Thursday, March 20, 2008
Οι "δικοί μας" και "οι ξένοι"
Χθες το βράδυ...
Χτύπησε το ελληνικό κινητό μου. Αυτό που θυμάται μόνο η μαμά μου, γιατί το βουλγάρικο την μπερδεύει. Αλλά δεν ήταν η μαμά μου. Ενας πολύ πολύ παλιός συνεργάτης από την Ελλάδα, ήταν. Είχαμε δουλέψει μαζί για δυό-τρεις μήνες, πριν από εννιά χρόνια. Εκτοτε επικοινωνούσαμε αργά και που. Ετυχε να έχουμε μιλήσει για τελευταία φορά, ότι είχα φύγει για την Βουλγαρία. Το είχα εντελώς ξεχάσει. Ετσι ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξή μου, όταν μου είπε ότι θα έρθει Σαββατοκύριακο στο Μπάνσκο και θα ήθελε πολύ να έρθει να μας δει. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο με συγκίνησε. Χωρίς να είμαστε "κολλητοί", θυμόταν ότι ήμασταν εδώ και ήθελε να μας δει. Κι ήμουν τόσο συγκινημένη, που του είπα να μην μπει στον κόπο, θα πάμε εμείς στο Μπάνσκο να τον δούμε εκεί. Παρότι δεν ξέρω ποιά στιγμή θα μπορέσουμε να φύγουμε από εδώ και με προβληματίζει λίγο ο δρόμος.
Σήμερα το πρωί...
Ο συνεργάτης μας ο Μπόικο ήρθε από την Ιστανμπούλ. Δεν ήξερα ότι θα πήγαινε, χθες εντελώς τυχαία τον πήρα τηλέφωνο και μου είπε ότι είναι εκεί. "Να μου φέρεις καφέ Μεχμέτ Εφέντι" του είπα. Ετσι για να το πω. Ηθελα να του κάνω πλάκα γιατί ξέρω την αντιπάθειά του για την Πόλη και ήμουν σίγουρη ότι δεν θα μπει στον κόπο να ψάξει για καφέ. Μπήκε στο γραφείο φουριόζος, με τα δυό πολύτιμα χρυσαφί σακουλάκια στα χέρια του. "Αυτό ήθελες σίγουρα?" με ρώτησε. Χαμογέλασα με όλη μου την καρδιά. "Βρε θηρίο, έφερες καφέ?". " Αυτός είναι σίγουρα?Πολύ φτηνός μου φάνηκε και σου πήρα δύο. Είπα μην κάνω λάθος με αυτό το μεχμέτ-τέτοιο". Δεν δέχτηκε να του τον πληρώσω, στο τέλος μου άφησε κι ένα τούρκικο κέρμα στο γραφείο "θα το χρειαστείς για τα διόδια, εγώ δεν θα ξαναπάω σύντομα" μου είπε.
Είναι όμορφο να ξέρεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που σε σκέφτονται κι ας μην έχετε συχνή επαφή. Άνθρωποι που ακούν όταν τους λές κάτι, ακόμα κι αν το λες μόνο και μόνο για να το πεις.Κι όταν είσαι μακρυά από τους ανθρώπους που θεωρητικά νοούνται ως "δικοί σου", αυτοί οι άλλοι, οι θεωρητικά "ξένοι", αποκτούν μεγαλύτερη αξία...
Tuesday, March 18, 2008
150
Μάρτης ήταν και τότε, πριν τρία χρόνια. Περάσαμε για πρώτη φορά τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα για να πάρουμε μια ιδέα από τη χώρα που ίσως («ίσως» λέγαμε ακόμα τότε), θα μας φιλοξενούσε. Δεν ήταν εύκολο το «πέρασμα», οι Βούλγαροι δεν ήταν ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι συνοριοφύλακές τους και οι τελωνειακοί τους ήταν ιδιαίτερα αγενείς και απότομοι. Θυμάμαι ότι ρώτησαν που ακριβώς πάμε, και γιατί πάμε. Λες και η απάντηση θα είχε σημασία. Ηταν βέβαια ακόμα η εποχή , που εφόσον παρέμενες στην χώρα πάνω από τρεις μέρες, η παραμονή σου θα έπρεπε να δηλωθεί στο αστυνομικό τμήμα της πόλης που επισκεπτόσουν.
