Friday, November 30, 2007

Ξέχασα κι αυτά που ήξερα!

Ηταν απίστευτο... ήταν τρα-γι-κό! Μιλούσα με πελάτισσα από την Ελλάδα...
- Ναι, φορτώνουμε σήμερα, αλλά δεν ξέρω πότε θα είναι στην μεταφορική σας. Δεν είναι στο πρώτο........στο πρώτο...... εεεεεε......
Εκεί κόλλησα. Τί unloading place μου ερχόταν, τί ρεζτοβάρεν πουνκτ μου ερχόταν, τι σημείο αν-φόρτωσης (από το un-loading αυτό!), τί σημείο ρεζ-φόρτωσης, αστα να πάνε στο διάολο.
«Σημείο εκφόρτωσης» μου έγραψε ο Δημήτρης.Και το είπα και σώθηκα.
Συμπέρασμα : Πλέον μιλάω καθημερινά, τρεις γλώσσες... Το κακό είναι ότι πλέον, τις μιλάω όλες λειψές!!!

Thursday, November 29, 2007

Σάββατο απόγευμα...

Το Σάββατο το απόγευμα, λέω να σε πάρω και να πάμε στο βουνό...
Κι ας δουλεύουμε το Σάββατο το πρωί, κι ας μας πάρει η νύχτα να φτάσουμε...
Κι ας ρισκάρουμε να έχει χιόνι και να μην μπορούμε να γυρίσουμε.
Κι ας μην μπορέσουμε να κολυμπήσουμε με τόσο κρύο.
Ντύσου ζεστά, πάρε κασκόλ και γάντια,
να περπατήσουμε το χωριό, όπως το καλοκαίρι...

Tuesday, November 27, 2007

Δεν έχουν γαϊδούρια στον τόπο τους?


Ενας Τούρκος ξεναγός, ταξιδεύει στην Ανατολία, συνοδεύοντας έναν Αμερικανό, συλλέκτη χαλιών. Περνούν δίπλα από έναν χωρικό που κάθεται πάνω στο γέρικο, ταλαιπωρημένο γαϊδούρι του. Ο συλλέκτης, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι η βρώμικη κουβέρτα που βρίσκεται στην πλάτη του γαϊδουριού, είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο χαλί.
- Αυτό πρέπει να το αγοράσω!. Αλλά μην πεις στον χωρικό πως θέλουμε την κουβέρτα. Αν καταλάβει πόσο πολύτιμη είναι αυτή η κουβέρτα, θα μας ζητήσει πολλά λεφτά. Πες του ότι θέλουμε να αγοράσουμε το γαϊδούρι!
Ο ξεναγός, πλησιάζει τον χωρικό και του λέει ότι ο Αμερικανός θέλει να αγοράσει το γαϊδούρι του.
- Το γαϊδούρι είναι γέρικο και αδύναμο, τον προειδοποιεί ο χωρικός.
- Εμείς, θέλουμε να το αγοράσουμε, επιμένει ο ξεναγός.
- Εντάξει, σας προειδοποίησα όμως! Η τιμή του είναι πέντε χιλιάδες δολλάρια, λέει ο χωρικός.

Βλέποντας ότι ο ξεναγός σοκάρεται με το ποσό που ζητάει, ο χωρικός του εξηγεί, πώς αν αυτός ο Αμερικανός, θέλει τόσο πολύ να αγοράσει ένα τόσο γέρικο γαϊδούρι, τότε σίγουρα έχει κάποιον πολύ σημαντικό λόγο, άρα θα πληρώσει κάτι παραπάνω.
Ο συλλέκτης είναι απογοητευμένος, αλλά και πάλι , η αξία του χαλιού είναι πολύ μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες δολλάρια., έτσι συμφωνεί να αγοράσει το γαϊδούρι σε αυτή την τιμή.
Οταν όμως ο χωρικός παραδίδει το γαϊδούρι στα νέα του αφεντικά, παίρνει από την πλάτη του την κουβέρτα και την ρίχνει στους ώμους του. Τώρα είναι που ο συλλέκτης, αρχίζει να απογοητεύεται ακόμα περισσότερο! Ο ξεναγός προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τον χωρικό να δώσει και την κουβέρτα, λέγοντάς του, ακόμα κι ότι, χωρίς αυτή το πανάκριβο γαϊδούρι θα κρυώσει και θα πεθάνει.
- Δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Δεν μπορώ να σας δώσω την κουβέρτα μου! λέει ο χωρικός με πείσμα.
- Μα γιατί όχι?
- Γιατί είναι η τυχερή μου κουβέρτα!
Ο ξεναγός τον ρωτάει τι σημαίνει αυτό, γιατί η κουβέρτα του γαϊδουριού είναι η τυχερή του?
- Ημουν πολύ φτωχός, του απαντά ο χωρικός. Αραιά και που, πουλούσα κανένα γαϊδούρι για να ζήσω. Μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου. Η μόνη μου κληρονομιά από αυτόν, ήταν αυτή εδώ η κουβέρτα. Από τότε, δύο με τρεις φορές το χρόνο, ένας ξένος έρχετε και αγοράζει τα γαϊδούρια μου για πέντε χιλιάδες δολλάρια το ένα! Με την τύχη που μου έφερε αυτή η κουβέρτα, πλούτισα!
Μα καλά, δεν έχουν γαϊδούρια στον τόπο τους???

