Monday, April 14, 2008

Κούκλα αντί για μύδια

Ο αποθηκάριός μας, ο Στανισλάβ είναι ένα παιδί ταλαιπωρημένο. Είναι κτηνίατρος, αλλά τέτοιου είδους ελεύθερα επαγγέλματα στην Βουλγαρία, απαιτούν ανθρώπους με τσαγανό, οπότε πριν από ένα χρόνο ήρθε και ζήτησε δουλειά εδώ για φορτοεκφορτωτής. Επειδή ήταν ο πιο καλός από τους υπόλοιπους , τον κάναμε αποθηκάριο. Βέβαια και ο αποθηκάριος χρειάζεται τσαγανό, που ο Στανισλάβ δεν διαθέτει, αλλά στους τυφλούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει, είπαμε.
Προσπαθεί να είναι συνεπής, αλλά χάνεται μόνος του, σε σημείο που οι υφιστάμενοί του τον κοιτάζουν κι αυτός φορτώνει. Μπερδεύεται εύκολα κι έχει έναν μοναδικό τρόπο να δημιουργεί λάθη, κυρίως από τον φόβο του. Οταν του βάζεις τις φωνές, σκύβει το κεφάλι και δεν λέει κουβέντα.
«Το αφεντικό δεν κάνει ποτέ λάθος», μου είπε προχθές, όταν στο λιμάνι της Βάρνας φόρτωσαν κάτι λάθος κι εγώ είπα ότι ο Δημήτρης δεν μέτρησε σωστά. «Μα Στανισλάβ, δεν ήταν δικό σου το λάθος!» επέμεινα. «Εδώ δεν είναι Ελλάδα σέφκα» μου απάντησε, χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Ετσι υποταγμένος στην μοίρα του, παντρεύτηκε από τα εικοσιδύο του ο Στανισλάβ. Εχοντας επίγνωση της εμφάνισής του και των οικονομικών δυνατοτήτων του (κατά τα δικά τους δεδομένα πάντα, γιατί είναι ένα εξαιρετικά καλόκαρδο, εργατικό και υπομονετικό παιδί), δεν έψαξε πατριώτισσά του για να φτιάξει οικογένεια. Οι Βουλγάρες, δεν θα τον κοίταζαν καν. Εργάτρια από τα Σκόπια η γυναίκα του, δυό χρόνια μεγαλύτερή του, κανείς δεν ξέρει ποιός άνεμος την έριξε εδώ.
Η μεγάλη τους κορούλα , η Βίκυ, πλησιάζει τα οκτώ. Κανέναν δεν έχουν να τους την κρατήσει, το παιδί πάει σχολείο και γυρίζει τα μεσημέρια μόνο του στο σπίτι, περιμένοντας πότε να σχολάσουν οι γονείς. Τον περασμένο χειμώνα, με τις συνεχόμενες απεργίες στα σχολεία, την έπαιρνε μαζί η γυναίκα του, στο χοιροτροφείο που δουλεύει. Ενα πρωί ήρθε ο Στανισλάβ έτοιμος να βάλει τα κλάμματα. «Μπορώ σέφκα να την φέρω μαζί μου τις δύο επόμενες μέρες? Δεν θα κάνει ζημιές. Δεν μπορεί να την ξαναπάρει η γυναίκα μου, θα την διώξουν από την δουλειά».
Κι ήρθε η Βίκυ. Ενα κοριτσάκι αδύνατο και φτωχοντυμένο, καρμπόν ο Στανισλάβ. Δυό μέρες ζωγράφιζε με τα χρωματιστά στυλό που της δώσαμε και την τελευταία μέρα μας τα επέστρεψε. Δεν δεχόταν να τα κρατήσει, παρότι της λέγαμε ότι είναι δικά της πιά.
Πριν ένα μήνα, ένα πρωινό τηλεφώνησε και ζήτησε άδεια, η γυναίκα του γέννησε την δεύτερη κορούλα τους. Ούτε ξέραμε ότι ήταν έγκυος, ούτε καταλάβαμε πως θα τα βγάλουν πέρα με δυό μικρά, αφού και με το ένα δυσκολεύονται.
Το περασμένο Σάββατο, αφού τελειώσαμε το φόρτωμα στο λιμάνι της Βάρνας πήγαμε για φαγητό στο Νεσεμπάρ. Τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο. «Γκρινιάζει η γυναίκα που λείπεις όλη μέρα?» τον πείραξε ο Δημήτρης. «Οχι σέφε, η Βίκυ μου ζήτησε να της πάω τρία – τέσσερα μύδια, μόλις της είπα ότι είμαι στη θάλασσα» απάντησε. Απόρησα με την απλοϊκή επιθυμία του παιδιού. «Τρία- τέσσερα μύδια». Από την θάλασσα, που ο Στανισλάβ, έβλεπε μόλις για πέμπτη φορά. Οσο τρώγαμε το σκεφτόμουν. Το παιδί που λαχταρούσε να γυρίσει ο πατέρας σπίτι, με κάτι στα χέρια του. Ενα παιδί συνειδητοποιημένο από τα οκτώ του, δεν ζήτησε πανάκριβα παιχνίδια ούτε γλυκά, ζήτησε κάτι ανέξοδο. Μύδια.
Την ένοιωθα την λαχτάρα της. Υπήρξα κι εγώ παιδί. Μου έλειπε ο μπαμπάς όταν ταξίδευε για δουλειά όλη μέρα, έκλαιγα μέχρι να γυρίσει. Ποτέ δεν του ζήτησα τίποτα, όχι μόνο γιατί μου έφτανε η επιστροφή του, αλλά και γιατί ποτέ ο δικός μου μπαμπάς δεν γύριζε με άδεια χέρια. Δεν ήταν πλούσιος, απλά προτιμούσε εν ανάγκει, να μην φάει όλη μέρα για να αγοράσει κάτι για μας.
Ο Στανισλάβ λυπόταν που δεν μπορούσε να βουτήξει στη θάλασσα και να της πάει τα μύδια της. Μπόρεσε και αγόρασε ένα μαγνητάκι για το ψυγείο τους. Ενθύμιο από το Νεσεμπάρ, που ποιός ξέρει αν θα ξανάβλεπε στη ζωή του. Δεν είχε προφανώς άλλα λεφτά μαζί του. Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε, σταματήσαμε με τον Δημήτρη και χωρίς καν να μιλήσουμε μεταξύ μας, διαλέξαμε μια κούκλα για την Βίκυ και μια λούτρινη κουδουνίστρα για το μωρό. «Θα σκεφτεί ο χαζός να πει, ότι τα αγόρασε ο ίδιος?» αναρωτήθηκα. Δεν με ενδιέφερε να ξέρει η μικρή ποιός τα αγόρασε, με ενδιέφερε να δει τα γεμάτα χέρια του πατέρα της , όταν θα έμπαινε στην πόρτα. Να της πει, "δεν βρήκα μύδια, αλλά κοίτα τι σου πήρα!"
Εφτασαν στην πόλη πριν από εμάς. Μόλις συνειδητοποίησα ότι παρά τα απανωτά τηλεφωνήματα για να τους βρούμε, είχε πάει σπίτι χωρίς να του δώσω τα παιχνίδια, μου ήρθε να κλάψω. «Θα πάμε σπίτι να του τα δώσουμε, τι στεναχωριέσαι?» επέμενε ο Δημήτρης. «Δεν είναι το ίδιο! Επρεπε να τα πάει ο ίδιος! Τώρα χάλασε η έκπληξη!» επαναλάμβανα σαν πεισμωμένο πιτσιρίκι.
Του τηλεφωνήσαμε τελικά, κατέβηκε από το σπίτι τρέχοντας να δει τί θέλουμε, ανεξάρτητα με το πόσο κουρασμένος ήταν. Του δώσαμε τα παιχνίδια. Δεν είπε ευχαριστώ, τα είχε χάσει. Το φωτισμένο πρόσωπό του, έλεγε χίλια ευχαριστώ, τα λόγια δεν χρειάζονταν.
Σήμερα το πρωί ήρθε στο γραφείο μου. Χαμογελούσε και μου έδωσε αυτή την καρτούλα. Ηταν το ευχαριστώ της Βίκυ! Τελικά δεν έπεσα έξω. Δεν σκέφτηκε να πει ότι τα αγόρασε μόνος του...

