Με τον Γιωργάκο μεγαλώσαμε μαζί. Τον λέω έτσι χρόνια, ίσως γιατί ήταν ο μικρότερος από τους πολλούς Γιώργους – πρώτα ξαδέλφια, από την πλευρά της μαμάς. Και ταυτόχρονα, ο πιο κοντινός μου. Κι όταν λέω μεγαλώσαμε μαζί, το εννοώ. Μαζί πρωτοπαίξαμε, κοιμηθήκαμε σαν παιδάκια στο ίδιο κρεββάτι, πρωτακούσαμε μαζί Scorpions και Lynyrd Skynyrd , μοιραστήκαμε στην εφηβεία το πρώτο πακέτο τσιγάρα. Επειδή η μάνα του, έψαχνε μανιωδώς τα πράγματά του, η απόφαση πάρθηκε εύκολα. Το πρώτο , κοινό μας πακέτο Brooks (άρα υπάρχει ακόμα αυτή η μάρκα?), φυλασσόταν στο δωμάτιό μου κι ο Γιωργάκος, έσκαγε τα πρωινά μύτη να καπνίσουμε μαζί.
Δεν μας είχαν κάνει τη χάρη να πηγαίνουμε αγγλικά στο ίδιο φροντιστήριο, αλλά ευτυχώς είχαμε μάθημα την ίδια ώρα. Ο Γιωργάκος περίμενε να τελειώσω, να περάσω από το δικό του και να γυρίσουμε στο σπίτι μαζί.
Τα δικά μου μπλοκ των τεχνικών, γέμιζε με «γκράφιτυ». Αν το έκανε σε τοίχους, το ξυλοφόρτωμα ήταν εξασφαλισμένο, οπότε έβγαζε όλο το μεράκι της τέχνης του στο χαρτί. Κύριο θέμα, το όνομα της κολλητής μου, που ήταν ο πρώτος του έρωτας.
Μετά τον έπιασε η μανία με το break dance, ήταν και μόδα τότε. Του χάρισα μια σκισμένη στα γόνατα, αδιάβροχη φόρμα μου για να έχει στυλ όταν κάνει τις φιγούρες του.
Μεγαλώναμε. Το σχολείο τελείωσε και η καθημερινή επαφή ψιλοχάθηκε, αλλά ήμουν η μόνη ακροάτρια που άκουγε όλη την ολονύκτια εκπομπή του σε ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης και τον περίμενα τα σαββατιάτικα πρωινά, να περάσει από το σπίτι και να μου φέρει την κασέτα της εκπομπής. Την ακούγαμε μαζί, όσο πίναμε το φραπεδάκι μας.
Τρεις μήνες πριν τον πρώτο μου γάμο, του ζήτησα να με συνοδεύσει αυτός στην εκκλησία, μαζί με τον πατέρα μου. Αδελφό δεν είχα, για μένα αδελφός ήταν ο Γιωργάκος. Θυμάμαι ότι με αγκάλιασε κι έκλαιγε. Αδελφή δεν είχε, για αυτόν εγώ ήμουν η αδελφή του. Καμάρωνε όταν ήρθε να μου δείξει το κουστούμι που αγόρασε για εκείνη τη μέρα.
Μετά ερωτεύτηκε, την κοπέλα του την συμπάθησα αμέσως. Με έσερνε μαζί της στα μαγαζιά που ο Γιωργάκος έπαιζε μουσική, δεν ήθελε να βγαίνει μόνη της. Καθόμασταν μπροστά από την κονσόλα του ντι-τζέι και τον περιμέναμε υπομονετικά να τελειώσει. Τις μέρες που είχε ρεπό, μαζευόμασταν στο σπίτι μου για μπύρες.
Οταν χώρισα με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν θέλω κάτι. Αν χρειάζομαι βοήθεια, αν πρέπει να κάνει κάτι. Δεν χρειαζόμουν τίποτα, αλλά μου αρκούσε που ήταν δίπλα μου. Μετά αρρώστησε ο πατέρας του, τα απογεύματα που δεν δούλευα, πήγαινα να κάνω παρέα στον Γιωργάκο που είχε φρικάρει με την μυρωδιά της αρρώστιας που γέμιζε το σπίτι. Κάποιο από εκείνα τα απογεύματα, μου χάρισε ένα κομπολόι. «Το είχα παραγγείλει για τον γέρο, αλλά απ’ ότι φαίνεται του είναι άχρηστο πια. Πάρτο», μου είχε πει. Το έχω ακόμα εκείνο το κομπολόι στο σπίτι μου στην Ελλάδα, το χαιδεύω κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί.
Μετά έφυγα για Βουλγαρία και χαθήκαμε. Στην κηδεία του πατέρα του δεν ήμουν εκεί. Του τηλεφώνησα και είχα χαρεί που ήταν ψύχραιμος. Εκλαιγα. «Μην κλαις γαμώτο και είσαι και μακρυά. Ησύχασε ο γέρος, μην στεναχωριέσαι» οι λέξεις του.