- Αυτές τις μέρες είμαι και πάλι "χαμένη" στις αναμνήσεις του παππού Αζίζ. Δεν ήθελα να σας διαβάσω μια από αυτές, προτίμησα να σας χαρίσω ένα από τα αμέτρητα ευθυμογραφήματά του. Αν βρείτε κάπου κάποιο βιβλίο του, αγοράστε το! Να θυμάστε, ότι, όλα τα έσοδα από τα βιβλία του Αζίζ Νεσίν, διατίθενται για τις ανάγκες του ιδρύματος Νεσίν στην Τσατάλτζα της Ιστανμπούλ, που φιλοξενεί σαράντα άπορα παιδιά.

Monday, November 26, 2007

Μιλάω την Παρασκευή με τον γραφίστα μας, σχετικά με τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες. Του εξηγώ ότι θέλω κάτι πρωτότυπο, που να χαρακτηρίζει και την εταιρεία....

Σ: Δηλαδή σαν τί που να την χαρακτηρίζει?
Εγώ : (προφυλακτικά ηλίθιε!) Καναπέδες δεν φτιάχνουμε? Ε, κανένα καναπεδάκι, στολισμένο Χριστουγεννιάτικα!
Σ: Α, πολύ ωραία. Κατάλαβα. Θα σου στείλω την πρότασή μου την Δευτέρα. (αυτό το παιδί μιλάει λες και κάνει πρόταση για κατασκευή αίθουσας πολλαπλών χρήσεων!).
Σήμερα το πρωί μου στέλνει την πρότασή του!!! Ανοίγω με αγωνία το αρχείο και...... βλέπω ΑΥΤΟ!
Και δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να φωνάξω ή να βρίσω! Ο κυριούλης βρήκε τον πρώτο καναπέ που έπεσε μπροστά του, τον κόλλησε και στο σιελάκι και μου το έστειλε! Αυτό βέβαια το μοντέλλο, δεν το παράγουμε πια! Δεν υπάρχει στον τελευταίο μου κατάλογο, που αυτός ο ηλίθιος έφτιαξε!!! Και βεβαίως του γράφω...

Εγώ : Αυτόν τον καναπέ που τον ξέθαψες??? Είναι απαίσιος!

Σ : Οκ, κατάλαβα (που να μην καταλάβαινες ηλίθιε κιόλας). Πες μου μόνο ποιό μοντέλλο θές να βάλω. Θα την βρω μόνος μου την φωτογραφία, μην ψάξεις! (Δύσκολοοοοο, αφού τις έχεις όλες τις φωτογραφίες ζώον!)

Εγώ : Καλά, βάλε το τάδε. Μόνο ξέρεις, δεν το είχα φανταστεί ακριβώς έτσι. Είπαμε να το κάνουμε λίγο γιορτινό το καναπεδάκι!

Σ: Εχεις δίκιο, νομίζω ότι του πάει μια κορδέλα!

Εγώ : (δεν απαντάω, δεν απαντάω που να λυσσάς!!! Ακούς εκεί κορδέλλα! Κουτί με γλυκά δεκαετίας εβδομήντα έχουμε???)

Σ: Δεν σου άρεσε η ιδέα ε? Ε, τί να βάλουμε?

Εγώ : Σου είπα, χριστουγεννιάτικα στολίδια!!! Βάλε ένα αρκουδάκι να κάθετε! Και μπάλες!!! (ε βάλε το μυαλό σου να δουλέψει ηλίθιε, δεν είμαι εγώ ο γραφίστας!)

Σ: Ωραία, σε λίγο θα σου στείλω την νέα μας πρόταση, τώρα κατάλαβα...

Και έρχετε η νέα πρόταση! Και ανοίγω με αγωνία το αρχείο... Και βλέπω... Το αρκουδάκι με τις μπάλες! Δηλαδή αυτό!

Οχι!Δεν έβαλε την φαντασία του να δουλέψει! Κόλλησε πάνω στον καναπέ το αρκουδάκι με τις μπάλες! Δηλαδή εάν του έλεγα "βάλε ένα λιονταράκι με μία βόμβα", θα έβαζε λιονταράκι με βόμβα. Προσπαθώ να το δω θετικά... καλούτσικο είναι. Ας μείνει έτσι. Μπιιιιιπ, χτυπάει...

