Tuesday, July 10, 2012

Ανάσες.

Δεν είχα ποτέ σκεφτεί, πόση απόλαυση μπορεί να σου δώσει το θέαμα μιας μέλισσας που μαζεύει γύρη , από το λουλούδι ενός πορτοκαλί ιβίσκου.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ποτέ "χρόνο" να το παρατηρήσω...
μέχρι το περασμένο Σάββατο.
Κι όπως πολύ σωστά ειπώθηκε , η θάλασσα θα έχει πολύχρωμα ψάρια και τα δέντρα γλυκούς καρπούς, χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσω σκληρά. Και στον κόσμο, υπάρχει αφθονία από όλα, για όλους. Αρκεί να το καταλάβουμε.
Απίθανο συναίσθημα να γελάς από ευτυχία τόση, που να θες να την μοιραστείς με όλους. Κι ας μην το έζησα εγώ, αρκεί που το μοιράστηκα. 
Επίσης απίθανο συναίσθημα, να κλαις από ανακούφιση και να νοιώθεις ότι με τα δακρυά σου πλένεις ό,τι σε βαραίνει και δεν θες πια. 
"Γιατί αν ασχοληθείς με τις συμπεριφορές και τις σκέψεις των άλλων, ποιός θα ασχοληθεί με σένα? ".
Και άλλα πολλά που ακόμα κι αν δεν τα γράψω, είναι αδύνατον να τα ξεχάσω.
Ανάσες λοιπόν και προχωράμε.  

Friday, June 22, 2012

" Η σούπα με τα κόκκαλα" και "το άδειασμα της λίμνης"

Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχω υπάρξει χειρότερα στη ζωή μου. Και λέω ναι, έχω υπάρξει. Εχω καθήσει οκλαδόν στο πάτωμα περιτρυγιρισμένη από άδεια μπουκάλια, έχω κάνει χιλιόμετρο κλαίγοντας, έχω ευχηθεί να μην ξυπνήσω αν μπορέσω να κοιμηθώ.
Τουλάχιστον τώρα είμαι όρθια,το αλκοόλ το θυμάμαι μόνο όταν περνάω καλά και έχω συνειδητοποιήσει,πως δεν είναι επιλογή, το να πεθαίνω κάθε φορά που ο κόσμος μου γίνεται μαλλιοκούβαρα! Αρα ναι, έχω υπάρξει και χειρότερα.
Είναι μια καλή αρχή , για να μπορέσω να ξεκαθαρίσω τα κόκκαλα, από την σούπα που βράζει στο καζάνι μου. Αυτό συμβούλευα πάντα τους αλλους.Κλεμμένο από τον Νίκο. «Οταν δεν ξέρεις τί θες και τί δεν θες από την σούπα που βράζει, ξεκίνα από όσα δεν θες. Βγάλε,βγάλε,θα μείνει αυτό που θες». Κι όπως επίσης, έλεγε ο Νίκος τις εποχές του πατώματος «ό,τι κι αν γίνει, την ψυχή δεν στην παίρνει κανένας». Θα μου πεις, την ψυχή την δωρίζεις, την επενδύεις ,την γαμάς, ό,τι θες την κάνεις. Και την κάνω ό,τι θέλω, χρόνια τώρα.Αλλά όχι! Το να μου την πάρουν, το να την πετάξουν άλλοι στα σκουπίδια, δεν το θέλω. (Δεν το θέλω = Πρώτο κόκκαλο έξω από την σούπα).
Σκέφτομαι ότι δεν είναι ούτε πρακτικά εύκολο, να κλείσεις ξαφνικά έναν διακόπτη, πράγματα που επί χρόνια σε απασχολούσαν, να σου γίνουν αδιάφορα, εικόνες που επί χρόνια βλέπεις, να μην υπάρχουν πια γύρω σου, άνθρωποι που επί χρόνια είναι οι άνθρωποί σου, να μην είναι πλάι σου πια, δρόμοι που επί χρόνια περνάς, να γίνουν απλά ένα σημείο στον χάρτη της ζωής σου. Και να κληθείς σαν νεογέννητο, να ξανακάνεις δειλά βηματάκια , με τον μόνιμο κίνδυνο να σκοντάψεις στο χαλί. Αλλά για να περπατήσεις σαν νεογέννητο , σημαίνει ότι έχεις ήδη ξαναγεννηθεί. Κι όπως και να το κάνεις, αν δεν ξαναγεννηθείς , παραμένεις νεκρός κι αυτό δεν το θέλω. (Δεν το θέλω= Δεύτερο κόκκαλο,έξω από την σούπα).
Τα τελευταία χρόνια , δεν μπορείς να μισήσεις, δεν μπορείς να κρατήσεις κακίες. Δεν σου χρειάζεται και το ξέρεις. Η ζωή φοράει πάντα ρούχα γιορτινά, τί κι αν καμιά φορά λερώνονται? Θα πλυθούν και πάλι. Τί κι αν καμιά φορά είναι μαύρα?Ταιριάζει το μαύρο στις νύχτες. Οι άνθρωποι, ό,τι κι αν κάνουν, λέγονται άνθρωποι, γιατί σε όλους υπάρχει κρυμμένο κάτι ανθρώπινο, άρα καλό. Κι αν δεν θέλουν να το φανερώσουν, τί σε νοιάζει? Εσύ επέλεξες να πιστεύεις στους ανθρώπους, αλλοίμονο αν πάψεις να το κάνεις. Δεν θέλω να χάσω την πίστη μου στους ανθρώπους (Δεν το θέλω = Τρίτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Επί χρόνια, έμαθα να μην κλαίω.Τα δάκρυα τα έπνιγα μέσα μου. Σκέφτομαι ότι γέμισα ολόκληρη δάκρυα και ότι τώρα που η λίμνη αυτή γέμισε κι έφτασε στον λαιμό μου, περιμένει μια σταγόνα. Την κρατάω με το ζόρι. Οταν θα μπορέσω να βρω την στιγμή που θέλω , θα την ρίξω. Και τότε η λίμνη θα ξεχυθεί από τα μάτια μου. Γιατί αν δεν ξεχυθεί, θα γίνει δηλητήριο μέσα μου. Κι εγώ δεν θέλω δηλητήρια μέσα μου, δεν θέλω (Δεν το θέλω =Τέταρτο κόκκαλο, έξω από την σούπα).
Πρέπει να καταλάβω, ότι παρότι όλα όσα γίνονται είναι επιλογές μας, δενσημαίνει ότι πάντα είναι αυτό που θέλουμε. Οχι γιατί κάνουμε κακές επιλογές. Αλλά γιατί καμιά φορά, η επιλογή που θα θέλαμε να κάνουμε, δεν είναι εφικτή. Και τότε ο Μπουκάι σου λέει «Ξέχασέ το!» και μετά «Αντικατέστησέ το!». Ο πόνος υπάρχει για να τον βιώνουμε, για να μας χαστουκίζει, για να γεμίζει το είναι μας. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνιμος. Οπως και τόσα άλλα πράγματα.Ουδέν μόνιμο. Ούτε η ζωή, καν.
Με την τελευταία, λοιπόν σταγόνα, θα κλάψω για όλα. Για όσα κέρδισα και όσα έχασα επί χρόνια.Για όσα διάλεξα και όσα απέρριψα. Για τους ανθρώπους που στερήθηκα και αυτούς που θα στερηθώ. Για ό,τι αγάπησα και για ό,τι με αγάπησε. Για τις θάλασσες που μου έλειψαν και για τα βουνά που θα μου λείψουν. Για όσα έζησα, για όσα θα ζήσω και για όσα δεν θα ζήσω. Θα κλάψω τόσο πολύ, που να μην αφήσω δάκρυα για άλλους. Θα πονέσω μέχρι τέλους, μην μείνει πόνος για κανέναν γύρω μου. Με τα δάκρυα της λίμνης μου , θα ξεπλύνω τα λερωμένα γιορτινά ρούχα της ζωής. Θα πάρει λίγο καιρό να στεγνώσουν. Για κάποιο διάστημα, η ζωή θα χρειαστεί να βάλει την μαύρη φορεσιά της. Μετά όμως,μετά, τα ρούχα θα στεγνώσουν. Και θα της τα ξαναφορέσω. Και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από μια ζωή ντυμένη στα γιορτινά της...

