Κι είναι ο λυγμός. Ενας και μοναδικός, που με πνίγει από χθες το βράδυ. Κοιμήθηκα, νοιώθοντάς τον σκαρφαλωμένο στον λαιμό μου και ξύπνησα με δαύτον. Στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο νεκρός, ήταν «ζωσμένος με εκρηκτικά». Στιγμή δεν σκέφτηκα ότι είναι ο δράστης, αφότου άκουσα πως πρόκειται για Αφγανό. Γιατί? Γιατί κανένας Αφγανός, παιδί ή γονιός, δεν θα κυκλοφορούσε με βόμβα στην Αθήνα, μαζί με την οικογένειά του.
Οι Αφγανοί, φεύγουν χρόνια τώρα από τη χώρα τους, για να αποφύγουν την βία και – τί ειρωνεία Θεέ μου!- τις βόμβες. Κατ’ αρχάς από τους Ρώσους, μετά από τους Ισλαμιστές, πλέον από τους Αμερικάνους. Κι έρχονται στην «πολιτισμένη» γειτονιά μας, για μια ζωή καλύτερη. Και μαζεύουν τα σκουπίδια μας. Τί άλλο θα μπορούσε να κάνει, μια γυναίκα μόνη με δυό ανήλικα παιδία σε έναν τόπο ξένο και αφιλόξενο? Τίποτε άλλο, πέραν του να ψάχνει στα σκουπίδια.
Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, τις τελευταίες στιγμές. Την πιτσιρίκα να βρίσκει το «ρολόι». Τον μικρό να λέει ότι είναι «χαλασμένο». Την έκρηξη. Την μάνα που χάνει την γη από τα πόδια της, για δεύτερη φορά. Σε έναν τόπο, που γίνεται σε δευτερόλεπτα ακόμα πιο ξένος κι αφιλόξενος. Το όνειρο της «καλύτερης» ζωής που κομματιάζεται σε ανθρώπινα μέλη. Τα παιδικά χαμόγελα, που κοκκινίζουν από το αίμα.
Το έγκλημα ξεκινάει νωρίτερα. Οταν η οικογένεια αναγκάζεται να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς. Οταν πληρώνει τις μετρημένες οικονομίες της στους δουλέμπορους. Οταν φτάνει στην «γη της επαγγελίας», με μια σάπια βάρκα ή μουσκεύοντας τα διαλυμένα παπούτσια της σε ένα πλημμυρισμένο ποτάμι. Οταν βρίσκεται χαμένη, κάπου στην Αθήνα. Χωρίς να μιλάει την γλώσσα, χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Οταν ξεκληρίζεται σε μία νύχτα, χωρίς λόγο. Ενα έγκλημα σε συνέχειες. Οι φονιάδες πολλοί. Ανάμεσά τους εγώ κι εσύ. Ολοι μας.
Εμείς, που το Αφγανιστάν είναι πολύ μακρυά, για να μας πονέσουν οι πληγές του. Και τέλος αυτός, αυτοί, όποιος τέλος πάντων έβαλε αυτή τη βόμβα. Κι αυτός θέλει να λέγεται «άνθρωπος»!
Δεν θα βγει κανένας στους δρόμους. Δεν θα γίνει κανένα συλλαλητήριο. Δεν θα απεργήσει κανένας. Κι όσοι καταδικάσουν, θα το κάνουν χλιαρά και νερόβραστα, γιατί απλά, έτσι πρέπει. Οχι γιατί το νοιώθουν, πραγματικά. Ο αποτροπιασμός εύκολα αναφέρεται σαν λέξη, δύσκολο φωλιάζει στις άδειες από καιρό, ψυχές μας. Τον νοιώθουμε, μόνο όταν αφορά το σπίτι μας.
Ηταν κι αυτό δεκαπεντάχρονο. Και ξέρεις γιατί δεν θα γίνει ήρωας? Γιατί απλά, δεν είχε την πολυτέλεια να βγει να διαδηλώσει και να δολοφονηθεί από αστυνομικό. Ούτε έβαλε το ίδιο την βόμβα που έσκασε στα ταλαιπωρημένα χεράκια του. Αν είχε κάνει κάτι από αυτά τα δύο, ναι θα ήταν ήρωας. Ηταν αναγκασμένο να ψάχνει στα σκουπίδια για να ζήσει. Γιατί ήθελε να ζήσει! Αυτός ήταν ο λόγος που ήρθε στην χώρα μας. Πλέον , αυτοί που παλεύουν για να ζήσουν και σκοτώνονται σε λάθος σημείο, την λάθος στιγμή, δεν είναι ήρωες, σωστά? Δεν γίνεται το όνομά τους σύνθημα, ούτε η φωτογραφία τους σύμβολο.
Κι εμείς, τα «πολιτισμένα», τα «κοινωνικά ευαίσθητα» και «απόλυτα πολιτικοποιημένα» όντα, θα το βουλώσουμε απλά, γιατί οι βόμβες, είναι η «μορφή αντίστασης» σε μια κοινωνία που εμείς φτιάξαμε, ηλίθιοι. Εμείς οι δράστες και ως προς την κοινωνία και ως προς την αντίσταση στο τερατώδες δημιούργημά μας. Θα το ξεχάσουμε, εν όψει του πασχαλινού μας αρνιού. «Αφγανάκι ήταν, μην το κάνουμε και θέμα! Ας έμενε στον τόπο του!» Μην μου πείτε πώς κανένας δεν τόλμησε να σκεφτεί έτσι!
Θα χωριστούμε στα γνωστά μας στρατόπεδα και θα πούμε το μακρύ μας και το κοντό μας. Θα μας απασχολήσει ποιός το έκανε και γιατί. Γιατί το κάθε «στρατόπεδο» θα πρέπει να καταδικάσει το άλλο. Γιατί πάντα μιλάμε για τρομοκράτες και προβοκάτορες. Κι εκεί θα έχουμε χάσει όλη την ουσία του θέματος: το αποτέλεσμα. Ενα παιδί είναι νεκρό κι ένα άλλο σχεδόν τυφλό, αυτό είναι το αποτέλεσμα. Οποιο τέρας κι αν το έκανε, για οποιονδήποτε αρρωστημένο λόγο,αυτό δεν αλλάζει.
Για να μας δω τώρα! Ολους εμάς, με τις «φιλελεύθερες» ιδέες μας και τα «ανοιχτά» μυαλά μας. Ολους εμάς, που πέρσι τον Δεκέμβρη, νοιώσαμε ότι χάθηκε το δικό μας παιδί. Ολους εμάς, που πονάμε εξ’ ασφαλούς αποστάσεως, για τα παιδάκια της Γάζας. Θα νοιώσουμε το ίδιο τώρα? Θα δράσουμε καθόλου? Θα δώσουμε το «φως» μας, σε δυό δεκάχρονα ματάκια που τυφλώνονται, λες και προσπαθούν να ξεχάσουν όσα είδαν?
Το παιδί που χάθηκε, είναι το δικό μας παιδί. Και ξέρεις γιατί? Γιατί παρότι δεν το γεννήσαμε, επέλεξε να ζήσει ανάμεσά μας, μαζί μας... Γιατί ήρθε στην Ελλάδα, αναζητώντας την ασφάλεια που δεν είχε στη χώρα του. Αυτή την ασφάλεια που εμείς, ήμασταν ανίκανοι να του προσφέρουμε.