Γυρίσαμε πάλι στην κόλασή μας. Τουλάχιστον ανασάναμε τον αέρα της Πόλης για δύο μέρες. Είχαμε την τύχη να μείνουμε στο νυφικό μας δωμάτιο , το δωμάτιο που φόρεσα το νυφικό μου πριν από δέκα περίπου μήνες.
Φτάσαμε νωρίς το βράδυ της Παρασκευής. Είχα κολλημένο ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου από την στιγμή που περάσαμε τα σύνορα. Οδήγησα μέχρι λίγο πριν την Ιστάνμπουλ με εκείνο το χαμόγελο και με όλη την ευτυχία ενός ανθρώπου που νοιώθει πως γυρίζει σπίτι του. Μα δεν είναι περίεργο; Πως μπορώ να νοιώθω τόσο δεμένη με έναν τόπο που καμιά καταγωγή δεν με δένει μαζί του; Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και η πρώτη κίνηση ήταν να βγούμε στο μπαλκόνι, ο Κεράτιος έλαμπε κάτω από το ηλιοβασίλεμα, και οι ευτυχισμένες οικογένειες έκαναν το καθιερωμένο πικ νικ στις όχθες του. Μαντιλοφορεμένες γυναίκες που κουνούσαν τα παιδιά τους στις κούνιες, ζευγάρια που ατένιζαν ευτυχισμένα την απέναντι πλευρά. Τηλεφωνήσαμε τον Ογούζ, είναι ο μοναδικός αδελφός που έχουμε αποκτήσει ποτέ μας, κρίμα που ζει τόσο μακρυά. Ηρθε αμέσως και φύγαμε για του Μουσταφά. Μας περίμενε στην είσοδο όπως πάντα και το τραπέζι μας ήταν ήδη σερβιρισμένο. Για κακή τους τύχη αποφασίσαμε ότι προτιμούσαμε να φάμε κολλημένοι στην ψησταριά.
Ο Αχμετ ψήνει επί δεκαεννέα χρόνια. Τις μέρες του ρεπό του πηγαίνει με την γυναίκα του να φάει σε ψησταριές. Η σχέση του με τη δουλειά του είναι σχέση πάθους. Τον χαζεύαμε να δουλεύει, αγνοώντας την αφόρητη ζέστη. Πιάσαμε κουβέντα, και σε μια στιγμή ζήτησε από τον Ογούζ να μας μεταφράσει κάτι που κανένας από τους Τούρκους που γνώρισα μέχρι σήμερα δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει τόσο άμεσα "Στην Ελλάδα μας νοιώθετε εχθρούς σας;" Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο απλή "όσοι σας νοιώθουν εχθρούς δεν έχουν ζήσει ποτέ στην Τουρκία και δεν έχουν γνωρίσει Τούρκους, είμαστε τόσο ίδιοι" του είπα. Με αφόπλισε για μια ακόμη φορά , λέγοντας "δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ, αλλά δεν μπορώ να νοιώσω κανέναν εχθρό μου". Χαμογέλασα... "ο παππούς μου είχε έρθει από την Θεσσαλονίκη". Τελικά κάθε φορά , σε κάθε ταξίδι εκεί, γνωρίζουμε έναν ακόμη άνθρωπο που έχει ρίζες από δω. Οι αλύτρωτες , χαμένες πατρίδες δεν είναι αποκλειστικότητά μας αγαπητοί μου! Ξεσπιτώθηκαν και Τούρκοι με την ανταλλαγή ξέρετε. Κι αυτοί, σε αντίθεση με εμάς, ίσως δεν δουν ποτέ τη γη των παππούδων τους, καθώς απαιτείται βίζα για την είσοδό τους στην Ελλάδα.
Φάγαμε, και τί δεν φάγαμε, ήπιαμε και τι δεν ήπιαμε και φύγαμε πάλι τελευταίοι, αφού υποσχεθήκαμε στον Μουσταφά ότι θα ξαναπάμε στο επόμενο ταξίδι μας και στον Αχμετ ότι θα του φέρουμε ένα μπουκάλι με ελληνικό ούζο (μεταξύ μας το ρακί τους είναι καλύτερο)...
Περπατήσαμε, αγκαλιασμένοι κι οι τρεις (βλέπετε ο Ογούζ μας είχε πάλι πιει κατιτίς παραπάνω) μέχρι την πλατεία του Ταξίμ, γελώντας σαν παιδιά. Η Ιστικλάλ έσφυζε από ζωή παρά το προχωρημένο της ώρας, ήταν γεμάτη χαμογελαστά πρόσωπα και οπλισμένους αστυνομικούς που σε έκαναν να νοιώθεις απόλυτα ασφαλής παρά την κοσμοσυροή. Φάγαμε γλυκά και πήραμε ένα χαμογελαστό ταξί για το ξενοδοχείο.
