Οι Βρυξέλλες ποτέ δεν με ξετρέλλαναν, για να είμαι ειλικρινής. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν ταξιδιωτικό προορισμό μου, γι’αυτό και κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ, οι λόγοι είναι πάντα επαγγελματικοί.
Εφτασα το πρωί και για μια ακόμη φορά το αεροδρόμιο μου φάνηκε απόλυτα καταθλιπτικό, πείτε μου ό,τι θέλετε, αλλά εγώ κάθε φορά έτσι το βλέπω. Ο ταξιτζής ήταν ευγενικός και μιλούσε άπταιστα αγγλικά, προβληματίστηκε λίγο με την οδό του Ξενοδοχείου, παρότι ήμουν σαφής. Και την οδό του είπα και ότι είναι κοντά στο εκθεσιακό και τέλος πάντων απέναντι από το μαμημένο Χέυζελ, ρε αδελφέ.
Το βρήκαμε εύκολα εν τέλει και με ευκολία επίσης πλήρωσα τα 35.40 ευρώ για μια διαδρομή που δεν διήρκεσε πάνω από δέκα λεπτά. Αν μου φάνηκε ακριβό? Με τα βουλγαρικά δεδομένα, ή αυτά της Ιστανμπούλ (που κυκλοφορώ πολύ με ταξί), ναι, ήταν πανάκριβο. Αλλά πριν από οκτώ χρόνια, για μια παρόμοια διαδρομή στις Βρυξέλλες είχα πληρώσει δέκα χιλιάδες δραχμές, άρα λογικό ήταν.
Το ξενοδοχείο είναι φρίκη και το διαπιστώνεις από το πρώτο δευτερόλεπτο. Μπήκα στη ρεσεψιόν (με το ζόρι θα χωρούσε δεύτερος, τόσο μικρός είναι ο χώρος) και το στομάχι μου ανακατεύτηκε από την τηγανίλα που ανέδυε το εστιατόριο δίπλα. Οπως το είδα, ορκίστηκα να μην πάρω πρωινό, τις μέρες που θα μείνω εδώ, ο κόσμος να χαλάσει.
Ημουν «τυχερή» γιατί παρότι το τσεκ-ιν είναι στις δύο, ο ρεσεψιονίστ μου έδωσε το δωμάτιο από τις έντεκα. Δεν μου προκάλεσε έκλπηξη, όλη η πόλη είναι φουλ από τους εκθέτες και τους επισκέπτες, αλλά αυτό το μπ...λο, είναι σχεδόν άδειο! Να θυμηθώ να βρίσω τον Φρέντερικ που μου το σύστησε, αύριο. Μουτζώθηκα ήδη γιατί δεν φρόντισα να ψάξω ξενοδοχείο λίγο νωρίτερα, για να βρω κάτι καλύτερο.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έκανα το σύνηθες βόουτιν. Δεν θα πω ότι είμαι πολυταξιδεμένη, αλλά έχω ταξιδέψει αρκετά και λόγω δουλειάς και για τουρισμό κι έχω «φάει» αρκετά χρόνια, από τα τριανταέξη μου, σε ξενοδοχεία. Μέχρι σήμερα, τα χειρότερο που είχα συναντήσει ήταν ένα, που ούτε καν θυμάμαι το όνομά του, στο κέντρο του Μανχάταν. Το πλήρωνες χρυσό λόγω θέσης και πολυτελούς λόμπυ αλλά στο δωμάτιο δεν χωρούσες. Να μην πω για την χιλιοτρυπημένη κουβέρτα και την θέα σε φωταγωγό.
Ε, από σήμερα, την πρώτη θέση σε χάλι, καταλαμβάνει το Χέ(υ)ζελ Εξπο! Επαξίως! Από που να ξεκινήσω? Ναι, είναι πιο μικρό κι από εκείνο στο Μανχάταν.
Είναι παγωμένο, η θέρμανση δηλαδή άρχισε να λειτουργεί στις εννέα το βράδυ. Με θερμοκρασία τέσσερις βαθμούς κελσίου, δεν είναι λίγο αργά?
Στο μπάνιο, με την πλάτη μπαίνεις, με την πλάτη βγαίνεις. Το ντους το απολαμβάνεις, μόνο αν δεν κάνεις το σφάλμα να κοιτάξεις προς τα πάνω. Γιατί αν το κάνεις αυτό, βλέπεις την μπαταρία της ντουζιέρας! Και τί θα ‘ θελες να βλέπω, θα μου πεις. Δεν μιλάμε για μια τυχαία μπαταρία. Μιλάμε για το πιο βρώμικο και γεμάτο άλατα πράγμα που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Σταχτοδοχείο δεν υπάρχει, παρότι το δωμάτιο είναι για καπνίζοντες. Αποφασίζοντας να τους συναγωνιστώ στη γουρουνιά, σβήνω απολαυστικά τα τσιγάρα μου σε μία κούπα. Ετσι κι αλλιώς καφέ να πιω σε δαύτη, αποκλείεται. Ο βραστήρας συναγωνίζεται σε βρώμα την μπαταρία του μπάνιου.