Υ.Γ. Για σένα που τα μοιράζεσαι, θα πούμε πολλά gunaydin ακόμα. Trust me.

Monday, June 11, 2012

Ασχετα,ασυνάρτητα,ασύντακτα.

Επί τρεις μέρες, μια πηχτή βορειοευρωπαϊκή μούχλα, εγκαταστάθηκε εντός μου και μετατράπηκε σε κατακόκκινη χολή. Μια νύχτα ολόκληρη, δεν χάζευα τον κήπο που ζωγραφιζόταν έξω από το παράθυρό μου, αλλά την άσπρη πορσελάνη που κοκκίνιζε και δεν έλεγε να ασπρίσει.  Ο τόπος με απέβαλλε ή εγώ απέβαλλα τον τόπο από μέσα μου, είναι ένα ερώτημα που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Κι ενώ για καιρό μακάριζα και κρυφοζήλευα  τα παστρικά σπιτάκια με τα κατακόκκινα κεραμμύδια, τους περιποιημένους κήπους, τις ζωές εν τάξει, τις υπέροχες μπύρες και τα καλομαγειρεμένα κρεατικά, το νοιώσα πιο ξεκάθαρα από ποτέ, πως ανήκω αλλού.  Γιατί τα κόκκινα κεραμμύδια έμοιαζαν πια, με την χολή μέσα μου και οι περιποιημένοι κήποι , με την πηχτή μούχλα τριγύρω μου.
Το αεροπλάνο της επιστροφής ήταν γεμάτο, απόδειξη πως το καλοκαίρι, μπαίνει για τα καλά. Ηταν τόση η αδημονία μου να φτάσω "σπίτι" -  όσοι και των μεταναστών συνεπιβατών μου- που ξέβαψα με τα δόντια τα νύχια μου. Κι όταν προσγειώθηκα στην πόλη που χρόνια τώρα, λέω πως δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να ανήκω ποτέ, ένοιωσα την τρύπα στο στομάχι μου να μικραίνει. Ο τόπος με αγκάλιασε ή εγώ αποφάσισα να τον κλείσω μέσα μου επιτέλους, είναι ένα ακόμα ερώτημα, που θα πάρει καιρό να απαντηθεί. Δεδομένων των συνθηκών, κυρίως.
Το Σάββατο το καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα. Τί κι αν έσκασαν μύτη, δύο τρία πληγωμένα συννεφάκια. Και πήρα για λίγο μια ανάσα. Η τα ίσια μου, αν το θες επακριβώς. Κι είδα ξανά- πόσες φορές να το δω για να το βάλω καλά στο μυαλό μου?- πως το πράσινο δεν είναι όμορφο από μόνο του, ποτέ. Θέλει το γαλάζιο, δίπλα του για να γίνει παράδεισος. Κι εγώ από μωρό, είμαι παιδί του γαλάζιου. Θα αλλάξω στα σαράντα μου? Κι έτσι όπως με κατάπινε το νερό, ένοιωθα ξανά παιδί που αρχίζει να μετράει τα καλοκαιρινά του μπάνια.
Μαζεύω βάζα. Σε κάθε ταξίδι στην Ελλάδα, χρόνια τώρα,η μαμά με φορτώνει με μαρμελάδες βερύκοκο και γλυκά του κουταλιού. Κάθε φορά που είναι να πάω , λέει στο τηλέφωνο "μην ξεχάσεις να μου φέρεις βάζα". Δεν της τα πάω ποτέ. Μόλις αδειάζουν, τα παρατάω στην Πόλια, να συσκευάσει τα πολύχρωμα τουρσιά της. "Δεν έφερες βάζα! Δεν έχει μαρμελάδα!" απειλεί η μαμά, μόλις φτάνω. Η γνωστή , χαϊδευτική απειλή της. Γιατί την μέρα της αναχώρησης, τα βαζάκια μου με περιμένουν, τυλιγμένα με σφιχτοδεμένα νάυλον σακουλάκια. Πριν δύο - τρεις εβδομάδες, απρόσμενα, με έπιασε μαμακίαση. Και βάλθηκα να μαζεύω βάζα. Να τα πάω της μαμάς, όταν θα κατέβω. Είναι χάλια τα χέρια της πια, αμφιβάλλω εάν θα φτιάξει γλυκά και μαρμελάδες, αλλά εγώ μάζεψα τα βαζάκια μου.
Χρόνια τώρα, όλο αναβάλλω να βρω χρόνο να επισκεφτώ αγαπημένους ανθρώπους. Κι ενώ το λαχταράω σαν τρελλή, ένα "έχουμε καιρό" με κάνει και το αφήνω. Κι έρχεται μια γαμημένη μέρα, που ανακαλύπτεις ότι ο χρόνος τελειώνει. Δεν έμεινε παρά ελάχιστος. Κι αν πας τώρα, δεν μπορεί να είναι όπως θα ήταν, αν το είχες κάνει νωρίτερα. Η αγκαλιά που θα δώσεις κι αυτή που θα πάρεις, δεν θα είναι αγκαλιές χαράς, μα αποχωρισμού. Η ζωή συνεχίζεται μικραίνοντας τον χρόνο, το αύριο, τον αριθμό των αγαπημένων σου. Η ζωή συνεχίζεται, μεγαλώνοντας τις αναμνήσεις. Η ζωή συνεχίζεται, επιτάσσοντας την ανάγκη να την ζήσεις χωρίς αναβολές.
Καλό καλοκαίρι, είπαμε?