Σ: Δεν είναι πολύ καλό???

Εγώ: Ναι, ας φτιάξουμε αυτό. Πόσο θα κοστίσει??

Σ: Για το design 250 ΛΕΒΑ.

Εγώ : Πας καλά? 250 ΛΕΒΑ για το "design"? Ποιό design, μου εξηγείς?

Σ: Είναι η χαμηλότερη τιμή που δίνω σε πελάτη μου για design...

Εγώ : (δεν απαντάω, δεν απαντάω)

Σ: Βέβαια, μπορώ να σου κάνω μια έκπτωση... Να πούμε 150 ΛΕΒΑ, άλλωστε η ιδέα ήταν δικιά σου για να λέμε την αλήθεια...

Εγώ : Ναι δικιά μου ήταν, κι από εδώ και στο εξής θα σου πουλάω τις ιδέες μου....

Ετσι, έχετε την μοναδική ευκαιρία, να θαυμάσετε σε πρώτη εμφάνιση, τις φετινές Χριστουγεννιάτικες κάρτες μας. Εγώ, ήδη ψάχνω εικονίτσα με το κοριτσάκι με τα σπίρτα, για να το βάλω να κάθεται του χρόνου στον καναπέ...

Thursday, November 22, 2007

Istanbul και πάλι...

Στο χαμάμι του Cagaloglu, αγοράσαμε σαπουνάκια από σουσάμι, θυμάρι , λεβάντα και κανέλλα, ήπιαμε καφεδάκι και καπνίσαμε ναργιλέ... Ο Δημήτρης δεν πρόλαβε να απολαύσει το μπαρμπέρικο, next time...


Η μελαγχολία του Κυριακάτικου απογεματος στην Ιστανμπούλ, είναι γλυκειά, ακόμα κι αν φωτογραφίζω την "Οδό Ορφανών Παιδιών", που τόσο πολύ μου θύμισε τον παππού Αζίζ...





Ημουν απογοητευμένη που το παιχνιδομάγαζο του Εσέρ έκλεισε, αλλά στον γυρισμό, στον σταθμό του Corlu, με περίμενε η Εμινέ, που πέρασε τα σύνορα στην αγκαλιά μου... δεν είχε διαβατήριο, βλέπετε!



Το δεύτερο,"καθυστερημένο" δώρο για τα γενέθλιά μου (το πρώτο ήταν το ταξίδι από μόνο του και μου το χάρισε ο Δημήτρης), ήταν το υπέροχο μαντήλι που μου αγόρασε ο "αδελφός" μας και το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή...


...άλλο ένα ταξιδάκι στην Πόλη της ψυχής μας έγινε, χωρίς να το έχουμε προγραμματίσει... Το περίεργο είναι πως παρότι μείναμε εκεί λιγότερο από 24 ώρες, φύγαμε τόσο γεμάτοι, λες και βρισκόμασταν στην αγκαλιά της Πόλης, μήνες...

Wednesday, November 21, 2007

Η Μέτζυ σας ενημερώνει...