Μίνι μπαρ επίσης δεν υπάρχει! Για ρούμ σέρβις ούτε κουβέντα. Γι’αυτό κι εγώ ζήτησα ένα μπουκάλι νερό, μπορεί να πνιγώ ρε παιδί μου! Και είχαν ΜΟΝΟΝ ανθρακούχο!!! Καλό για μένα, που πίνω μόνον ανθρακούχο. Αλλά δεν θα ήθελα να φανταστώ την μάνα μου εδώ!
Η ντουλάπα είναι μια σταλιά, με το ζόρι χώρεσε τις κουστουμιές που θα απαιτηθούν για το τετραήμερο της έκθεσης. Οσο για τα παπούτσια μου, βρίσκονται κολλημένα στο κάτω μέρος του κρεββατιού, τόσο που φοβάμαι ότι τη νύχτα θα ανέβουν πάνω και θα με ποδοπατήσουν.
Η τηλεόραση δεν λειτουργεί και το ασύρματο ίντερνετ, παρότι με διαβεβαίωσαν ότι υπάρχει, εξακολουθεί να μου κρύβεται. Γι’αυτο και τα κειμενάκια μου γράφονται στο γουόρντ και θα ανέβουν όταν το ίντερνετ κουραστεί από το κρυφτό και βγει και με φτύσει.
Απέναντι ακριβώς, βρίσκεται το στάδιο του Χέυζελ και βεβαίως, σήμερα το απόγευμα, Σάββατο γαρ, είχε αγώνα. Είπα η ταλαίπωρη να κοιμηθώ μια ώρα αλλά οι ιαχές σε συνδιασμό με την τηλεόραση του διπλανού, με κράτησαν στο πόδι.
Το βραδάκι , εκτιμώντας την ευγένεια και φιλοξενεία του Βέλγου συνεργάτη μου («ξεκουράσου, θα τα πούμε αύριο, απλά έλα μια ώρα νωρίτερα!!!») , ο οποίος ποσώς αναρωτήθηκε τί σκατά θα κάνω μόνη μου, ενώ αυτός θα τα σπάει με τους Πολωνούς, βγήκα σε αναζήτηση τροφής και κουράγιου. Περπάτησα σε μία πόλη άδεια και εξίσου γκρίζα με την Σόφια και για καλή μου τύχη ξετρύπωσα μία ελληνική ταβέρνα. Να σημειώσω ότι όταν είμαι στο εξωτερικό, αποφεύγω τίς ελληνικές ταβέρνες. Και στην Βουλγαρία είναι ζήτημα να έχω πάει πέντε φορές σε ελληνικά μαγαζιά. Απόψε όμως, με είχε πιάσει τέτοια απελπισία και ανάγκη, να βρεθώ σε περιβάλλον κάπως οικείο.
Η «Ολυμπία» ανήκει σε ένα ζευγάρι ελλήνων εδώ και είκοσι χρόνια. Το μαγαζί το δουλεύει μόνη της η οικογένεια. Θες γιατί ήμουν η μόνη ελληνίδα πελάτισσα, θες γιατί με είδαν μόνη κι απελπισμένη (μπαμ έκανα, εδώ που τα λέμε), με υποδέχτηκαν με τρομερή θέρμη. Κάθε τρεις και λίγο η ιδιοκτήτρια περνούσε από το τραπέζι μου και κάναμε χρυσή κουβέντα. Εφαγα ό,τι μου πρότειναν (δεν άγγιξα βέβαια την φέτα στην χωριάτική μου), με κέρασαν απίθανο ελληνικό καφέ με χαλβά και ένα ωραίο μεταξά στο τέλος. Ασε που όταν ήρθε ο λογαριασμός και είδα γραμμένο, κάτω- κάτω, στα ελληνικά ένα «ευχαριστώ», ένοιωσα εντελώς Ξανθόπουλος, στον «σταθμό του Μονάχου».
Χαμογελώντας πλέον, έριξα το χιλιομετράκι μου και επέστρεψα στο άνευ αστέρων και γαλαξιών ξενοδοχείο μου. Μέχρι την Τετάρτη που θα φύγω, λέω να ξαναπεράσω από την «Ολυμπία» και κάτι μου λέει ότι ο Ζαν Πωλ και ο Φρέντερικ που καταφθάνουν (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!) αύριο, θα με ακολουθήσουν.
Να σημειώσω ότι όσο εγώ ζω όλο αυτό το μαρτύριο, ο Δημητράκης είναι σε ταξιδάκι αναψυχής στην Ιστανμπούλ και με καλεί για να ακούσω , την βουή της Ιστικλάλ, την κουζίνα του Μουσταφά , τους εικοσιτρείς βαθμούς Κελσίου κι ένα σωρό άλλα υπέροχα που εγώ στερούμαι, πιστή στο καθήκον και στη μαλακία μου. Ασε που στο γλυκούλι «Πέρα Ρόουζ», το ασύρματο ιντερνέτι θα παίζει κυνηγητό κι όχι κρυφτό, άρα θα τρέχει με χίλια!
Για να σας καληνυχτήσω, θα ξυπνήσω την Πολυάννα μέσα μου και θα την βάλω να σας πει την τελευταία πρόταση: «είμαι πολύ χαρούμενη που δεν ζω μόνιμα εδώ , αλλά σε ένα τσιγγανοχώρι της Βουλγαρίας!!!!»