Monday, June 30, 2008

Το ευγενικό στρουμφ και το καλό του να είσαι ξένος

Πριν από ένα χρόνο, ακριβώς τέτοιες μέρες, επειδή ήμουν ξένη και γυναίκα, άρα ανεπιθύμητη και «άσχετη», δέχτηκα έναν πόλεμο άνευ προηγουμένου. Ασχετα με το πως εξελίχθηκε, βασανίστηκα αρκετά.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, με μεγάλη μου έκπληξη , είδα τα πλεονεκτήματα του να είσαι ξένος εδώ. Αλλά ας τα πάρω από την αρχή, δηλαδή ας μακρυγορήσω, ως συνήθως.
Χθες το απόγευμα, είχαμε ένα μικρό ατυχηματάκι με το αυτοκίνητο. Για την ακρίβεια, ο Δημητράκος μου το πάρκαρε σε ένα σίδερο, στην είσοδο του εργοστασίου. Η ασφαλιστική εταιρεία, με την οποία επικοινωνήσαμε αμέσως, απαίτησε πρωτόκολλο της τροχαίας. Κουλό ε? Εμ και το κοπανάς μόνος σου, εμ και πρέπει να καλέσεις τροχαία για να καταγραφεί η μαλακιούλα σου και επισήμως.
Το περιπολικό, προς έκπληξη όλων μας (εμάς των δύο και των παιδιών μας στην φύλαξη, που ήταν έτοιμα να κλάψουν) ήρθε σε πέντε λεπτά. Ο Δημήτρης έχει χάσει το διπλωματάκι του, ο Τόνυ και ο Ιβάν που προθυμοποιήθηκαν να το «φορτωθούν» είχαν τρίποντα από την τροχαία, οπότε η ασφαλής λύση ήμουν εγώ.
Οχι και τόσο ασφαλής, εδώ που τα λέμε, καθότι είχα κοπανήσει τις μπυρίτσες μου στο κυριακάτικο πικ-νίκ στα βουνά. «Πιες έναν καφέ σέφκα και δεν θα γράψει τίποτα» απεφάνθη ο πάντα αισιόδοξος Ιβάν.
Οι τρεις αστυνομικοί, αφού παραπονέθηκαν :
-για τα κουνούπια που έχουμε
-για την σκυλίτσα μας την Λίγκλα που τους έκανε χαρές
-για το ελληνικό δίπλωμά μου όπου όλα είναι γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες και τρέχα γύρευε
-για την ελληνική ταυτότητά μου, που παρότι έχει λατινικούς χαρακτήρες, παραμένει για τους αλλοδαπούς μυστήριο ανεξερεύνητο
-για την μαλακία «μου» να καρφώσω καινούργιο αυτοκίνητο στο παλούκι (προφανώς θα σκέφτηκαν «δεν έπλενε τα πιάτα της η κότα, τί το ήθελε το τζιπ»)
,
προέβησαν στο πολυπόθητο αλκοτέστ. «Πρέπει να φυσήξετε για οκτώ δευτερόλεπτα χωρίς διακοπή, μέχρι να σφυρίξει το μηχάνημα». Ελα μου που στο τρίτο δευτερόλεπτο το έκοβα. Τί βάσανο κι αυτό, το τσιγάρο φταίει.
Τεσπά γέμισα με αέρα τα μαυρισμένα πνευμόνια μου και φύσηξα την έκτη ή έβδομη (ειχα σταματήσει το μέτρημα) φορά με δύναμη. Σφύριξε το τιμημένο και περίμενα να δω τα τερατάκια να σχηματίζονται και την ασφάλεια να μην πληρώνει μια. Εβγαλε κάτι γραμμούλες, «κάτι έπαθε» είπε το στρουμφάκι, «δεν ξαναφυσάω» ετοιμάστηκα να πω και εμφανίστηκε ξαφνικά το 0.00! Θαύμα? Χαλασμένο μηχάνημα? Εκανε ο Τόνυ μας κανένα νοηματάκι? Οπως και να ΄χε , ήμουν καθαρότατη.
Μας πήρε καμιά ώρα να ετοιμαστούν τα χαρτιά. Πώς γράφεται το όνομά μου στα Βουλγάρικα ήταν κάτι που τους απασχόλησε ιδιαιτέρως. Τί κι αν τους το έδειχνα από την άδεια παραμονής «όοοοοχι, πρέπει να είναι ίδιο με την ταυτότητα!». «Βρε χρυσά μου, η ταυτότητά μου δεν το γράφει στα Βουλγάρικα» και άλλα ευτράπελα. Στο μεταξύ ο Δημητράκος με τους φύλακες συσκέπτονταν πως θα απελευθερώσουν το ταλαίπωρο αυτοκινητάκι μας από το σίδερο.
«Αυριο πρωί θα έρθετε στην αστυνομική διεύθυνση, θα πληρώσετε το πρόστιμό σας και μετά θα πάτε στην Τροχαία να παραλάβετε το πρωτόκολλο» μου είπαν. Βουνό μου ακούστηκε, τα Βουλγαρικά μου ως γνωστόν είναι αισχρά και δεν έχω ιδέα που πέφτει η Αστυνομική Διεύθυνση και η Τροχαία, ούτε μου έχει ξανατύχει να πληρώσω πρόστιμο. Πρέπει να φαινόμουν χαμένη, με λυπήθηκαν μάλλον. Ισως σκέφτηκαν και ότι ο Δημήτρης θα με έδερνε για το τράκο.