Δεν είμαι και πολύ καλά. Η κοιλιά μου έχει γίνει τεράστια, ποτέ δεν ήμουν τόσο χοντρή. Από χθες, κάνω συνέχεια εμετό. Η Πόλια μας, τρόμαξε και το είπε στη μαμά και αυτή κάλεσε τον γιατρό Κίροβ. Δεν αγαπάω τους γιατρούς, αλλά προτιμώ τον γιατρό Κίροβ από τον θείο Ράντι. Πρώτον, γιατί μιλάει με τη μαμά σε μία άγνωστη γλώσσα, της λέει κάτι «δε λαστ», όταν μου κάνει την τέταρτη ένεση κι εγώ δεν καταλαβαίνω τί εννοεί, αλλά μετά το «δε λαστ» με αφήνουν ήσυχη. Από την άλλη με χαιδεύει και με λέει «κοτοπουλάκι του» και εγώ γελάω, όσο άρρωστη κι αν είμαι, γιατί αν και κτηνίατρος δεν ξέρει ότι δεν είμαι κοτοπουλάκι, αλλά σκυλίτσα.
Το μυρίστηκα λοιπόν, ότι κάποιος γιατρός θα έρθει, γι’αυτό το έσκασα και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο. Η μαμά με βρήκε και ήρθε να με πάρει, αλλά εγώ ξάπλωνα και έκανα πως την δάγκωνα και την γλύτωσα, προσωρινά. Η μαμά έφυγε θυμωμένη, είχα λερώσει και το κοστούμι της, αλλά γύρισε με ενισχύσεις. Δηλαδή με την Πόλια που κρατούσε στο χέρι της ένα κομμάτι ψωμί. Το ψωμί είναι πάντα οι ενισχύσεις. Τόσο το λιγουρεύτηκα, που έτρεχα πίσω τους κι έτσι βρέθηκα κλεισμένη στο κουζινάκι! Με άφησαν πάντως κι έφαγα το ψωμάκι, μιααααμ.
Και μετά ήρθε ο γιατρός Κίροβ. Ρώτησε τί έφαγα και με πείραξε και η Πόλια του τα μαρτύρησε όλα! Μα όλα! Οτι τρώω αφρολέξ και δέρματα και νάυλον σακούλες. Ολα μου τα παιχνίδια, έπρεπε να τα ξέρει ο γιατρός! Ο γιατρός είπε ότι έχω πάθει «τοξικάτσια» και μου έκανε ενέσεις. Οχι μία, πέντε! Ευτυχώς είπε το «δε λάστ» πριν την πέμπτη κι έτσι κάθησα ήσυχη για να τελειώσει. Τι ωραία που είναι να καταλαβαίνεις ξένες γλώσσες!
Μετά είπε ότι τα μωρά μου είναι μικρά! Κι εκεί άκουσα για πρώτη φορά ότι στην κοιλίτσα μου, έχω μωρά! Μα τί τα θέλω εγώ τα μωρά, εγώ είμαι το μωρό της μαμάς και του μπαμπά και της Πόλιας και όλων των ζώων (έτσι λέει ο μπαμπάς τους εργάτες μας), δεν θέλουμε άλλα μωρά! Ομως είδα ότι η μαμά μου ανησύχησε και βάλθηκε κάτι να υπολογίζει. Αχ ρεζίλι με έκαναν, στον γιατρό Κίροβ! Η μαμά, του έλεγε πότε πήγαινα βόλτες με τον Ρίτσι, πόσες φορές πήγα και πόσος καιρός πέρασε από τότε. Κι εγώ τα είχα όλα αυτά ξεχάσει! Γιατί μου τα θύμησαν? Πάντως κατάλαβα, ότι τελικά οι βόλτες με τον Ρίτσι φταίνε, που είμαι τόσο χάλια τελευταία, δεν ξαναπάω βόλτες μαζί του, όσο κι αν μου επιτρέπει να τρώω από το φαγητό του! Θα πηγαίνω με τον Πλάμεν, που κάναμε τόσες βόλτες μαζί την περασμένη φορά και δεν έπαθα τίποτα!
Η μαμά μου, ρωτούσε τον γιατρό μήπως τα μωρά μου έχουν πεθάνει και γι’αυτό είναι μικρά και αν είναι αυτό κακό για μένα. Μα πώς να πέθαναν τα μωρά μου, αφού ακόμα δεν έχουν γεννηθεί καλέ! Τα έπνιξε το αφρολέξ που τρώω, λέτε? Ο γιατρός Κίροβ της είπε τότε να μην ανησυχεί, θα έρθει πάλι αύριο στις δέκα (τί καλά που τα είπε στα Βουλγάρικα και τα κατάλαβα, θα κρυφτώ από τις εννιά!) να με δει. Μέχρι τότε θα πρέπει λέει να πίνω πολύ νερό και να μην φάω πριν το βράδυ τίποτε! Αμ δε! Εγώ στις δώδεκα θα πάω στην ταπετσαρία και ο Ντέσιο θα με κεράσει βάφλες όπως κάθε μέρα, σιγά μην ακούσω τον γιατρό Κίροβ.
Χμμμ, έχουμε ένα πρόβλημα. Η μαμά και η Πόλια έφυγαν. Και ο γιατρός Κίροβ. Με έκλεισαν στην κουζίνα! Η Πόλια μάλιστα, πήρε
και την τροφή μου και μου έφερε ένα τεράστιο δοχείο με νερό! Ποιά? Η Πόλια μου!!! Προδότρα κι αυτή! Δεν θα χοροπηδήσω ξανά πάνω της και δεν θα ξανά-μασουλήσω τα παπούτσια της, να μάθει! Κι όσο για την μαμά... αυτή να δείτε τί θα πάθει! Ολη τη νύχτα θα της χτυπάω την πόρτα! Προς το παρόν όμως, πρέπει να ανοίξω αυτή την πόρτα... Ο Ντέσιο με περιμένει με τις βάφλες. Και ο Γιάνκο θα έχει σίγουρα σαλαμάκι σήμερα... Πρέπει να βγω... Παίρνω φόρα και .... Γκουυυπ, γκουυυπ πάνω στην πόρτα... Γαααααβ, ανοίξτεεεεε!!!!

