Η μαμά μου, η Ρίλλα, ήταν μια Μπούλγκαρσκα Οβτσάρσκα*. Της πλάκας οβτσάρσκα δηλαδή, μιας και ποτέ δεν συνόδεψε κοπάδι. Παρ' όλα αυτά καμάρωνε πολύ για την ράτσα της. Οταν ήμουν μικρός μου έλεγε, ότι το γένος της, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν το βρίσκεις και θα πρεπε κι εγώ να είμαι περήφανος. Κατά το ήμισυ ασφαλώς περήφανος, μισές δουλειές δηλαδή.
Τριγυρνούσε πάντα εδώ η μαμά μου, στα σύνορα, αλλά δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα αν και πολύ θα το ήθελε. Βλέπετε, ούτε μικροτσίπ είχε, ούτε διαβατήριο, αμφιβάλλω για το αν την πήγε ποτέ κανένας στον γιατρό. Ετσι η μαμά ήταν ελεύθερη και ανεξάρτητη. Το καλό αυτό, να λέγεται. Την τάιζαν και οι τελωνειακοί όταν ακόμα δούλευαν εδώ. Μην φανταστείτε τώρα τίποτα κροκκέτες και φιλετάκια, κανένα ξεροκόμματο ψωμί και αυτό ήταν όλο. Τριγύριζε και στα πρώτα βρωμοκαφενεία μετά τα σύνορα και όλο και κάτι μάζευε.
Μια μέρα, καλοκαίρι ήταν,ζέστη πολύ, οι τελωνειακοί και οι συνοριοφύλακες ή άλλαζαν βάρδιες ή είχαν πάρει τον υπνάκο τους, η μαμά κατάφερε και πέρασε σαν κυρία, κάτω από τα παράθυρα των γκισέ. Βρέθηκε στο σημείο εκείνο, που μεσολαβεί με τα γκισέ των Ελλήνων. Οχι, δεν θα έφτανε ως εκεί, εκείνοι οι φύλακες δεν κοιμόνταν. Εβρισε την τύχη της που πάλι δεν θα έκανε το ονειρεμένο ταξίδι. Ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω, με την ουρίτσα της κάτω από τα σκέλια , τόσο δέος της προκάλεσε ότι ήταν έξω από τα δικά μας σύνορα.
Και τότε τον είδε! Ερχόταν προς το μέρος της με την ουρά του όρθια , όχι καλέ τσιγκελωτή όπως την έχουν οι Οβτσάρσκες της οικογένειας της μαμάς. Ηταν όμορφος λέει. Μεγάλος, επιβλητικός σαν λύκος. Τόσο όμορφος που η μαμά ξέχασε ότι βρίσκεται σε ουδέτερο έδαφος, σκαστή, και κάθισε και τον περίμενε. Ηταν ξένος, δεν ήταν δικός τους, θα έπρεπε να φοβηθεί η μαμά. Αλλά κάτι η ζέστη, κάτι το δέος της , βήμα δεν έκανε. Αχ και πόσο τρυφερά της φέρθηκε. Πόσο καλός ήταν μαζί της. "Κρίμα" της είπε, που δεν είχε φέρει μαζί του και τις κροκέτες του να την κεράσει. "Κρίμα", είπε κι η μαμά, κι ας μην ήξερε τί είναι οι κροκέτες. Για να το λέει ο Λυκάκος, κάτι καλό θα ήταν.
"Ηταν τόσο όμορφη, τόσο σπάνια, τόσο διαφορετική" της είπε "που θα μπορούσε να περάσει τη ζωή του μαζί της". Κι η μαμά χαμήλωσε τα μάτια (ευτυχώς τα σκυλιά δεν κοκκινίζουμε ποτέ) και κούνησε την τσιγκελωτή ουρίτσα της συνεσταλμένα. "Τί κρίμα τόσο όμορφη σκυλίτσα να τριγυρνάει μόνη της , αλλά και πόσο δυνατή είναι, που μπορεί να επιβιώνει χωρίς αφεντικό σε έναν τόσο φτωχό τόπο". Η μαμά μου τον άκουγε σαν μαγεμένη. Πόσα ήξερε αυτός ο Λυκάκος! Και πώς να μην ήξερε δηλαδή, για κοτζάμ τελωνείο δούλευε! Δεν της είπε ασφαλώς ότι ήταν τόσο αστυνομικός όσο κι αυτή Οβτσάρσκα, δηλαδή είχε κι αυτός αναδουλειές, σαν πόσοι κακοποιοί θα περνούσαν κυριλέ τα σύνορα στις μέρες μας? Χάθηκαν τα βουνά?
Αλλά η μαμά μαγεύτηκε. Και τίποτα δεν μπορούσε να την συνεφέρει. Σουρούπωσε κι ο Λυκάκος αποχαιρέτησε τη μαμά, παρά μόνο σαν άκουσε να φωνάζουν το όνομά του. "Ηταν τόσο γελοίο όνομα!" έλεγε μετά η μαμά, "ακούς εκεί Ντίκ! Οι Οβτσάρσκες μόνο ονόματα βουνών έχουμε, τί περίμενα κι εγώ από έναν Ντίκ!".