Το γκρίζο μας συνάντησε αμέσως. Γκρίζα , άχρωμα σπίτια, γκρίζα, ξηλωμένη άσφαλτος, γκρίζος ουρανός. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να διασκεδάσω τις πρώτες εντυπώσεις, πριν προλάβει ο Δημήτρης να σχολιάσει ο,τιδήποτε. «Η φύση πάντως είναι υπέροχη, δεν συμφωνείς?» του είπα. Δεν απάντησε. Ηταν προσηλωμένος να οδηγεί με ασφάλεια το καινούργιο μας ακόμα αυτοκίνητο στους γεμάτους λακούβες δρόμους. Πράγματι η φύση ήταν υπέροχη, τα δέντρα καταπράσινα, η Ανοιξη σε οργασμό.
Μπαίνοντας στην Σόφια, το βλέμμα μου έπεσε στα τεράστια γκρίζα μπλόκ με τους φαγωμένους σοβάδες. Η πλήρης εγκατάλειψη. Ο ουρανός σαν να συνομωτούσε με την μιζέρια, είχε γεμίσει σύννεφα. Πρώτη στάση σε ένα βενζινάδικο. Της ΕΚΟ. «Να που έχει επενδύσει και η ΕΚΟ εδώ!» είπα προσπαθώντας πάλι, να βρω κάτι οικείο.
Συνεχίσαμε για το Πλόβντιβ διασχίζοντας πλακόστρωτα. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Γιατί να μην υπάρχει σε κεντρικές αρτηρίες άσφαλτος! Μήνες μετά, όταν πια μετακομίσαμε εδώ, μια Ελληνοβουλγάρα μου είπε ότι επί καθεστώτος, έφτιαχναν έτσι τους δρόμους. «Στα χιόνια, ήταν πιο ανθεκτικοί και το κόστος επισκευής του πλακόστρωτου είναι μικρότερο», μου είπε. «Και δεν είχατε και τόσα αυτοκίνητα επί καθεστώτος» ήθελα να της πω αλλά το κατάπια.
Μπαίνοντας στην πόλη του Πάζαρτζικ, είδα κάρα στους δρόμους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή μου. Δεν θυμάμαι αν είχα ξαναδεί ποτέ κάρα. Κι αν είχα, σίγουρα ήταν τόσο λίγες οι φορές και τόσο παλιά, που πια το είχα ξεχάσει. Εδώ όμως τα κάρα, κυκλοφορούσαν μέσα στους κεντρικούς δρόμους, μαζί με τα πολυτελή αυτοκίνητα. Στην Βουλγαριά θα δεις ή πολύ παλιά ή πολυτελή αυτοκίνητα. Μέση κατηγορία, στην περιοχή μας τουλάχιστον, δεν υπάρχει.
Τις τρείς μέρες που μείναμε εδώ, εκείνον τον Μάρτη, φιλοξενηθήκαμε σε ένα πολυτελές για τα δεδομένα της περιοχής τριόροφο σπίτι, σε κάποιο χωριό που θεωρείται «ακριβό», έξω από το Πλόβντιβ. Μόνο που αυτό, το «ακριβό» χωριό, δεν διέφερε πολύ από το χωριό του μπαμπά μου, στο οποίο πλέον κατοικούν μόνο ηλικιωμένοι. Μετά από καιρό, όταν πια γνώρισα τα αληθινά , συνηθισμένα χωριά της περιοχής, κατάλαβα ότι πράγματι εκείνο διέφερε από τα άλλα, προς το καλύτερο. Αν μη τί άλλο, οι τουαλέτες στα σπίτια δεν ήταν εξωτερικές και οι κατασκευές (αν και φτηνές), ήταν πιο καινούργιες.
Γνωρίσαμε το νυχτερινό Πλόβντιβ, σε κάποιο από τα μπαρ που επισκέπτονται συχνά ξένοι. Οι κοπέλλες όμορφες, καλοντυμένες, κυκλοφορούσαν μόνες. Τεράστιες γυναικοπαρέες. Οι νεαροί, πνιγμένοι στην μιζέρια τους, επίσης μόνοι. Οι κοπέλλες προτιμούσαν τους ξένους και οι νεαροί το ξεχνούσαν με αλκοόλ. Μετά το ποτό, ένα κομμάτι πίτσα από το δρόμο. Ηταν τόσο φρικτή, που την χρησιμοποίησα για να σβήσω το τσιγάρο μου.
Φάγαμε σε ένα εστιατόριο, μέσα σε κάποιο μοναστήρι που εκείνη την εποχή, επισκευαζόταν από την ΟΥΝΕΣΚΟ. Η Βουλγάρα που βρισκόταν στην παρέα μας, με ενημέρωσε ότι πριν, στο ίδιο μοναστήρι λειτουργούσαν μπουζούκια. «Ηταν πολύ ωραίο μαγαζί, κρίμα που έκλεισε», είχε συμπληρώσει.
