Wednesday, March 28, 2007

Ο μικρός μας πόλεμος

Οχι δεν ήρθα εδώ να δουλέψω... ήρθα να πολεμήσω. Μόνο που κανένας δεν μου το είχε πει ώστε να πάρω μαζί πολεμοφόδια. «Υπήρχαν?» θα μου πείς. Οχι δεν υπήρχαν. Επρεπε να τα βρω εδώ. Τί πολεμοφόδια να έχεις για τον πόλεμο απέναντι σε μία κατάσταση που δεν έχεις ποτέ συναντήσει? Θα μου πεις «έτσι είναι οι δουλειές, παντού ανά τον κόσμο». Και θα σου απαντήσω ΟΧΙ. Δουλεύω από κοριτσάκι, έχω κάνει διάφορες δουλειές, έχω αντιμετωπίσει και εύκολες και ζόρικες καταστάσεις, πίστεψέ με, δεν είναι έτσι οι δουλειές.
Κι ανακαλύπτω πόσο άλλαξα. Πόσο διαφορετική γίνομαι μέρα με τη μέρα. Το μόνο που δεν έχω χάσει, εμφανώς πάντα, είναι η ψυχραιμία μου. Αλλά μέσα μου έχω λυγίσει, το νοιώθω. Είμαι εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που δεν επέλεξα και που δεν μπορώ να την αλλάξω. Οχι, δεν μπορώ. Και τί κάνω θα μου πεις? Θα σου απαντήσω ότι δεν έχω μάθει να το βάζω στα πόδια. Οταν φεύγω, φεύγω, δεν το βάζω στα πόδια. Εχει διαφορά. Μεγάλη. Να φύγω? Οχι, δεν μπορώ να φύγω και δεν θέλω να το βάλω στα πόδια. Κατάλαβες? Αν όχι, μου αρκεί που γραφοντάς το, επιτέλους το κατάλαβα εγώ.
Ναι είμαι ένας ρομαντικός στρατιώτης, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω μισθοφόρος τώρα που το σκέφτομαι. Και μισώ τον πόλεμο. Αλλα με πέταξαν μέσα στην φωτιά του, ή θα το έβαζα στα πόδια ή θα πολεμούσα. Και είπαμε, δεν έχω μάθει να το βάζω στα πόδια. Ετσι άραγε νοιώθουν οι στρατιώτες σε κάθε πόλεμο? Πολεμούν για να επιβιώσουν ή για να σκοτώσουν?
Σκοτώνω πια , το νοιώθω. Διψάω για μικρούς , καθημερινούς φόνους . Θα μου πεις, «ένας απολυμένος, ένας διωγμένος, σιγά τον φόνο καλή μου, θέμα το έκανες». Οταν έρχεσαι σε έναν τόπο και η πρώτη σου σκέψη είναι ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη κάποιων ανθρώπων, ότι θες να τους βοηθήσεις, να τους κάνεις να δουν μπροστά και τελικά μια ωραία μέρα, απολαμβάνεις να «παίρνεις κεφάλια», τα δικά τους κεφάλια, ναι αυτό είναι θέμα. Για μένα , το ξεκαθαρίζω. Και μάλιστα τεράστιο.
Γιατί είχα ευαισθησίες. Πόσες, δεν φαντάζεσαι! Σε σημείο που με έλεγαν ηλίθια. Κι εγώ τους αποδείκνυα ότι είμαι, λέγοντας «έτσι κερδίζεις τους ανθρώπους, όταν τους δεις σαν άνθρωπος». Και το πίστευα, αλήθεια το πίστευα. Και οι μέρες περνούσαν με τις ευαισθησίες μου να βιάζονται. Τις εκμεταλλεύτηκαν, τις χρησιμοποίησαν, τις τσαλαπάτησαν, ναι ένας δύο τις σεβάστηκαν αλλά ως εκεί. Ισως γιατί οι «άνθρωποι» δεν ήθελαν να κερδιθούν ή ακόμα χειρότερα δεν τους ένοιαζε να κερδίσουν άλλους ανθρώπους. Δυστυχισμένοι, μικρόψυχοι, αδιάφοροι. Και πρόσεξε δεν είπα να τους κατακτήσω, όχι δεν θέλησα να γίνω δυνάστης. Είπα να τους κερδίσω! Και πίστεψέ με και να με κερδίσουν ήθελα. Είχα όλη τη διάθεση να τους λατρέψω, αλλά δεν τους ενδιέφερε.