Wednesday, May 30, 2012

Εφορία και Ευφορία Παρτ 2

Πρίν από δυόμιση χρονάκια, είχα κάνει το παρτ 1 της σημερινής ανάρτησης. Για να είμαι ειλικρινής, ως χαζή, ξανθιά, την αποφράδα εκείνη ημέρα, δεν περίμενα ότι θα υπάρξει παρτ 2. Η καλή μας η κυβέρνηση όμως, αποφάσισε -μιας και πατώσαμε στην Γιουριβίζιον- να συντονιστεί με το νικητήριο άσμα και να μου χαρίσει άλλη μια Εφορία και Ευφορία.
Η πρώτη που γέμισε ευφορία ήταν η Πετούνια. Μπήκε στο γραφείο μου λέγοντάς μου ότι έλαβε ένα μέηλ, εξαιτίας του οποίου θα αυτοκτονήσει. "Ευτυχώς το ποτάμι είναι γεμάτο με νερό" συμπλήρωσε. Αφού πέρασαν στα γρήγορα από το μυαλό μου, όλοι οι πιθανοί λόγοι που θα οδηγούσαν την Πέτια στην αυτοκτονία, βούτηξα από τα χέρια της το χαρτί με το δολοφονικό μέηλ για να το διαβάσω. Βρε λες ο Νίκι να της ανακοίνωσε ότι την χωρίζει, με μέηλ? Τόσο μοντέρνος πια? Για να δούμε τί λέει.
"Αγαπητοί φορολογούμενοι. Με μεγάλη χαρά σας ανακοινώνουμε την αναβάθμισή σας.Από την 1 Ιουνίου,  αρμόδια για εσάς είναι η Εφορία "ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" στη Σόφια! Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία σας μπαίνει στην ομάδα των πλέον σημαντικών εταιρειών της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι τα ποσά που καταβάλετε για φόρους και εργοδοτικές εισφορές είναι μεγάλα, θα απολαμβάνεται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες" . Λίγο πολύ αυτά έλεγε, μην τα μεταφράζω και επακριβώς τώρα!
Γύρισα στην παραλίγο αυτόχειρα. "Αγάπη μου, αυτό είναι για μεγένθυση και κορνίζα!" την ειρωνεύτηκα. "Δεν χαίρεσαι που η εταιρεία δεν είναι πλέον Μεγαλο-μεσαία, αλλά ΜΕΓΑΛΗ?". Δεν απάντησε. Εγώ βάλθηκα να κάνω την μετάφραση από τα ελληνικά στα ελληνικά πλέον, για να εμπεδώσω το μήνυμα της επιστολής. Τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες βλέπεις, τις πληρώνεις πάντα ακριβά. Και δεν εννοώ σε χρήμα.
Φαντάστηκα την Πετούνια να κουβαλάει τις βαλιτσούλες με τα χαρτιά μας κάθε μήνα, στη Σόφια. Να τρώει εκεί όλη τη μέρα και να μην της φτάνει. Θεέ μου, θα ξετιναχτούμε στις βενζίνες! Πάλι καλά, που δεν μας έστειλαν στο Ρούσσε. Μετά την φαντάστηκα να θέλει μια ενημερότητα. Και να πηγαίνει στην Σόφια να την πάρει. Να τηλεφωνεί επί ώρες για να βρει τους αρμόδιους στο κάθε τμήμα. Το φουπουά μας, να επιστρέφεται του Αγίου. Η να σκέφτεται ότι είμαστε μακρυά και να καθυστερεί κανένα μήνα στη Σόφια. Φουπουά είναι αυτό! Οποτε θέλει έρχεται! Να μας πλακώνουν στους ελέγχους, μέχρι να μας συνηθίσουν. Να γίνεται το γραφείο παράρτημα της εφορίας. Ναι, είχε πολλούς λόγους να αυτοκτονήσει. Μην σου πω, να αυτοκτονήσουμε και ομαδικώς. Είπα όμως να μην την φορτώσω κι άλλο.
"Σιγά ρε Πέτια. Τα ίδια έλεγες κι όταν μας πήγαν στο Πλόβντιβ. Βουνό μας φαινόταν και τότε. Σε έξη μήνες όμως είχες γνωριστεί με όλους και δεν κολλήσαμε ποτέ". Με κοίταξε με μάτι που γυάλιζε. "Πάνω που συνήθισα τους υπαλλήλους στο Πλόβντιβ!!!!Θα πεθάνωωωωωωω" ξανάπε. Μάλλον την τρόμαξε το εξάμηνο που ανέφερα. Ισως πάλι να σκέφτηκε ότι πέρασαν δυόμιση χρόνια για να συνηθίσει τους υπαλλήλους στο Πλόβντιβ, τί εξάμηνα της τσαμπουνάω? "Ε οκ, τώρα ξέρουμε από αλλάγες. Θα δεις ότι σε δυό μήνες θα είναι όλα ρολόι" το μπάλωσα.
Βούτηξε από το χέρι μου το δολοφονικό μέηλ και προχώρησε προς την πόρτα. Δεν μπορούσε να πει τίποτα παραπάνω. "Α Πετούνια! Στείλε στον κυριούλη μια απάντηση, ότι κι εμάς είναι χαρά μας που μεγαλώσαμε τόσο, ώστε να μας πηδάνε με προνομιακή μεταχείριση. Και μην ξεχάσεις να κορνιζάρεις το γραμματάκι, να το κρεμάσουμε δίπλα στο άιζο" της φώναξα. Εκτοτε δεν την ακούω. Αν είχε πέσει στο ποτάμι, θα το είχα μάθει, υποθέτω....

Wednesday, May 09, 2012

Our poverty is not exotic...

We're sick and tired of being poor
Life is worth much more than silver and gold
Live a descent life
Give my children a better life
I want them to go to school
And learn the golden rules
So they won't become nobody's fool

The sun belongs to everyone
No one stands alone
Long time I and I strive
Hanging on my pride
My dignity and my pride
Long time we have no fun
Rasta let's laugh together now ha ha ha

Rasta bourgeois
Jah wants you to smile
Poverty ain't no fashion
Poverty is not a profession
Poverty is a crime
Poverty is a social crime

Rasta bourgeois
Rasta don't cry
I wanna see you smile
Rasta dé pon top, rasta never flop
Our poverty is not exotic
Our politic is not touristic...