Κοιμηθήκαμε με τον αέρα του Κεράτιου να δροσίζει το παράθυρο και με μοναδικό φως τα φώτα της πόλης. Ξυπνήσαμε το πρωί με τόσο ανάλαφρη ψυχή και με μία ευτυχία που μόνο στην Ιστάμπουλ μπορείς να νοιώσεις, με την μαγεία της πόλης να έχει καθαρίσει το μυαλό μας. Συνάντησα την Μελίζ, που με εσφιξε στην αγκαλιά της και με κράτησε για ώρα βουρκωμένη και σκέφτηκα πως με καμιά φίλη, από αυτές που μοιράστηκα μυστικά και προβλήματα δεν έχω μοιραστεί τέτοια αγκαλιά όλα αυτά τα χρόνια. Αν ζούσα εκεί, αν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, η Μελίζ θα ήταν η πιο αγαπημένη μου φίλη, είμαι σίγουρη γι' αύτό.
Πήγαμε στο Εκθεσιακό από το Μπακιρκιόι, ο Δημήτρης ήθελε να οδηγήσουμε δίπλα στην θάλασσα, μας έχει λείψει πολύ εδώ άλλωστε. Περάσαμε έξη ατέλειωτες ώρες ψάχνοντας ενδιαφέροντα πράγματα και διαπραγματευόμενοι, και συναντήσαμε τον Τζεμ και τον Ερντάλ. Ο Τζεμ δεν ήταν πολύ καλά, το βράδυ μάθαμε από τον Ερντάλ ότι ο πατέρας του είναι πολύ άρρωστος. Λυπήθηκα αφάνταστα, είναι πολύ νέος άνθρωπος κι από ότι έχω καταλάβει αρκετά καλλιεργημένος.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο με το ίδιο πάντα χαμόγελο, είναι αδύνατο να μην χαμογελάς όταν είσαι στην Πόλη... Είναι τόσο μαγική, τόσο απίθανο το κάθε της σημείο που πραγματικά δεν την χορταίνεις ποτέ. Το βράδ,υ ο Ερντάλ με τη γυναίκα του ήρθαν και μας πήραν με τον Ογούζ για φαγητό. Φάγαμε σε μία ψαροταβέρνα με θέα τον Κεράτιο, το πιο νόστιμο ψάρι που έχω φάει τον τελευταίο καιρό... Ο Δημήτρης βέβαια λέει, ότι και πετρέλαιο θα έπινα στην Ιστάμπουλ, ποτέ δεν έχω πει ότι δεν μου αρέσει κάτι. Καταλήξαμε σε ένα μπαρ στο Ταξίμ, παρόλη τη βαβούρα και το ότι έχω χρόνια να πάω σε μπαρ, το διασκέδασα και παραδόξως το άλλο πρωί το κεφάλι μου ήταν πεντακάθαρο, παρά τα κοκτέηλ , αγνώστου σύνθεσης που ήπια.
Την Κυριακή το πρωί ξυπνήσαμε με μία ακαθόριστη θλίψη, το οξυγόνο της Πόλης τελείωνε, φεύγαμε και ποτέ δεν είναι αρκετές οι μέρες που περνάμε εκεί. Από την άλλη, σε κάθε ταξίδι, την λατρεύω περισσότερο, πονάω όλο και πιο πολύ στον αποχωρισμό μου από αυτή. Περάσαμε από το πατριαρχείο, με όλη εκείνη τη συγκίνηση που νοιώθουμε κάθε φορά που μπαίνουμε στην εκκλησία που παντρευτήκαμε, και που δυστυχώς είναι τόσο μακρυά μας. Μιλώντας μετά με τον Δημήτρη, διαπιστώσαμε ότι κάναμε τις ίδιες σκέψεις "άραγε όλα αυτά τα φώτα ήταν αναμμένα την μέρα του γάμου μας", "αυτοί οι ψάλτες δεν έψαλαν κι εκείνη τη μέρα; "
Κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο Μπεσικτάς, περπατήσαμε στην παραλία, χαζέψαμε στο υπαίθριο παζάρι και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής με εμένα να κοιμάμαι μέχρι το Εντίρνε , ποτέ δεν κοιμάμαι όταν πάμε, κοιμάμαι πάντα όταν φεύγω, δεν αντέχω αυτή τη φυγή, δεν θέλω να την ζω...
Γυρίσαμε στους τέσσερις (επακριβώς, ούτε ένας παραπάνω) τοίχους μας, μέσα στην απόλυτη σιωπή και ξαναείδαμε την "Πολίτικη Κουζίνα" νοσταλγώντας ήδη την Πόλη που αφήσαμε πίσω... Εκλαψα για μια ακόμη φορά, λες κι είχα γεννηθεί εκεί, λες κι είχα εγώ παίξει στις γειτονιές της...
Συζήτησα κάτι με τα παιδιά το Σάββατο το βράδυ. Κάτι που είχα σκεφτεί την προηγούμενη μετά την συζήτηση με τον Αχμετ... Αν γίνει ποτέ πόλεμος, αν υπάρξει ποτέ κάποιο επεισόδιο, πως θα αντέξω την αγωνία για τους φίλους που λατρεύω και με λατρεύουν εκεί; Και γιατί θα πρέπει να με πονάει ο χαμός οποιουδήποτε άγνωστου ή πολύ περισσότερο αντιπαθούς Ελληνα κι όχι των φίλων μου; Οσο το δουλεύω καταλήγω πάντα στην κουβέντα που ο Αζίζ Νεσίν είχε πει στον Σερντάρ όταν ήταν παιδάκι "δεν υπάρχουν καλά και κακά έθνη, υπάρχουν άνθρωποι"....