Στο τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα, είχα βρει την μάνα μου έξαλλη. Ο Γιωργάκος είχε αρραβωνιαστεί και το είχε μάθει από κουτσομπολιά. Τα είχε βάλει με την νύφη της, που αφότου πέθανε ο θείος μου, είχε κόψει κάθε επαφή με τα αδέλφια του άντρα της. Ο Γιωργάκος, δεν είχε τηλεφωνήσει ούτε τον γαμπρό μου, με τον οποίο είχαν ορκιστεί φιλία στο όνομα του Τζακ Ντάνιελς, άπειρες φορές. «Ωχού ρε Τουλάκι, ας είναι ευτυχισμένος κι ας μην στο είπε εσένα» της είπα. Περίμενε να της πω ότι έχει δίκιο (και μεταξύ μας, είχε), οπότε μου το φύλαξε.
Χθες είχα ξεχάσει το κινητό στο σπίτι. Γυρίζοντας το βράδυ, βρήκα αναπάντητη από την μάνα μου. «Τί με έψαχνε νωρίς – νωρίς?» σκέφτηκα. Τηλεφώνησα. Μίλησα λίγο με τον πατέρα μου και μου την έδωσε. Στην κλασσική ερώτησή μου « τί νέα?», ακολούθησε ο διάλογος :
- Παντρεύεται στις 24 ο Γιώργος.
- Ποιός Γιώργος ρε μαμά? (δεν πήγε το μυαλό μου)
- Ο ξαδελφός σου παιδί μου
- Πότε κιόλας?
- Αυτό τον ρώτησα κι εγώ, αλλά μου είπε ότι δέκα χρόνια ετοιμαζόταν και θα έπρεπε να το έχουμε μάθει. (Τα κανάλια δεν το είπαν, μου ήρθε να της πω).
- Ηρθε ο ίδιος εκεί?
- Ναι, ήρθε κι έφερε τις προσκλήσεις. Την δική μας και της Μαρίας.
Βόμβα να έπεφτε δίπλα μου, δεν θα σοκαριζόμουνα τόσο. Η μάνα μου, δεν είναι διπλωμάτισσα, ποτέ δεν ήταν. Σου αμολάει πάντα την αλήθεια, μπουμπ. Ετσι ήταν πάντα η ζωή της, έτσι κάνει και με τους άλλους. Δεν ωραιοποιεί πράγματα, δεν σκέφτεται να πει ένα αθώο ψεματάκι για να μην σε πονέσει. Ασε που είπαμε, μου το φύλαγε.
- Τώρα θες να μου πεις ότι δεν έφερε πρόσκληση για μένα?
- Οχι δεν έφερε, είπε ότι είσαι μακρυά, οπότε δεν θα ερχόσουν.
- Και καλά, τσιγγουνεύτηκε το ένα ευρώ που κάνει μία πρόσκληση? Ας είμαι μακρυά.
- Ο,τι μου είπε, σου λέω.
- Ναι αλλά αν ερχόσουν, θα έπρεπε να πληρώσει η θειά σου άλλα δυο άτομα στο τραπέζι , πέταξε την κακία του ο πατέρας μου που ουδέποτε χώνεψε την θειά μου.
- Και δεν του είπες να πάει να γαμηθεί? (Ξέχασα αμέσως τους καλούς μου τρόπους).
- Τί σκας παιδί μου? Σου περίσσευαν λεφτά για δώρο ή μήπως θα ερχόσουν? Συνέχισε την παρηγοριά της πεντάρας η μάνα μου και για πρώτη φορά δεν συμπλήρωσε να πάψω να μιλάω σαν μπετατζής.
- Τα άλλα ξαδέλφια τα κάλεσε όλα?
- Ε που να ξέρω? Πάρε τον μπάτσο και ρώτα τον (λόγω των πολλών Γιώργων, τους λοιπούς τους αποκαλούμε με το επάγγελμά τους).
- Θα τον πάρω και θα του πω και τι να του μεταφέρει, ασταδιάλα.
- Καλά τώρα, σοβαρά συγχίστηκες? Ας είναι ευτυχισμένοι παιδί μου, μου ανταπέδωσε την ατάκα η μάνα μου.
Εκλεισα το τηλέφωνο και με έπιασε το παράπονο. Δεν είπα λέξη στον Δημήτρη που ρωτούσε γιατί συννέφιασα. Μου φάνηκε τόσο αλλοπρόσαλο, ο «αδελφός μου», ο σύντροφος των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, να με γράφει με την δικαιολογία ότι «είμαι μακρυά». Ακριβώς επειδή είμαι μακρυά, θα έπρεπε να με καλέσει στον γάμο του. Κι όπως και να ‘ χει, είμαστε πρώτα ξαδέλφια. Οπως και να ‘χει, και τίποτα να μην είχαμε μοιραστεί, είμαστε συγγενείς γαμώτο.
Λοιπόν ναι, όταν είσαι μακρυά, κάτι τέτοια «ασήμαντα» σε πονούν περισσότερο. Και καταλαβαίνεις, ότι αυτό το περισπούδαστο μότο «το αίμα νερό δεν γίνεται» αφορά μόνο αυτούς, που παίρνουν σωρηδόν αντιπηκτικά χάπια. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το αίμα γίνεται και νερό και κάτουρο και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς...