Την πάντρεψαν μικρή. Οχι πως εκείνος ήταν μεγάλος. Μόνο που αυτή, ήταν παιδάκι ακόμα. Του έπιασε το χέρι, όπως θα έπιανε το χέρι της πάνινης κούκλας που ονειρευόταν. Ετσι, με τα χέρια πιασμένα σφιχτά, έφτασαν στην μεγάλη πόλη. Γεμάτα τα μαγαζιά πάνινες κούκλες. «Αχ να μου έπαιρνε μία. Πόσο θα την πρόσεχα» σκεφτόταν. Είπαμε, παιδάκι ήταν.
Δεν της πήρε κούκλα. Στο κρύο σπιτάκι που πρωτοέμειναν, την ζέσταινε με την αγκαλιά του. «Να δουλέψουμε Χατζέρ, ψυχή μου, να έχουμε ψωμί και ξύλα στο σπίτι». Τί κούκλες να του ζητήσει και τί παιχνίδια? Μόλις ήρθε το ψωμί στο σπίτι, έπρεπε να μάθει να βάζει το τσουκάλι στη φωτιά. Η Ρωμία γειτόνισσα την λυπόταν. Μια σταλιά κοριτσάκι. Της μάθαινε να μαγειρεύει. Και την άφηνε, όσο γινόταν το φαγητό να κοιτάζει τις κούκλες της κόρης της. Ποτέ δεν άπλωσε τα χεράκια της να τις ακουμπίσει. Μόνο τις κοίταζε.
Είχε κλείσει τα δεκατέσσερα όταν έμεινε έγκυος. Και στα δεκαπέντε, γέννησε τον Μεμίν της. Μια σταλίτσα, τον κράτησε στην αγκαλιά. Σαν την πάνινη κούκλα που ονειρευόταν. «Καλύτερα που δεν πήρα κούκλα! Δεν θα είχα χρόνο να παίζω μαζί της! Τώρα θα παίζω με το μωρό μου». Και το παιδάκι, έγινε κορίτσι πια. Μεροκάματο, μαγείρεμα, φρόντισμα του μωρού. Και τα βράδυα, να την ζεσταίνει η αγκαλιά του. Ποτέ της δεν μετάνοιωσε που τον ακολούθησε. Κι όταν φόρτωναν το φτωχικό νοικοκυριό τους για να πάνε σε άλλο σπιτάκι, πιο φτηνό, σε άλλη γειτονιά, ποτέ της δεν βαρυγκομούσε. Να δουλεύουν, να έχουν ψωμί και ξύλα.
Αλλα δυό παιδιά γεννήθηκαν κι άλλα οκτώ δεν τα κατάφεραν. Πόσο της έμοιασαν και λαχταρούσαν κι αυτά παιχνίδια! Πόσο την πονούσε που δεν μπορούσε να τους τα αγοράσει. Πόση ευγνωμοσύνη ένοιωσε, όταν ο Ρωμιός γείτονας, ο πατέρας του Γιαννάκη, χάρισε στον Μεμίν της το ίδιο ξύλινο παιχνίδι που χάρισε του γιού του. «Τί όμορφο που είναι Μεμίν μου! Να το προσέχεις, ναι?». Πόσο έκλαψε εκείνο το βράδυ στην αγκαλιά του ανθρώπου της. Ηταν καλός πατέρας, αλλά ποτέ δεν θα κατάφερνε να αγοράσει ένα παιχνίδι στα παιδάκια τους. Οπως δεν αγόρασε και σε αυτήν την κούκλα.
Μεγάλωνε μαζί με τα παιδιά της. Σαν αδελφή τους ήταν. Την καρδιά της πέτρα έκανε, όταν τα δυό μεγάλα, τα πήραν εσώκλειστα στο «ορφανοτροφείο». Ορφανά δεν ήταν, φτωχά ήταν. Πως είναι να είσαι μάνα και να λογιέσαι σαν να πέθανες? «Για το καλό τους». Ηταν έξυπνα παιδιά, καλοί μαθητές. Εκεί τουλάχιστον θα σπουδάσουν. Θα έχουν πάντα ζεστό φαί. Και ρούχα. Μεγάλη ανάσα για το νοικοκυριό τους, κερασμένη ελπίδα στα παιδιά. «Δεν τα χάνεις Χατζέρ, ψυχή μου. Θα σπουδάσουν και θα γίνουν καλά παιδιά». Κάθε Σαββατόβραδο, που έρχονταν στο σπίτι, έβαζε όλη την τέχνη της στο μαγείρεμα. Να μην ξεχάσουν το φαί της μάνας. Και μετά έδινε όλη την αγκαλιά της. Να μην ξεχάσουν την αγκαλιά της μάνας, να τα τυλίγει η αγάπη της σαν πάπλωμα, μέχρι το επόμενο σαββατόβραδο.