Το γκρίζο μας συνάντησε αμέσως. Γκρίζα , άχρωμα σπίτια, γκρίζα, ξηλωμένη άσφαλτος, γκρίζος ουρανός. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να διασκεδάσω τις πρώτες εντυπώσεις, πριν προλάβει ο Δημήτρης να σχολιάσει ο,τιδήποτε. «Η φύση πάντως είναι υπέροχη, δεν συμφωνείς?» του είπα. Δεν απάντησε. Ηταν προσηλωμένος να οδηγεί με ασφάλεια το καινούργιο μας ακόμα αυτοκίνητο στους γεμάτους λακούβες δρόμους. Πράγματι η φύση ήταν υπέροχη, τα δέντρα καταπράσινα, η Ανοιξη σε οργασμό.
Μπαίνοντας στην Σόφια, το βλέμμα μου έπεσε στα τεράστια γκρίζα μπλόκ με τους φαγωμένους σοβάδες. Η πλήρης εγκατάλειψη. Ο ουρανός σαν να συνομωτούσε με την μιζέρια, είχε γεμίσει σύννεφα. Πρώτη στάση σε ένα βενζινάδικο. Της ΕΚΟ. «Να που έχει επενδύσει και η ΕΚΟ εδώ!» είπα προσπαθώντας πάλι, να βρω κάτι οικείο.
Συνεχίσαμε για το Πλόβντιβ διασχίζοντας πλακόστρωτα. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Γιατί να μην υπάρχει σε κεντρικές αρτηρίες άσφαλτος! Μήνες μετά, όταν πια μετακομίσαμε εδώ, μια Ελληνοβουλγάρα μου είπε ότι επί καθεστώτος, έφτιαχναν έτσι τους δρόμους. «Στα χιόνια, ήταν πιο ανθεκτικοί και το κόστος επισκευής του πλακόστρωτου είναι μικρότερο», μου είπε. «Και δεν είχατε και τόσα αυτοκίνητα επί καθεστώτος» ήθελα να της πω αλλά το κατάπια.
Μπαίνοντας στην πόλη του Πάζαρτζικ, είδα κάρα στους δρόμους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή μου. Δεν θυμάμαι αν είχα ξαναδεί ποτέ κάρα. Κι αν είχα, σίγουρα ήταν τόσο λίγες οι φορές και τόσο παλιά, που πια το είχα ξεχάσει. Εδώ όμως τα κάρα, κυκλοφορούσαν μέσα στους κεντρικούς δρόμους, μαζί με τα πολυτελή αυτοκίνητα. Στην Βουλγαριά θα δεις ή πολύ παλιά ή πολυτελή αυτοκίνητα. Μέση κατηγορία, στην περιοχή μας τουλάχιστον, δεν υπάρχει.
Τις τρείς μέρες που μείναμε εδώ, εκείνον τον Μάρτη, φιλοξενηθήκαμε σε ένα πολυτελές για τα δεδομένα της περιοχής τριόροφο σπίτι, σε κάποιο χωριό που θεωρείται «ακριβό», έξω από το Πλόβντιβ. Μόνο που αυτό, το «ακριβό» χωριό, δεν διέφερε πολύ από το χωριό του μπαμπά μου, στο οποίο πλέον κατοικούν μόνο ηλικιωμένοι. Μετά από καιρό, όταν πια γνώρισα τα αληθινά , συνηθισμένα χωριά της περιοχής, κατάλαβα ότι πράγματι εκείνο διέφερε από τα άλλα, προς το καλύτερο. Αν μη τί άλλο, οι τουαλέτες στα σπίτια δεν ήταν εξωτερικές και οι κατασκευές (αν και φτηνές), ήταν πιο καινούργιες.
Γνωρίσαμε το νυχτερινό Πλόβντιβ, σε κάποιο από τα μπαρ που επισκέπτονται συχνά ξένοι. Οι κοπέλλες όμορφες, καλοντυμένες, κυκλοφορούσαν μόνες. Τεράστιες γυναικοπαρέες. Οι νεαροί, πνιγμένοι στην μιζέρια τους, επίσης μόνοι. Οι κοπέλλες προτιμούσαν τους ξένους και οι νεαροί το ξεχνούσαν με αλκοόλ. Μετά το ποτό, ένα κομμάτι πίτσα από το δρόμο. Ηταν τόσο φρικτή, που την χρησιμοποίησα για να σβήσω το τσιγάρο μου.