Thursday, November 15, 2007

Birthday

Η μαμά μου το καλοκαίρι του ’72, δεν μπορούσε να κουμαντάρει την κοιλιά της. Ηταν τόσο τεράστια, που δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί. Η γυναικολόγος της, της έλεγε ότι το μωρό είναι αγόρι και μεγάλο, και κλωτσάει. «Μα με χτυπάει και στις δύο πλευρές!» έλεγε η μαμά μου. « Ε τότε σου χτυπάει και κουτουλιές!», ήταν η απάντηση της γυναικολόγου.
Ο μπαμπάς μου επέμενε, ότι τα μωρά ήταν δύο. Η γυναικολόγος τον αγριοκοίταζε, γιατι αμφισβητούσε την «ποδοσφαιρική» θεωρία της. Μόλις στον έβδομο μήνα , η γυναικολόγος είπε ότι τελικά ναι, τα μωρά ήταν δύο κι ο μπαμπάς μου έσπευσε να της απαντήσει «Ναι??? Πάρ’την σκούφια μου!».
Στις δεκαπέντε Νοέμβρη, οι γονείς μου και η τεράστια κοιλιά της μαμάς είχαν πάει επίσκεψη. Πάνω στο γλυκό και τον καφέ, τα νερά έσπασαν. Με όλη την ψυχραιμία που την διακρίνει, η μαμά μου πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Ο μπαμπάς μου (που τα χάνει εύκολα, ειδικά σε περιπτώσεις σωματικών πόνων), ακολουθούσε διαταγές, υποσχόμενος να μην λυποθυμίσει τις επόμενες ώρες.
Ετσι, διένυσε σαράντα χιλιόμετρα και έφερε στο σπίτι την θεία μου, για να προσέχει την γιαγιά και την μεγάλη μου αδελφή, πήρε την μαμά, που δεν τολμούσε να πει «αχ» για να μην της λυποθυμίσει ο μπαμπάς, φόρτωσαν καθ’ οδόν και μία θεία και μετά τα μεσάνυχτα έφτασαν στο μαιευτήριο. Εκεί πλέον η μαμά, με τα νερά σπασμένα πέντε ώρες, μπόρεσε να τσιρίξει με την ησυχία της.
Σήμερα , καμιά γυναίκα τριανταεπτά ετών, με δίδυμη κύηση δεν θα γεννούσε με φυσιολογικό τοκετό. Αλλά είπαμε, δεν έγινε σήμερα αλλά το ’72. Οταν η μεγάλη μου αδελφή έκανε γυναικολογία, αντιληφθήκαμε πόσο τυχερές είχαμε σταθεί και οι τρεις Ετσι η μαμά, τσίριζε και χτυπιόταν μέχρι τις οκτώ το πρωί..
Ο μπαμπάς περιφερόταν στον διάδρομο με την θεία να βάζει στοίχημα σε πόση ώρα θα τον μαζεύει από το πάτωμα.
Στις οκτώ το πρωί, είδε το φως του κόσμου η Μαρία. Ηταν λέει μελανιασμένη, την είχα εκτοπίσει εντελώς. Ηταν περίπου τρία κιλά. Η μαμά μου ψιλο-απογοητεύτηκε, πώς να το κάνουμε, ήθελε επιτέλους έναν γιό. «Θα είναι γιος το δεύτερο» της είπε η γιατρός. Η μαμά μου είχε τόσο εξουθενωθεί που άρχισε να φωνάζει «αφήστε με επιτέλους ήσυχη, δεν έχω άλλο!!!». Η αλήθεια είναι ότι αφού πέταξα τη Μαρία έξω, γατζώθηκα όσο πιο ψηλά μπορούσα, φαίνεται ότι επιτέλους ένοιωθα άνετα , είχα τόσο χώρο μόνο για μένα, γιατί να βγώ?