Δεν της πήρε κούκλα. Στο κρύο σπιτάκι που πρωτοέμειναν, την ζέσταινε με την αγκαλιά του. «Να δουλέψουμε Χατζέρ, ψυχή μου, να έχουμε ψωμί και ξύλα στο σπίτι». Τί κούκλες να του ζητήσει και τί παιχνίδια? Μόλις ήρθε το ψωμί στο σπίτι, έπρεπε να μάθει να βάζει το τσουκάλι στη φωτιά. Η Ρωμία γειτόνισσα την λυπόταν. Μια σταλιά κοριτσάκι. Της μάθαινε να μαγειρεύει. Και την άφηνε, όσο γινόταν το φαγητό να κοιτάζει τις κούκλες της κόρης της. Ποτέ δεν άπλωσε τα χεράκια της να τις ακουμπίσει. Μόνο τις κοίταζε.
Είχε κλείσει τα δεκατέσσερα όταν έμεινε έγκυος. Και στα δεκαπέντε, γέννησε τον Μεμίν της. Μια σταλίτσα, τον κράτησε στην αγκαλιά. Σαν την πάνινη κούκλα που ονειρευόταν. «Καλύτερα που δεν πήρα κούκλα! Δεν θα είχα χρόνο να παίζω μαζί της! Τώρα θα παίζω με το μωρό μου». Και το παιδάκι, έγινε κορίτσι πια. Μεροκάματο, μαγείρεμα, φρόντισμα του μωρού. Και τα βράδυα, να την ζεσταίνει η αγκαλιά του. Ποτέ της δεν μετάνοιωσε που τον ακολούθησε. Κι όταν φόρτωναν το φτωχικό νοικοκυριό τους για να πάνε σε άλλο σπιτάκι, πιο φτηνό, σε άλλη γειτονιά, ποτέ της δεν βαρυγκομούσε. Να δουλεύουν, να έχουν ψωμί και ξύλα.
Αλλα δυό παιδιά γεννήθηκαν κι άλλα οκτώ δεν τα κατάφεραν. Πόσο της έμοιασαν και λαχταρούσαν κι αυτά παιχνίδια! Πόσο την πονούσε που δεν μπορούσε να τους τα αγοράσει. Πόση ευγνωμοσύνη ένοιωσε, όταν ο Ρωμιός γείτονας, ο πατέρας του Γιαννάκη, χάρισε στον Μεμίν της το ίδιο ξύλινο παιχνίδι που χάρισε του γιού του. «Τί όμορφο που είναι Μεμίν μου! Να το προσέχεις, ναι?». Πόσο έκλαψε εκείνο το βράδυ στην αγκαλιά του ανθρώπου της. Ηταν καλός πατέρας, αλλά ποτέ δεν θα κατάφερνε να αγοράσει ένα παιχνίδι στα παιδάκια τους. Οπως δεν αγόρασε και σε αυτήν την κούκλα.
Μεγάλωνε μαζί με τα παιδιά της. Σαν αδελφή τους ήταν. Την καρδιά της πέτρα έκανε, όταν τα δυό μεγάλα, τα πήραν εσώκλειστα στο «ορφανοτροφείο». Ορφανά δεν ήταν, φτωχά ήταν. Πως είναι να είσαι μάνα και να λογιέσαι σαν να πέθανες? «Για το καλό τους». Ηταν έξυπνα παιδιά, καλοί μαθητές. Εκεί τουλάχιστον θα σπουδάσουν. Θα έχουν πάντα ζεστό φαί. Και ρούχα. Μεγάλη ανάσα για το νοικοκυριό τους, κερασμένη ελπίδα στα παιδιά. «Δεν τα χάνεις Χατζέρ, ψυχή μου. Θα σπουδάσουν και θα γίνουν καλά παιδιά». Κάθε Σαββατόβραδο, που έρχονταν στο σπίτι, έβαζε όλη την τέχνη της στο μαγείρεμα. Να μην ξεχάσουν το φαί της μάνας. Και μετά έδινε όλη την αγκαλιά της. Να μην ξεχάσουν την αγκαλιά της μάνας, να τα τυλίγει η αγάπη της σαν πάπλωμα, μέχρι το επόμενο σαββατόβραδο.
