Tuesday, June 15, 2010

Μετά την Ρώμη, ήρθαν οι Νέρωνες!

Τα δεδομένα :
- Ο συντηρητής μας ο Μπάι Πέτιο και τα κατορθώματά του (έχω αναφερθεί σε παλαιότερα ποστ, πλέον χρειαζόμαστε τόμους για να τα περιγράψουμε όλα).
- Ο Ιβάν, νέος μας συντηρητής, βοηθός του Μπάι Πέτιο (στα κατορθώματα) , τον οποίον λυπηθήκαμε να απολύσουμε και τον παρακαλέσαμε, απλά να κάνει καμιά δουλειά για να δικαιολογεί το μεροκάματό του.
- Η αφόρητη σημερινή ζέστη σε συνδυασμό με αέρα.
- Η μόνιμη φοβία μου σχετικά με την φωτιά (την οποία γνωρίζουν ακόμα και τα σκυλιά μας, πόσο μάλλον το προσωπικό).
- Ενα φορτηγό , φορτωμένο με αφρολέξ.
- Τρεις λαμαρίνες, μισό τετραγωνικό μέτρο έκαστη.
- Σημαντική ποσότητα (έφτιαχνες εμπρηστικό μηχανισμό της Χαμάς) υπολειμμάτων κόλλας που είχαν συσσωρευτεί επί πέντε χρόνια στις τρεις, προαναφερθείσες λαμαρίνες.
- Το ότι ο Μήτσος αρνήθηκε να ακούσει το γεγονός και με προέτρεψε να το κάνω πόστ.

Το γεγονός :

Ακούγεται στα ξεκάρφωτα η ερώτηση της Νούσιας "μα τι φωτιά είναι αυτή δίπλα στο ξυλουργείο?" και η απαθής απάντηση της Ελένας "αααα, θα καίνε λάστιχα". Εχω ήδη πεταχτεί σαν ελαττήριο από την καρέκλα μου. "Μην ανησυχείτε σέφκα, είναι εκεί και ο Μπάι Πέτιο κι ο Ιβάν! ". Η αναφορά των ονομάτων τους, αντί να με καθησυχάσει με κάνει θηρίο και τρέχω με το δεκάποντο (μέρα που βρήκα να το βάλω!) προς την έξοδο. Η Νούσια επεξηγεί "εκεί, δίπλα στο φορτηγό με το αφρολέξ!". Λες κι έχει βαλθεί να πάθω το έμφραγμα πριν φτάσω στην πόρτα! Στο μεταξύ, καλώ τον Δημήτρη στο κινητό. "Τί καίνε?". Ακούω μερικά καντήλια ξεγυρισμένα, ο Μήτσος εκνευρίζεται με οποιαδήποτε φοβία μου, ανέκαθεν.
Βγαίνοντας, βλέπω απέναντί μου την φωτιά. Δίπλα ακριβώς το φορτηγό ξεφορτώνει κανονικά το αφρολέξ (καλός παπάρας και ο οδηγός, τεσπά), οι αποθηκάριοι κάνουν καταμέτρηση (δικοί μου παπάρες αυτοί!), ο Πέτιο κι ο Ιβάν ως σύχρονοι Νέρωνες, απολαμβάνουν το θέαμα (όχι, δεν είναι αυτή η Ρώμη του προηγούμενου ποστ, δόξα τω Θεώ!).

Καθώς τρέχω προς το μέρος τους, ουρλιάζω "μα τί κάνετε εκεί?". Απαντούν όλοι (μα ένας καλός Θεέ μου!) εν χορώ "μην φοβάσαι σέφκα! δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, εμείς την ανάψαμε!". Το ότι άναψαν μόνοι τους φωτιά, θα πρέπει να με καθησυχάσει σύμφωνα με τα λεγόμενά τους! Πλησιάζω τον Μπαι Πέτιο - Νέρωνα με άγριες διαθέσεις. Χαζογελάει όπως κάθε φορά που του ετοιμάζω βρισίδι , μοστράροντας το χρυσό δόντι του.

