Ηταν από τα πρώτα άτομα που γνώρισα ερχόμενη εδώ. Κι από τα λίγα που συμπάθησα αμέσως. Ο Ιβάν, ο υπεύθυνος για την περιοχή μας, από την εταιρεία φύλαξης. Ηρθε να γνωριστούμε μόλις ανέλαβα και κατάλαβα ότι μπορώ να στηρίζομαι πάνω του. Γελαστός, ευγενικός, συγκεκριμένος.
Οταν ανέφερα κάποιο πρόβλημα, έτρεχε αμέσως. Προβληματισμένος στις κλοπές, αυστηρός στα παραστρατήματα του προσωπικού του. Κάποια στιγμή τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν. Αλλη δουλειά δεν έκανα, από το να υπογράφω επιστολές με παράπονα στην εταιρεία φύλαξης. Ο Ιβάν κάποιες φορές δεν απαντούσε καν, κάποιες φορές ενώ μιλούσαμε μου έκλεινε το τηλέφωνο στη μούρη. «Επεσα έξω! Και το ‘λεγα, δεν είναι να τους συμπαθείς!» σκεφτόμουν. Αν μου πέρασε από το μυαλό ότι έχει προβλήματα? Οχι. Δεν έδωσα σημασία. Οι επαγγελματίες δεν βγάζουμε τα προβλήματά στους πελάτες.
Κάποια στιγμή, βρεθήκαμε με κομμένο το κεντρικό καλώδιο τηλεφώνου. Η φύλαξη ασφαλώς δεν είχε ιδέα πως έγινε. Επιασα τον Μίτκο, έναν υπάλληλο που εμπιστευόμουν. «Τί να πω σέφκα? Επειδή δεν μας πληρώνουν, οι καλοί φεύγουν και φέρνουν ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ φεύγω για την Γερμανία, τέλος του μήνα. Απλήρωτοι τρεις μήνες είμαστε». Ηταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι. Η υπογραφή μου, μπήκε στην τελευταία επιστολή, προς την εταιρεία φύλαξης, στην οποία αναφερόταν ότι λόγω συνεχών παραβιάσεων των όρων τάδε και τάδε της σύμβασης, την καταγγέλουμε στο τέλος του μήνα. Ταυτόχρονα, μίλησα με τους υπαλλήλους που είχαν ήδη αποχωρήσει απλήρωτοι από την εταιρεία φύλαξης και δέχτηκαν να τους προσλάβω σαν φύλακες.
Περίμενα ότι ο Ιβάν θα αντιδράσει. Οτι δεν θα μου περάσει τόσο εύκολα. Οτι θα μου ζητήσει τον λόγο, θα το παλέψει βρε αδελφέ. Οτι θα απαντήσουν στην επιστολή μου. Τίποτα, κίνηση καμία. Εχαναν έναν μεγάλο πελάτη και δεν έκαναν τίποτα να το αποτρέψουν.
Την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα, ο υπάλληλος της πρωινής βάρδιας, ήρθε να αναλάβει, σαν να μην είχαν λάβει ποτέ την επιστολή. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τους πρώην συναδέλφους του, που είχαν ήδη προσληφθεί από εμάς και δεν του επέτρεψαν την είσοδο. Κλήθηκε αμέσως ο Ιβάν. Απαίτησε να με δει. Οι πρώην υπάλληλοί του και νυν δικοί μας, του είπαν να επιστρέψει στις οκτώ, δεν θα με ξυπνούσαν. Τσακώθηκαν όταν πήγε να τους πάρει το καλοριφέρ, τους το είχα αγοράσει εγώ.
Εκείνο το πρωί ο Ιβάν, κάλεσε στο τηλεφωνικό κέντρο, δεν με ζήτησε, απαίτησε να τον καλέσω εγώ κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν το έκανα. «Αν θέλει να μου μιλήσει να καλέσει ο ίδιος ή να έρθει εδώ, εντολές δεν δέχομαι» απάντησα στην κοπέλλα που μου μετέφερε το τηλεφώνημα. Το θέμα ξεχάστηκε, ούτε ξαναπήρε, ούτε ξαναπέρασε, τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά. Οι τρεις πρώην υπάλληλοί του, απλά έγιναν δικοί μου με μισθό τριπλάσιο απ’ότι έπαιρναν και εγώ άρχισα να κοιμάμαι ήσυχη.
