Friday, June 08, 2007

Η φωτιά

Σε πονάνε τόσο οι άνθρωποι. Πόσο με είχαν απογοητεύσει όλον αυτό τον καιρό. Οταν τους είδα να τρέχουν σαν να καιγόταν το σπίτι τους, κατάλαβα ότι μέσα τους υπάρχει ακόμα κάτι. Κάτι που είχαν και οι ίδιοι ξεχάσει. Αυτοί, που απεργούν μετά τα διαλείμματα, αυτοί που φεύγουν κρυφά ό,τι ώρα τους καπνίσει, αυτοί που σε κοιτάζουν γεμάτοι μίσος όταν τους πιέσεις λίγο, αυτοί ήταν που σήμερα έπεσαν κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά για να προστατέψουν κάτι που τελικά ίσως και να νοιώθουν δικό τους.
Οι δικές μου εντολές ήταν «όλοι έξω κι αφήστε το να καεί μέχρι να έρθει η πυροσβεστική, μην υπάρχει ούτε ένας μέσα». Τις παράκουσαν, ακολούθησαν την «εντολή» που έδινε ο Δημήτρης παλεύοντας με τους πυροσβεστήρες. Η Μέτζυ κολλημένη δίπλα του, με το ζόρι η Λίνα κι η Πόλια την έφεραν στο γραφείο και μου είπαν κλαίγοντας ότι «ο σέφε αρνείται να βγει έξω».
Μετέφεραν όλα τα εμπορεύματα στην άλλη πλευρά, άδειασαν και τους εικοσιεννέα πυροσβεστήρες που έφταναν από όλα τα τμήματα με μια αλυσίδα από χέρια που σχημάτισαν μόνοι τους. Και μετά άγνωστο πως και από που, οι ξυλουργοί κουβάλησαν μπιτόνια με νερό που τα πετούσαν μέσα στη φωτιά. Η Πόλια για να βγάλει τον «σέφε της» από μέσα, δέχτηκε να πει το ψέμα μου «η σέφκα δεν είναι καλά». Κι όταν είδα τον Δημήτρη κατακόκκινο με το δέρμα αρπαγμένο να βγαίνει, ανάσανα για πρώτη φορά με ηρεμία, τί κι αν δεν με άκουσε και ξαναέτρεξε δίπλα στα «παιδιά του».
Ο Δημήτρης ζητούσε βρεγμένα πανιά για τα πρόσωπα όσων προσπαθούσαν κι ο Μπλαγκόι έτρεξε να βρει μία μάσκα για τον σέφε του και μόνο. Ξέφευγαν από τα μάτια μου για να ξαναμπούν μέσα, τους μετρούσα στο προαύλιο κι έλεγα «μα καλά, πόσοι έμειναν μέσα?»
Η πυροσβεστική άργησε αλλά ήρθε , τέλος καλό, όλα καλά. Μια γαζώτρια ορκιζόταν ότι δεν θα ξανακαπνίσει κι ο Πλάμεν πάτησε το τσιγάρο του μπροστά μου, λέγοντας «από σήμερα σέφκα, τέλος». Οχι παιδιά, δεν έφταιγαν τα τσιγάρα σας. Δεν ξέρω πως θα είμαστε την Δευτέρα, δεν ξέρω αν μπορώ να τους αγαπήσω όσο παλιά, δεν ξέρω αν μπορούν κι αυτοί να με αγαπήσουν άλλωστε. Αλλά σήμερα θέλω από την καρδιά μου να τους ευχαριστήσω και να πω ότι μετά από πολύ καιρό, με την δύναμη και την θέλησή τους, με έκαναν να τους ξανανοιώσω «παιδιά μου». Τουλάχιστον το αγαπάνε τούτο το ρημάδι, δεν είναι λίγο αυτό...

6 comments:

fish eye said...

!!!

Giannis Ianossss said...

Κρατάω το ..τέλος καλό όλα καλά.
(α και τον μπαρουτοκαπνισμένο Σέφε,για κάποιο περίεργο (?) λόγο αυτήν την αντίδραση περίμενα από εκείνον.).

kapote-sth-bg said...

Παλαιότερα, είχαμε πιό βατά όνειρα, πιό εύκολες δουλειές να κάνουμε. Μέλημα μας, όπως των περισσότερων Ελλήνων, οι διακοπές, τα ψώνια, τι αυτοκίνητο 8α αγοράσουμε, που 8α πάμε το βράδυ...

Τί σκατά κάνουμε , πως καταντήσαμε έτσι τη ζωή μας? Είναι τόσο περιπετειώδες όλο αυτό , που ελκύει το σκατοχαρακτήρα μας?

Μάλλον!

Anonymous said...

[εύχομαι όλα να είναι 'καλά'. μόλις το διάβασα. να προσέχετε και οι δυό σας. τα φιλιά μου]

Giorgia_is_coming_to_town said...

@all, thanks for the sympathy!
αποκτήσαμε πια προσωπικό πυροσβέστη (περνάει, πίνει τσάμπα καφέ ΚΑΙ καπνίζει παρακαλώ), ξαναγεμίσαμε πυροσβεστήρες και μόλις ακούμε την βραδυνή μας κουκουβάγια φοβόμαστε ότι χτυπάει ο συναγερμός.
Μια χαρά μας βρίσκω εεε?

Marina said...

Πάλι καλά που αγαπάνε τη δουλειά τους. θα ήταν και βλαστήμια να δαγκώνουν ότι τους τρέφει.
Ελπίζω η φωτιά να μην κατάστρεψε την επιχείρησή σας ε?