Wednesday, June 27, 2007

Ερωτηματικό

Ναι κάτι δεν πάει και τόσο καλά. Σαν να έχω βομβαρδιστεί με τόννους από αρνητική ενέργεια. Οχι σαν, έχω! Προσπαθώ να συνεχίσω να σκέφτομαι το ίδιο πράγμα που σκέφτομαι κάτι χρόνια τώρα... "όταν είμαι ήρεμη, όταν δεν νοιώθω αρνητικά για τον άλλο, όταν δεν κάνω κακίες, όταν δεν νοιώθω μίσος, θα εισπράξω μόνο θετικά πράγματα". Μαλακισμένες σκέψεις ή μήπως δεν είναι? Να βράσω την αυτοκυριαρχία και την ηρεμία μου. Δεν με προστατεύουν από την αρνητική ενέργεια των άλλων. Οσο ήρεμη, ψύχραιμη, καλή είμαι, τις ίδιες φάπες τρώω που έτρωγα και πριν από χρόνια, πριν μάθω να δουλεύω με τον εαυτό μου (ή να δουλεύω τον εαυτό μου, τεσπά).
Και ανακαλύπτω ότι όλη αυτή η δουλειά με τα εσώψυχα της αφεντιάς μου, έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα, η κακή συμπεριφορά των όποιων άλλων , απλά να με κομματιάζει. Και βεβαίως δεν αντιδρώ, δεν φωνάζω, δεν ανταποδίδω, απλά τα μαζεύω μέσα μου και το παίζω ανώτερη. Ναι το παίζω. Γιατί αν ήμουν, πολύ απλά δεν θα με πονούσε τόσο.
Και σήμερα έχω πάθει και το άλλο στραβό κι ανάποδο. Εκτός από το ότι ψυχολογικά είμαι ένα κουρέλι, στο μυαλό μου τριγυρίζουν σαν ερινύες όλα τα περιστατικά που με πόνεσαν και δεν αντέδρασα. Ολες οι συμπεριφορές που ολόψυχα συγχώρεσα. Ολες αυτές, που δεν μπορούσα να συγχωρήσω και προτίμησα να κάνω πως τις ξεχνάω. "Και τί κάνουν που τριγυρίζουν?" θα ήταν η σωστή ερώτηση. Με κλειδώνουν περισσότερο. Οχι, δεν μισώ, δεν νοιώθω κακία, απλά τσαντίζομαι με μένα που τις ανέχτηκα, που άφησα τόσα πράγματα να περάσουν στο ντούκου. Γιατί όχι, δεν ήμουν ανώτερη, αν πραγματικά ήμουν, τώρα δεν θα επέστρεφαν να μου χτυπήσουν την πόρτα. Θα τα είχα πραγματικά αφήσει στην άκρη.
Μάλλον έχασα ό,τι δούλευα τόσα χρόνια ή ίσως ποτέ δεν ήμουν αρκετή για τόση καλοσύνη, τα τελευταία χρόνια... Να βίζνταμ...

Monday, June 18, 2007

Βαρέθηκα

Σας βαρέθηκα!
Ολους εσάς που νομίζετε ότι είναι απλό να τη μου τη φέρετε επειδή είμαι γυναίκα.
Ολους εσάς που νομίζετε ότι θα τρομάξω επειδή είμαι ξένη.
Ολους εσάς που με μισείτε ακριβώς επειδή είμαι γυναίκα και ξένη.
Ολους εσάς που σας κομπλάρει το ότι βγάζω περισσότερα από σας.
Ολους εσάς που σας ενοχλεί το ότι γεννήθηκα σε μια χώρα , λιγότερο μπάχαλο από τη δική σας.
Βαρέθηκα!
Τα κομπλεξ σας.
Τις ανέραστες ζωές σας.
Τα στερημένα από κάθε άποψη νειάτα σας και τα μίζερα γεράματά σας.
Την μειονεξία σας.
Την κακία σας.
Το δηλητήριο που χρόνια τώρα πηγάζει μέσα σας, σαν να το θηλάσατε από τη μάνα σας.


Παρότι σας βαρέθηκα,
λέω να μην σας περάσει.
Ακριβώς επειδή είμαι γυναίκα και η μόνη πουτανιά που εσείς γνωρίζετε,
είναι αυτή του σώματος.
Ακριβώς επειδή είμαι ξένη και δεν με πειράζει καθόλου να αναγκαστώ να φύγω.
Ακριβώς επειδή βγάζω περισσότερα από εσάς και δεν τα ρισκάρω για χάρη σας.
Ακριβώς επειδή γεννήθηκα σε μια χώρα, που το μπάχαλό της,
με έχει μάθει να αντιμετωπίζω σαν πρόκληση τα μεγαλύτερα μπάχαλα.

