Wednesday, November 23, 2011

Οι εικόνες που πονάνε.

Αφορμή για το σημερινό, είναι το ποστ μιας διαδικτυακής φιλενάδας. 'Η μάλλον, η απάντησή της στο σχόλιο μου στο συγκεκριμένο ποστ. Γιατί σχολίασα, κοιτάζοντας όπως πάντα την τελευταία αχτίδα του ήλιου, σε έναν κατάμαυρο ουρανό. Η απάντησή της και οι απαντήσεις όλων των άλλων σχολιαστών, μου έδωσαν να καταλάβω ότι οι περισσότεροι Ελληνες αυτή τη στιγμή, δεν μπορούν να δουν καμία αχτίδα ήλιου. Οχι γιατί είναι τυφλοί. (Εγώ άλλωστε με έξη βαθμούς μυωπία, συγκαταλέγομαι στους απολύτως στραβούς). Γιατί πολύ απλά, αυτή η αχτίδα, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι ορατή σε ανθρώπους που ζουν κάτω από το σοκ, της μαυρίλας του ουρανού τους. Ενός ουρανού, ηλιόλουστου μέχρι πρότεινος.

Το σκοτάδι, δεν το συνηθίζεις με την πρώτη. Στην αρχή σε καταλαμβάνει πανικός. Φοβάσαι ότι τυφλώθηκες ξαφνικά. Μετά από λίγο, κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα, βλέπεις τα πρώτα σχήματα , καταλαβαίνεις ότι απλά, είναι σκοτάδι. Δεν είσαι εσύ τυφλός. Και παίρνεις μια πρώτη ανάσα. Και προσπαθείς να δεις μέσα στο σκοτάδι. Γιατί που θα πάει. Θα ξημερώσει. Η μαγκιά είναι βέβαια να μην το συνηθίσεις. Πρέπει πάντα, να αναζητάς το ξημέρωμα. Τέλος.

Πού κολλάει αυτό? Οταν πρωτοήρθα στην Βουλγαρία, έξη και χρόνια πριν, κάθε μέρα έτρωγα και μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Αιτία, οι παρακάτω εικόνες :

- Η μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, έψαχνε Κυριακή μεσημέρι, στους κάδους σκουπιδιών για να βρει κάτι να φάει.

- Ολες οι οδικές αρτηρίες, ήταν γεμάτες από κοριτσάκια και γυναίκες που πουλιόντουσαν για δυόμιση ευρώ. Από το ξημέρωμα, μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, κάθε εποχή, ακόμα και με τριάντα πόντους χιόνι.

-Στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας (όπως σε όλα τα σχολειά των χωριών), η μόνη θέρμανση ήταν παλιές ξυλόσομπες. Επειδή τα ξύλα στοίχιζαν, ο δήμαρχος ερχόταν και φόρτωνε σε κάρα, το πριονίδι που μας έμενε.

- Τα περισσότερα σπίτια στα χωριά, δεν είχαν τουαλέτες. Μια τρύπα στην άκρη της αυλής, ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Με σανίδια γύρω - γύρω. Η μόνη θέρμανση στα σπίτια, ήταν πάλι "η ερωμένη του τσιγγάνου", όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Δηλαδή η ξυλόσομπα. Τα ξύλα στοίχιζαν. Κι έτσι, η συγχωρεμένη η Λίνκα, η τσιγγάνα καθαρίστριά μας, παράχωνε όλη τη χρονιά στις φαρδιές της τσέπες, κομματάκια από ξύλο που έβρισκε πεταμένα εδώ κι εκεί.

- Τα σκυλιά μας γεννούσαν καλή ώρα, σαν και τώρα. Τα μωρά τους τα έκλεβαν, για να τα πουλήσουν για είκοσι ευρώ. Κι όσα τους ξέμεναν απούλητα, πέθαιναν λίγο μετά από πείνα.

- Ας μην μιλάω για σκυλιά. Τα ιδρύματα ήταν γεμάτα παρατημένα παιδιά. Υγιή και μή. Ιδρύματα απαρχαιωμένα που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε τα βασικά. Την ίδια στιγμή, έγκυοι περνούσαν τα σύνορα για να γεννήσουν και να πουλήσουν το παιδί τους στους πλούσιους γείτονες. Τους Ελληνες.

Και άλλες, πολλές άλλες εικόνες, που θα χρειαζόταν μέρες να γράφω για να τις περιγράψω. Τις αναφέρω στον παρατατικό. Δεν ξέρω γιατί δεν χρησιμοποιώ ενεστώτα, αφού ίδιες είναι και σήμερα. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Απλά δεν είχα την μαγκιά, να μην το συνηθίσω το σκοτάδι. Με κούρασε η αναμονή του ξημερώματος, που δεν ερχόταν. Και πλέον αυτές οι εικόνες με σοκάρουν όλο και λιγότερο. Δεν αποτελούν έκπληξη πια. Και οι μπουνιές στο στομάχι, έγιναν ένας μόνιμος κόμπος, που σφίγγεται μέσα μου. Και που με αναγκάζει όλο και συχνότερα, να εκτιμώ το "μη χειρότερα" και να το παίζω Πολυάννα.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Ελλάδα, που νοσταλγούσα, βλέποντας αυτές τις εικόνες κάποτε, είναι σήμερα στην ίδια μοίρα. Ισως γιατί ελάχιστα την επισκέπτομαι πια. Ισως γιατί δεν έχω δει, αυτές τις εικόνες ακόμα. Την θυμάμαι πάντα, σαν μια ακτίδα ήλιου, στον εδώ κατάμαυρο ουρανό μας. "Να περάσουμε τα σύνορα, να πάρουμε ανάσα" λέμε πάντα με τον Δημήτρη. Γι'αυτό κι όταν την σκέφτομαι, παρ' όσα ακούω και διαβάζω, ψάχνω πάντα την ακτίδα του ήλιου της. Πολυάννα είπαμε.