- Μα μην τρέχεις σέφκα, σου είπα να μην ανησυχείς! Εγώ με τον Ιβάν την ανάψαμε!
- Γιατί την ανάψατε μπορώ να μάθω? Θα μας κάψετε όλους και μαζί και το φορτηγό του Χριστιανού! (ο Χριστιανός στα τέτοια του, οδηγός είναι, χέστηκε για το φορτηγό του κερατά του εργοδότη του, όπως και οι δικοί μου χέστηκαν για μένα!)
- Δεν βλέπεις? Την ανάψαμε για να καθαρίσουμε τις λαμαρίνες! Ηταν γεμάτες με κόλλα ταπετσαρίας! απαντάει ο Πέτιο όλο καμάρι για την νέα του ευρεσιτεχνία!
Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πέσω στην φωτιά για να μην ακούσω περισσότερα...
- Σβήστε τη τώραααααααα!!!!!!
- Μα δεν έχει φόβο, σου λέω!
- Τώρα κουβέντα θα κάνουμε? Σβήστη είπαααααααααααα!
Πρέπει να είχα γίνει πιο κόκκινη από ότι οι φλόγες, γιατί ο Νάσκο (άλλο νούμερο αυτός), έτρεξε με το λάστιχο, παρότι με μισεί θανάσιμα και με αγνοεί επί οκταώρου βάσεως.
- Και τώρα πείτε μου, τί μαλακισμένη ιδέα ήταν αυτή! Δεν μπορούσατε να τις καθαρίσετε με διαλυτικό? Επρεπε να βάλετε φωτιά?
- Μα έχουν πολύ κόλλα, θα θέλαμε τόννους διαλυτικού και πάλι δεν θα καθάριζαν! πετάγεται ο Ιβάν, με ύφος "εμ τί ξέρεις εσύ από τέτοιες δουλειές?" . Για να μου αποδείξει τα λεγόμενά του, σηκώνει την πάνω λαμαρίνα, η οποία πράγματι έχει γίνει κατάμαυρη μεν, χωρίς ίχνος κόλλας δε. Οι αποκάτω είναι πηγμένες στην κόλλα, δεν πρόλαβαν να φουντώσουν για τα καλά.
-Να βλέπεις σέφκα? Κοίτα πως καθάρισε! καμαρώνει ο Μπάι Πέτιο.
Εχω πειστεί πλέον ότι η βλακεία τους είναι ανίκητη. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να βάλω μόνη μου φωτιά και να τα κάψω όλα , μπας και ξυπνήσουν. Γυρίζω στον προσβεβλημένο Ιβάν.
- Για να καθαρίσεις την λαμαρίνα Ιβάν, πρέπει να κάψεις όλη την εταιρεία?
- Σας εγγυώμαι προσωπικά (τώρα το πέτυχε!) , ότι δεν θα είχαμε πρόβλημα!
- Ναι ε? Δίπλα στα ξερά χόρτα, με αέρα και πέντε τόννους αφρολές δίπλα, δεν θα είχαμε πρόβλημα?
- Οχι! Σας είπα το εγγυώμαι προσωπικά! (να σου γαμήσωωωωω ηλίθιε!)
-Και τότε ο θάμνος εδώ γιατί είναι μισοκαμμένος?
- Εεεε, εκεί μας ξέφυγε λίγο πετάγεται ο Πέτιο.
- Μα είστε τόσο κουτοί πιά? Γιατί δεν λέγατε να αγοράζαμε τρεις λαμαρίνες?
- Θα μας το επιτρέπατε? πετάγεται ο Ιβάν, ο οποίος έχει φάει άπειρα βρισίδια για ό,τι άχρηστο παραγγέλνει κάθε μέρα και τώρα βρήκε πάτημα να πετάξει κι άλλη εξυπνάδα.
- Προκειμένου να μας κάψετε! Μα καλά τώρα, τί ρωτάς?
- Ναι αλλά πρέπει να αγοράσουμε λαμαρίνα και να την κόψουμε στις ίδιες διαστάσεις και....
Εχω ήδη γυρίσει να φύγω για να μην τον αρχίσω στις τακουνιές με το δεκάποντο. Μου περιγράφει το κόψιμο της λαμαρίνας σαν κάμελ τρόφυ, ενώ το να βάλει μια φωτιά για να καθαρίσει κόλλες του φαίνεται απολύτως απλό και λογικό.
Υποθέτω ότι πίσω από την πλάτη μου, έβριζαν ασταμάτητα, με την "κότα που έχει και άποψη για το πώς καθαρίζονται οι λαμαρίνες, που φοβάται τις φωτιές, που είναι αχάριστη και δεν εκτιμάει την εξυπνάδα τους και τις ευρεσιτεχνίες τους, προκειμένου να μην χαλάσουν λεφτά κλπ κλπ".
Μπήκα στο γραφείο λέγοντας μέσα μου "αφού τους ξέρεις, τί τσαντίζεσαι!". Η Πέτια με κοίταζε όλο απορία. "Μα τόση μαλακία μαζεμένη εδώ μέσα!¨ της είπα. "Χαααα, τώρα το κατάλαβες? Το φορτηγό τελικά το κάψανε ή όχι?" ήταν η απάντησή της.