Η μαγική μοναξιά, διήρκεσε μόλις είκοσι λεπτά. Στις οκτώ και είκοσι, βίωσα για πρώτη φορά πως κάποια πράγματα, θες δεν θες, τα αποφασίζουν άλλοι για σένα. Βγήκα λοιπόν κι εγώ, ένα τέρας τριάμιση κιλά και παρολίγο να πέσω από τα χέρια του άντρα της γυναικολόγου, που εκτελούσε χρέη μαίας (ναι , έτσι είναι και μην πείτε ότι μπέρδεψα τα φύλα). Ο οποίος άντρας της γυναικολόγου, φώναξε «πετάξτε το στη ζυγαριά! Πού χώρεσαν αυτά σε μία κοιλιά ?». Και με «πέταξαν» ασφαλώς στην ζυγαριά, ενώ τσίριζα με όση δύναμη μπορούσα.
Η μαμά μου με το που κατάλαβε ότι και εγώ ήμουν κορίτσι, το έριξε στον ύπνο. Οι νοσοκόμες, εξαφανίστηκαν, πώς να πουν σε έναν άνθρωπο που μετά από έντεκα χρόνια περίμενε γιο, ότι του ήρθαν άλλες δύο κόρες? Το δύσκολο έργο ανέλαβε η ίδια η γιατρός. Το αποτέλεσμα?
Η θεία που επέβλεπε τον μπαμπά όλη την νύχτα για να μην λυποθυμίσει, λυποθύμισε η ίδια , λέγοντας « έ όχι και δύο Θεέ μου!!!».
Ο μπαμπάς αφού άρχισε να σκορπάει κατοστάρικα στις νοσοκόμες, τηλεφώνησε κατ’αρχάς έναν θείο του για να τον ευχαριστήσει λέει για «την συνταγή» (ο εν λόγω θείος είχε επίσης τρεις κόρες) και κατόπιν την γιαγιά μου.
Η γιαγιά μου, με το που άκουσε το νέο, έβαλε τα κλάμματα και έβρισε τον γιό της (δηλαδή τον μπαμπά μου), ότι αυτός φταίει, γιατί ήταν «η ώρα ανοιχτή ανεπρόκοπε, όταν όλοι σου έλεγαν «άντε και με τον γιό!» την πρώτη φορά και εσύ, απαντούσες σαν χαζός «ας είναι κι άλλες δυό» για να μας το παίξεις ποιητής»!
Ο μπαμπάς καθόλου δεν ενοχλήθηκε με το γενναίο στόλισμα που του έκανε η μαμά του, της κοπάνησε το τηλέφωνο στα μούτρα και ησύχασε. Εδώ που τα λέμε, είχε για πρώτη φορά στην ζωή του, επιβιώσει σε νοσοκομείο για οκτώ ώρες, χωρίς να λυποθυμήσει, θα του χαλούσε τώρα η μάνα του την επιτυχία?
Αυτή την ιστορία , ο μπαμπάς μου χαίρετε να την περιγράφει ακόμα και τώρα, τόσο που κάποιες φορές βαριέμαι να την ακούω. Παραλείπει βέβαια τα σχετικά με τις τάσεις λυποθυμίας του, παρότι είναι κοινό μυστικό. Εχουν περάσει τριανταπέντε χρόνια, έχω ψηλώσει κατά εκατόν δεκαοκτώ πόντους και έχω παχύνει κατά πενηνταέξι κιλά (η γουρούνα!). Η Μαρία που γεννήθηκε πιο κοντή και αδύνατη από μένα , με ξεπέρασε μετά από έξη μήνες κι έκτοτε εγώ είμαι η «κοντή». Εχουμε κάνει όμορφα γενέθλια, άσχημα γενέθλια, και σήμερα κλείνουμε έναν ακόμα κύκλο και προχωράμε.
Μια φίλη μου έλεγε ότι στα τριανταπέντε θα με πιάσει μια κρίση ηλικίας, αλλά τελικά ανακαλύπτω ότι δεν είναι θέμα χρόνων, αλλά θέμα χρόνου κι εγώ δεν έχω χρόνο να πάθω κρίση ΚΑΙ με την ηλικία μου! Μου αρκούν όλες οι άλλες. Είμαι τυχερή γιατί λόγω του ξανθού, άσπρες τρίχες δεν βλέπω αν και σίγουρα υπάρχουν. Και πέρα από τις γκρίνιες μου και την κατά καιρούς απαισιοδοξία μου, σήμερα θα πω την φράση που μου ήρθε πριν από δύο-τρεις μήνες, πάνω σε ζόρι μεγάλο και ο Δημήτρης με κοίταξε λες και έβλεπε εξωγήινο....Μεγαλώνω όμορφα...