Το περασμένο Σάββατο, ο Ιβάν ξύπνησε νωρίς. Κατέβηκε να ανάψει το τζάκι, τα μικρά του δεν είχαν σχολείο εκείνη τη μέρα κι έπρεπε το σπίτι να είναι ζεστό όταν ξυπνήσουν. Το άναψε κι αφού σιγουρεύτηκε ότι είχε ανάψει καλά, έβγαλε το περίστροφό του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
«Στον τόπο σέφκα», μου είπε ο Μίτκο, πρώην δικός του και νυν δικός μας υπάλληλος.
«Μα γιατί? γιατί?» ρώτησα σοκαρισμένη.
«Είχε προβλήματα, χρωστούσε παντού κι άλλα πολλά».
«Θεέ μου, τόσο νέος! Ηταν σαρανταπέντε βρε Μίτκο?»
«Τριανταοκτώ». Ενοιωσα τύψεις. Χαζές, ανώριμες τύψεις... «Αν ήμασταν ακόμα πελάτες του» - «Δεν ήμασταν οι μόνοι που φύγαμε, άλλωστε δεν ήταν δική του η εταιρεία, υπάλληλος ήταν».. «Αν δεν του είχα πάρει το προσωπικό....» « Θα τους είχε πάρει άλλος και θα πεινούσαν και οι ίδιοι, που αλλού θα έπαιρναν τόσα λεφτά...» «Αν είχα καταλάβει ότι έχει προβλήματα, τον αδίκησα...» «Πώς να το καταλάβω κιόλας, ό,τι έδειχνε, έβλεπα». Είχα απαντήσεις για τις τύψεις μου. Για όλες... Μια απάντηση δεν θα βρώ ποτέ, μια απάντηση που ψάχνω εδώ και δέκα χρόνια, απ’όταν έφυγε με τον ίδιο τρόπο ενάς συνάδελφος και φίλος. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να είναι τόσο δυνατός ώστε να τελειώνει την ζωή του μόνος του.
Οταν ανέφερα κάποιο πρόβλημα, έτρεχε αμέσως. Προβληματισμένος στις κλοπές, αυστηρός στα παραστρατήματα του προσωπικού του. Κάποια στιγμή τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν. Αλλη δουλειά δεν έκανα, από το να υπογράφω επιστολές με παράπονα στην εταιρεία φύλαξης. Ο Ιβάν κάποιες φορές δεν απαντούσε καν, κάποιες φορές ενώ μιλούσαμε μου έκλεινε το τηλέφωνο στη μούρη. «Επεσα έξω! Και το ‘λεγα, δεν είναι να τους συμπαθείς!» σκεφτόμουν. Αν μου πέρασε από το μυαλό ότι έχει προβλήματα? Οχι. Δεν έδωσα σημασία. Οι επαγγελματίες δεν βγάζουμε τα προβλήματά στους πελάτες.
Κάποια στιγμή, βρεθήκαμε με κομμένο το κεντρικό καλώδιο τηλεφώνου. Η φύλαξη ασφαλώς δεν είχε ιδέα πως έγινε. Επιασα τον Μίτκο, έναν υπάλληλο που εμπιστευόμουν. «Τί να πω σέφκα? Επειδή δεν μας πληρώνουν, οι καλοί φεύγουν και φέρνουν ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ φεύγω για την Γερμανία, τέλος του μήνα. Απλήρωτοι τρεις μήνες είμαστε». Ηταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι. Η υπογραφή μου, μπήκε στην τελευταία επιστολή, προς την εταιρεία φύλαξης, στην οποία αναφερόταν ότι λόγω συνεχών παραβιάσεων των όρων τάδε και τάδε της σύμβασης, την καταγγέλουμε στο τέλος του μήνα. Ταυτόχρονα, μίλησα με τους υπαλλήλους που είχαν ήδη αποχωρήσει απλήρωτοι από την εταιρεία φύλαξης και δέχτηκαν να τους προσλάβω σαν φύλακες.
Περίμενα ότι ο Ιβάν θα αντιδράσει. Οτι δεν θα μου περάσει τόσο εύκολα. Οτι θα μου ζητήσει τον λόγο, θα το παλέψει βρε αδελφέ. Οτι θα απαντήσουν στην επιστολή μου. Τίποτα, κίνηση καμία. Εχαναν έναν μεγάλο πελάτη και δεν έκαναν τίποτα να το αποτρέψουν.
Την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα, ο υπάλληλος της πρωινής βάρδιας, ήρθε να αναλάβει, σαν να μην είχαν λάβει ποτέ την επιστολή. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τους πρώην συναδέλφους του, που είχαν ήδη προσληφθεί από εμάς και δεν του επέτρεψαν την είσοδο. Κλήθηκε αμέσως ο Ιβάν. Απαίτησε να με δει. Οι πρώην υπάλληλοί του και νυν δικοί μας, του είπαν να επιστρέψει στις οκτώ, δεν θα με ξυπνούσαν. Τσακώθηκαν όταν πήγε να τους πάρει το καλοριφέρ, τους το είχα αγοράσει εγώ.
Εκείνο το πρωί ο Ιβάν, κάλεσε στο τηλεφωνικό κέντρο, δεν με ζήτησε, απαίτησε να τον καλέσω εγώ κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν το έκανα. «Αν θέλει να μου μιλήσει να καλέσει ο ίδιος ή να έρθει εδώ, εντολές δεν δέχομαι» απάντησα στην κοπέλλα που μου μετέφερε το τηλεφώνημα. Το θέμα ξεχάστηκε, ούτε ξαναπήρε, ούτε ξαναπέρασε, τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά. Οι τρεις πρώην υπάλληλοί του, απλά έγιναν δικοί μου με μισθό τριπλάσιο απ’ότι έπαιρναν και εγώ άρχισα να κοιμάμαι ήσυχη.
Το περασμένο Σάββατο, ο Ιβάν ξύπνησε νωρίς. Κατέβηκε να ανάψει το τζάκι, τα μικρά του δεν είχαν σχολείο εκείνη τη μέρα κι έπρεπε το σπίτι να είναι ζεστό όταν ξυπνήσουν. Το άναψε κι αφού σιγουρεύτηκε ότι είχε ανάψει καλά, έβγαλε το περίστροφό του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
«Στον τόπο σέφκα», μου είπε ο Μίτκο, πρώην δικός του και νυν δικός μας υπάλληλος.
«Μα γιατί? γιατί?» ρώτησα σοκαρισμένη.
«Είχε προβλήματα, χρωστούσε παντού κι άλλα πολλά».
«Θεέ μου, τόσο νέος! Ηταν σαρανταπέντε βρε Μίτκο?»
«Τριανταοκτώ». Ενοιωσα τύψεις. Χαζές, ανώριμες τύψεις... «Αν ήμασταν ακόμα πελάτες του» - «Δεν ήμασταν οι μόνοι που φύγαμε, άλλωστε δεν ήταν δική του η εταιρεία, υπάλληλος ήταν».. «Αν δεν του είχα πάρει το προσωπικό....» « Θα τους είχε πάρει άλλος και θα πεινούσαν και οι ίδιοι, που αλλού θα έπαιρναν τόσα λεφτά...» «Αν είχα καταλάβει ότι έχει προβλήματα, τον αδίκησα...» «Πώς να το καταλάβω κιόλας, ό,τι έδειχνε, έβλεπα». Είχα απαντήσεις για τις τύψεις μου. Για όλες... Μια απάντηση δεν θα βρώ ποτέ, μια απάντηση που ψάχνω εδώ και δέκα χρόνια, απ’όταν έφυγε με τον ίδιο τρόπο ενάς συνάδελφος και φίλος. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να είναι τόσο δυνατός ώστε να τελειώνει την ζωή του μόνος του.
1 comment:
: [
Post a Comment