδωσαν τη σκυτάλη" για τις πέντε αγαπημένες μου ταινίες. Σπάω λοιπόν το κεφάλι μου να ξεχωρίσω πέντε (για μια σινεφίλ είναι εξαιρετικά δύσκολο αυτό, πιστέψτε με!!!). Μου έχει βέβαια κόψει την φόρα λίγο η "εξορία", όπως ορθότατα την αποκάλεσε η Adomiel. Λοιπόν έχουμε και λέμε (δλδ γράφουμε και σβήνουμε και ξαναγράφουμε):


- Ο καιρός των τσιγγάνων
- Ομορφα χωριά όμορφα καίγονται
- Δαμάζοντας τα κύματα
- Η Μπλε ταινία
- La Vitta E Bella
- Πολίτικη Κουζίνα
- Leon
- O Ψεύτης Ήλιος....

ναι ξέρω, είναι πάνω από πέντε , και δεν μπορώ να σταματήσω ούτε σε αυτές.... απλά το οκτώ είναι ο αγαπημένος μου αριθμός και είπα να φρενάρω....

Wednesday, March 14, 2007

Το μεγάλο παιδί

Ηταν ένα μεγάλο παιδί. Ενα τεράστιο παιδί για να ακριβολογούμε. Πάνω από 1,90, γεμάτος, δημιουργούσε τόση βαβούρα με την φωνή του, που ήταν φορές που κλείναμε τα αυτιά μας για να δουλέψουμε. Ηταν το δεύτερό μου αφεντικό. Για να είμαι ακριβής, ο πρώτος άνθρωπος που αντιλήφθηκα σαν εργοδότη, όταν στα είκοσί μου βρήκα μια σοβαρή δουλειά.
Ηταν κακός και επιθετικός με πολλούς και καλός με ελάχιστους. Για χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν μου φώναξε και δεν με επέπληξε ποτέ, αλλά λάτρεψα τόσο πολύ εκείνη τη δουλειά που δεν θα έδινα σε κανέναν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τις ικανότητές μου. «Οταν κάποτε οι εταιρείες αλλάξουν και δεν θα σοκάρει να βλέπεις μαι γυναίκα να γυρνάει για πωλήσεις ανά την Ελλάδα, θα είσαι από τις πρώτες που θα το κάνουν» προέβλεπε. Δέκα χρόνια μετά, πράγματι περιφερόμουν με μια βαλίτσα στο πορτ-παγκάζ , διανύοντας χιλιόμετρα περισσότερα κι από οδηγό νταλίκας, δεν έπεσε έξω.
Μας μιλούσε για τα απλά και τα δύσκολα, μας μάζευε όλους, όλοι παιδιά από είκοσι έως τριάντα ήμασταν, και μας έκανε «μάθημα» χρησιμοποιώντας έναν πίνακα. Πώς θα υπολογίζουμε τί, πώς θα βγάζουμε τον μέσο όρο πληρωμής των πελατών, πώς θα δίνουμε τιμές. Η εταιρεία μεγάλωνε, μαζί της μεγαλώναμε κι εμείς, γελούσαμε όταν χοροπηδούσε από χαρά όταν του ανακοινώναμε τα αποτελέσματα του εξαμήνου, τρέμαμε όταν η φωνή του άγρια , διέσχιζε τους τοίχους κι έφτανε στο γραφείο μας. Μεγαλώνοντας ανακαλύπτω πόσο άδικα τρομάζαμε, πόσο άδικα τον φοβόμασταν, είπαμε , ήταν ένα τεράστιο παιδί.
