Thursday, November 10, 2011

Μια εβδομάδα πριν. Φτάνουμε στις Βρυξέλλες πρωί πρωί. Είμαστε στο πόδι από τις τρεις τα ξημερώματα και χρειάζομαι επειγόντως καφέ και τσιγάρο. Στον έλεγχο διαβατηρίων αρχίζουν να σχηματίζονται ουρές. Ο Δημήτρης βαδίζει προς την πιο άδεια και αρχικά τον ακολουθώ. Ξαφνικά κάνω μεταβολή και τον τραβάω στην πιο γεμάτη.

- Παιδί μου, χαζό είσαι? Θα περιμένουμε τρεις ώρες?

- Μα πήγαινες στο γκισέ που λέει " All passports"!

- Και πού είναι το πρόβλημα? "All passports" λέει! Τα δικά μας δεν ανήκουν στο " ΟΛΑ"?

- Πάμε στα Ευρωπαϊκά χρυσέ μου! Μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά που θεωρούμαστε Ευρωπαίοι! Ποτέ δεν ξέρεις!

Φτάνω στο γκισέ μετά από ώρα, ενώ ο Μήτσος μουρμουράει και περιμένω το κλασσικό! Να δει ο μπατσούλης το διαβατήριό μου και να μου πει "Καλημέρα", στα σπαστά του Ελληνικά. Παραδόξως, συμβαίνει πάντα, επί χρόνια. Κι εγώ θα χαμογελάσω. Πώς το ήθελες? Οχι καλημέρα δεν μου είπε. Μόνο στα μούτρα που δεν μου το πέταξε. Εγώ πάντως του χαμογέλασα. Το είχα στον αυτόματο ,το χαμόγελο.

-Χμμμμ , πάει και το "καλημέρα".

- Μήτσο, σου έλεγα να πάρουμε Βουλγαρική υπηκοότητα και δεν ήθελες. Τουλάχιστον με τους Βούλγαρους είναι απλά αδιάφοροι, δεν είναι αγενείς.

Το ίδιο βράδυ, λοιωμένοι από την κούραση, πεταγόμαστε για παϊδάκια και τσίπουρο, στο αγαπημένο μου Ελληνικό εστιατόριο. Οι ιδιοκτήτες και ο σερβιτόρος, παραπονιούνται γιατί οι Βέλγοι θεωρούν και αυτούς υπόλογους για το όλο δράμα.

- Πενήντα χρόνια εδώ. Από τα ορυχεία τους ξεκίνησα, παιδάκι. Και τώρα δουλεύω κάθε μέρα, δεκαπέντε ώρες. Παρότι πήρα σύνταξη. Είναι δυνατόν να λένε ότι οι Ελληνες δεν δουλεύουμε?

Ολες τις υπόλοιπες μέρες, μέχρι και την Κυριακή, τρώμε μόνο εκεί. Παρότι πάντα, τρελλαινόμουν να τρώω φιλέ μινιόν και να πίνω Ντούβελ στο Βέλγιο. Δεν ξέρω τί μας έπιασε και το μόνο που θέλαμε στο τέλος της μέρας, ήταν να πηγαίνουμε με τα πόδια, στο Ελληνικό εστιατόριο.

Δυό μέρες μετά, ένας Ολλανδός έρχεται στο περίπτερο για να γίνει αντιπρόσωπός μας. Ολα καλά κι ωραία, μέχρι που αρχίζει να λέει τα χίλια όσα για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Δεν μπορώ να του πω να πάει να γαμηθεί, αφενός γιατί είμαι ευγενής. Αφετέρου, γιατί τα περισσότερα από όσα λέει, δεν είναι και ψέματα. Απλά, ακόμα κι όταν ξέρεις πόσο χάλιας είσαι, στην δίνει τρελλά να στο λένε και οι ξένοι. Κανόνας! Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Ούτε ο Μήτσος βέβαια, που πήγε να τον βουτήξει. Την κατάσταση έσωσε ο Φρεντ, ο οποίος στόλισε τους Ολλανδούς, όσο δεν πάει. Ο τύπος δεν του είπε να πάει να γαμηθεί, απλά δεν τον βλέπω να καίγεται και για την αντιπροσωπεία. Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ.

