Monday, September 15, 2008

Η μελαγχολία...

παραδόξως, με έπιασε με το φθινόπωρο. Ολο το καλοκαίρι , δεν λαχτάρησα ήλιο και παραλίες, κάτι που θα ήταν φυσιολογικό.
Χθες το μεσημέρι, τριγυρνώντας με το αυτοκίνητο τα στενά της Στάρα Ζαγόρα, με τον ουρανό να φοράει τα γκρίζα του, λαχτάρησα Κυριακάτικη βόλτα στην γειτονιά της αδελφής μου, στο Μαρούσι. Ο Δημήτρης έριξε λάδι στη φωτιά, όταν μπαίνοντας σε ένα ταβερνάκι μου είπε «φαντάζεσαι ένα τέτοιο στο Ναύπλιο?»... «έχουμε πολλά τέτοια στο Ναύπλιο», απάντησα.
Γυρίζοντας σπίτι, καθώς έφτιαχνα το τσαγάκι μου, σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να το πιώ βουλιαγμένη στον καναπέ μου, στο Ναύπλιο, διαβάζοντας Κυριακάτικες εφημερίδες.
Και μετά άρχισα να σκέφτομαι τους γονείς μου. Χάνω τα τελευταία χρόνια (ή μήπως μήνες?) της ζωής τους , όντας εδώ. Χάνω και τα πρώτα χρόνια του Θάνου, που με θεωρεί φίλη της μαμάς του, ούτε καν θεία μακρυνή, γιατί με βλέπει στη χάση και στη φέξη. Το σπίτι εδώ, όσο κι αν το κανακεύω και το στολίζω, δεν είναι δικό μου. Το δικό μου, άδειο και αχάιδευτο, περιμένει άλλον έναν χειμώνα.
Σήμερα η Φωτεινή με ρώτησε «πόσα χρόνια κλείνεις?»... «τα έκλεισα , τρία». «Πως περνάει ρε ο καιρός?». Εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα. Τρία χρόνια, είναι πολύς καιρός. Πολύς καιρός, έξω από τη ζωή σου.
Προσπάθησα να τα βάλω κάτω σήμερα. Σαν ζυγαριά παλιού μπακάλικου. Από τη μιά τα δράμια με το τι χάνω, από την άλλη τα δράμια με το τι κερδίζω. Κι άρχισα να βάζω, να βάζω από την μία, ξεχάστηκα να γεμίσω την άλλη πλευρά. Οχι πως δεν υπάρχει κάτι καλό, αλλά λες και τα ξέχασα, τα έσβησα , τί να πεις. Κι ήρθε κι έγειρε η ζυγαριά, με όλα αυτά που χάνω, φορτωμένη. Εγειρε κι έσπασε, αδειάζοντάς τα.
Δεν έχω δράμια πια... ούτε αυτά που κερδίζω, ούτε αυτά που χάνω. Θέλω μια νέα ζυγαριά , άδεια και γερή, για να το αντέξω. Γιατί πρέπει πάντα, να είμαι τόσο ισχυρογνώμων, ώστε να υπερασπίζομαι επιλογές που με ματώνουν, μέχρι να με σκοτώσουν, γαμώτο?
Θα μου περάσει...

2 comments:

Marina said...

Ελα τώρα, σκέψου λίγο και το άλλο τάσι που άφησες άδειο. Η ζωή σου όλη παρέα με τον Δημήτρη..πως θα ήσουνα χωρίς την αγκαλιά του, ε;
Και αβαρίες πάντα κάνουμε, ο ξενιτεμός βαρύς, ο χωρισμός απο τα οικεία πρόσωπα βαρύτερος, όμως αμα τώρα που είσαστε νεοι δεν δουλέψετε, δεν ανοίξετε τα φτερά σας εκτός φωλιάς, πότε θα το κάνετε?
Ναί, σου λείπουν. Γιατί αφήνεις τις αποστάσεις να γίνονται άβυσσοι? Γράφε γράμματα, παίρνε τηλέφωνα, στέλνε μηνύματα, προσέγγισέ τους με τα νέα σου και τις αγωνίες σου, κάλεσε τους γονείς σου σπίτι σου αμα δεν μπορείς εσύ, ίσως να μπορούνε εκείνοι. Οι εικονικές αγκαλιές είναι καλύτερες απο το τίποτα.

Marina said...

Και στο Ναύπλιο που υποτίθεται θα άραζες στον καναπέ σου ή στο ιδανικό ταβερνάκι..δύσκολο αν είσαι επιρρεπής σε στομαχικές διαταραχές..
Δες εδώ τι λένε..να φρίξεις
http://alliprotasi.wordpress.com/