Ενα πρωί , ξετρελλαμένος μας, ανακοίνωσε ότι την επομένη θα έλειπε, παντρευόταν. «Μην το κλείσετε αύριο επειδή θα λείπω ε?». Γελάσαμε και χαρήκαμε, ειδικά όταν εξήγησε ότι η αγαπημένη του ήταν έγγυος, θα ήταν όμορφο να είχαμε ένα παιδάκι να τριγυρίζει ανάμεσά μας. Ο χειμώνας πέρασε μέσα στις προετοιμασίες για το δωμάτιο του μωρού αφενός για την φουλ σεζόν της δουλειάς αφετέρου. Μια Τρίτη πρωί, μπήκε στο γραφείο στο κακό του χάλι. «Πρέπει να έχω κρυώσει» ψιθύρισε. Κάθισε στο άδειο γραφείο απέναντί μου, έγειρε πάνω του και κοιμήθηκε. Κοιταχτήκαμε με τον συνάδελφό μου «μα καλά τί τον έπιασε τώρα? Οπως και να χει μην εκτυπώνεις, αστον να κοιμηθεί» είπα. Ξύπνησε μετά από κανένα μισάωρο «Ναι , ναι, μου έκανε καλό ο ύπνος, τώρα είμαι καλύτερα, αλλά ας πάω στο σπίτι» είπε. Χαρές εμείς! «Ναι βρε αδελφέ, μείνε μια - δυο μέρες στο κρεββάτι, μην ξανακυλήσεις. Ατιμη άνοιξη, με αυτές τις ιώσεις». Δεν ήξερε κανένας μας ότι ήταν η τελευταία φορά που τον βλέπαμε όρθιο.
Πάλεψε με τον πυρετό μέρες. Αρνιόταν να πάει σε γιατρό «μα είναι απλά μια ίωση». Ενα Σαββατο πρωί, τον έφερε η γυναίκα του στο εργοστάσιο, ξαπλωμένο στο κάθισμα του συνοδηγού. Βγήκαμε όλοι να τον δούμε. «Θα περάσει, είμαι καλύτερα σήμερα, χθες βράδυ όμως ψηνόμουν, το φαντάζεστε ότι ονειρευόμουν τσιγγάνες;». Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε πλέον και δυστυχώς τρεις μέρες μετά , η γυναίκα του πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας «παιδιά, κάποιος, με κάποιο τρόπο να τον πάει στο Νοσοκομείο, αρνείται να μπει σε ασθενοφόρο». Και κάποιος τον πήγε. Με το ζόρι ξαπλωμένο σε ένα στρώμα στο φορτηγάκι που χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει διακοπές, ίδιο το στρώμα, ίδιο το φορτηγάκι. Και η γυναίκα του δίπλα, με ένα μωρό στην κοιλιά και μια αγωνία σε όλο της το είναι.
Τον είδα λίγες μέρες πριν την εγχείρηση που θα του «έσωζε» τη ζωή. Η πεθερά του, άρτι αφιχθείσα από το κομμωτήριο, κερνούσε σοκολατάκια στους παγωμένους διαδρόμους του Ερυθρού Σταυρού «μα είναι τα γενέθλιά του σήμερα, πάρτε σας παρακαλώ , είναι από τον Φλόκα». Μιλούσε με δυσκολία... «θα γυρίσω και θα ελέγξω όλα τα τιμολόγια, κανονίστε» είπε προσπαθώντας να γελάσει. «Ευτυχώς όλα θα πάνε καλά, φέρνουμε από την Αμερική τον καλύτερο καρδιοχειρούργο» πεταγόταν η πεθερά. Η γυναίκα του? Χάιδευε άπληστα την κοιλιά της «αφού δεν το έχασα με τόση αγωνία δεν θα το χάσω ποτέ».
Την παραμονή της επέμβασης μας πήρε τηλέφωνο. Ως δια μαγείας, η φωνή του ήταν δυνατή, όπως πάντα, ναι, πλέον μπορούσε να μιλήσει. Ζήτησε μόνο να τον συνδέσουμε με τον πατέρα του, ήθελε να τον ακούσει. Ναι η επέμβαση θα γινόταν την επομένη, μια βαλβίδα θα άλλαζε, προς Θεού, ο χρυσίζων σταφυλόκοκος είναι μεν επικίνδυνος, αλλά τον πρόλαβαν οι γιατροί, μετά την επέμβαση ίσως δεν μπορούσε να δουλεύει τόσο σκληρά αλλά θα περνούσε κι αυτό. Αλλωστε δεν είχε πια πυρετό, δεν τόλμησε όμως να σκεφτεί ότι είχε μόνιμα υποθερμία τις τελευταίες μέρες.
