Τα δεδομένα :
- Ο συντηρητής μας ο Μπάι Πέτιο και τα κατορθώματά του (έχω αναφερθεί σε παλαιότερα ποστ, πλέον χρειαζόμαστε τόμους για να τα περιγράψουμε όλα).
- Ο Ιβάν, νέος μας συντηρητής, βοηθός του Μπάι Πέτιο (στα κατορθώματα) , τον οποίον λυπηθήκαμε να απολύσουμε και τον παρακαλέσαμε, απλά να κάνει καμιά δουλειά για να δικαιολογεί το μεροκάματό του.
- Η αφόρητη σημερινή ζέστη σε συνδυασμό με αέρα.
- Η μόνιμη φοβία μου σχετικά με την φωτιά (την οποία γνωρίζουν ακόμα και τα σκυλιά μας, πόσο μάλλον το προσωπικό).
- Ενα φορτηγό , φορτωμένο με αφρολέξ.
- Τρεις λαμαρίνες, μισό τετραγωνικό μέτρο έκαστη.
- Σημαντική ποσότητα (έφτιαχνες εμπρηστικό μηχανισμό της Χαμάς) υπολειμμάτων κόλλας που είχαν συσσωρευτεί επί πέντε χρόνια στις τρεις, προαναφερθείσες λαμαρίνες.
- Το ότι ο Μήτσος αρνήθηκε να ακούσει το γεγονός και με προέτρεψε να το κάνω πόστ.
Το γεγονός :
Ακούγεται στα ξεκάρφωτα η ερώτηση της Νούσιας "μα τι φωτιά είναι αυτή δίπλα στο ξυλουργείο?" και η απαθής απάντηση της Ελένας "αααα, θα καίνε λάστιχα". Εχω ήδη πεταχτεί σαν ελαττήριο από την καρέκλα μου. "Μην ανησυχείτε σέφκα, είναι εκεί και ο Μπάι Πέτιο κι ο Ιβάν! ". Η αναφορά των ονομάτων τους, αντί να με καθησυχάσει με κάνει θηρίο και τρέχω με το δεκάποντο (μέρα που βρήκα να το βάλω!) προς την έξοδο. Η Νούσια επεξηγεί "εκεί, δίπλα στο φορτηγό με το αφρολέξ!". Λες κι έχει βαλθεί να πάθω το έμφραγμα πριν φτάσω στην πόρτα! Στο μεταξύ, καλώ τον Δημήτρη στο κινητό. "Τί καίνε?". Ακούω μερικά καντήλια ξεγυρισμένα, ο Μήτσος εκνευρίζεται με οποιαδήποτε φοβία μου, ανέκαθεν.
Βγαίνοντας, βλέπω απέναντί μου την φωτιά. Δίπλα ακριβώς το φορτηγό ξεφορτώνει κανονικά το αφρολέξ (καλός παπάρας και ο οδηγός, τεσπά), οι αποθηκάριοι κάνουν καταμέτρηση (δικοί μου παπάρες αυτοί!), ο Πέτιο κι ο Ιβάν ως σύχρονοι Νέρωνες, απολαμβάνουν το θέαμα (όχι, δεν είναι αυτή η Ρώμη του προηγούμενου ποστ, δόξα τω Θεώ!).
Καθώς τρέχω προς το μέρος τους, ουρλιάζω "μα τί κάνετε εκεί?". Απαντούν όλοι (μα ένας καλός Θεέ μου!) εν χορώ "μην φοβάσαι σέφκα! δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, εμείς την ανάψαμε!". Το ότι άναψαν μόνοι τους φωτιά, θα πρέπει να με καθησυχάσει σύμφωνα με τα λεγόμενά τους! Πλησιάζω τον Μπαι Πέτιο - Νέρωνα με άγριες διαθέσεις. Χαζογελάει όπως κάθε φορά που του ετοιμάζω βρισίδι , μοστράροντας το χρυσό δόντι του.
- Μα μην τρέχεις σέφκα, σου είπα να μην ανησυχείς! Εγώ με τον Ιβάν την ανάψαμε!
- Γιατί την ανάψατε μπορώ να μάθω? Θα μας κάψετε όλους και μαζί και το φορτηγό του Χριστιανού! (ο Χριστιανός στα τέτοια του, οδηγός είναι, χέστηκε για το φορτηγό του κερατά του εργοδότη του, όπως και οι δικοί μου χέστηκαν για μένα!)
- Δεν βλέπεις? Την ανάψαμε για να καθαρίσουμε τις λαμαρίνες! Ηταν γεμάτες με κόλλα ταπετσαρίας! απαντάει ο Πέτιο όλο καμάρι για την νέα του ευρεσιτεχνία!
Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πέσω στην φωτιά για να μην ακούσω περισσότερα...
- Σβήστε τη τώραααααααα!!!!!!
- Μα δεν έχει φόβο, σου λέω!
- Τώρα κουβέντα θα κάνουμε? Σβήστη είπαααααααααααα!
Πρέπει να είχα γίνει πιο κόκκινη από ότι οι φλόγες, γιατί ο Νάσκο (άλλο νούμερο αυτός), έτρεξε με το λάστιχο, παρότι με μισεί θανάσιμα και με αγνοεί επί οκταώρου βάσεως.
- Και τώρα πείτε μου, τί μαλακισμένη ιδέα ήταν αυτή! Δεν μπορούσατε να τις καθαρίσετε με διαλυτικό? Επρεπε να βάλετε φωτιά?
- Μα έχουν πολύ κόλλα, θα θέλαμε τόννους διαλυτικού και πάλι δεν θα καθάριζαν! πετάγεται ο Ιβάν, με ύφος "εμ τί ξέρεις εσύ από τέτοιες δουλειές?" . Για να μου αποδείξει τα λεγόμενά του, σηκώνει την πάνω λαμαρίνα, η οποία πράγματι έχει γίνει κατάμαυρη μεν, χωρίς ίχνος κόλλας δε. Οι αποκάτω είναι πηγμένες στην κόλλα, δεν πρόλαβαν να φουντώσουν για τα καλά.
-Να βλέπεις σέφκα? Κοίτα πως καθάρισε! καμαρώνει ο Μπάι Πέτιο.
Εχω πειστεί πλέον ότι η βλακεία τους είναι ανίκητη. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να βάλω μόνη μου φωτιά και να τα κάψω όλα , μπας και ξυπνήσουν. Γυρίζω στον προσβεβλημένο Ιβάν.
- Για να καθαρίσεις την λαμαρίνα Ιβάν, πρέπει να κάψεις όλη την εταιρεία?
- Σας εγγυώμαι προσωπικά (τώρα το πέτυχε!) , ότι δεν θα είχαμε πρόβλημα!
- Ναι ε? Δίπλα στα ξερά χόρτα, με αέρα και πέντε τόννους αφρολές δίπλα, δεν θα είχαμε πρόβλημα?
- Οχι! Σας είπα το εγγυώμαι προσωπικά! (να σου γαμήσωωωωω ηλίθιε!)
-Και τότε ο θάμνος εδώ γιατί είναι μισοκαμμένος?
- Εεεε, εκεί μας ξέφυγε λίγο πετάγεται ο Πέτιο.
- Μα είστε τόσο κουτοί πιά? Γιατί δεν λέγατε να αγοράζαμε τρεις λαμαρίνες?
- Θα μας το επιτρέπατε? πετάγεται ο Ιβάν, ο οποίος έχει φάει άπειρα βρισίδια για ό,τι άχρηστο παραγγέλνει κάθε μέρα και τώρα βρήκε πάτημα να πετάξει κι άλλη εξυπνάδα.
- Προκειμένου να μας κάψετε! Μα καλά τώρα, τί ρωτάς?
- Ναι αλλά πρέπει να αγοράσουμε λαμαρίνα και να την κόψουμε στις ίδιες διαστάσεις και....
Εχω ήδη γυρίσει να φύγω για να μην τον αρχίσω στις τακουνιές με το δεκάποντο. Μου περιγράφει το κόψιμο της λαμαρίνας σαν κάμελ τρόφυ, ενώ το να βάλει μια φωτιά για να καθαρίσει κόλλες του φαίνεται απολύτως απλό και λογικό.
Υποθέτω ότι πίσω από την πλάτη μου, έβριζαν ασταμάτητα, με την "κότα που έχει και άποψη για το πώς καθαρίζονται οι λαμαρίνες, που φοβάται τις φωτιές, που είναι αχάριστη και δεν εκτιμάει την εξυπνάδα τους και τις ευρεσιτεχνίες τους, προκειμένου να μην χαλάσουν λεφτά κλπ κλπ".
Μπήκα στο γραφείο λέγοντας μέσα μου "αφού τους ξέρεις, τί τσαντίζεσαι!". Η Πέτια με κοίταζε όλο απορία. "Μα τόση μαλακία μαζεμένη εδώ μέσα!¨ της είπα. "Χαααα, τώρα το κατάλαβες? Το φορτηγό τελικά το κάψανε ή όχι?" ήταν η απάντησή της.