"Rasta Bourgeois" by Alpha Blondy

Friday, May 04, 2012

Ανάκατα μιας Παρασκευής

1.Δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα, από το να ξυπνάς το πρωί και να βλέπεις:
  Τέσσερα μαύρα ματάκια να είναι καρφωμένα πάνω σου.
  Δύο ουρίτσες να κουνιούνται στον ίδιο ρυθμό, γεμάτες αγωνία.
  Δύο ροζ γλωσσίτσες να γλύφουν τις πατούσες σου.
  Δηλαδή την Κρέμα και την Μέτζυ, να σου λένε με τον τρόπο τους "ξυπνήστεεεεε!"
2. Δεν υπάρχει χειρότερο, από το να κάνεις σαράντα χιλιόμετρα διαδρομή για κανονισμένο ραντεβού και να σου λένε ότι ο υπάλληλος λείπει σε άδεια! Ειδικά όταν πρέπει να κάνεις άλλα σαράντα χιλιόμετρα , για να γυρίσεις πίσω! Αθάνατες δημόσιες υπηρεσίες, ίδιες απανταχού!
3. Εδωσα στον θυρωρό της υπηρεσίας, όλο καμάρι την νέα μου Βουλγάρικη ταυτότητα και απεφάνθη ότι είναι "ξένο έγγραφο", επειδή το όνομά μου δεν είναι Βουλγαρικό!!!
4. Ο Βλάντυ μου είπε ίσα με δέκα φορές, ότι πλέον φτάσαμε τα 41 και απορώ γιατί δεν τον χαστούκισα! Αγαπητέ ούτε τα σαράντα δεν έκλεισα ακόμα! Δεν φτάνει το ότι γεννηθήκαμε τον ίδιο χρόνο για να μας κάνει συνομήλικους! Μας χωρίζουν 11 μήνες !!!!
5. Ερχεται ένα χειμωνιάτικο, παλαβό σαββατοκύριακο με εντελώς κουλή παρέα. Ας φροντίσω να το απολαύσω, αφού έκανα την τρέλλα να πω το "ναι". Προς το παρόν εύχομαι να μην βρέχει κιόλας!
6. Σταματάω να διαβάζω Μπουκάι, μεγαλόφωνα, στον Μήτσο. Είπα να τον κάνω λιγουλάκι αισιόδοξο και με ξεπέρασε στην εφαρμογή της θεωρίας! Στο αεροπλάνο λέω να διαβάσω τίποτα για την ύπαρξη ζωής μετά θάνατον.

Friday, April 20, 2012

Gunaydin

Ιούλης του 2011. Διαδρομή Αλικαρνασσός - Μάκρη. Εχουμε ξεκινήσει πρωί, μετά από ξενύχτι και με έχει πάρει ο ύπνος. Ξυπνάω. Στα αριστερά μου, ο Δημήτρης που οδηγεί. Δεξιά το Αιγαίο στα καλά του.

"Gunaydin!" φωνάζω.

Ο Δημήτρης γυρίζει και με κοιτάζει χαμογελώντας.

Δεν ξέρω γιατί, συχνά - πυκνά, μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η στιγμή.

Εκείνο το χαμόγελο.

Εκείνο το καλοκαιρινό Αιγαίο, στην αντίθετη πλευρά από αυτή που συνήθισα να το βλέπω μεγαλώνοντας.

Εκείνο το ευτυχισμένο "Gunaydin".

Ξέρω όμως, ότι λαχταράω να το λέω συχνότερα...

Friday, April 06, 2012

Νησιώτικο στυλ

Χθες, μετά από πολύ καιρό, αναγκάστηκα να ανακατευτώ με την παραγωγή. Ενας σημαντικός πελάτης, ήθελε κάτι καναπεδάκια. "Νησιώτικο στυλ" απεφάνθη. Από τη μία, έχω να δω νησί κάτι αιώνες. Από την άλλη, η έμπνευση να "παίζω" με τα υφάσματα, με έχει εγκαταλείψει καιρό. Παράγουμε τόσο μαζικά, που η Φατιμούλα κοιτάζει την τιμή, χέστηκε για τα χρώματα και τις ποιότητες. Δεν την κατηγορώ καθόλου, σε τέτοιες εποχές έχει δίκιο και μπράβο της. Χάρη σε αυτή και σε όλες τις Φατιμούλες του κόσμου, δουλεύουμε ακόμα. Αλλωστε, πάντα γκρινιάζω με τις ιδέες του Μήτσου να αναβαθμίσει το στυλ μας.


Ο Μήτσος όμως, ο υπέρμαχος του ντιζάιν, έλειπε. Κι έπρεπε εγώ, να κλειδώσω τις ανάγκες τις Φατιμούλας για λίγη ώρα και να ψάξω το "νησιώτικο στυλ". Εφερα ένα γύρo στο μυαλό μου τα υφάσματα που έχουμε και έκανα έναν συνδυασμό, που δεν σκέφτηκα ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει. Εναν συνδυασμό που η Φατιμούλα επίσης, δεν θα αγοράσει ποτέ. Εριξα και δυό - τρεις πινελιές, εντελώς απλές. Ο Αγγελάκος όταν του τις έλεγα, ήταν έτοιμος να κλάψει. Μάλλον νόμισε ότι σάλταρα. "Εκρού ρέλι στο τζήν ύφασμα σέφκα? Και εκρού κουμπιά? Κουμπιά στα μαξιλάρια? Σίγουρα?". Μου επανέλαβε την ερώτηση δύο φορές. Σαν να ευχόταν, να έχω μπερδευτεί. Τον αγριοκοίταξα, όπως κάθε φορά που κολλάει η βελόνα του κι έφυγε.


Σήμερα το "δημιούργημα" πήρε σάρκα και οστά. Δηλαδή ύφασμα και αφρολέξ. Και όταν πήγα να το δω, ξαναθυμήθηκα πως είναι τα νησιά. Και είδα ότι εξακολουθώ να "ζωγραφίζω" τρελλά με τα υφάσματα. Κάποια πράγματα, είναι σαν το ποδήλατο. Οσο κι αν αλλοτριώνεσαι, δεν τα ξεχνάς ποτέ.


Monday, March 26, 2012

Ανοιξη, Bahar

Επιτέλους Ανοιξη! Σκέτο καφεδάκι, πασατέμπος και τουλουμπίτσα σιροπιαστή στα υπαίθρια καφενεδάκια της "εργατικής τάξης" που λέει κι ο φίλος μας ο Μεμίν...