Χθες, μιλάμε με δύο πελάτες που συναντώ πρώτη φορά. Είναι πρόσχαροι και γελαστοί, παρότι κάθε φορά μου βγάζουν την πίστη για να πληρώσουν πριν φορτώσουμε. Και αντιστρόφως, κάθε φορά, τους βγάζουμε την πίστη να πληρώσουν για να φορτώσουμε. Οταν ακούνε ότι είμαστε Ελληνες, βγάζουν από την τσέπη τους είκοσι ευρώ. " Για την σωτηρία της Ελλάδας", λένε γελώντας. Γελάμε μαζί τους. Ξέρω ότι δεν το κάνουν από αγένεια. Δεν έχουν καμία διάθεση να μας προσβάλλουν. "Ασε καλύτερα! Θα σου χρειαστούν για την προκαταβολή που πρέπει να μας στείλεις", απαντάω. Νέα γέλια. Δεν το είπα από αγένεια. Το είπα για να ισοφαρίσω το γκολ, που έφαγα λίγο πριν. Γιατί όσο κι αν έχω απεμπλακεί από την Ελλάδα, όσο κι αν δεν εξαρτάται η ζωή μου από δαύτη, αυτός ο μόνιμος διασυρμός της, τρυπάει σαν αγκάθι. Και πονάει. Ας μην φέρνει δάκρυα στα μάτια, ας μην πνίγει λυγμούς στον λαιμό. Πονάει.

Κάθε φορά που επέστρεφα από την Ευρώπη, διαλυόμουν στην σκέψη ότι με περιμένει και πάλι η Σόφια. Οχι όμως και αυτή τη φορά. Χθες τα μεσάνυχτα, κατεβαίνοντας από την "Μάγια την Μέλισσα" των Βουλγαρικών αερογραμμών και πατώντας το πόδι μου σε βουλγαρικό έδαφος, ένοιωσα μια τρομερή ανακούφιση. Εδώ βλέπεις, οι άνθρωποι, δεν έχουν κανένα ευρώ που απειλείται από τους "διεφθαρμένους Ελληνες". Είναι και οι ίδιοι, στον πάτο της Ευρώπης έτσι κι αλλιώς. Αν ασχοληθούν μαζί μας, θα είναι μόνο για να ανακαλύψουν με ποιές ωραίες τεχνικές φάγαμε όσα φάγαμε. Για να μάθουν και κάτι χρήσιμο.

Θα φτάσουμε στο σπίτι στις τρεις τα ξημερώματα. Θα έρθουμε στο γραφείο στις οκτώ. Και θα δουλέψουμε όπως πάντα, δεκατρείς ώρες. Στα κορίτσια, θα πω ότι η έκθεση πήγε καλά κι ότι πήξαμε στις παραγγελίες. Θα πω κι ότι είμαστε από τις ελάχιστες ανατολικές εταιρείες, που έχουν το προνόμιο να έχουν περίπτερο σε αυτή την έκθεση. Θα πω ακόμα, ότι ένας Βούλγαρος μετανάστης, πέρασε να μας συγχαρεί έκπληκτος, γιατί δεν περίμενε ποτέ να δει εκεί, Βουλγαρική εταιρεία. Θα σπρώξω την τραυματισμένη Ελλάδα, στο βάθος του μυαλού μου και θα την βάλω για ύπνο. Γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω για να την σώσω, είναι αυτό που κάνω χρόνια. Να δουλεύω δεκατρείς και δεκαπέντε ώρες, πληρώνοντας την επιλογή μου να ζήσω μακρυά της. Κι αυτή, με τις δικές της επιλογές, να με διώχνει όλο και πιο μακρυά. Τί κι αν εξακολουθεί να με πονάει το τραύμα της?

2 comments:

mamma said...

πονάει πολύ, συνέχεια. σήμερα έβαλα τα κλάματα στο άκουσμα πως επιτέλους έχουμε πρωθυπουργό... δεν μας αξίζει ρε γαμώτο τόση ξεφτίλα, δεν μας αξίζει.

Giorgia_is_coming_to_town said...

@mamma μου, δεν αξίζει σε όλους αυτή η ξεφτίλα. Το πρόβλημα είναι, ότι αυτοί στους οποίους αξίζει, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ψιχαλίζει, ενώ τους φτύνουν. Καλά κουράγια,όσα μας απέμειναν δηλαδή.