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα κάτι παράξενο. Τον είδα να μπαίνει στο γραφείο, κρατώντας την τσάντα του όπως πάντα και να μου λέει «την Τετάρτη θα κλείσουμε το εργοστάσιο». Ηταν τόσο απαίσιο όνειρο, που δεν ήθελα καν να δεχτώ ότι Τετάρτη ήταν η επομένη.
Δουλεύαμε εκείνη την Τετάρτη σαν να μην έτρεχε τίποτα. Θα είχε μπει ήδη στο χειρουργείο, μόλις έβγαινε θα μας τηλέφωνούσαν. Ο Παναγιώτης με πήρε και μου έδωσε το τηλέφωνο του ΥΓΕΙΑ, έπρεπε να συνεννοηθώ με το λογιστήριό τους για την πληρωμή της επέμβασης. Την στιγμή που καθαρόγραφα το τηλέφωνο στην αντζέντα μου, άκουσα τον συνάδελφο δίπλα να λέει στο τηλέφωνο «μα τί εννοείς?» και να περνάει τρέμοντας τη γραμμή στον Νίκο απέναντι. Με το στυλό στο χέρι , κοίταξα μέσα από τα τζάμια το Νίκο, να πιάνει το μετωπό του ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, και να βάζει τα κλάμματα. Ηρθε στο γραφείο μας. Εξη μάτια που τον κοιτούσαν ανοιγμένα διάπλατα. Τρία στόματα στραβωμένα , κλεισμένα ερμητικά. «Ο Δημήτρης, πέθανε» είπε ο Νίκος και ξέσπασε σε λυγμούς. Το στυλό έπεσε από τα χέρια μου, ακόμα και σήμερα το ΥΓΕΙΑ θα παραμένει μισογραμμένο σε εκείνη την αντζέντα που λίγα χρόνια μετά μου έκλεψαν. Μέχρι να χαθεί, απέφευγα να πέφτω πάνω στο Υ κι όταν έπεφτα κι έβλεπα τη μισογραμμένη λέξη, θυμόμουν εκείνο το πρωινό μιας Τετάρτης κάποιου Μάρτη.
Οι ώρες που ακολούθησαν δεν διέφεραν σε τίποτα από τις ώρες οποιουδήποτε σπιτικού χτυπηθεί από τον θάνατο. Τηλεφωνούσαμε σε συνεργάτες, σε πελάτες, ναι έπρεπε να έρθουν όλοι, ο Δημήτρης είχε φύγει , και στα παλιά μας τα παπούτσια η μητριά που ήθελε λίγο κόσμο και ντεκόρ αυστηρά με κόκκινα τριαντάφυλλα, η μάνα του που δεν ήταν σε θέση να πει τίποτε, η σύζυγος που πήρε τηλέφωνο να μας ενημερώσει ότι το αγέννητο παιδί της είναι η μοναδική κληρονόμος. Εμείς ήμασταν τα αδέλφια του, τα παιδιά του, όλα εμείς, εμείς θα τον αποχαιρετούσαμε όπως του έπρεπε, όπως αξίζει σε ένα παλληκάρι που μόλις τέσσερις μέρες πριν είχε κλείσει τα τριανταπέντε.
Ηρθε αργά το απόγευμα, γαλήνιος ,περιστοιχισμένος από λουλούδια και αρκουδάκια, επιβλητικός ακόμα κι έτσι, κι ανακάλυψα ότι κάποια στιγμή με έβγαλαν έξω, μέσα στους λυγμούς μου, φώναζα σαν υστερική «κλείστε την πόρτα σας λέω, θα κρυώσει». Πάντα φώναζε για τις ανοιχτές πόρτες , πάντα κρύωνε. Γύρισα αργά τη νύχτα σπίτι, να κοιμηθώ δυό ώρες, κι η ανάσα μου κοβόταν, πώς θα είναι η ζωή μας πια χωρίς τον Δημήτρη, σε ποιόν θα στηριζόμαστε όλοι μας, και το μωρό; Πώς θα έρθει σε έναν κόσμο χωρίς πατέρα; Θα το δούμε ποτέ το μωρό;