Και σας αφήνω για λίγο ακόμα να τα απολαύσετε,
Τα κόμπλεξ σας, γιατί δεν μπορείτε χωρίς αυτά.
Τις ανέραστες ζωές σας, γιατί δεν έχετε μάθει να είστε ερωτεύσιμοι,
Τα στερημένα νειάτα σας, γιατί δεν σκέφτομαι να χαραμίσω και τα δικά μου,
Την μειονεξία σας, γιατί χωρίς αυτή είστε ανασφαλείς,
Την κακία σας γιατι την δουλεύετε χρόνια μέσα σας,
Το δηλητήριό σας, γιατί είναι αίμα σας πια και δεν έχω ρεζέρβα για μεταγγίσεις.

Σας αφήνω να εκτοξεύετε απειλές,
Σας αφήνω να δημιουργείτε εντυπώσεις,
Σας αφήνω να πιστεύετε ότι με τρομοκρατήσατε,
Όχι μόνο γιατί δεν θέλω να σας στερήσω την γελοία χαρά σας,
Αλλά και γιατί στην μπαχαλοχώρα μου, έχουμε μια παροιμία...
«Οποιος γελάει τελευταίος, γελάει καλύτερα!»


Thursday, June 14, 2007

Ο Πύριν λέει την ιστορία του...


Η μαμά μου, η Ρίλλα, ήταν μια Μπούλγκαρσκα Οβτσάρσκα*. Της πλάκας οβτσάρσκα δηλαδή, μιας και ποτέ δεν συνόδεψε κοπάδι. Παρ' όλα αυτά καμάρωνε πολύ για την ράτσα της. Οταν ήμουν μικρός μου έλεγε, ότι το γένος της, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν το βρίσκεις και θα πρεπε κι εγώ να είμαι περήφανος. Κατά το ήμισυ ασφαλώς περήφανος, μισές δουλειές δηλαδή.

Τριγυρνούσε πάντα εδώ η μαμά μου, στα σύνορα, αλλά δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα αν και πολύ θα το ήθελε. Βλέπετε, ούτε μικροτσίπ είχε, ούτε διαβατήριο, αμφιβάλλω για το αν την πήγε ποτέ κανένας στον γιατρό. Ετσι η μαμά ήταν ελεύθερη και ανεξάρτητη. Το καλό αυτό, να λέγεται. Την τάιζαν και οι τελωνειακοί όταν ακόμα δούλευαν εδώ. Μην φανταστείτε τώρα τίποτα κροκκέτες και φιλετάκια, κανένα ξεροκόμματο ψωμί και αυτό ήταν όλο. Τριγύριζε και στα πρώτα βρωμοκαφενεία μετά τα σύνορα και όλο και κάτι μάζευε.

Μια μέρα, καλοκαίρι ήταν,ζέστη πολύ, οι τελωνειακοί και οι συνοριοφύλακες ή άλλαζαν βάρδιες ή είχαν πάρει τον υπνάκο τους, η μαμά κατάφερε και πέρασε σαν κυρία, κάτω από τα παράθυρα των γκισέ. Βρέθηκε στο σημείο εκείνο, που μεσολαβεί με τα γκισέ των Ελλήνων. Οχι, δεν θα έφτανε ως εκεί, εκείνοι οι φύλακες δεν κοιμόνταν. Εβρισε την τύχη της που πάλι δεν θα έκανε το ονειρεμένο ταξίδι. Ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω, με την ουρίτσα της κάτω από τα σκέλια , τόσο δέος της προκάλεσε ότι ήταν έξω από τα δικά μας σύνορα.

Και τότε τον είδε! Ερχόταν προς το μέρος της με την ουρά του όρθια , όχι καλέ τσιγκελωτή όπως την έχουν οι Οβτσάρσκες της οικογένειας της μαμάς. Ηταν όμορφος λέει. Μεγάλος, επιβλητικός σαν λύκος. Τόσο όμορφος που η μαμά ξέχασε ότι βρίσκεται σε ουδέτερο έδαφος, σκαστή, και κάθισε και τον περίμενε. Ηταν ξένος, δεν ήταν δικός τους, θα έπρεπε να φοβηθεί η μαμά. Αλλά κάτι η ζέστη, κάτι το δέος της , βήμα δεν έκανε. Αχ και πόσο τρυφερά της φέρθηκε. Πόσο καλός ήταν μαζί της. "Κρίμα" της είπε, που δεν είχε φέρει μαζί του και τις κροκέτες του να την κεράσει. "Κρίμα", είπε κι η μαμά, κι ας μην ήξερε τί είναι οι κροκέτες. Για να το λέει ο Λυκάκος, κάτι καλό θα ήταν.