Friday, June 11, 2010

:) Roma

Είναι σαν να υιοθέτησες ένα παιδί, γεννημένο στο πλέον προβληματικό περιβάλλον, μεγαλωμένο από τους πλέον ακατάλληλους ανθρώπους.
Παρά το αρνητικό του παρελθόν, το αγκάλιασες με τόση αγάπη και του κράτησες το χέρι στα πρώτα του βήματα. Κάποιες φορές , το μάλωσες κιόλας, σε πόνεσε και το πόνεσες.
Σήμερα βλέπω το "παιδάκι" μου να περνάει τις εξετάσεις για το "πανεπιστήμιο". Μας περιμένει αγώνας, αλλά θα τα καταφέρουμε μαζί, όπως τα καταφέρνουμε πέντε χρόνια τώρα. Και παρότι, το σημερινό βήμα, είναι το ίδιο ή και λιγότερο σημαντικό (ενδεχομένως) από όσα κάναμε μέχρι σήμερα, νοιώθω πολύ περήφανη που το "παιδί" μου πέρασε τις εξετάσεις με άριστα και πλέον θα το παλεύει σε δυσκολότερες πίστες. Και το κατάφερε αθόρυβα, χωρίς φανφάρες και περιττά λόγια.
Είναι ακόμα πιο σημαντικό , γιατί το "παιδί" μου, δεν είναι μία, αλλά εκατό ανθρώπινες ψυχές.
Μπήκαμε στην Roma!

Wednesday, June 09, 2010

Εκπλήξεις...

Πράγματα που μπορούν ακόμα να μου προκαλούν έκπληξη:
- Να ξυπνάει ο Δημήτρης το πρωί και να σου λέει ότι ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου! (γουάτ δε φακ???)
- Οι εργάτες σου να αποκαλούν ο ένας τον άλλο "μαλάκας", όταν βρίζονται ( δεν τους διδάξαμε την κλητική βλέπεις!)
- Ενώ χοροπηδάνε οκτώ άτομα πάνω σε έναν καναπέ για να δουν αν σπάζει, κάποιος να πετάει "σέφε, να τον δοκιμάσουμε καλύτερα, κάνοντας σεξ?". (Το πρώτο πράγμα που είχα και εγώ σκεφτεί όταν πήρα το complaint, ήταν ότι ο Αχμετ και η Φατιμά το έκαναν ασυστόλως στο ανάκλινδρο! Να που δεν ήμουν η μόνη).
Και εις άλλα με υγεία!