Tuesday, November 13, 2007

Νεότερον? Ουδέν!

Επί δύο εβδομάδες, έχω πήξει λέμεεεε! Εφυγε το αφεντικό, ήρθαν οι συνεργάτες, να 'ναι καλά, τους αποχαιρετήσαμε σήμερα κι αυτούς. Κι ενδιάμεσα, ένα ταξιδάκι Αθήνα για μισή μέρα. Για τη δουλειά δεν θα πω λέξη, και σαρανταοκτώ ώρες να είχε η μέρα, λίγες θα ήτανε.
Επί δύο εβδομάδες, μας έφαγαν τα εστιατόρια, οι συναντήσεις, έλεος. Απόψε λέω να ανέβω στο σπίτι νωρίς, να μαγειρέψω (επιτέλους) και να χουχουλιάσω με βιβλία. Δυό μέρες καιρό έχω, μέχρι τον επόμενο επισκέπτη. Τί διάολο, όλοι τώρα μας θυμήθηκαν?

Και πέραν αυτών, ετοιμαζόμαστε να αποκτήσουμε "εγγονάκια". Προς το παρόν η εγκυμονούσα (όχι κινδύνους, ελπίζω) , κοιμάται κάπως έτσι

και ροχαλίζει ασύστολα!

Monday, November 05, 2007

Too late

Εχω πάψει προ καιρού να είμαι παιδί. Για να λέμε την αλήθεια, το «νεαρόν» της ηλικίας το έχω αφήσει εδώ και χρόνια, πίσω μου. Συνεπώς, έχω πάψει και να ξεγελιέμαι, με παιδιάστικες υποσχέσεις. Ο χρόνος μου το δίδαξε, αν και θα ήταν υπέροχα, να μπορούσα να παίζω τις «κουμπάρες», χωρίς να με ενοχλεί.
Ο ίδιος χρόνος, μου διδάσκει τώρα, ότι πέρασε. Αργησα για μια ακόμη φορά. Ξεγελάστηκα, παίζοντας, ναι. Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορώ να περιμένω νέο «πενταετές», δεν μπορώ να ξεγελαστώ άλλο. Ο κόπος και ο πόνος αρκούσαν για μέχρι σήμερα. Δεν έχω άλλα να ξοδέψω.
Ναι, «καμιά φορά, κυνηγώντας το καλύτερο, καταστρέφουμε το καλό», ναι, «αυτό είναι αυτοκαταστροφικό». Οταν όμως έχεις ήδη το καλό και κυνηγάς το καλύτερο. Οχι όταν προσπαθείς να μετριάσεις την κόλασή σου. Και τεσπά, την δική μου «αυτοκαταστροφή», την επιλέγω ή όχι, εγώ, δεν μου χρειάζονται φωτεινοί σηματοδότες.Ετσι, αυτή την φορά «δεν θα πάρω». Ολο και κάποιος άλλος, θα βρει την όρεξη να «παίξει». Εγώ λέω να προχωρήσω ώς το τέρμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Κρατήστε για τους άλλους τις συμβουλές και τις υποδείξεις, ίσως σε αυτούς φανούν χρήσιμες. Και για να τελειώνουμε, σε λάθος άνθρωπο προσπαθείτε να διδάξετε την έννοια της "οικογένειας". Οι δικές μου «οικογένειες» έχουν προ πολλού πιάσει ράφι...