Και πέρασαν τα χρόνια , κι ήρθε το καλό των παιδιών. Γι’ αυτό, το καλό τους, δεν τα στερήθηκε άραγε? Βρήκαν και τα τρία τον δρόμο τους. Καλύτερα κι από ό,τι ονειρευόταν. Είχε ονειρευτεί ποτέ στα δεκαπέντε της, ότι εκείνη η σταλίτσα στην αγκαλιά της, ο Μεμίν της, θα δίδασκε στο Πανεπιστήμιο? Οχι! Να που έγινε. Για τα παιδιά ήταν πάντα η μεγάλη τους αδελφή. Ολα της τα έλεγαν. Και πόσο την αγαπούσαν. Τίποτα δεν της έλειψε ξανά. Και εκείνος, πάντα εκεί. Να την ζεσταίνει στην αγκαλιά του τις νύχτες. «Τα καταφέραμε Χατζέρ, ψυχή μου. Καλά δεν τα καταφέραμε?».
Ναι τα είχαν καταφέρει. Κι αν καμιά φορά, της μάγκωνε την ψυχή να βλέπει τις κούκλες των εγγονών της, μισό λεπτό κρατούσε. Γιατί το κορίτσι, είχε γίνει γυναίκα, από χρόνια. Κι έτσι έφυγαν από την μεγάλη πόλη και πιάσαν ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Οι δυό τους πια, με το τσουκάλι πάντα γεμάτο και το καλοριφέρ να τους ζεσταίνει τον χειμώνα.
Ποιός διάολος την έβαλε να παραπονεθεί ότι πονάει το γόνατό της; Ποτέ της δεν παραπονιόταν. Τί το θελε και χαϊδεύτηκε, τώρα στα γεράματα? Ετρεξαν τα παιδιά αμέσως, να την πάρουν στην πόλη, να την πάνε στους γιατρούς. Το γόνατο δεν είχε πρόβλημα τελικά, «παραπάχυνες θεία Χατζέρ» της είπαν. Μια ζωή γεμάτη πείνα, τώρα δεν θα πάχαινε? Αλλα ήταν τα προβλήματα, είπαν οι γιατροί και την ξεσκόνισαν στις εξετάσεις. Τα παιδιά να κλαίνε όπως κλαίγανε μωρά κι εκείνος να λιώνει σαν το κεράκι. Να της κρατά το χέρι και λέξη να μην βγάζει.
Θεραπείες, θεραπείες, θεραπείες. Πάνε τα πλούσια καστανά μαλλιά της. Την πήραν και μακρυά από την θάλασσα. Τα παιδιά φαρμακωμένα. Κάποτε τα στερήθηκε για το καλό τους. Τώρα γιατί τα πίκραινε? Κι εκείνος να μην λέει κουβέντα. Μόνο να βλέπει τα μάτια του θολωμένα από τα δάκρυα, όταν της κρατούσε το χέρι. «Θα τα καταφέρουμε Χατζέρ, ψυχή μου. Πάντα δεν τα καταφέρναμε?»
Μπήκε κι ο χειμώνας. Δύσκολος χειμώνας τούτος, μνημόνεψε τους χειμώνες στο χωριό. Κρύο και ψιλόχιονο. Δεν άντεχε άλλο. Δεν είχε μάθει να περιμένει από τους άλλους. Δεν είχε μάθει να της μαγειρεύουν. Δεν ήθελε να την νταντεύουν. Δεν ήθελε να κουράζονται τα παιδιά. Δεν άντεχε να κοιμάται μόνος του, για να μην την ενοχλεί. Η ζωή χωρίς θυσία για τους άλλους και χωρίς την αγκαλιά του τα βράδυα, ζωή άλλη είναι. Κι άντε να αλλάξεις ζωή μετά από μισόν αιώνα. «Δεν θέλω άλλα φάρμακα, γιέ μου. Δεν θέλω να συνεχίσω τις θεραπείες», είπε του Μεμίν.
Το ήξερε, δεν θα την άφηναν να ησυχάσει. Ποτέ δεν έλεγε ¨θέλω¨. Ποτέ δεν ήθελε. Και να που τώρα, έλεγε «δεν θέλω» και πάλι κανένας δεν την άκουγε. Για το καλό της. Της έλεγαν να παλέψει. Σάμπως δεν πάλεψε από παιδάκι? Πόση πάλη ακόμα? Πόσος πόνος? «Ο ψυχολογικός παράγοντας μάνα, είναι σημαντικός». Κοίτα πως της μιλούσαν βρε! Ψυχολογίες και παράγοντες. Δεν τις έλεγαν τίποτα αυτές οι λέξεις, δεν τις χρησιμοποίησε ποτέ. Πώς να τις ακούσει τώρα?
