Είμαι θυμωμένη. Πολύ. Εδώ και μήνες βλέπω τους πάντες να αλληλοσπαράζονται για λόγους γελοίους και ασήμαντους. Βλέπω ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν κτήνη, χωρίς να υπάρχει λόγος. Ελέω κρίσης, βγήκαν οι ανθρωποφάγοι από μέσα μας κι όποιον πάρει ο χάρος. Ελεγα να μην δώσω σημασία. Ισως γιατί κατ' εμέ, η προσωπική κρίση δεν θα λύσει καμία οικονομική. Είπα λοιπόν να παρατηρώ και να μην σχολιάζω. Μέχρι σήμερα. Που δέχθηκα ένα χαστούκι.
Τον Κ. τον πρωτογνώρισα πριν από τρία χρόνια περίπου. Ρουμάνος, πωλητής σε πολυεθνική. Ηρθε να μας πουλήσει υλικά. Ηταν ένα τόσο ενθουσιώδες παιδί, με τόση μανία να πουλήσει, που σε κούραζε. Παζαρέψαμε όπως συνηθίζεται, έκανε ένα βήμα ο ένας, ένα ο άλλος, άκρη δεν βγάλαμε. Επειδή ήταν πιτσιρικάς και καινούργιος, τον άφησα να πιστεύει ότι ίσως και να δουλέψουμε μαζί. Εάν και εφόσον. Γιατί να του χαλάσεις το όνειρο με την πρώτη?
Επί δύο χρόνια, κάθε δυό - τρεις μήνες με έπαιρνε τηλέφωνο. Ηταν στην περιοχή μας, να περάσει για μια "καλημέρα"? Πόσες φορές πνιγμένη στην δουλειά, βλαστήμησα την "καλημέρα" του, ούτε που θυμάμαι! Ερχόταν πάντα ευγενικός, τυπικός, συγκεντρωμένος στην δουλειά του και κάνοντας κάθε φορά ένα βήμα παραπάνω. Εγώ, κολλημένη στο πρώτο βήμα της αρχής. Δεν τον τρόμαξαν οι πόρτες που του έκλεινα κάθε φορά. Συνέχιζε να προχωράει προς την πλευρά μου. Ο Δημήτρης, παρότι δεν μιλούσε μαζί του, είχε ήδη πειστεί ότι μπορούμε να συνεργαστούμε. Επέμενε να κάνω κι εγώ ένα βήμα παρακάτω. Δεν χρειάστηκε να το κάνω τελικά. Γιατί μετά από δύο χρόνια πηγαινε-έλα και τηλέφωνα, ο Κ. είχε κάνει όλη την διαδρομή με επιτυχία (έστω και βήμα-βήμα) και ήρθε μπροστά μου με μια προσφορά, που μόνο τρελλός ή μιζαδόρος, θα μπορούσε να αρνηθεί.
Και αρχίσαμε να δουλεύουμε. Οφείλω να παραδεχτώ ότι μπουχτισμένη από τις "καλημέρες" του τόσο καιρό, τον πάσσαρα στον Δημήτρη. Παρακολουθούσα το πως συνεργάζονταν και τους χαιρόμουν. Η σχέση τους, ήταν σχέση συναδέλφων, όχι πελάτη- προμηθευτή. Ο Κ. με το κινητό αγκαλια, να σου λύσει το πρόβλημα ακόμα και τα μεσάνυχτα. Και το πρωί να τηλεφωνήσει, να ρωτήσει εάν χρειάζεσαι κάτι άλλο.