Friday, June 04, 2010

Αντίο ...

Πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, στην Αχαρνών, καθ’οδόν για τον Ευαγγελισμό. «Θα πάμε μετά να ανάψουμε ένα κερί για τον Χαμίντ?». Δάκρυα μπαίνοντας , χαμόγελα, ελπίδες ψεύτικες, λόγια που κανένας μας δεν πιστεύει. Ο καθένας μας, προσπαθεί να πείσει τον άλλο ότι θα περάσει. Δεν θα περάσει και το ξέρουμε. Ο μόνος που πείθεται είναι ο Δημήτρης. «Θα ζήσει, θα δεις». Θέλω να του δώσω ένα φιλί και δεν μπορώ. Του πιάνω το χέρι και το φιλάω φεύγοντας. Αγάπη, σεβασμός, θαυμασμός, ευγνωμοσύνη, όλα σε ένα χειροφίλημα. Λυγμοί. Ποτέ πριν, δεν του έχω φιλήσει το χέρι. Οχι, δεν έχω κουράγιο να πάω στον Χαμίντ. Θέλω να περάσω τα σύνορα και να κλειστώ, στο αποστειρωμένο κλουβί μου. Εκεί που μπορώ να παίζω με ευκολία, το παιχνίδι της χαράς. Αντίο θείε μου.

Δεν το ανέβασα όταν γράφτηκε, ίσως για να ξορκίσω τον αποχωρισμό που έβλεπα να έρχεται. Οι άντρες που επηρρέασαν την παιδική μου ηλικία, που έφτιαξαν τα πρότυπα που αργότερα έψαχνα και ερωτεύτηκα, ξεκίνησαν να φεύγουν νωρίς. Για την ακρίβεια, ο θείος, αυτός που έφυγε πριν λίγες ώρες, είναι ο προτελευταίος της "ομάδας". Ο τελευταίος είναι ο μπαμπάς μου, που πριν λίγο τον παρακάλεσα να αντέξει, γιατί ακόμα τον έχουμε ανάγκη. Δεν είμαι σίγουρη ότι το κατάλαβε. Οταν έμαθε ότι ο θείος είναι άρρωστος είπε "δεν θέλω να φύγει πριν από μένα".
Οταν ζεις μακρυά, όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να είσαι εκεί, ο πόνος είναι μεγαλύτερος. Οσο κι αν προστατεύεσαι από τους λυγμούς και τον πόνο που θα έβλεπες γύρω σου, τόσο ο λυγμός μέσα σου γιγαντώνεται και σε πνίγει. Τουλάχιστον εκεί, θα μπορούσες να ξεσπάσεις. Τώρα απλά ακούς "ο θείος σου έφυγε" από ένα γαμωτηλέφωνο και δεν έχεις τί να απαντήσεις. Ποιός θα καταλάβει τί ήταν για σένα ο θείος? Πόσα σου δίδαξε, πόσο καλύτερο άνθρωπο σε έκανε, πόσα του χρωστάς από αυτό που είσαι? Και πόσοι άλλοι του χρωστάνε ακόμα?
Χαίρομαι που τον έζησα, χαίρομαι που το περασμένο καλοκαίρι, πρόλαβε να γνωρίσει τον Δημήτρη. Λυπάμαι που δεν το έζησα περισσότερο, γιατί πάντα πίστευα ότι έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας.
Το παρόν κείμενο δεν έχει επίλογο, ίσως γιατί ολόκληρο είναι επίλογος από μόνο του. Θείε μου, έλεγες πάντα, όταν γράφω να βγάζω τα συναισθήματά μου. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο το κείμενό μου, με τόσο πόνο μέσα μου. Συγχωρεσέ με, που δεν τήρησα τους κανόνες...