"Ηταν τόσο όμορφη, τόσο σπάνια, τόσο διαφορετική" της είπε "που θα μπορούσε να περάσει τη ζωή του μαζί της". Κι η μαμά χαμήλωσε τα μάτια (ευτυχώς τα σκυλιά δεν κοκκινίζουμε ποτέ) και κούνησε την τσιγκελωτή ουρίτσα της συνεσταλμένα. "Τί κρίμα τόσο όμορφη σκυλίτσα να τριγυρνάει μόνη της , αλλά και πόσο δυνατή είναι, που μπορεί να επιβιώνει χωρίς αφεντικό σε έναν τόσο φτωχό τόπο". Η μαμά μου τον άκουγε σαν μαγεμένη. Πόσα ήξερε αυτός ο Λυκάκος! Και πώς να μην ήξερε δηλαδή, για κοτζάμ τελωνείο δούλευε! Δεν της είπε ασφαλώς ότι ήταν τόσο αστυνομικός όσο κι αυτή Οβτσάρσκα, δηλαδή είχε κι αυτός αναδουλειές, σαν πόσοι κακοποιοί θα περνούσαν κυριλέ τα σύνορα στις μέρες μας? Χάθηκαν τα βουνά?

Αλλά η μαμά μαγεύτηκε. Και τίποτα δεν μπορούσε να την συνεφέρει. Σουρούπωσε κι ο Λυκάκος αποχαιρέτησε τη μαμά, παρά μόνο σαν άκουσε να φωνάζουν το όνομά του. "Ηταν τόσο γελοίο όνομα!" έλεγε μετά η μαμά, "ακούς εκεί Ντίκ! Οι Οβτσάρσκες μόνο ονόματα βουνών έχουμε, τί περίμενα κι εγώ από έναν Ντίκ!".

Της έδωσε υπόσχεση ο Ντίκ, αύριο, την ίδια ώρα, όταν οι φύλακες θα άλλαζαν βάρδιες ή θα έπαιρναν τον υπνάκο τους, θα την συναντούσε στο ίδιο σημείο. Και κάτι ακόμα, μεγάλο, της υποσχέθηκε. Σιγά σιγά , θα κατάφερνε να πείσει τα αφεντικά του και θα την έπαιρνε μαζί του, στην Ελλάδα. "Και πώς θα το κάνεις αυτό?" τον ρώτησε η μαμά. "Θα σε πάρω μαζί μου και δεν θα τους αφήσω να σε διώξουν" της είπε γεμάτος σιγουριά.

Συναντήθηκαν και την επόμενη μέρα , και την μεθεπόμενη, η μαμά περνούσε πια τα γκισέ με άνεση, οι φύλακες ακόμα κι αν δεν κοιμούνταν, την άφηναν, ήξεραν ότι μόλις σουρουπώσει η Ρίλλα θα γυρίσει. Κάποια μέρα ο Ντίκ της είπε την πολυπόθητη κουβέντα "ήρθε η ώρα Ρίλλα μου, να σε πάρω μαζί μου! Τώρα μαζί, θα φτάσουμε στα δικά μας σύνορα και θα δεις πως θα σε καλοδεχτούν τα αφεντικά μου! Με αγαπάνε τόσο που θα λατρέψουν και σένα! Εκεί να δεις φιλετάκι και κροκέτες!"

Η Ρίλλα και χάρηκε και φοβήθηκε. Κάτι περίεργο της συνέβαινε τελευταία, η κοιλιά της είχε γίνει τεράστια, μάλλον θα έκανε μωρά, τα μωρά του Ντικ της. Ναι, έπρεπε να τον ακολουθήσει, αλλιώς πώς θα κουβαλούσε τα μωρά στις απογευματινές τους συναντήσεις και που θα τα άφηνε; Και ξεκίνησαν.Δίπλα - δίπλα! Ο λυκάκος ο Ντικ με τα όρθια αυτιά και η οβτσάρσκα η Ρίλλα με την τσιγκελωτή ουρίτσα. Κι έφτασαν στα γκισέ των Ελλήνων.