Δεν ξέρω τί να προτείνω στους συμπατριώτες μου, που βουτάνε τώρα, για πρώτη φορά στο σκοτάδι. Ξέρω όμως, ότι είναι σκληρό, ένας κόμπος να σφίγγεται στο στομάχι σου μόνιμα. Είναι προτιμότερος ο στιγμιαίος πόνος της μπουνιάς. Ειδικά όταν μπορεί να σε προκαλέσει να αντιδράσεις. Είναι οδυνηρό να θεωρείς δεδομένες, τέτοιες εικόνες. Προτιμότερο είναι, να εξακολουθούν να σε σοκάρουν. Αλλιώς, θα μπεις στο κάδρο τους. Μετά τον πανικό που σας προκαλεί το σκοτάδι, να προσπαθήστε να μην το συνηθίσετε. Να μην βυθιστείτε μέσα του. Γιατί δεν είσαστε τυφλοί. Όσο κι αν αργεί το ξημέρωμα, κάποια στιγμή θα έρθει. Σας το λέω, με την επίγνωση του λάθους μου, να μην το περιμένω.

5 comments:

mamma said...

Κι εμείς θα το συνηθίσουμε, δεν αντέχει ο άνθρωπος να ζει χωρίς ελπίδα. Απλά είναι πολύ νωρίς ακόμα.

(όλα τα κατάλαβα και σε ευχαριστώ, είναι χρήσιμη η διαφορετική οπτική...:)

Giorgia_is_coming_to_town said...

@Mamma μου,λυπάμαι που χρειάστηκε να διαβάσεις την διαφορετική οπτική! Ειλικρινά. Και μακάρι κι εγώ να μην είχε χρειαστεί να την αποκτήσω. Φιλιά.

Stou said...

Τα πράγματα δυστυχώς έχουν αλλάξει απότομα. Απότομα ίσως τα πάθαμε εμείς, γιατί αυτή η κατάσταση πάει χρόνια και εμείς τόσα χρόνια εθελοτυφλούσαμε. Απλό παράδειγμα είναι όσοι ας πούμε δεν έχουν ακόμα απολυθεί ή δεν έχει μειωθεί ο μισθός τους, δεν τους έχει αγγίξει και δεν μπορούν να καταλάβουν, ακόμα και τώρα ζούν στη δικιά τους σφαίρα. Όταν σου χτυπάει όμως τη πόρτα τότε συνειδητοποιείς προς τα που οδεύουμε. Και αυτό το λέω από προσωπική εμπειρία. Η Ελλάδα δεν έχει πιάσει πάτο και ακόμα λάμπει ο ήλιος. Αυτό που ίσως χρειάζεται να καταλάβουμε είναι ότι δεν χρειάζεται να συνηθίσουμε μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να κάνουμε κάτι να την αλλάξουμε. Να στρώσουμε καινούργια σεντόνια να κοιμηθούμε. Αλλά τι να πεις, όταν οι μισοί είναι πουλημένοι. Αυτό είναι το λάθος μας.

Giorgia_is_coming_to_town said...

@Ex Estrella, συμφωνώ ότι πρέπει να αντιδράσουμε και να αλλάξουμε την κατάσταση. Μακάρι να ήξερα πως, όμως. Γιατί πέραν των πουλημένων υπάρχουν και οι βολεμένοι. Και δυστυχώς οι περισσότεροι δεν αντιδρούν εφόσον η δική τους τσέπη δεν αδειάζει. Για να δούμε.

Marina said...

Καλομάθαμε στα σύκα, βγάλαμε και τα δόντια μας γιατί θεωρήσαμε ότι δεν τα χρειαζόμαστε (έχοντας πολλά σύκα). Τώρα που μας δίνουν σκληρά μήλα..αστα. Δεν κατηγορώ τους συμπολίτες μου επειδή επαναπαύτηκαν, δυστυχώς περιμένουν ακόμη την αχτίδα φωτός το κράτος να τους τη δώσει. Ενώ θα χρειαστεί να ανασκουμπωθούν, να φορέσουν ίσως σιδερένια παπούτσια και να πάνε να βρούν τη μοίρα τους χωρίς δεκανίκια. Σκληρό.
Ηδη μπαίνουμε σε έναν αγώνα. Φεύγει ο αδελφός του Κ για UAE απο τον καινούργιο χρόνο, βρήκε εκεί δουλειά. Στην Ελλάδα ως συμβασιούχος είχε να πληρωθεί 8 μήνες..έχει 2 παιδιά, τα έτοιμα τελειώσαν. Κλαίνε οι παπούδες, γιατί μένουν πίσω. Κλαίει η γυναίκα του, τι να κάνει όμως; Θέλει μία καλύτερη ζωή.
Οποιος μπορεί ΦΕΥΓΕΙ απο την Ελλάδα τώρα.