Το περασμένο φθινόπωρο ήρθε για την καθιερωμένη επίσκεψη, μαζί με την κοπέλλα του. Θα έμεναν το βράδυ στην περιοχή μας και αποφασίσαμε να βγούμε μαζί για φαγητό. Στο τραπέζι έπεσαν και τα τελευταία "επαγγελματικά" τείχη και ο Κ. μας είπε την ιστορία του. Παιδί πολυμελούς οικογένειας, με έναν πατέρα που αφού έσπειρε πέντε παιδιά, πήρε τα μάτια του κι έφυγε, χωρίς να τον ξαναδεί κανένα τους. Δεν νομίζω να τον έψαξαν κιόλας. Η μάνα που δούλευε σε δυό και τρεις δουλειές για να μεγαλώσει τα παιδιά. Ο Κ. σπούδασε δουλεύοντας και μετά βρήκε δουλειά στην πολυεθνική που λέγαμε. Κατάφερε να νοικιάσει δικό του διαμέρισμα, να αγοράσει αυτοκίνητο και να γνωρίσει την Χ. που τον κοίταζε όλο το βράδυ στα μάτια. Τον Ιούνη θα γίνει ο γάμος τους. Κουμπάρος θα ήταν ο προϊστάμενός του ο Α.
Μιλούσε με πάθος για την δουλειά του, ήταν η καταξίωσή του μετά από τόσες δυσκολίες. Και εξηγούσε πόσο του στάθηκε ο Α., πόσο τον πίστεψε, πόσα του δίδαξε. "Αυτόν θεωρώ πατέρα μου" μας είπε κάποια στιγμή.
Ηρθε στο μυαλό μου ο Α. που τον είχα δει μια φορά όλη κι όλη, ένας αυστηρός μεσήλικας επαγγελματίας, τυπικός στη δουλειά του. Μου φαινόταν τόσο γλυκό, που αυτός ο σφιγμένος άνθρωπος είχε "αγκαλιάσει" ένα παιδί σαν τον Κ. και του άλλαξε τη ζωή.
Σήμερα το πρωί ο Κ. τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Ακούγοντας τους να μιλάνε, πίστεψα ότι συνεννοούνταν για κάποια παράδοση. Δεν έδωσα σημασία. Οταν ο Δημήτρης μπήκε στο γραφείο μου και μου είπε ότι ο Κ. απολύθηκε και ο Α. υποβιβάστηκε, δεν κατάλαβα τί ακριβώς εννοούσε. Και οι δυό τους ήταν τόσο παθιασμένοι με την δουλειά, δεν υπήρχε πελάτης που να είχε παράπονο από αυτούς. Τί διάολο? "Τηλεφωνησέ του αν μπορείς, του το υποσχέθηκα" μου είπε ο Δημήτρης.
Οσο σχημάτιζα τον αριθμό του, το μυαλό μου πήγε στην ιστορία του. Να πεις τί σε ένα παιδί που έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα, βήμα-βήμα? Σε ένα παιδί που η δουλειά του ήταν η ζωή του? Που γνώρισε τόση δυστυχία και κατάφερε να κάνει το μαύρο - άσπρο με τόση προσπάθεια? Είχα δακρύσει, αλλά δεν υπήρχε λόγος να τον κάνω να νοιώσει ακόμα πιο άσχημα, οπότε έβαλα την καλή μου φωνή και τον ρώτησα τί έγινε.
Για να μην τα πλατυάζω μιας και η συνομιλία κράτησε ώρα, η περίληψη έχει ως εξής:
Οι διευθυντές της εταιρείας (ζουν σε μια χώρα ξένη, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα της Ρουμανίας και τον πόνο των ανθρώπων της), θεώρησαν τεράστιο αμάρτημα το ότι ο Α. θα ήταν ο κουμπάρος του Κ. στον γάμο του. Πράγμα το οποίο οι δυό τους, σκεφτόμενοι σαν άνθρωποι κι όχι σαν υπάλληλοι, δεν έκρυψαν από κανέναν. Αποφάσισαν λοιπόν πως το αμάρτημα του να νοιώσεις παιδί σου, ένα παιδί χωρίς πατέρα, έπρεπε να τιμωρηθεί. Δεν είχε καμία σημασία το αποτέλεσμα της δουλειάς και των δύο, ούτε σκέφτηκαν ότι αυτή ακριβώς, η "οικογενειακή" σχέση, είχε κάνει τον Κ. να αποδίδει σαν αυτόματο προς όφελος της εταιρείας, για να μην διαψεύσει ποτέ τον "πατέρα¨του. Ολα αυτά τα σκέφτηκα ωστόσο εγώ, που μια φορά όλη κι όλη μου άνοιξε την καρδιά του ο Κ. Αυτοί, που τρία χρόνια τώρα, τον έβλεπαν κάθε μέρα, παρακολουθούσαν τις αποδόσεις του και υπολόγιζαν τα μπόνους του, προφανώς δεν νοιάστηκαν ποτέ να μάθουν την ιστορία του.