Η μαμά μου, κάθε φορά σταματούσε σε αυτό το σημείο της διήγησής της. Πόσες φορές δεν μου ' χε πει την ιστορία της. Με αυτή με μεγάλωσε και με αυτή πέθανε εκείνο το χειμώνα που το χιόνι έφτασε το μισό μέτρο. Επερνε ανάσα βαθιά και συνέχιζε μετά...

Μόνο που τα αφεντικά του Ντικ, καθόλου δεν χάρηκαν με την έγγυο οβτσάρσκα που κουβαλούσε μαζί του. Μα καθόλου σας λέω! Κακήν κακώς άρχισαν να της πετούν πέτρες και να της λένε κάτι "ξουτ βρωμόσκυλο". Η μαμά στην αρχή το πέρασε παιχνίδι, έτρεχε να πιάσει τις πέτρες. Οταν όμως μία την πέτυχε στην κοιλιά της, ο Ντίκ βρέθηκε δεμένος με αλυσίδα να κλαίει και το "ξουτ" να συνεχίζεται, κατάλαβε ότι για καλό δεν ήταν όλο αυτό. Τό βαλε στα πόδια, όσο τρέχοντας μπορούσε με τέτοια κοιλιά και γύρισε στην πατρίδα της.

Ούτε που σκέφτηκε να ξαναπεράσει κάτω από τα γκισέ, αν ο Ντικ την αγαπούσε όσο έλεγε, ας ερχόταν αυτός, αυτή τέτοια λαχτάρα δεν ξαναπάθαινε. "Ευτυχώς Πύριν" μου έλεγε "που δεν έμαθα και στα φιλετάκια! Αντε να ξαναπλησίαζα ξεροκόμματο μετά". Ο Ντικ βέβαια δεν ήρθε ποτέ, μάλλον κι αυτός δεν ξαναπέρασε τα γκισέ, πολύ φοβάμαι ότι ακόμα δεμένος είναι.

Κι έτσι κι εγώ, που γεννήθηκα λίγο μετά την βόλτα της μαμάς στην Ελλάδα, δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου. Του χρωστάω βέβαια την μακρυά μου μούρη και τα όρθια αυτιά μου, αλλά μόνο αυτά έχω από κείνον. Εγώ δεν περνάω ποτέ κάτω από τα γκισέ και κανένα ταξίδι στην Ελλάδα δεν ονειρεύομαι. Κάθομαι εδώ, μετά και το τελευταίο δικό μας γκισέ, δεν εχει πια και τελωνειακούς να με ταϊζουν. Χαζεύω τα αυτοκίνητα που έρχονται, τους Ελληνες πεζούς και σκέφτομαι ότι κατά το ήμισυ είναι πατριώτες μου. Τους ποζάρω κιόλας, που ξέρεις, μπορεί ο Ντικ να με δει σε καμιά φωτογραφία και να δει τί όμορφο γιό έχει! Ααα, αν κανένας από τους Ελληνες έχει όρεξη, του λέω και την ιστορία μου, έτσι όπως μου την έλεγε η μαμά Ρίλλα. Και ψάχνω μια Μπούλγκαρσκα Οβτσάρσκα, που μόλις με δει, θα σκεφτεί πόσο διαφορετικός, όμορφος και δυνατός είμαι και θα δεχτεί να εγκαταλείψει το κοπάδι και να μείνει εδώ, στα σύνορα, μαζί μου.

Φοβάμαι ότι δεν θα την βρώ, όλες οι δικές μας, ονειρεύονται να περάσουν τα σύνορα...
* Βουλγαρικός Ποιμενικός

Tuesday, June 12, 2007

Βλέποντας ειδήσεις

Η απόδημη Ελληνίς παρακολουθεί τις ειδήσεις των 21:00 στην ΕΡΤ Sat και πέφτει πάνω σε ένα "εκπληκτικό" ρεπορτάζ για μία έρευνα, σχετικά με την ακαταλληλότητα των παιδικών παιχνιδιών. Ακολουθεί ο εξής διάλογος, με τον επίσης απόδημο σύζυγο που παίζει στην κουζίνα :
Γ: Μωρό μου, η ζωή μας στην Βουλγαρία, είναι ένα παιδικό παιχνίδι τελικά !
Δ: ?????
Γ: Με βάση την έρευνα καλέ!
Δ: ?????
Γ: Εεεε, τα περιέχει όλα! Βία, Φόβο, Χυδαίες φράσεις, Σεξ και... Ναρκωτικά!
Δ: Τα ναρκωτικά πού τα είδες?
Γ: Ελα μωρέ, το 0,7% είναι μόνο!!!!!!

Friday, June 08, 2007

Η φωτιά

Σε πονάνε τόσο οι άνθρωποι. Πόσο με είχαν απογοητεύσει όλον αυτό τον καιρό. Οταν τους είδα να τρέχουν σαν να καιγόταν το σπίτι τους, κατάλαβα ότι μέσα τους υπάρχει ακόμα κάτι. Κάτι που είχαν και οι ίδιοι ξεχάσει. Αυτοί, που απεργούν μετά τα διαλείμματα, αυτοί που φεύγουν κρυφά ό,τι ώρα τους καπνίσει, αυτοί που σε κοιτάζουν γεμάτοι μίσος όταν τους πιέσεις λίγο, αυτοί ήταν που σήμερα έπεσαν κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά για να προστατέψουν κάτι που τελικά ίσως και να νοιώθουν δικό τους.
Οι δικές μου εντολές ήταν «όλοι έξω κι αφήστε το να καεί μέχρι να έρθει η πυροσβεστική, μην υπάρχει ούτε ένας μέσα». Τις παράκουσαν, ακολούθησαν την «εντολή» που έδινε ο Δημήτρης παλεύοντας με τους πυροσβεστήρες. Η Μέτζυ κολλημένη δίπλα του, με το ζόρι η Λίνα κι η Πόλια την έφεραν στο γραφείο και μου είπαν κλαίγοντας ότι «ο σέφε αρνείται να βγει έξω».
Μετέφεραν όλα τα εμπορεύματα στην άλλη πλευρά, άδειασαν και τους εικοσιεννέα πυροσβεστήρες που έφταναν από όλα τα τμήματα με μια αλυσίδα από χέρια που σχημάτισαν μόνοι τους. Και μετά άγνωστο πως και από που, οι ξυλουργοί κουβάλησαν μπιτόνια με νερό που τα πετούσαν μέσα στη φωτιά. Η Πόλια για να βγάλει τον «σέφε της» από μέσα, δέχτηκε να πει το ψέμα μου «η σέφκα δεν είναι καλά». Κι όταν είδα τον Δημήτρη κατακόκκινο με το δέρμα αρπαγμένο να βγαίνει, ανάσανα για πρώτη φορά με ηρεμία, τί κι αν δεν με άκουσε και ξαναέτρεξε δίπλα στα «παιδιά του».
Ο Δημήτρης ζητούσε βρεγμένα πανιά για τα πρόσωπα όσων προσπαθούσαν κι ο Μπλαγκόι έτρεξε να βρει μία μάσκα για τον σέφε του και μόνο. Ξέφευγαν από τα μάτια μου για να ξαναμπούν μέσα, τους μετρούσα στο προαύλιο κι έλεγα «μα καλά, πόσοι έμειναν μέσα?»
Η πυροσβεστική άργησε αλλά ήρθε , τέλος καλό, όλα καλά. Μια γαζώτρια ορκιζόταν ότι δεν θα ξανακαπνίσει κι ο Πλάμεν πάτησε το τσιγάρο του μπροστά μου, λέγοντας «από σήμερα σέφκα, τέλος». Οχι παιδιά, δεν έφταιγαν τα τσιγάρα σας. Δεν ξέρω πως θα είμαστε την Δευτέρα, δεν ξέρω αν μπορώ να τους αγαπήσω όσο παλιά, δεν ξέρω αν μπορούν κι αυτοί να με αγαπήσουν άλλωστε. Αλλά σήμερα θέλω από την καρδιά μου να τους ευχαριστήσω και να πω ότι μετά από πολύ καιρό, με την δύναμη και την θέλησή τους, με έκαναν να τους ξανανοιώσω «παιδιά μου». Τουλάχιστον το αγαπάνε τούτο το ρημάδι, δεν είναι λίγο αυτό...

Tuesday, June 05, 2007

Το νέο μας μαξιλάρι!



Ενα νέο μαξιλάρι για μπαμπού πολυθρόνα. Το "τοπ-μόντελ" Μέτζυ, μας επιδεικνύει και άλλες πιθανές χρήσεις του :ΡΡΡ (Δεν είναι μια κούκλα το παιδί μου???)