3 comments:

Anonymous said...

eixa pei na min grapso pote ksana sxolio sto blog soy.

me sygkinhses omos. Yparxoyn akoma an8ropoi , poy den allotrionontai? poy mporoyn parolh thn kolasi toys na skeftontai toso an8ropina?

ti na po... ntrepomai poy ego den mporesa na skefto etsi.PHRA TO MA8HMA MOY SIMERA 14.4.2008

EYXARISTW

Marina said...

Πολύ τρυφερό. Είδες τι γλυκείς και καλοί είναι μερικοί άνθρωποι ανάμεσα απο το σωρό! Και το κοριτσάκι που έχει μάθει στα λίγα ή στο τίποτα, είδες ΄πόσο ευγενικό είναι που έστειλε χειρόγραφο ευχαριστήριο..Διαμάντι μέσα σε λάσπη.

Σου έχω κάνει πρόσκληση για μπλογκοπαιχνίδι

Giorgia_is_coming_to_town said...

Δημητράκο μου, στο έχω πει πάλι. Η κολαση ή ο παράδεισος είναι μέσα μας:)

Μαρινάκι μου, πρώτον, ευχαριστώ για την σκυτάλη, πάρε ποστάκι-σεντόνι! Διαμάντια μέσα στην λάσπη υπάρχουν πολλά. Αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε και να μην κολλήσουμε στην λάσπη.