Ναι τα είχαν καταφέρει. Κι αν καμιά φορά, της μάγκωνε την ψυχή να βλέπει τις κούκλες των εγγονών της, μισό λεπτό κρατούσε. Γιατί το κορίτσι, είχε γίνει γυναίκα, από χρόνια. Κι έτσι έφυγαν από την μεγάλη πόλη και πιάσαν ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Οι δυό τους πια, με το τσουκάλι πάντα γεμάτο και το καλοριφέρ να τους ζεσταίνει τον χειμώνα.
Ποιός διάολος την έβαλε να παραπονεθεί ότι πονάει το γόνατό της; Ποτέ της δεν παραπονιόταν. Τί το θελε και χαϊδεύτηκε, τώρα στα γεράματα? Ετρεξαν τα παιδιά αμέσως, να την πάρουν στην πόλη, να την πάνε στους γιατρούς. Το γόνατο δεν είχε πρόβλημα τελικά, «παραπάχυνες θεία Χατζέρ» της είπαν. Μια ζωή γεμάτη πείνα, τώρα δεν θα πάχαινε? Αλλα ήταν τα προβλήματα, είπαν οι γιατροί και την ξεσκόνισαν στις εξετάσεις. Τα παιδιά να κλαίνε όπως κλαίγανε μωρά κι εκείνος να λιώνει σαν το κεράκι. Να της κρατά το χέρι και λέξη να μην βγάζει.
Θεραπείες, θεραπείες, θεραπείες. Πάνε τα πλούσια καστανά μαλλιά της. Την πήραν και μακρυά από την θάλασσα. Τα παιδιά φαρμακωμένα. Κάποτε τα στερήθηκε για το καλό τους. Τώρα γιατί τα πίκραινε? Κι εκείνος να μην λέει κουβέντα. Μόνο να βλέπει τα μάτια του θολωμένα από τα δάκρυα, όταν της κρατούσε το χέρι. «Θα τα καταφέρουμε Χατζέρ, ψυχή μου. Πάντα δεν τα καταφέρναμε?»
Μπήκε κι ο χειμώνας. Δύσκολος χειμώνας τούτος, μνημόνεψε τους χειμώνες στο χωριό. Κρύο και ψιλόχιονο. Δεν άντεχε άλλο. Δεν είχε μάθει να περιμένει από τους άλλους. Δεν είχε μάθει να της μαγειρεύουν. Δεν ήθελε να την νταντεύουν. Δεν ήθελε να κουράζονται τα παιδιά. Δεν άντεχε να κοιμάται μόνος του, για να μην την ενοχλεί. Η ζωή χωρίς θυσία για τους άλλους και χωρίς την αγκαλιά του τα βράδυα, ζωή άλλη είναι. Κι άντε να αλλάξεις ζωή μετά από μισόν αιώνα. «Δεν θέλω άλλα φάρμακα, γιέ μου. Δεν θέλω να συνεχίσω τις θεραπείες», είπε του Μεμίν.
Το ήξερε, δεν θα την άφηναν να ησυχάσει. Ποτέ δεν έλεγε ¨θέλω¨. Ποτέ δεν ήθελε. Και να που τώρα, έλεγε «δεν θέλω» και πάλι κανένας δεν την άκουγε. Για το καλό της. Της έλεγαν να παλέψει. Σάμπως δεν πάλεψε από παιδάκι? Πόση πάλη ακόμα? Πόσος πόνος? «Ο ψυχολογικός παράγοντας μάνα, είναι σημαντικός». Κοίτα πως της μιλούσαν βρε! Ψυχολογίες και παράγοντες. Δεν τις έλεγαν τίποτα αυτές οι λέξεις, δεν τις χρησιμοποίησε ποτέ. Πώς να τις ακούσει τώρα?
Εκλεισε τα μάτια, "να κοιμηθώ Θεέ μου. Να κοιμηθώ για να μην πονάω". Το μυαλό της ταξίδεψε στο χωριό, στον γάμο της. Στον ερχομό τους στην πόλη. Στις γεννήσεις των παιδιών και των εγγονιών της. Σε όλες τις θύμησες, αυτός δίπλα της, να της κρατάει σφιχτά το χέρι. Μια μεγάλη πάνινη κούκλα την πλησίασε. Είχε ξανθά μαλλιά σαν άγγελος! Τί όμορφη κούκλα! Κάπου την ήξερε αυτή την κούκλα. Την είχε ονειρευτεί? Την είχε δει σε καμιά βιτρίνα, όταν ήταν παιδί? Μα πότε ήταν παιδί άραγε? Μεγάλη γεννήθηκε. Απλωσε τα χέρια της να την πάρει, αλλά η κούκλα άνοιξε την αγκαλιά της και την έκλεισε σφιχτά. «Θα σε προσέχω εγώ τώρα Χατζέρ, ψυχή μου. Τα καταφέραμε να βρεθούμε επιτέλους!» .