Την επομένη ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τεράστια σύννεφα. Την ώρα που πηγαίναμε στο νεκροταφείο βάλθηκε να βρέχει, «κλαίει ο ουρανός το παλληκάρι» ψιθύρισε μια γιαγιά. Οχι, δεν είχε θαφτεί στον κήπο του πατρικού του, όπως ζητούσε επίμονα ο πατέρας του, καθηλωμένος στο καροτσάκι του. Οχι, η γυναίκα του δεν ήταν εκεί, την αντικατέστησε ένα στεφάνι με μια κορδέλλα που έλεγε «στον ήλιο μου». Ο «ήλιος της» έδυε εν τη απουσία της πλέον, με παρέα τους θεατρινισμούς της μητέρας της , που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, αγκαλιάζοντας το στεφάνι. Τα καθώς πρέπει αίσχη της υψηλότατης κοινωνίας συνεχίστηκαν, όταν ο πεθερός του, σέρνοντας μαζί του για μάρτυρα, έναν κολλητό – ερείπιο που έκλαιγε σαν μωρό, ζήτησε από τον αδελφό του Δημήτρη να μπουν στο διαμέρισμά του και να παραλάβει ό,τι επιταγές ή χρήματα υπήρχαν. Γιατί το μωρό, ήταν ο μοναδικός κληρονόμος είπαμε. Θα γεννιόταν ο κόσμος να χαλάσει, θα περνούσαν αυτοί οι τέσσερις μήνες.
Μας πήρε καιρό να πάψουμε να το σκεφτόμαστε. Μας πήρε καιρό να ανοίξουμε τα συρτάρια του γραφείου του. Μας πήρε καιρό να βάλουμε μπροστά το αυτοκίνητό του για να μην πέσει η μπαταρία. Κι όταν έγινε αυτό, και έκανε την πρώτη του βόλτα στο προαύλιο, αυθόρμητα είπα «α ,ήρθε ο Δημήτρης». Τον ονειρευόμουν συχνά στην αρχή. Μου μιλούσε για τη δουλειά και μου έλεγε ότι είναι καλά. Ρωτούσε αν γεννήθηκε το παιδί του. Μια νύχτα μου είπε «εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου, θα το δεις». Και ήταν και είναι. Οσα είχε προβλέψει για μένα έγιναν, ό,τι επαγγελματισμό απέκτησα, στα δικά του θεμέλια τον έχτισα.
Το μωρό δεν το είδαμε ποτέ. Μόνο σε φωτογραφία μια φορά, όταν η μητέρα του ήρθε να κανονίσει τα διαδικαστικά των κληρονομικών. Ενα κοριτσάκι, ίδιο με εκείνον. Θα θελα κάποτε να το δω τυχαία (μόνο τυχαία θα μπορούσα άλλωστε) και να του μιλήσω για τον πατέρα του. Θα είναι τώρα κοπέλλα ολόκληρη, κοντεύει δώδεκα. Πάνε χρόνια που δεν τον φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Πάνε χρόνια που δεν έρχεται πια στα όνειρά μου. Οι τότε φίλοι και συνάδελφοι χαθήκαμε, μετά τον Δημήτρη κι άλλοι τον ακολούθησαν , κάποιοι ιδιαίτερα επώδυνα κι οι εναπομείναντες σκορπίσαμε στους πέντε ανέμους. Σήμερα το πρωί διάβασα ότι επανεμφανίστηκε στην Ελλάδα ο χρυσίζων σταφυλόκοκος, σήμερα το πρωί συνειδητοποίησα ότι πριν δώδεκα χρόνια , ακριβώς τέτοιες μέρες, ο Δημήτρης είχε ήδη συναντηθεί με τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκο κι έδινε την άνιση μάχη του. Στις 29 του Μάρτη, θα κλείσουν δώδεκα χρόνια από την μέρα που έφυγε, πόσοι άραγε τον θυμούνται ακόμα; Να συμπληρώσω ότι, από τότε αν κάποιος /α μου λέει ότι είναι Κριός , ρωτάω εντελώς ασυναίσθητα "γεννήθηκες μήπως στις 29 του Μάρτη?"