Tuesday, June 01, 2010

Ο καπνός και οι βλαβερές συνέπειές του :Ρ

Δυό μέρες τώρα, είμαστε χωρίς άντρα στο γραφείο (και στο κρεββάτι μου, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας). Δουλεύουμε μέσα σε απόλυτη ησυχία κι αν δεν είχαμε τα κλάμματα της Πέτιας χθες, θα έλεγε κανείς πως είμαστε κρατική βιβλιοθήκη.
Η άκρα-του-τάφου-σιωπή, κόπηκε μαχαίρι πριν από μερικές ώρες εξαιτίας μιας τσιρίδας της Πέτιας. Την τσιρίδα, ακολούθησε η αμφιλεγόμενη φράση της "μα από που βγαίνει? από που βγαίνειιιιιιιιιιιι?". Επειδή ήμουν σίγουρη ότι αποκλείεται να έψαχνε το κορδονάκι του ταμπόν της ή, να της είχε μπει ο,τιδήποτε, σηκώθηκα κι έτρεξα στο γραφείο της, το οποίο στο μεταξύ είχε εγκαταλείψει.
Κόντεψα να λυποθυμίσω, όχι γιατί δεν άντεξα στην θέα των άδειων γραφείων αλλά γιατί ένας καπνός ερχόταν με τα όλα του από την κουζίνα. Βάσει των λεγομένων του σοφότατου λαού μας, όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Κι εγώ έχω μεν, πολλές φοβίες αλλά η χειρότερή μου είναι η φωτιά. Οσο απίθανο κι αν ακούγεται, την απέκτησα όταν ήρθα στην Βουλγαρία και κληρονόμησα από τον προκάτοχό μου, την υποχρέωση να εγκαταστήσω πυρανίχνευση και πυρασφάλεια στο χάλασμα (σόρρυ, το εργοστάσιο εννοούσα). Η τοπική πυροσβεστική, μού έγινε στενός κορσές επί δύο χρόνια (τόσο χρειάστηκε για να γίνουν οι εργασίες) και μέχρι να πάρω την κωλουπογραφή τους είχα εφιάλτες ότι καίγομαι αγκαλιά με τα σκυλιά μας. Δεν τους ξεπέρασα ποτέ! Ακόμα και τώρα ενώ ξέρω ότι γίνεται άσκηση πυρασφάλειας μια φορά το μήνα, τρέχω σαν παλαβή να δω σε ποιό σημείο πιάσαμε φωτιά μόλις ακούσω συναγερμό.
Επί του θέματος τώρα. Ο καπνός με έπνιξε καθώς έτρεξα προς την κουζίνα. Δεν είδα πουθενά φωτιά, αλλά είδα όλες τις παλαβές μαζεμένες να την ψάχνουν. Αρχισα εγώ τις τσιρίδες. Η πρώτη αφορούσε το να τσακιστούν να βγουν έξω από τον καπνό. Η δεύτερη για το που στο διάολο έχουν τα κλειδιά της πόρτας που οδηγούσε στο προαύλιο. Είναι ηλίθιο, σε εργασιακό χώρο να έχεις κλειδωμένη μια πόρτα που δεν ανοίγεις ποτέ και τα κλειδιά να μην είναι επάνω στην κλειδαριά! Το να σπάσω την κωλόπορτα δεν έπαιζε, είναι κομμουνιστικό κειμήλιο απίστευτου βάρους.
Ταυτόχρονα, καμιά μας δεν μπορούσε να βρει από που βγαίνει όλος αυτός ο καπνός. Αφού άνοιξα την πόρτα και ανασάναμε ελαφρώς, αρχίσαμε να μετακινούμε ψυγεία, κουζίνες, ψύκτες, καφετιέρες, φωτιά πουθενά. Η Ελλη έριξε την ιδέα ότι μπορεί να είχε πιάσει φωτιά ο πάνω όροφος κι από εκεί να ερχόταν ο καπνός. Ετρεξε λοιπόν να την ψάξει. Βγαίνοντας στο προαύλιο, ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να ψάξουμε είναι η πνευματική μας διαύγεια, γιατί επάνω όροφος στο γραφείο δεν υπάρχει! Τότε ήταν που πέρασα στον δεύτερο γύρο τσιρίδας. Να φωνάξουν τον ηλεκτρολόγο και να φέρουν για παν ενδεχόμενο πυροσβεστήρες.