Περπάτημα με θέα το Νουσρετιγιέ τζαμί και τον Βόσπορο...



... και μια χαζή γατούλα που πίστεψε ότι μπορεί να τα βάλει με γλάρο!!! (Μην φας, έχουμε γλαρόσουπα!).

Εχω πει, πόσο λατρεύω την Πόλη των Πόλεων την άνοιξη????





Thursday, March 01, 2012

Τσεστίτα Μάλκα Κλέφτρα!

Φέτος ήταν η πρώτη φορά που δεν αγόρασα μαρτενίτσες (τα γνωστά μαρτιάτικα ασπροκόκκινα βραχιολάκια). Δεν είχα τον χρόνο και κυρίως την διάθεση, να κατέβω έστω και στο χωριό, για να τις προμηθευτώ. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το να έρθω σήμερα στο γραφείο, χωρίς να κουνάω στα χέρια μου τα βραχιολάκια, θα ήταν συνώνυμο της καταστροφής, έχωσα την Πέτια να μου αγοράσει μερικές και να με περιμένει στην πόρτα. Διότι μπορεί να σφαζόμαστε, να αγχωνόμαστε, να τρελλαινόμαστε στο γραφείο, όλοι μαζί, αλλά αλλοίμονο αν η Μπάμπα Μάρτα μας βρει χωρίς βραχιόλια! Ποιός ξέρει πόσο θα θυμώσει κι άντε περίμενε Ανοιξη μετά!

Ο Δημήτρης που μας θεωρεί πάντα "ασθενείς και οδοιπόρους" (κι από τα δύο είμαστε), την Καθαρά Δευτέρα αγόρασε ωραιότατο, μοσχαρίσιο κιμά και μελιτζάνες. Στην ερώτηση μου τί θα κάνει τις μελιτζάνες χειμωνιάτικα, μου απάντησε ότι θα φτιάξει χουνκιάρ. Δεν μου έκανε καρδιά να το τσικνήσω μέρα που ήταν και τα παράχωσα στο ψυγείο. Κάθε βράδυ γυρίζουμε τόσο διαλυμένοι που τρώμε ό,τι βρίσκουμε. Χθες όμως, ο ασθενής και οδοιπόρος νούμερο ένα, αποφάσισε να κάνει επιτέλους το χουνκιάρ του. Βάλθηκε λοιπόν να κόβει κρεμμύδια, να λερώνει δυό τηγάνια, να κόβει μελιτζάνες και πολλά άλλα κουλά. Επειδή όμως η διαδικασία απαιτούσε χρόνο, σε τρίτο τηγάνι πέταξε και δύο πατατούλες.

Οσο μεγαλουργούσε στην Χιροσίμα (φτυστή η κουζίνα μας , κατά την διάρκεια των μαγειρικών του αναζητήσεων), εγώ τσιμπολόγησα τις πατατούλες μου. Γύρω στις δέκα, ο περήφανος σεφ, έφερε λίγη από την σπεσιαλιτέ του να την δοκιμάσω. Εβαλα μια μπουκιά στο στόμα μου, γλύφτηκα σαν την σκύλα μας την Μέτζυ, όταν της λες "γκουρμέ" και αποφάσισα ότι δεν άντεχα δεύτερη. Διότι μπορεί μεν το χουνκιάρ του να ήταν τέλειο (κι ας μην είχε και αρνί ο κιμάς), οι πατάτες δε είχαν απλωθεί στο στομάχι μου και δεν άντεχαν περεταίρω παρέα. "Μπράβο σου αγάπη μου! Θα το φάω αύριο βράδυ!" είπα όλο χαρά. Μεγάλη χαρά το να μην έχω να μαγειρέψω αύριο το βράδυ, σωστά?

Σήμερα το πρωί, ενώ προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου και να καταραστώ την μπάμπα Μάρτα που κατέβηκε φτιαγμένη από τα βουνά, με χιόνι και να της πω να τσακιστεί να φύγει, αφού δεν φέρνει την άνοιξη επιτέλους, άκουσα τον επίδοξο σεφ να ουρλιάζει "θα σε σκοτώσω κλέφτρααα, κλέφτρααα!". Μέσα στον ύπνο μου, σκέφτηκα ότι βρίζει κι αυτός την μπάμπα Μάρτα που με το χιόνι, μας έκλεψε την Ανοιξη η παλιόγρια, αλλά δεν! Στο μαξιλάρι δίπλα μου, είχε ήδη έρθει τρέχοντας η μικρή μας Κρέμα κλαψουρίζοντας, ενώ ο Μήτσος της τσίριζε "είσαι κλέφτραααααα" και της έχωνε απαλά χαστουκάκια. Παραδόξως η μικρή με το πρώτο χαστουκάκι, σταμάτησε το κλαψούρισμα, διότι το απολάμβανε! Τόοοοσο δυνατά την έδερνε, βλέπετε!

"Εφαγε το χουνκιάρ μου, η κλέφτρααααα! Το έφαγεεεε και μαγείρευα τρεις ώρες σαν μαλακας χθες!" αναφώνησε ο σεφ.

" Πώς στο έφαγε ρε Μητσάκο μου? Αφού ήταν πάνω στον πάγκο, κολλημένο στον τοίχο! Ούτε η Μέτζυ δεν φτάνει να κάνει τέτοια γυφτιά!"

"Την είδα με τα μάτια μου την κλέφτραααααα! Κλέφτραααααααα, δεν θα το ξανακάνεις!" συνέχισε, ενώ η μικρή απλωνόταν στο μαξιλάρι για να χωνεύει πιο άνετα, την ώρα της -και καλά- τιμωρίας.

"Πωπώωω, ψήλωσε τόσο το μωρό μας?" διαπίστωσα περήφανη.

Μετά την πήρε και έφυγαν για την πρωινή τους βόλτα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δηλαδή ελπίζω να μην την φώναζε "κλέφτρα", όσο κατέβαιναν τις σκάλες. Εγώ ετοιμάστηκα για να έρθω στο γραφείο, βρίζοντας το χιόνι, την μπάμπα Μάρτα (που δεν την ξεγέλασα με δανεικές μαρτενίτσες) και το γεγονός ότι πρέπει να μαγειρέψω απόψε! Και μπήκα στο γραφείο ευχόμενη όχι "Τσεστίτα Μπάμπα Μάρτα" αλλά "Τσεστίτα Μάλκα (μικρή) Κλέφτρα"!

Καλό μας γδάρτη!