Tuesday, March 13, 2007

...

Γυρίζω πίσω...
Χρόνια πριν...
Τότε που τα τότε μεγάλα με έβαζαν σε αγωνία
Και τα τώρα μικρά μου χάριζαν ευτυχίας στιγμές.
Πόσο μεγάλος και δύσκολος ήταν ο κόσμος τότε...
Κι ενώ μίκρυνε ο κόσμος,
Και τα τότε μεγάλα έγιναν μικρά και μικρότερα,
Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι δύσκολος
Και η ζωή εξακολουθεί να είναι Γολγοθάς...
Δεν μεγαλώνουμε μόνο εμείς τελικά.
Ο,τι μας περιβάλλει,
Ό,τι μας φορτώνεται,
Ο,τι μας χαροποιεί,
Ο,τι μας πιέζει
Ό,τι αποζητάμε,
Ό,τι δεν έχουμε
Ο,τι ονειρευόμαστε,

μαζί μας μεγαλώνει...

Thursday, March 08, 2007

They are not alone (?)

Η Βουλγαρία είναι μια χώρα, που σπάνια θα δεις αφίσες πολιτικού περιεχομένου στους δρόμους, μια χώρα που η πολιτική συνείδηση πέφτει συνήθως σε χειμέρια νάρκη, μια χώρα που δεν υπάρχει κοινωνική αφύπνηση, με άλλα λόγια μια χώρα της λογικής "όσα φάμε κι όσα πιούμε".

Το ραφείο μας πάλι, είναι ένα τμήμα του εργοστασίου γεμάτο με αυτοκολλητάκια ORIFLAME, αφίσσες ντόπιων "καλλιτεχνών" , αποξηραμένα γαρύφαλλα και κορδέλλες από δώρα.

Προχθές λοιπόν, μπαίνοντας στο ραφείο μας, αντίκρυσα μια τεράστια αφίσσα κολλημένη στον τοίχο, η οποία δεν κατάλαβα τί αφορά. Οι φράσεις "Ne ste sami" δηλαδή "Δεν είσαστε μόνοι", δεν μου έλεγαν τίποτα. Και φυσικά μου πέρασε από το μυαλό ότι οι γαζώτριες μας την κόλλησαν για καθαρά αισθητικούς λόγους, χωρίς και οι ίδιες να ξέρουν τί αφορά. Χθες το βράδυ , κατεβαίνοντας μια βόλτα στο Πλόβντιβ, είδα όλον τον τοίχο κεντρικού ξενοδοχείου να καλύπτεται από πλακάτ με το ίδιο σήμα και λογότυπο. "Αυτό να δεις που κάτι σημαίνει" σκέφτηκα.

Σήμερα το πρωί λοιπόν, έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ότι το συγκεκριμένο σηματάκι, αφορά την επιτροπή που έχει συσταθεί για την συμπαράσταση στις Βουλγάρες νοσοκόμες που καταδικάστηκαν σε θάνατο στην Λιβύη, όταν κατηγορήθηκαν ότι μόλυναν με πρόθεση ανήλικα παιδιά με τον ιό του AIDS. Δεν έχω πολυσκεφτεί-αναλύσει το θέμα, όπως και να έχει είναι λυπηρό και αποτρόπαιο, από όποια πλευρά να το κοιτάξεις. Τόσο τα μολυσμένα και νεκρά παιδάκια όσο και η θανατική ποινή, μόνο πόνο και θλίψη προκαλούν, οργή προκαλούν, από όποια πλευρά κι αν σταθείς. Και βέβαια (επίσης από όποια πλευρά κι αν είσαι), κάνουν ορατό το χαμηλό βιοτικό και κοινωνικό επίπεδο δύο λαών και τα αποτελέσματα αυτού του χαμηλού επιπέδου.

Για όσους θεωρήσουν ότι οι Βουλγάρες νοσοκόμες, δεν πρέπει να είναι μόνες σε αυτή την προσπάθεια, υπάρχει το site www.nestesami.bg (και στα αγγλικά). Δυστυχώς δεν ξέρω που μπορούμε να δηλώσουμε την συμπαράστασή μας στα συγκεκριμένα παιδάκια που μολύνθηκαν από τον ιό, και ποιός θα μπορέσει να βρει και να τιμωρήσει τους πραγματικά υπέυθυνους, όποιοι κι αν είναι αυτοί.

Σας παραθέτω και το σηματάκι που μου δημιούργησε την απορία και που τις τελευταίες μέρες, επισκίασε ακόμα και τις μπάμπες μάρτες μας.

Η μπαλάντα της Ιφιγένειας

Με πήρες κάποτε απ΄το χέρι και δε σε ρώτησα πού πάμε
σου είπα με σένα δε φοβάμαι,μάνα καλή μάνα μου έρμη.
Eσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου
και τότε μάνα, καλέ μάνα, τότε σε βάφτισα αρχηγό μου.