«Θα σας περιμένω εγώ στην είσοδο μετά την βάρδιά μου» προθυμοποιήθηκε ο ένας εκ των τριών στρούμφ. «Αλλά μέχρι τις 8.30 να είστε εκεί» συμπλήρωσε.
«Να δεις που θα με βρει κι άλλο κακό σήμερα» μουρμούρισε ο Μητσάκος μου αλλά τον αγριοκοίταξα και το κατάπιε.
Τα στρουμφάκια αποχώρησαν , κατακόκκινα από τα κουνούπια, καταγδαρμένα από την Λίγκλα κι εμείς με την παρέα των τοπικών στρουμφ του χωριού (που κατέφθασαν να δώσουν τα φώτα τους κι αυτά), κόψαμε το κωλοσίδερο και απελευθερώσαμε το ταλαιπωρημένο μας αυτοκίνητο.
Σήμερα το πρωί, αγουροξυπνημένη κατέφθασα με τον οδηγό της εταιρείας στην αστυνομία. «Θα ζητήσουμε τον ινσπέκτορ Κόστοβ» του είπα. Ούτε ήξερα ποιός είναι ο ινσπέκτορ Κόστοβ, αυτόν μου είπαν να ψάξω, αυτόν έψαχνα. Ο θυρωρός όμως που ήξερε ποιός ήταν ο Κόστοβ, είχε απαίτηση να μάθει αν είχαμε ραντεβού μαζί του και ποιός τον ζητούσε. «Γκεόργκια» άκουσα μια φωνή. Γύρισα και ανακουφισμένη είδα τον αστυνομικό που κατέγραψε το συμβάν χθες. Ω ναι, με περίμενε!
Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, με έβαλαν να καθίσω , είπα να καπνίσω κιόλας αλλά σκέφτηκα να μην το παρατραβήξω. Και βάλθηκαν να τρέχουν. Ο αστυνομικός, ο συνάδελφός του και ένας κολλητός του οδηγού μας, που βρέθηκε τυχαία εκεί. Οι ίδιοι πήγαν στον προϊστάμενο, οι ίδιοι έγραψαν το πρόστιμο και αφού μου ζήτησαν συγγνώμη για την Βουλγαρική γραφειοκρατία, μου είπαν ότι είμαι έτοιμη για να πάω στην τροχαία.
Σκέφτηκα ότι και στην Ελλάδα έχουμε γραφειοκρατία, μόνο που εκεί δεν μας βάζουν να καθίσουμε, ούτε τρέχουν να μας εξυπηρετήσουν και πολύ περισσότερο δεν μας ζητάνε συγγνώμη. Το σκέφτηκα μεν, δεν τον είπα δε, τους αφήνω στο όνειρό τους περί της ανωτέρου γείτονος.
Ο αστυνομικός που με περίμενε, προθυμοποιήθηκε να πάμε μαζί στην τροχαία, για να μην καθυστερήσω. «Αν δεν έχετε αυτοκίνητο να πάμε με το δικό μου είπε». Είχαμε ευτυχώς (δεν αντέχω τόση καλοσύνη) και φτάσαμε στην τροχαία.
Μόλις είδα την ουρά που περίμενε να πληρώσει πρόστιμα με έπιασε ζαλάδα. Αν δεν ήταν εκατό άτομα, εκατόν ένα ήταν σίγουρα. «Πάει το οκτάωρο» βιάστηκα να σκεφτώ. Και ξαφνικά έχασα και το στρουμφάκι – συνοδό. Συμφορά μου, αυτό μου έλειπε. Να στηθώ στην ουρά, αλλά πώς? Τα χαρτιά όλα τα είχε μαζί του.
Πάνω που ήμουν έτοιμη να βάλω τις φωνές, άκουσα πάλι μια φωνή να με φωνάζει. Ακολουθώντας την, βρέθηκα όχι μπροστά, αλλά πίσω από την ταμία! «Ο συνάδελφος θέλησε μια εξυπηρέτηση και δεν μπορώ να του την αρνηθώ» έλεγε η κυριούλα στους απ’ έξω. Περίμενα να ακούσω τα τζάμια του γκισέ να σπάνε από πέτρες, μούτζες να πέφτουν, βρισίδια να έρχονται από το εξαγριωμένο πλήθος. Να ακούσω τεσπά, το περιβόητο «να περίμενες στην ουρά μωρή κότα!». Αμ δε! Οι απέξω χαμογέλασαν, η ταμίας επίσης, παρότι της έδωσα 150 για 104. «Μην σας ανησυχεί, έχω ρέστα», μου είπε.
Βγαίνοντας, ο φύλακας-αστυνομικός μου με περίμενε, πήγε μόνος του και πήρε το πρωτόκολλο και μου το έδωσε. Μας παρακάλεσε να τον γυρίσουμε στην αστυνομία, «αν μπορούσαμε». Την ώρα που κατέβαινε από το αυτοκίνητο, αφού ζήτησε μια ακόμη φορά συγγνώμη για την ταλαιπωρία και την γραφειοκρατία, με "αποτελείωσε"... «Αν θέλετε πηγαίνετε το πρωτόκολλο στην ασφαλιστική σήμερα μέχρι τις 3, έτσι ώστε αν χρειαστείτε κάτι, να μπορώ να σας βοηθήσω. Μετά θα φύγω από την πόλη, πρέπει να πάω το παιδί μου στο νοσοκομείο στην Σόφια». Τον ευχαρίστησα και κατέβηκε.
Γύρισα στον οδηγό μας, «Ιορντάν, το ξέρεις ότι έχετε καλούς αστυνομικούς?»

2 comments:

Anonymous said...

Την Κυριακή με τράκαρε ένας στην Ποσειδώνος, παρόλο που υπήρχαν 2 μπάτσοι στην παραλιακή κανένας δεν είδε τίποτα. Το περιπολικό ήρθε γρήγορα, ήταν καλούλης μωρέ, ευγενικός και αστείος αλλά στο τέλος με έστειλε..."Το πόρισμα θα το βγάλει η ασφαλιστική". Ε, τί σε φώναξα τότε, ας έκανα μόνη μου μια φιλική δήλωση. Εσείς εκεί πρέπει να είστε σε καλύτερη μοίρα τελικά.

Marina said...

Δεν παίζονται οι Βούλγαροι, έχουν γίνει Ευρωπαίοι πρίν μπούν στην ΕΕ, ενώ εμείς παραμένουμε..Αρειανοί.
Θυμάμαι μια φορά μας σταμάτησαν για αλκοτέστ στο Αργος, ώρα 13.00!!!. Οδηγούσα εγώ, είχα πάει λαϊκή! Λέω λοιπ'ον στον Στρούμφ που ήθελε να φυσήξω μεσημεριάτικα ντάλα, που έδειξε 0.00 και που απορούσε ότι χάλασε το μηχάνημα, να φυσήξει εκείνος, γιατί βρώμαγε κρασίλα μισό χιλιόμετρο.
Θα σας γράψω κλήση για εξύβριση, μου λέει. Θα βάλω τις φωνές του λέω ότι μου ριχτήκατε (ήμουνα έξω απο το αυτοκίνητο) είμαι δημοσιογράφος θα γίνει το σώσε.
Με κύτταξε. Τον κύτταξα.
Κύτταξε το ρολόϊ του. "Νωρίς είναι ακόμη, λέει, πάμε για ένα κρασάκι;"

Τον ξαναπέτυχα 2 χρόνια αργότερα. Δούλευε σε μία BP. Και πάντα μύριζε κρασίλα!