Tuesday, February 14, 2012

Χατζέρ Τεϋζέ, 13.2.2012

Την πάντρεψαν μικρή. Οχι πως εκείνος ήταν μεγάλος. Μόνο που αυτή, ήταν παιδάκι ακόμα. Του έπιασε το χέρι, όπως θα έπιανε το χέρι της πάνινης κούκλας που ονειρευόταν. Ετσι, με τα χέρια πιασμένα σφιχτά, έφτασαν στην μεγάλη πόλη. Γεμάτα τα μαγαζιά πάνινες κούκλες. «Αχ να μου έπαιρνε μία. Πόσο θα την πρόσεχα» σκεφτόταν. Είπαμε, παιδάκι ήταν.
Δεν της πήρε κούκλα. Στο κρύο σπιτάκι που πρωτοέμειναν, την ζέσταινε με την αγκαλιά του. «Να δουλέψουμε Χατζέρ, ψυχή μου, να έχουμε ψωμί και ξύλα στο σπίτι». Τί κούκλες να του ζητήσει και τί παιχνίδια? Μόλις ήρθε το ψωμί στο σπίτι, έπρεπε να μάθει να βάζει το τσουκάλι στη φωτιά. Η Ρωμία γειτόνισσα την λυπόταν. Μια σταλιά κοριτσάκι. Της μάθαινε να μαγειρεύει. Και την άφηνε, όσο γινόταν το φαγητό να κοιτάζει τις κούκλες της κόρης της. Ποτέ δεν άπλωσε τα χεράκια της να τις ακουμπίσει. Μόνο τις κοίταζε.
Είχε κλείσει τα δεκατέσσερα όταν έμεινε έγκυος. Και στα δεκαπέντε, γέννησε τον Μεμίν της. Μια σταλίτσα, τον κράτησε στην αγκαλιά. Σαν την πάνινη κούκλα που ονειρευόταν. «Καλύτερα που δεν πήρα κούκλα! Δεν θα είχα χρόνο να παίζω μαζί της! Τώρα θα παίζω με το μωρό μου». Και το παιδάκι, έγινε κορίτσι πια. Μεροκάματο, μαγείρεμα, φρόντισμα του μωρού. Και τα βράδυα, να την ζεσταίνει η αγκαλιά του. Ποτέ της δεν μετάνοιωσε που τον ακολούθησε. Κι όταν φόρτωναν το φτωχικό νοικοκυριό τους για να πάνε σε άλλο σπιτάκι, πιο φτηνό, σε άλλη γειτονιά, ποτέ της δεν βαρυγκομούσε. Να δουλεύουν, να έχουν ψωμί και ξύλα.
Αλλα δυό παιδιά γεννήθηκαν κι άλλα οκτώ δεν τα κατάφεραν. Πόσο της έμοιασαν και λαχταρούσαν κι αυτά παιχνίδια! Πόσο την πονούσε που δεν μπορούσε να τους τα αγοράσει. Πόση ευγνωμοσύνη ένοιωσε, όταν ο Ρωμιός γείτονας, ο πατέρας του Γιαννάκη, χάρισε στον Μεμίν της το ίδιο ξύλινο παιχνίδι που χάρισε του γιού του. «Τί όμορφο που είναι Μεμίν μου! Να το προσέχεις, ναι?». Πόσο έκλαψε εκείνο το βράδυ στην αγκαλιά του ανθρώπου της. Ηταν καλός πατέρας, αλλά ποτέ δεν θα κατάφερνε να αγοράσει ένα παιχνίδι στα παιδάκια τους. Οπως δεν αγόρασε και σε αυτήν την κούκλα.
Μεγάλωνε μαζί με τα παιδιά της. Σαν αδελφή τους ήταν. Την καρδιά της πέτρα έκανε, όταν τα δυό μεγάλα, τα πήραν εσώκλειστα στο «ορφανοτροφείο». Ορφανά δεν ήταν, φτωχά ήταν. Πως είναι να είσαι μάνα και να λογιέσαι σαν να πέθανες? «Για το καλό τους». Ηταν έξυπνα παιδιά, καλοί μαθητές. Εκεί τουλάχιστον θα σπουδάσουν. Θα έχουν πάντα ζεστό φαί. Και ρούχα. Μεγάλη ανάσα για το νοικοκυριό τους, κερασμένη ελπίδα στα παιδιά. «Δεν τα χάνεις Χατζέρ, ψυχή μου. Θα σπουδάσουν και θα γίνουν καλά παιδιά». Κάθε Σαββατόβραδο, που έρχονταν στο σπίτι, έβαζε όλη την τέχνη της στο μαγείρεμα. Να μην ξεχάσουν το φαί της μάνας. Και μετά έδινε όλη την αγκαλιά της. Να μην ξεχάσουν την αγκαλιά της μάνας, να τα τυλίγει η αγάπη της σαν πάπλωμα, μέχρι το επόμενο σαββατόβραδο.