Κλείδωσες δυό φορές το σπίτι,μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη.
Σαν τα κοράκια πέσαν όλοι,έτσι όπως σε είδαν φοβισμένη.
Κι ακόνιζα παιδάκι πράμα τα νύχια μου και το μυαλό μου
με μιά τρεμούλα,μ΄ένα φόβο μη γκρεμιστεί ο αρχηγός μου.

Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια, όπως το χρώμα στη βατίστα,
στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια.
Η Ελλάδα πήγαινε κι ερχόταν, έγινε ο τρόμος καθεστώς σου,
φοβήθηκα μη σε τσακίσουν και τότε έγινα αρχηγός σου.

Και πάνω που άρχιζα να ορίζω, ήρθε η αγάπη να με ορίσει,
και μπλέχτηκα στο αλισβερίσι οι αγάπες μ΄έβαλαν στη μέση.
Εσύ νοιαζόσουν μη πονέσω μα αυτές δε΄βλέπαν τον καημό σου
κι όλες στο μάτι είχαν βάλει να ρίξουνε τον αρχηγό σου.

Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων,
έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας.
Πήγαν να τρίξουν τα θεμέλια, δεν ήταν τ΄αύριο πια δικό μου,
τότε ξανάπλωσες το χέρι και σε ξανάκανα αρχηγό μου.

Τώρα χαμένη εγώ στους ήχους και λυτρωμένη εσύ χορεύεις,
η μόνη εσύ που με πιστεύεις σαν σου μιλώ μεσ΄στα τραγούδια.
Τώρα αγαπώ μα δεν ορίζω τώρα δεν ψάχνω να΄βρω δίκια,
τώρα το δρόμο μου τον βρήκα γκρεμίστηκαν τ΄αρχηγηλίκια.

(Στίχοι και Μουσική : Χ.Αλεξίου)

Monday, March 05, 2007

Ο εφιάλτης

Ξύπνησα άσχημα... Ισως γιατί κοιμήθηκα ελάχιστα και επίσης άσχημα. Ισως γιατί έβλεπα εφιάλτες. Ολες αυτές τις μέρες τριγυρίζει στο μυαλό μου ένα "φεύγω" τεράστιο, ήταν λογικό και να το ονειρευτώ. Κι ήταν απίστευτο πόσο με πόνεσε, αν και ήταν απλά εφιάλτης... Ηταν απίστευτο το πόσο με διέλυε αυτή μου η φυγή, ένοιωθα ότι πίσω μου έμεναν κομμάτια μου, κι έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα...
Κι ένα μωρό, ονειρεύτηκα ένα μωρό, ένα ξανθό κοριτσάκι με καταπράσινα μάτια...
Είναι δύσκολη μέρα, παρότι είναι λουσμένη με ήλιο, παρότι η άνοιξη είναι εδώ μετά από έναν χειμώνα ανύπαρκτο, παρότι χθες το βράδυ το γεμάτο φεγγάρι έπαιζε με τα σύννεφα, μόνο και μόνο για να μου ποζάρει.. Νοιώθω ότι πλησιάζει η ώρα... ή θα φύγω, ή θα ριζώσω εδώ. Δεν υπάρχει μέση λύση, δεν υπάρχει ενδιάμεση διαδρομή να ακολουθήσω. Απλά μέσα σε όλα, αναρωτιέμαι αν άξιζε τόσος πόνος, τόσος κόπος...

Thursday, March 01, 2007

Το Ονειρο

Θα φύγω λέω... και μαζεύω κουράγια, νεύρα,
όσα με πόνεσαν μήνες τώρα,
θηλιές τα κάνω,
να κρεμάσω το όνειρο και να φύγω.
Θα φύγω λέω... και εξακολουθώ να κάνω,
όσα κάποιος που μένει κάνει,
κάποιος που έχει σκοπό για πολύ να μείνει,
αν όχι για πάντα.
Θα φύγω λέω... και πνίγω λυγμούς,
καταπίνω δάκρυα,
γιατί δεν θέλω να το κρεμάσω το όνειρο.
Το όνειρο δεν μου ανήκει,
ανήκει μόνο σε αυτό το ίδιο το όνειρο.
Το ότι το ονειρεύτηκα, δεν το κάνει δέσμιό μου...
δεν μπορώ να το κρεμάσω στις θηλιές που φτιάχνω...
θα το αφήσω να ζήσει.
Μόνο που εγώ θα είμαι ήδη αλλού,
να κυοφορώ ένα άλλο όνειρο...