Thursday, November 01, 2007

Οι Ρομ μας

Αφότου βρέθηκα εδώ, καθημερινά συναντάω τους ίδιους εκατό άνθρώπους. Το προσωπικό μας. Κάποιων δεν γνωρίζω καν τα ονόματα, κάποιοι μου είναι ιδιαίτερα συμπαθείς, κάποιους δεν αντέχω να τους βλέπω. Αρκετές φορές μπαίνω στην διαδικασία να τους ψυχολογήσω, κάποιοι μου ξυπνούν ευαισθησίες. Με έχουν απογοητεύσει τις περισσότερες φορές, σε σημείο που μόλις βλέπω ένα καλό στοιχείο λέω μόνη μου "φάε την γλώσσα σου".
Πριν από ένα χρόνο χρειάστηκα εργάτες. Οχι εξειδικευμένους. Δεν ήξερα που να ψάξω και τηλεφώνησα στον Δήμαρχο του χωριού. Αν υπήρχαν άνεργοι στο χωριό , γιατί να μην έρθουν? Ο Δήμαρχος , προς τιμήν του, αγαπάει πολύ τους τσιγγάνους του χωριού (είναι το 30% του πληθυσμού του άλλωστε) και μου έστειλε τρία παιδιά Ρομ, λέγοντάς μου πως εγγυάται προσωπικά.
Ο πρώτος, ο Τσίκο, απομονώθηκε σε μία μηχανή. Μόνος του, δούλευε όλη μέρα, σε σημείο που την πρώτη εβδομάδα, δεν καταλάβαινε πότε έφευγαν οι άλλοι και μου ερχόταν δυό ώρες μετά να πει ότι ξεχάστηκε. "Και πώς θα φύγεις βρε Τσίκο?" "Με τα πόδια, σιγά!". Κάποια στιγμή, ήρθαν βόλτα οι αστυνόμοι του χωριού (το συνηθίζουν, παρέχουμε τζάμπα καφέ και τσιγάρα), και μου είπαν ότι ο Τσίκο έχει καταδικαστεί δεκαεπτά φορές για μικροκλοπές, αν θέλω να τον κρατήσω, να τον προσέχω. Τους είπα ότι ο άνθρωπος δουλεύει, δεν ενοχλεί κανέναν, δεν με απασχολεί το ότι είναι Ρομ και τους ευχαρίστησα για τις πληροφορίες τους (δηλαδή τις ρουφιανιές τους). Ο Τσίκο είναι ακόμα μαζί μας, εξακολουθεί να δουλεύει όσες ώρες χρειαστεί και όταν έπρεπε να λείψει για τον γάμο της κόρης του, δούλεψε δεκαοχτώ ώρες συνεχόμενες, για να μην ξεμείνουμε την μέρα της απουσίας του.
Οι άλλοι δύο ήταν ο Βελίτσκο και ο Τράιτσο. Δούλευαν όπου υπήρχε κενό. Ο Τράιτσο ήταν αθόρυβος, ο Βελίτσκο έλειπε κάθε τόσο. Δυό - τρείς φορές τηλεφώνησα τον Μίτκο και τον συνέτησε. Κάποια στιγμή άρχισαν να χάνονται εργαλεία. Ολοι έδειχναν τους Ρομ. Η αστυνομία όταν έγινε η δήλωση, ήταν επίσης απόλυτη "έχεις γεμίσει το εργοστάσιο γύφτους και θες να σου ψάξουμε τα κλεμμένα?" Εδωσα , πήρα, τους έδιωξα. Δεν με ρώτησαν τίποτα, δεν παραπονέθηκαν, πήραν την αποζημίωσή τους και έφυγαν.
Πριν ένα μήνα χρειάστηκα έκτακτα προσωπικό για δυό-τρείς μέρες. Ξαναπήρα τον Δήμαρχο. Ηρθαν πέντε Ρομ, ο ένας ήταν και πάλι ο Τράιτσο. Το πρώτο απόγευμα που ήρθε να πληρωθεί, ρώτησε τον Δημήτρη αν μπορεί να ξαναρχίσει να δουλεύει εδώ. Το συζητήσαμε, είχα αφήσει πίσω τις κλοπές, άσε που αυτή τη φορά το ζήτησε μόνος του, άρα είχε ανάγκη.
Εκείνο το βράδυ, εντελώς συμπτωματικά, ένας γνωστός από το χωριό , ήρθε και μας είπε ότι ξέρει ποιός κλέβει τα εργαλεία μας, που τα πουλάει και πόσο. Πέσαμε από τα σύννεφα, αυτός που έκλεβε δεν ήταν Ρομ, απεναντίας ήταν ένας που είχε εκδηλώσει ανοιχτά την άποψη ότι οι κλέφτες ήταν αυτοί. Ηταν εργατικός και από τους "χαϊδεμένους" μας. Δεν του είπαμε τίποτα, ακόμα δεν του έχουμε πει, δεν ξέρω και τί νόημα θα είχε. Ωστόσο, κατάλαβα πόσο άδικα είχα φερθεί στον Τράιτσο και τρόμαξα με το πόσο εύκολα κι εγώ πίστεψα πως ο κλέφτης θα ήταν σώνει και καλά ένας Ρομ.
Ετσι ο Τράιτσο, μας έμεινε. Προχθές τον είδα πρωί πρωί, πεντακάθαρο, ξυρισμένο, απόρησα. Θα έλειπε για να πάει να βγάλει την νέα του ταυτότητα. Το βράδυ όμως τον είδα να μπαίνει στο γραφείο. "Σέφε, σήμερα μην με πληρώσεις, έλειψα τρεις ώρες, για βοήθεια ήρθα". "Θα πληρωθείς κανονικά" του είπε ο Δημήτρης. Ηταν πράγματι περίεργο. Εδώ είναι ικανοί να σε λυντσάρουν αν πιστέψουν ότι τους έφαγες μισή ώρα υπερωρία! Και ο Τράιτσο επειδή έλειψε τρεις ώρες, δεν ήθελε να πληρωθεί καθόλου.
Πριν από μία ώρα μπήκε στο γραφείο. Χάιδεψε τη Μέτζυ. Ούτε είχα καταλάβει ότι δούλευε ακόμα. "Σέφκα, τελείωσα με τα υφάσματα, με θες κάτι ή να φύγω?" "Με τί θα φύγεις βρε Τράιτσο? Περίμενε να σε πάει κάποιος στο χωριό". "Σιγά καλέ, θα κατέβω στη γέφυρα και θα περάσω το ποτάμι με τα πόδια"... Να πω μόνο, ότι ακόμα και Αύγουστο μήνα, που το ποτάμι είναι άδειο, κανένας Βούλγαρος εργάτης μας δεν το περνάει με τα πόδια, απαιτούν ταξί που αντί για πέντε λεπτά θα τους πάει στο χωριό μετά από μισή ώρα.΄
Προχθές άλλος ένας Ρομ, ήρθε σταλμένος από τον Δήμαρχο. Δεν ξέρω καν το όνομά του. Επειδή ήταν προεκλογική περίοδος , τον πήραμε. Και απ'ότι δείχνουν τα πράγματα θα τον κρατήσουμε. Είναι επίσης αθόρυβο παιδί και υπάκουο. Ελπίζω να είναι τόσο συνεπής όσο ο Τσίκο και ο Τράιτσο. Και είμαι σίγουρη πώς από τους εκατό, είναι οι μόνοι που ό,τι ακριβώς δείχνουν, αυτό είναι...