Πρέπει να αποτελούσαμε ένα απίστευτο θέαμα, οι μισές στο προαύλιο κι οι άλλες μισές να συνεχίζουμε να ψάχνουμε τις πρίζες όταν έσκασε μύτη ο Μπάι Πέτιο ακολουθούμενος από καμιά δεκαριά εργάτες με πυροσβεστήρες. Στοιβιάστηκαν όλοι στην κουζίνα και περίμεναν να βρουν τις φλόγες!!!
Ο Μπαι Πέτιο (γνωστός από παλαιότερα ποστ για τις εξαιρετικές του ικανότητες) είπε ότι οι πρίζες δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Θυμήθηκα τις οδηγίες του επιβλέποντα πυροσβέστη μας (σε περίπτωση πυρκαγιάς κόψτε το ρεύμα) και τον ρώτησα εάν το έκοψε. Ισως τον είχε θολώσει ο καπνός, γιατί μου είπε "αααα, όχι ακόμα". Ετοιμη ήμουν να τον βρίσω αλλά μόλις τον είδα να κατεβάζει τον διακόπτη μαζεύτηκα. Γιατί δεν το είχα κάνει τόση ώρα μόνη μου? Χρειαζόμουν ηλεκτρολόγο για να κατεβάσω τον διακόπτη?
Είχαμε ηρεμήσει ελαφρά γιατί φλόγες δεν βλέπαμε, ήμασταν σε πανικό αφετέρου γιατί ο αγνώστου προελεύσεως καπνός γινόταν όλο και πιο πυκνός. Συν τις εργατώρες που χάνονταν (ναι, το παραδέχομαι, σκέφτηκα και αυτό, ντροπή μου!). Τότε κατέφθασε η Πόλια! Με μια μόνο ματιά της στο χώρο εντόπισε το πρόβλημα. Πέρασε ανάμεσά μας, με ένα καλαθάκι σκουπιδιών που είχε ήδη μείνει μισό από το κάψιμο. Ειλικρινά δεν περίμενα ποτέ ότι ένα τόσο μικρό καλαθάκι, μπορούσε να βγάλει τόσο καπνό! Την επαίνεσα για την εξυπνάδα της και την διαύγειά της. Το καλαθάκι καιγόταν μπροστά μας κι εμείς ψάχναμε τις πρίζες!
Αφού ξεμπουκάραμε όλοι στο προαύλιο για να ανασάνουμε , αποφάσισα να μάθω ποιά πέταξε το τσιγάρο της στο καλάθι. "Μα αφού καπνίζουμε στα γραφεία, υπάρχει λόγος να πετάμε το τσιγάρο στο καλάθι της κουζίνας? Και καλά, δεν μπορούσατε να το σβήσετε πρώτα? Ποιά το έκανε?". Αρνητικές απαντήσεις από παντού. Ημουν σίγουρη ότι καμιά δεν θα παραδεχόταν την μαλακία της. Πάνω που ετοιμαζόμουν να τις μαζέψω, επέστρεψε η Πόλια που είχε πάει να ξεφορτωθεί το καμμένο καλαθάκι. "Αχ Σέφκα, πάντοτε αδειάζω το σταχτοδοχείο σας στο καλάθι, σήμερα γιατί άναψε??". Κατάπια τους επαίνους που είχα βιαστεί να της δώσω και τραύλισα "την επόμενη φορά να ρίχνεις και νερό!".
Πριν από λίγο , τα κορίτσια με ενημέρωσαν ότι από σήμερα, η νομοθεσία απαγορεύει το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους. Κάτι ήξερε ο πρωθυπουργούλης μας...