Και έγινα όπως σκατά έγινα. Ναι, ίσως μέρα με τη μέρα γίνομαι και δυνάστης. Υποσυνείδητα, άθελά μου, ναι γίνομαι. Θυμάμαι την πρώτη μου συνάντηση μαζί τους, είχα φορέσει ένα τεράστιο χαμόγελο και έλεγα «όλα θα πάνε καλά, ήρθα για να είμαστε ένα, δεν ήρθα για να σας πατήσω». Αλλά δεν γίναμε ένα. Γιατί δεν μπορούσαμε να γίνουμε. Κάποια πράγματα, όσο κι αν τα θέλεις, ή γίνονται ή δεν γίνονται. Και μην πεις ότι δεν προσπάθησα. Προσπάθησα, μόνο γι΄αυτό προσπάθησα. Απλά είμαστε «άλλοι», «ξένοι», «αλλιώτικοι». Τον πρώτο καιρό έκλαιγα όταν έπρεπε να διώξω κάποιον. Δεν απέλυσα ούτε κλέφτες, τους βρήκα αλλού δουλειά και τους έστειλα. Δεν ήθελα το κακό τους, δεν θέλησα να τους εκδικηθώ, ήξεραν τί έκαναν και το πλήρωσαν αλλάζοντας απλά περιβάλλον. Δεν άντεχα να τους βλέπω, να βλέπω την προδοσία τους , μόνο αυτό. Δεν έμειναν στον δρόμο. Κάποτε, για να με συγκινήσουν είπαν «ο Θεός μας είστε εσείς». Επρεπε να σκεφτώ, ότι όταν άνθρωποι που επί χρόνια είναι άθεοι στο λένε αυτό, απλά σε δουλεύουν. Ποιός Θεός?
Αυτό που με τσαντίζει πιο πολύ, είναι ότι πάντα έχω μια δικαιολογία για όλους. Υπανάπτυκτοι, στερημένοι, δυστυχισμένοι, δεν φταίνε αυτοί για την κατάντια τους. Κι η ανικανότητά τους ακόμα σαν δικαιολογία. Και το μίσος που λάμπει στα πρόσωπά τους, δεν είναι δικό τους λάθος, δεν φταίνε αυτοί που δεν έμαθαν να το αντικαταστήσουν με αγάπη. Δεν την έχουν μέσα τους, δεν τους χαρίστηκε, που να την βρουν?
Για μένα μόνο δεν βρίσκω δικαιολογία... που δέχτηκα να μπω στον πόλεμο. Που δέχτηκα να μπολιαστώ με το μίσος τους. Που αποχαιρετώ μέρα με τη μέρα τις ευαισθησίες μου. Που θυμώνω γιατί βασανίζουν το σκυλί μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το δικό μου σκυλί. Που πια δεν μου λένε τίποτα τα δάκρυά τους και τα ψεύτικα καλοπιάσματά τους. Που πλέον δεν πιστεύω μεγάλε ότι το παιδί σου είναι πολύ άρρωστο και λείπεις, ούτε με ενδιαφέρει αν σε παράτησε η γυναίκα σου. Κι αν ψάξεις μέσα σου θα δεις ότι αυτά μπορείς να τα πεις στους τόνους αλκοόλ που κατεβάζεις κρυφά ακόμα και στις τουαλλέτες, αλλά όχι σε μένα. Τελικά δεν ξέρω σε αυτόν τον πόλεμο ποιός είναι ποιός. Ποιός πάει να κατακτήσει και ποιόν? Και βλέπω πως τελικά απλά γίνομαι σαν κι αυτούς... με νίκησαν άραγε? Μα δεν ήρθα να πολεμήσω...ήρθα εδώ για να δουλέψω...

2 comments:

fish eye said...

εχεις δικιο..αυτο βλεπω..απολυτο..στους ανθρωπους συμπεριφερεσαι οπως συμπεριφερονται..δουναι λαβειν,ο καθενας κανει τις επιλογες του..και με την πρωτη ευκαιρια σε φερνει καπακι..το ξες αυτο ετσι..??

Giorgia_is_coming_to_town said...

Δεν θέλω πια... δεν θέλω επειδή ΑΥΤΟΙ δεν αλλάζουν να αλλάζω ΕΓΩ. Ειδικά σήμερα, ΦΤΑΝΕΙ...