Της έδωσε υπόσχεση ο Ντίκ, αύριο, την ίδια ώρα, όταν οι φύλακες θα άλλαζαν βάρδιες ή θα έπαιρναν τον υπνάκο τους, θα την συναντούσε στο ίδιο σημείο. Και κάτι ακόμα, μεγάλο, της υποσχέθηκε. Σιγά σιγά , θα κατάφερνε να πείσει τα αφεντικά του και θα την έπαιρνε μαζί του, στην Ελλάδα. "Και πώς θα το κάνεις αυτό?" τον ρώτησε η μαμά. "Θα σε πάρω μαζί μου και δεν θα τους αφήσω να σε διώξουν" της είπε γεμάτος σιγουριά.
Συναντήθηκαν και την επόμενη μέρα , και την μεθεπόμενη, η μαμά περνούσε πια τα γκισέ με άνεση, οι φύλακες ακόμα κι αν δεν κοιμούνταν, την άφηναν, ήξεραν ότι μόλις σουρουπώσει η Ρίλλα θα γυρίσει. Κάποια μέρα ο Ντίκ της είπε την πολυπόθητη κουβέντα "ήρθε η ώρα Ρίλλα μου, να σε πάρω μαζί μου! Τώρα μαζί, θα φτάσουμε στα δικά μας σύνορα και θα δεις πως θα σε καλοδεχτούν τα αφεντικά μου! Με αγαπάνε τόσο που θα λατρέψουν και σένα! Εκεί να δεις φιλετάκι και κροκέτες!"
Η Ρίλλα και χάρηκε και φοβήθηκε. Κάτι περίεργο της συνέβαινε τελευταία, η κοιλιά της είχε γίνει τεράστια, μάλλον θα έκανε μωρά, τα μωρά του Ντικ της. Ναι, έπρεπε να τον ακολουθήσει, αλλιώς πώς θα κουβαλούσε τα μωρά στις απογευματινές τους συναντήσεις και που θα τα άφηνε; Και ξεκίνησαν.Δίπλα - δίπλα! Ο λυκάκος ο Ντικ με τα όρθια αυτιά και η οβτσάρσκα η Ρίλλα με την τσιγκελωτή ουρίτσα. Κι έφτασαν στα γκισέ των Ελλήνων.
Η μαμά μου, κάθε φορά σταματούσε σε αυτό το σημείο της διήγησής της. Πόσες φορές δεν μου ' χε πει την ιστορία της. Με αυτή με μεγάλωσε και με αυτή πέθανε εκείνο το χειμώνα που το χιόνι έφτασε το μισό μέτρο. Επερνε ανάσα βαθιά και συνέχιζε μετά...
Μόνο που τα αφεντικά του Ντικ, καθόλου δεν χάρηκαν με την έγγυο οβτσάρσκα που κουβαλούσε μαζί του. Μα καθόλου σας λέω! Κακήν κακώς άρχισαν να της πετούν πέτρες και να της λένε κάτι "ξουτ βρωμόσκυλο". Η μαμά στην αρχή το πέρασε παιχνίδι, έτρεχε να πιάσει τις πέτρες. Οταν όμως μία την πέτυχε στην κοιλιά της, ο Ντίκ βρέθηκε δεμένος με αλυσίδα να κλαίει και το "ξουτ" να συνεχίζεται, κατάλαβε ότι για καλό δεν ήταν όλο αυτό. Τό βαλε στα πόδια, όσο τρέχοντας μπορούσε με τέτοια κοιλιά και γύρισε στην πατρίδα της.
Ούτε που σκέφτηκε να ξαναπεράσει κάτω από τα γκισέ, αν ο Ντικ την αγαπούσε όσο έλεγε, ας ερχόταν αυτός, αυτή τέτοια λαχτάρα δεν ξαναπάθαινε. "Ευτυχώς Πύριν" μου έλεγε "που δεν έμαθα και στα φιλετάκια! Αντε να ξαναπλησίαζα ξεροκόμματο μετά". Ο Ντικ βέβαια δεν ήρθε ποτέ, μάλλον κι αυτός δεν ξαναπέρασε τα γκισέ, πολύ φοβάμαι ότι ακόμα δεμένος είναι.
Κι έτσι κι εγώ, που γεννήθηκα λίγο μετά την βόλτα της μαμάς στην Ελλάδα, δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου. Του χρωστάω βέβαια την μακρυά μου μούρη και τα όρθια αυτιά μου, αλλά μόνο αυτά έχω από κείνον. Εγώ δεν περνάω ποτέ κάτω από τα γκισέ και κανένα ταξίδι στην Ελλάδα δεν ονειρεύομαι. Κάθομαι εδώ, μετά και το τελευταίο δικό μας γκισέ, δεν εχει πια και τελωνειακούς να με ταϊζουν. Χαζεύω τα αυτοκίνητα που έρχονται, τους Ελληνες πεζούς και σκέφτομαι ότι κατά το ήμισυ είναι πατριώτες μου. Τους ποζάρω κιόλας, που ξέρεις, μπορεί ο Ντικ να με δει σε καμιά φωτογραφία και να δει τί όμορφο γιό έχει! Ααα, αν κανένας από τους Ελληνες έχει όρεξη, του λέω και την ιστορία μου, έτσι όπως μου την έλεγε η μαμά Ρίλλα. Και ψάχνω μια Μπούλγκαρσκα Οβτσάρσκα, που μόλις με δει, θα σκεφτεί πόσο διαφορετικός, όμορφος και δυνατός είμαι και θα δεχτεί να εγκαταλείψει το κοπάδι και να μείνει εδώ, στα σύνορα, μαζί μου.
Φοβάμαι ότι δεν θα την βρώ, όλες οι δικές μας, ονειρεύονται να περάσουν τα σύνορα...
* Βουλγαρικός Ποιμενικός