Tuesday, February 08, 2011

Φρεσκοπλυμμένη ψυχή.

Κάθε δεύτερο βράδυ τραβάει το σκοινί που κρέμεται στο παλιό ξύλινο παράθυρό της, μέσα στο δωμάτιο. Βάζει την μικρή κόρη της και κρατάει την μία του πλευρά. Κρεμάει τα φρεσκοπλυμμένα ρούχα και μέτα φωνάζει την γειτόνισσα απέναντι. Είναι η σειρά της να τραβήξει την άλλη άκρη του και να την δέσει στο δικό της παράθυρο.
Ολη τη νύχτα, τα ρούχα θα ανεμίζουν σαν παντιέρες πάνω από το καλντερίμι, που μυρίζει τηγανητό ψάρι και ψητό αρνί. Οι ταβέρνες παραδίπλα, βλέπεις. Ετσι ανεμίζει κι η ψυχή της, χρόνια τώρα σε κείνη τη φτωχογειτονιά. Bράδυ να απλώνεται, μουσκεμένη στα δάκρυα. Πρωί να μαζεύεται καθαρή και μοσχοβολιστή , με την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Και μέχρι το βράδυ να την λεκιάζει ο πόνος και να περιμένει νέα δάκρυα για να ξεπλυθεί.
Το λευκό πουκάμισο του άντρα της, το χιλιοφορεμένο παντελόνι του, οι κάλτσες των παιδιών. Δεν είναι πολλά τα πλυμμένα σήμερα, Σάββατο βλέπεις. Είχε κάνει γερή μπουγάδα την Πέμπτη, να είναι όλα καθαρά την άγια μέρα. Που μόνο άγια δεν ήταν, αλλά τί τα θες. Θα τα βάλει και με τον Θεό τώρα?
Η γειτόνισσα δένει το σκοινί στο παράθυρό της και το κλείνει.
- Καλό ξημέρωμα Αυσέ, φωνάζει πίσω από τις γρίλλιες.
- Ινσαλλάχ!
Πριν κλείσει το δικό της, θυμάται το χαλί! Ολη τη μέρα το έτριβε, μήπως να το άπλωνε κι αυτό? Αδειο είναι το σκοινί απόψε, αν δεν την έτρωγε ο αναθεματισμένος για το λευκό πουκάμισο, ούτε που θα έβαζε μπουγάδα. Ας πετάξει και το χαλί επάνω να τελειώνει! Τεντωμένη στο πρεβάζι το απλώνει όπως όπως. Είναι βαρύ το άτιμο, όσο και να βοηθάει η μικρή δεν απλώνεται καλά. "Αστο το ρημάδι, όπως απλώθηκε, απλώθηκε!". Και κλείνει το πατζούρι.
Αργά τη νύχτα, δυο-τρεις πιωμένοι διαβάτες, θα βρούν τα ρούχα χυμένα στο πλακόστρωτο καλντερίμι . Το σκοινί δεν άντεξε το βάρος του χαλιού κι έσπασε. Ενα κουβαράκι το λευκό πουκάμισο, λασπωμένο πια. Οι παιδικές κάλτσες, αιτία καυγά για τις γάτες της ψαροταβέρνας. Το χαλί, βουνό ολάκερο, δεν έπαθε και τίποτα. Ετσι κυλιέται στις λάσπες του πόνου, κομματιασμένη, κι η ψυχή της. Δεν θα ξυπνήσει το πρωί μοσχομυριστή, δεν θα στεγνώσει από τα δάκρυα. Σαν το χαλί, ένοιωσε την ζωή της βαριά, απόψε. Ολο πασχίζει να την κρατήσει καθαρή, μα να που με τον καιρό, το βάρος της ασήκωτο γίνεται. Και κόβει το σκοινί της ελπίδας.

- Το κείμενο "εμπνεύστηκε" από ένα κομμένο σκοινί μπουγάδας, σε μία φτωχογειτονιά της Σαμάτυα, το περασμένο Σάββατο...



2 comments:

Stou said...

Αγάπη μου εσύ το έγραψες αυτό?

Giorgia_is_coming_to_town said...

@Estrellaki μου ναι, εγώ το έγραψα αυτό! H Πόλη σου εμπνέει!