Και πέρασαν τα χρόνια , κι ήρθε το καλό των παιδιών. Γι’ αυτό, το καλό τους, δεν τα στερήθηκε άραγε? Βρήκαν και τα τρία τον δρόμο τους. Καλύτερα κι από ό,τι ονειρευόταν. Είχε ονειρευτεί ποτέ στα δεκαπέντε της, ότι εκείνη η σταλίτσα στην αγκαλιά της, ο Μεμίν της, θα δίδασκε στο Πανεπιστήμιο? Οχι! Να που έγινε. Για τα παιδιά ήταν πάντα η μεγάλη τους αδελφή. Ολα της τα έλεγαν. Και πόσο την αγαπούσαν. Τίποτα δεν της έλειψε ξανά. Και εκείνος, πάντα εκεί. Να την ζεσταίνει στην αγκαλιά του τις νύχτες. «Τα καταφέραμε Χατζέρ, ψυχή μου. Καλά δεν τα καταφέραμε?».
Ναι τα είχαν καταφέρει. Κι αν καμιά φορά, της μάγκωνε την ψυχή να βλέπει τις κούκλες των εγγονών της, μισό λεπτό κρατούσε. Γιατί το κορίτσι, είχε γίνει γυναίκα, από χρόνια. Κι έτσι έφυγαν από την μεγάλη πόλη και πιάσαν ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Οι δυό τους πια, με το τσουκάλι πάντα γεμάτο και το καλοριφέρ να τους ζεσταίνει τον χειμώνα.
Ποιός διάολος την έβαλε να παραπονεθεί ότι πονάει το γόνατό της; Ποτέ της δεν παραπονιόταν. Τί το θελε και χαϊδεύτηκε, τώρα στα γεράματα? Ετρεξαν τα παιδιά αμέσως, να την πάρουν στην πόλη, να την πάνε στους γιατρούς. Το γόνατο δεν είχε πρόβλημα τελικά, «παραπάχυνες θεία Χατζέρ» της είπαν. Μια ζωή γεμάτη πείνα, τώρα δεν θα πάχαινε? Αλλα ήταν τα προβλήματα, είπαν οι γιατροί και την ξεσκόνισαν στις εξετάσεις. Τα παιδιά να κλαίνε όπως κλαίγανε μωρά κι εκείνος να λιώνει σαν το κεράκι. Να της κρατά το χέρι και λέξη να μην βγάζει.
Θεραπείες, θεραπείες, θεραπείες. Πάνε τα πλούσια καστανά μαλλιά της. Την πήραν και μακρυά από την θάλασσα. Τα παιδιά φαρμακωμένα. Κάποτε τα στερήθηκε για το καλό τους. Τώρα γιατί τα πίκραινε? Κι εκείνος να μην λέει κουβέντα. Μόνο να βλέπει τα μάτια του θολωμένα από τα δάκρυα, όταν της κρατούσε το χέρι. «Θα τα καταφέρουμε Χατζέρ, ψυχή μου. Πάντα δεν τα καταφέρναμε?»
Μπήκε κι ο χειμώνας. Δύσκολος χειμώνας τούτος, μνημόνεψε τους χειμώνες στο χωριό. Κρύο και ψιλόχιονο. Δεν άντεχε άλλο. Δεν είχε μάθει να περιμένει από τους άλλους. Δεν είχε μάθει να της μαγειρεύουν. Δεν ήθελε να την νταντεύουν. Δεν ήθελε να κουράζονται τα παιδιά. Δεν άντεχε να κοιμάται μόνος του, για να μην την ενοχλεί. Η ζωή χωρίς θυσία για τους άλλους και χωρίς την αγκαλιά του τα βράδυα, ζωή άλλη είναι. Κι άντε να αλλάξεις ζωή μετά από μισόν αιώνα. «Δεν θέλω άλλα φάρμακα, γιέ μου. Δεν θέλω να συνεχίσω τις θεραπείες», είπε του Μεμίν.
Το ήξερε, δεν θα την άφηναν να ησυχάσει. Ποτέ δεν έλεγε ¨θέλω¨. Ποτέ δεν ήθελε. Και να που τώρα, έλεγε «δεν θέλω» και πάλι κανένας δεν την άκουγε. Για το καλό της. Της έλεγαν να παλέψει. Σάμπως δεν πάλεψε από παιδάκι? Πόση πάλη ακόμα? Πόσος πόνος? «Ο ψυχολογικός παράγοντας μάνα, είναι σημαντικός». Κοίτα πως της μιλούσαν βρε! Ψυχολογίες και παράγοντες. Δεν τις έλεγαν τίποτα αυτές οι λέξεις, δεν τις χρησιμοποίησε ποτέ. Πώς να τις ακούσει τώρα?

Εκλεισε τα μάτια, "να κοιμηθώ Θεέ μου. Να κοιμηθώ για να μην πονάω". Το μυαλό της ταξίδεψε στο χωριό, στον γάμο της. Στον ερχομό τους στην πόλη. Στις γεννήσεις των παιδιών και των εγγονιών της. Σε όλες τις θύμησες, αυτός δίπλα της, να της κρατάει σφιχτά το χέρι. Μια μεγάλη πάνινη κούκλα την πλησίασε. Είχε ξανθά μαλλιά σαν άγγελος! Τί όμορφη κούκλα! Κάπου την ήξερε αυτή την κούκλα. Την είχε ονειρευτεί? Την είχε δει σε καμιά βιτρίνα, όταν ήταν παιδί? Μα πότε ήταν παιδί άραγε? Μεγάλη γεννήθηκε. Απλωσε τα χέρια της να την πάρει, αλλά η κούκλα άνοιξε την αγκαλιά της και την έκλεισε σφιχτά. «Θα σε προσέχω εγώ τώρα Χατζέρ, ψυχή μου. Τα καταφέραμε να βρεθούμε επιτέλους!» .

Monday, February 13, 2012

Παραλειπόμενα

‎1. Πώς μπορείς να πιστέψεις κάποιον, ο οποίος, ενώ από καταβολής κόσμου φοράει πατομπούκαλα, λέει με στόμφο "δεν είμαι μύωψ"? (Κι εγώ δεν είμαι ξανθιά!!!).

2. Οταν κολλάς ένα πιστόλι στον κρόταφο δεκατετράχρονου, βγαίνει πυροβολημένο κι ας μην το πυροβόλησες! Ως συνέπεια, γράφει εκθέσεις εκτός θέματος (χθες ήταν εντελώς εκτός θέματος) και δεν ξέρει ότι η λέξη "κρυψώνα" είναι γένους θηλυκού!


Για όποιον δεν κατάλαβε, χθες συμπλήρωσα δωδεκάωρο, επιμελούς παρακολούθησης της συζήτησης στην Βουλή.

Wednesday, February 08, 2012

Πλημμύρες

Ο Έβρος αγρίεψε και πλημμύρισε τα πάντα, ο Δούναβης πάγωσε. Μέρα εθνικού πένθους σήμερα, η δέκατη πέμπτη μέσα σε είκοσι χρόνια. Τραγικό αν σκεφτείς, ότι επτά χρόνια εδώ, μετράω ήδη πέντε μέρες εθνικού πένθους και δεν ξέρω μήπως μου διαφεύγει και καμία.

Φράγματα έσπασαν σαν τσιγαρόχαρτα, καταπίνοντας χωριά και ανοίγοντας "γραφικές" για τα Βαλκάνια, διαμάχες. Ποιός ήταν υπεύθυνος του φράγματος Χ? Η κυβέρνηση? Η νομαρχία? Το δείνα ή το τάδε υπουργείο? Αααα, μπορεί και κανένας, κάποια φράγματα δεν έχουν αποτυπωθεί σε κανένα χάρτη. Υπάρχουν όμως... και καταρρέουν τα κερατένια. Οπως και να έχει, βγήκε η γαμάτη αποζημίωση! Περί τα εκατόν εξήντα έξη ευρά ανά νοικοκυριό που καταστράφηκε και περί τα πέντε χιλιάρικα ευρά για κάθε νεκρό. Τόσο αποτιμούνται εδώ οι ζωές, τα ξαναπάμε και στο πένθος της Οχρίδας. Οι πρώτοι που έσπευσαν να στείλουν βοήθεια στους δοκιμαζόμενους κάτοικους του Μπίσερ, ήταν οι κάτοικοι του Τσαρ Καλογιάν. Εξη Φλεβάρη, πνίγηκε το Μπίσερ, Εξη Αυγούστου πρόπερσι, είχε πνιγεί το Τσαρ Καλογιάν.