- Στην εταιρεία μας δεν είμαστε άνθρωποι προφανώς, είμαστε νούμερα, μου είπε γελώντας.
- Τότε δεν σου αξίζει αυτή η εταιρεία Κ. Εσύ δεν είσαι νούμερο, του είπα.
- Οχι, γι΄αυτό και δεν με πειράζει που φεύγω. Εχω τα πόδια μου, τα χέρια μου, μια όμορφη γυναίκα, τον Α. κουμπάρο και έγινα φίλος με εσάς. Δεν μου λείπει κάτι. Αυτοί έχουν μόνο τα λεφτά τους.
Κλείσαμε το τηλέφωνο με την υπόσχεση να τα λέμε τόσο συχνά όσο πριν. Και να βρεθούμε σύντομα. Δεν μπορώ όμως να καταλαγιάσω τον θυμό μέσα μου. Οσο κι αν ξέρω πως η πραγματικότητα είναι αυτή. Πως σε όλον σχεδόν τον κόσμο, το ίδιο γίνεται. Και βαθιά μέσα μου ξέρω, πως ποτέ δεν θα γίνω τόσο ικανή διευθύντρια, όσο οι διευθυντές του Κ. Γιατί όσο κι αν γερνάω σε μία δερμάτινη καρέκλα, δεν μπορώ να δω τους ανθρώπους σαν νούμερα. Δεν μπορώ να αγνοήσω τις ιστορίες τους. Ακόμα κι όταν κάποιος με απογοητεύει, πονάω λες και φταίω εγώ. Θυμώνω, θυμώνω πολύ, που μια δερμάτινη γαμωκαρέκλα μας κάνει κομπιουτεράκια και κρεατομηχανές.
- Σταματάμε να δουλεύουμε μαζί τους, είπα στον Δημήτρη.
- Μα δεν έχουμε πρόβλημα με το υλικό.
- Άν είναι να δουλεύω με ζώα, προτιμώ τον παλιό προμηθευτή μας που είναι και εγχώριο ζώο.
- Πας καλά? Κι άλλοι πωλητές έφυγαν από προμηθευτές μας, εσύ πάντα έλεγες ότι την εταιρεία δεν την κάνει ένας άνθρωπος.
- Ναι, αλλά δεν ήταν της ίδιας εμβελείας οι άλλοι. Από αυτή την εταιρεία εμείς, μόνο τον Κ. γνωρίζαμε. Μας πλησίασε ποτέ κανένας από τους διευθυντές? Κάποια στιγμή, οι μεγάλοι διευθυντές πρέπει να καταλάβουν ότι τα νούμερα, τους τα δίνουν άνθρωποι. Δεν νομίζεις?
2 comments:
Πολύ με εντυπωσίασε η ιστορία. Συμβαίνουν παντού αυτά. Ο παραλογισμός δεν έχει πατρίδα!
Δεν το πιστεύω, πολύ στεναχωρήθηκα. Δυστυχώς σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους μας βλέπουν σαν νούμερα. Και εμείς εδώ...εγώ είμαι το 1000άρικο και ο καλός μου το 1500άρι και πάει λέγοντας.
Post a Comment