Ο φίλος μου ο Μπόικο έχει μανία με την ιστορία. Εχει και το καλό, ότι την ερμηνεύει όπως γουστάρει. Οπότε αυτομάτως, οι αφηγήσεις του σε κάνουν να αναρωτιέσαι τί δεν ξέρεις ή τί σου διέφυγε. Κατά τον Μπόικο, οι Ελληνες προήλθαμε από την Πολωνία και οι Βούλγαροι από το Αφγανιστάν. Η θεωρία του, άρχισε να μην του αρέσει, όταν την 20η φορά που μου είπε τα περί Πολωνίας, του είπα ότι ιν ένυ κέιζ, είναι προτιμότερη από το Αφγανιστάν και ότι η μύτη του, μου μοιάζει απόλυτα κουρδική. Είμαι σίγουρη ότι μετά την αποκάλυψη περί κουρδικής μύτης, έφαγε ώρες στον καθρέφτη του αφενός, άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ανθρωπολογία αφετέρου.
Ο φίλος μου ο Μπόικο ως μανιώδης της ιστορίας, τις νύχτες που το παίζει κουκουβάγια, βλέπει ιστορικές ταινίες. Τα ελάχιστα βράδυα, που αποφασίζει να μην το παίξει κουκουβάγια μας καλεί στην καφετέρια της γυναίκας του και το ρίχνουμε στις ρακίες. Στις δύο πρώτες ρακίες, εξαντλούμε τα θέματα της πεζής καθημερινότητάς μας. Φορτώσεις, πως πάει η μεταφορά στην Ευρώπη, πότε θα αλλάξει μουσαμά στα φορτηγά, ποιός οδηγός του είναι το μεγαλύτερο καθήκι, πότε θα αξιωθώ να τον πληρώνω προκαταβολικά. Στην τριτη ρακία, είναι πλέον έτοιμος να μπει στα αγαπημένα του Ιστορικά θέματα.
Χθες ήταν ένα τέτοιο βράδυ, αντίστασης στο φαινόμενο της κουκουβάγιας. Επειδή συνέπεσε χρονικά με την επέτειο της χρήσης της ατομικής βόμβας, επέλεξα να μην πιω ρακία, αλλά το μπόμπα Σίβας του Στάνι, που το πλήρωσε για γνήσιο αγγλικό. Η έλλειψη βαλβίδας στο μπουκάλι με έκανε να πιστεύω ότι ο Ντιάντο Λίτσο (μπαμπάς του Μπόικο), μετά την επιτυχία του στην παραγωγή ρακίας, το έριξε και στην παραγωγή ουίσκυ Αλι-Σίβας. Μπατ, δις ιζ νοτ δε πόιντ.
Ο Μπόικο το προηγούμενο βράδυ, έκανε την κουκουβάγια, βλέποντας και πάλι ένα ιστορικό φιλμ. Από την λεπτομερή περιγραφή του, η οποία διήρκεσε όσο να πιει δυό ρακίες, υποθέτω ότι ήταν «Οι Τριακόσιοι». Α, ξέχασα να σας πω, ότι τίτλους δεν θυμάται ποτέ. Η λέει πως δεν θυμάται, γιατί έχει τον φόβο ότι θα του πεις «Το έχω δει!» και άρα δεν θα μπορέσει να στο αναλύσει.
Τεσπά δεν θυμόταν κι άλλα πράγματα, οπότε κάποια στιγμή, ρώτησε εμάς, τους Ελληνες, ποιός ήταν ο Βασιλιάς της Σπάρτης που πολέμισε εναντίον των Περσών. Δεν ξέρω αν έφταιγε το Σίβας ή το κόμπλεξ μου έναντι στον ιστοριοδύφη Μπόικο, αλλά ειλικρινά δεν θυμόμουν το όνομα. Ο δε Μπόικο, είχε πάθει εμπλοκή, εάν δεν βρίσκαμε το όνομα του βασιλιά, η περιγραφή δεν συνεχιζόταν με τραγικές επιπτώσεις στον χρονοδιάγραμμα της ρακοποσίας. Αρπάξαμε τα κινητά, με πρώτο και καλύτερο τον Τσέτσο, ο οποίος είχε έναν φίλο, συνάδελφο του Μπόικο στην αναζήτηση ιστορικών γεγονότων.
Πήρα πρώτα την μία μου αδελφή, η οποία στο άκουσμα της ερώτησης πριν καν να πω καλησπέρα, κόλλησε και δεν θυμόταν επίσης. Κατανοώντας ωστόσο την σοβαρότητα της κατάστασης τσίριξε «πάρε την Μαρία, πάρε την Μαρία!» Η Μαρία είναι η άλλη μου αδελφή και μοναδική τριτοδεσμίτισα της οικογένειας, άρα θα θυμόταν. «Δεν θα κοιμάται ο μικρός τέτοια ώρα?» ρώτησα έκπληκτη. «Πάρτην , πάρτην!» Προφανώς η αδελφή μου νόμισε ότι βρίσκομαι σε τηλεοπτικό βουλγάρικο παιχνίδι κι αν δεν απαντούσα , δεν θα κέρδιζα! Οπότε χαλάλι κι ο ύπνος του μικρού, αγαθό απαράβατο μέχρι χθες.
Την ίδια στιγμή ο Τσέτσο μας ανακοίνωνε ότι ο Βασιλιάς ήταν ο Πρίαμος (!), με εμένα να απαντώ , «Τσέτσο, αυτός ήταν στην Τροία παιδί μου! Οχι, στην Σπάρτη! Πες του φίλου σου ότι κάνει λάθος».
Η Μαρία απάντησε ταυτόχρονα με τον φίλο του Δημήτρη, τον Κώστα. «Λεωνίδας». Εγώ κι ο Δημήτρης είπαμε ταυτόχρονα «Λεωνίντας!». Ο Δημήτρης συνέχισε «οκ Κώστα, το διασταυρώσαμε». Ο Μπόικο ήταν περιχαρής! «Ντα, νταααα Λεωνίντας». Ο Τσέτσο με πλησίασε «ο φίλος μου μου είπε ότι έκανε λάθος, γιατί αυτός μιλούσε για την άλλη ταινία, την Τροια!»...
Μετά, για να ανασκευάσω την εμπιστοσύνη του Μπόικο ως προς τις ιστορικές μου γνώσεις, τον ρώτησα εάν έχει δει το μεγάλο άγαλμα του Λεωνίδα, στις Θερμοπύλες. Δεν μπορεί να μην το είχε δει! «Ναι, ναιιιιι! Το μεγάλο άγαλμα! Στανισλάβ, θυμάσαι εκείνο το άγαλμα με τον τεράστιο σταυρό?????» Δεν σχολίασα. Σκέφτηκα και πάλι ότι ίσως ποτέ, δεν πρόσεξα τον σταυρό στο άγαλμα του Λεωνίδα. Δεν μπορεί να κάνει λάθος ο Μπόικο...