Φάγαμε σε ένα εστιατόριο, μέσα σε κάποιο μοναστήρι που εκείνη την εποχή, επισκευαζόταν από την ΟΥΝΕΣΚΟ. Η Βουλγάρα που βρισκόταν στην παρέα μας, με ενημέρωσε ότι πριν, στο ίδιο μοναστήρι λειτουργούσαν μπουζούκια. «Ηταν πολύ ωραίο μαγαζί, κρίμα που έκλεισε», είχε συμπληρώσει.
Επισκεφτήκαμε το Χάσκοβο, μια πόλη στον δρόμο για τα Βουλγαροτουρκικά σύνορα. Εκεί είδα για πρώτη φορά, μέρα μεσημέρι, μια μητέρα να ψάχνει στα σκουπίδια , κρατώντας στην αγκαλιά το μωρό της.
Το τεράστιο, άδειο πια, εργοστάσιο που επισκεφθήκαμε, διατηρούσε την κομμουνιστική του αίγλη, με εγκυκλίους προς τους εργάτες, κολλημένες στους τοίχους το ’88 ή το ’89. Οταν σταμάτησε να λειτουργεί, οι εργάτες έκλεψαν από καλώδια μέχρι λεβιεδάκια, κανένας δεν σκέφτηκε να ξεκολλήσει τις εγκυκλίους από τους τοίχους.
Μία μηχανή- τέρας, αγορασμένη λίγες μέρες πριν την κατάρευση του καθεστώτος, δεν λειτούργησε ποτέ. Αποδεκατισμένη από ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί, γερασμένη χωρίς να έχει ζήσει, περίμενε υπομονετικά κάποιον να την αγοράσει, με την ελπίδα ότι θα την γλυτώσει και δεν θα την πουλήσουν για παλιοσίδερα. Πόση θλίψη μου προκάλεσε εκείνη η μηχανή!
Φύγαμε ένα πρωινό που το θερμόμετρο έδειχνε εικοσιτρείς βαθμούς, ακολουθώντας τον δρόμο που από τον χάρτη μας φαινόταν πιο σύντομος. Βρεθήκαμε στα βουνά, χωρίς να το καταλάβουμε, το θερμόμετρο έδειξε μείον τρεις, το αυτοκίνητο γλυστρούσε πάνω στους παγωμένους δρόμους και δεν συναντήσαμε για πολύ ώρα κανένα άλλο αυτοκίνητο. Στον δρόμο κορμοί δέντρων και ταμπέλες μόνο σε κυριλλικό. Θυμάμαι ότι ανέπνευσα με ανακούφιση βλέποντας το Γκόλτσε Ντέλτσεβ, μια πόλη επίσης γκρίζα, αλλά όπως και να το κάνεις πόλη. Είχαμε διανύσει λιγότερο από διακόσια χιλιόμετρα σε έξη ώρες.
Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που ένοιωσα ανακούφιση μπαίνοντας στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που οι τελωνειακοί μας μου φάνηκαν τόσο ευγενικοί. Εκλεισα τα μάτια και τα ξανάνοιξα, να αφήσω το γκρίζο πίσω μου. Να μην σκεφτώ άλλο αυτό το ταξίδι. Αν θα μετακομίζαμε τελικά? Δεν πάμε καλά!!! Αν θα ξαναερχόμασταν έστω για βόλτα? Ποτέ, ποτέ, ποτέ!!!
Φύγαμε ένα πρωινό που το θερμόμετρο έδειχνε εικοσιτρείς βαθμούς, ακολουθώντας τον δρόμο που από τον χάρτη μας φαινόταν πιο σύντομος. Βρεθήκαμε στα βουνά, χωρίς να το καταλάβουμε, το θερμόμετρο έδειξε μείον τρεις, το αυτοκίνητο γλυστρούσε πάνω στους παγωμένους δρόμους και δεν συναντήσαμε για πολύ ώρα κανένα άλλο αυτοκίνητο. Στον δρόμο κορμοί δέντρων και ταμπέλες μόνο σε κυριλλικό. Θυμάμαι ότι ανέπνευσα με ανακούφιση βλέποντας το Γκόλτσε Ντέλτσεβ, μια πόλη επίσης γκρίζα, αλλά όπως και να το κάνεις πόλη. Είχαμε διανύσει λιγότερο από διακόσια χιλιόμετρα σε έξη ώρες.
Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που ένοιωσα ανακούφιση μπαίνοντας στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που οι τελωνειακοί μας μου φάνηκαν τόσο ευγενικοί. Εκλεισα τα μάτια και τα ξανάνοιξα, να αφήσω το γκρίζο πίσω μου. Να μην σκεφτώ άλλο αυτό το ταξίδι. Αν θα μετακομίζαμε τελικά? Δεν πάμε καλά!!! Αν θα ξαναερχόμασταν έστω για βόλτα? Ποτέ, ποτέ, ποτέ!!!
Πέντε μήνες μετά, αρχές του Σεπτέμβρη, έμαθα για τα καλά, πως ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ. Πέντε μήνες μετά, επανήλθαμε στο γκρίζο, αποφασισμένοι να μείνουμε...
Sunday, March 16, 2008
Ανατολή
Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, φύγαμε για τη Βάρνα. Επρεπε νωρίς το πρωί να βρισκόμαστε στο λιμάνι και επειδή ο δρόμος δεν είναι κι ότι καλύτερο (όπως όλοι άλλωστε εδώ), προτιμήσαμε να ταξιδέψουμε όλη τη νύχτα.
Το ξημέρωμα μας βρήκε στην Μπιάλα, λίγο πριν το Σλάντσεβ Μπριάγκ (το φημισμένο Sunny Beach των Βούλγαρων) και η Ανατολή του Ηλιου ήταν μαγευτική.
Το ξημέρωμα μας βρήκε στην Μπιάλα, λίγο πριν το Σλάντσεβ Μπριάγκ (το φημισμένο Sunny Beach των Βούλγαρων) και η Ανατολή του Ηλιου ήταν μαγευτική.
Την Βάρνα την είδαμε ελάχιστα, κι από όσα είδα, δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα, δεν διαφέρει και πολύ από την Σόφια ή το Πλόβντιβ. Το Λιμάνι της άκρως καταθλιπτικό, τα κτίριά του μύριζαν εγκατάλειψη, παρότι λειτουργεί κανονικά.
Στην επιστροφή , περάσαμε από το Σλάντσεβ Μπριάγκ. Μου έκανε εντύπωση, που παρότι πριν δυό χρόνια που είχαμε ξαναπάει, τα ξενοδοχεία μου είχαν φανεί υπεράριθμα, δεκάδες νέα χτίζονται, περιμένοντας Ευρωπαίους τουρίστες. Ωστόσο, χθες τα πάντα ήταν κλειστά, ούτε για καφέ δεν μπορούσες να σταματήσεις. Η περιοχή ζωντανεύει μόνο το καλοκαίρι.
Thursday, March 13, 2008
Τα νέα μας
Ο Μάρτιος συνεχίζεται στο μοτίβο των δύο προηγουμένων μηνών. Δηλαδή στα χάλια του! Να δεις που θα αρχίσω να φοβάμαι τα δίσεκτα.
Οσο αισιόδοξη κι αν ξυπνάω, σκεφτόμενη πως η νέα μέρα θα πάει καλύτερα, κάτι γίνεται και στραβώνει πριν καλά καλά αρχίσει.
Εχω νεύρα, νεύρα, νεύρα, οι φωνές μου ακούγονται στο ποτάμι! Πιστέψτε με, αξιόλογη απόσταση.
Τα σκυλιά μας μεγαλώνουν, στην οικογένεια προστέθηκαν άλλα τρία της Τσέτσκας μας, μπαμπάς ο Πλαμενάκος μας που μας άφησε πριν λίγο καιρό. Δεν ξέρω πιά πόσα έχουμε, αύριο που θα έρθει ο γιατρός Κίροβ για εμβολιασμούς, θα τα μετρήσω.
Οι αγρότες βάλθηκαν να καίνε τα χόρτα στα χωράφια τους, πότε θα μας κάψουν ζωντανούς δεν ξέρω, η πυροσβεστική πάντως, έχει έλλειψη οχημάτων κι εγώ υπομονής.
Ωστόσο ο Μητσάκος μου, σε πείσμα της αναποδιάς των ημερών, σήμερα απέκτησε νέο "αβτομομπίλ" (μου είπε να μην το λέω "κολά" γιατί είναι χωριάτικη λέξη) με καρά-βουλγάρικα νούμερα! Και είναι ένα κουκλί και ανυπομονώ να το οδηγήσω! Τί λύσσα τον έπιασε να το αγοράσει τέτοια "φατάλνα ντάτα" (13.3) που λένε και οι βούλγαροι φίλοι μας πάντως, δεν ξέρω....
Αυτά εν ολίγοις τα νέα μας. Ετσι και ξε-νευριάσω, μπορεί να ποστάρω και τίποτα της προκοπής...
Subscribe to:
Posts (Atom)