Κολλάμε στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, για να δούμε ποιό είναι το επόμενο φράγμα που θα σπάσει, τί θα πλημμυρίσει. Και καταντήσαμε να χαιρόμαστε, που η θερμοκρασία θα ξαναπέσει στους μείον είκοσι, για να σταματήσουν να λιώνουν τα χιόνια, να σταματήσουν να ξερνάνε τρόμο τα ποτάμια. Ανακοινώσεις, που και που. Το φράγμα Ψ είναι επικίνδυνο, οι κάτοικοι να ανέβουν στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Να τρέξουν οι δόλιοι, μέσα στο χιονιά, να ανέβουν στο βουνό ή να σκαρφαλώσουν σε καμιά στέγη. Ιδανικός ο καιρός για αναβάσεις.

Τα σχολεία έκλεισαν. Κάποιος γνωστός προχθές, ανέφερε ότι τα κλείνουν γιατί είναι υψηλό το κόστος θέρμανσης τέτοιες μέρες. Κι έτσι τα παιδάκια που το σπίτι τους είναι πιο κρύο από το σχολείο, θα ξεπαγιάσουν ευκολότερα. Και χωρίς να κοστίζει στο κράτος. Πού το βάζεις αυτό?

Και μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα, που το μισό μέτρο χιόνι δεν λέει να την καλύψει, η Ελλάδα πνίγεται καθημερινά, με τον δικό της τρόπο. Αλλου είδους φράγματα σπάνε κι εκεί, διαφορετικές πλημμύρες την σβήνουν από τον χάρτη. Και δεν έχεις που να ακουμπήσεις την ελπίδα, σε ποιά πατρίδα να την δεις να ανθίζει, να ξεγελαστείς για λίγο ότι έπιασε άνοιξη. Εύχεσαι να παγώσουν όλα , μαζί κι ο χρόνος. Δεν αντέχεται νέα πλημμύρα κι οι Ελληνες βαρέθηκαν τις αναβάσεις.


"Ετσι και σκάσει και στο χωριό μας το ποτάμι, θα μαζευτεί όλος ο κόσμος εδώ", λέω του Δημήτρη. "Είμαστε οι μόνοι στην πλαγιά. Ευτυχώς, τους βολεύουμε όλους". Και σκέφτομαι ότι έναν αιώνα πριν, κάποιος παλιός, φωτισμένος άρχοντας του χωριού, ήθελε να το μεταφέρει στο σημείο που είμαστε εμείς. Δεμένοι οι χωρικοί με το ποτάμι τους, όχι μόνο δεν το δέχτηκαν, του έκαψαν και το σπίτι του άρχοντα. Κι αυτός πήρε των οματιών του και έφυγε από τη χώρα. "Την φωτιά την παλεύεις με το νερό, το νερό δεν παλεύεται με τίποτα", είπαν χθες κάποιοι πληγέντες.

Thursday, February 02, 2012

Παγώσαμεεεεεεεε

Οταν ζούσα στην Ελλάδα, υπέφερα με την υπερβολική ζέστη. Το κρύο βολεύεται, σκεφτόμουν. Θα φορέσεις ένα ρούχο παραπάνω, θα χουχουλιάσεις στο σπίτι, θα περάσει. Η ζέστη, αχ αυτή η ζέστη, είναι ανυπόφορη!

Μην λες ποτέ μεγάλες κουβέντες, χαζή ξανθιά! Την πρώτη χρονιά που μετακόμισα εδώ, ο χειμώνας μας χάρισε απλόχερα κάτι -26, για μια-δυό μέρες. Αγόρασα ένα παλτουδάκι με γούνινη επένδυση (ανέκαθεν κορόιδευα τα γούνινα παλτά) και κυκλοφορούσα στο γραφείο σαν εσκιμώος. Μαλάκωσε μετά ο καιρός, οι χειμώνες που ακολούθησαν ήταν πιο ήρεμοι, το -10 δεν το λες και κρύο, όταν το συνηθίσεις.

Κι ήρθε αυτή,η καταραμένη εβδομάδα! Αυτόν τον άτιμο, δίσεκτο χρόνο! Η Πολυάννα μέσα μου, πήγε για σκι προφανώς και με παράτησε μόνη, να γκρινιάζω σαν την κακιά πεθερά. Χτύπησε εμπλοκή το -20, το γραφείο να μην ζεσταίνεται με τίποτα, το σπίτι να μην ζεσταίνεται επίσης. Να έχω κάνει κολλητή την "τσιγγάνα γκόμενα", την ξυλόσομπα κι αυτή να μην χορταίνει! Ερχομαι στο γραφείο ντυμένη σαν κρεμμύδι, τρία πουλόβερ, μπουφάν,παλτό και σάλι. Ω ναι, όλα μαζί. Πάγωσαν οι σωλήνες, το νερό είδος υπό εξαφάνιση. Να δουλεύω με το σκουφί και τα γάντια. Εχω γίνει γνήσια βουλγάρα. Δηλαδή, τα νεφρά μου με πεθαίνουν στον πόνο, μάλλον φταίει το μόνιμο κουλούριασμα. Τα πόδια μου είναι παγάκια. Το μυαλό μου σε χειμέρια νάρκη. Με μούτρα να ξυπνάω, με μούτρα να περιφέρομαι όλη μέρα, με μούτρα να κοιμάμαι. Και το κερασάκι στην τούρτα? Ο Δημήτρης με πυρετό! Δεν μπορώ να το διαχειριστώ το γαμημένο το κρύο, τέλος. Οσες τακτικές "θετικής σκέψης" κι αν εφαρμόσω! Το γεγονός ότι έχω γίνει γκρινιάρα, μου τη δίνει πιο πολύ από όλα!

Ο μπάι Πέτιο μου κουβάλησε ένα τέρας. Ηλεκτρική σόμπα, λέει. Δεν μπόρεσε να μου προσδιορίσει εάν κατασκευάστηκε πρό ή μετά "δημοκρατίας". Παρότι την έχει βάψει ένα απίθανο κεραμμυδί, τα χρόνια της δεν κρύβονται, άσε που κάνει θόρυβο σιδηρόδρομου. Και να πεις ότι ζέσταινε. @@. Μόνο να καίει κιλοβάτ ξέρει, η αχόρταγη κι αυτή. Σκέφτομαι ότι στην μαμά Ελλάδα, με τέτοιες θερμοκρασίες δεν θα δούλευε τίποτα! Εδώ ρε γαμώτο, γιατί όλα συνεχίζονται σαν να μην τρέχει κάστανο?

Θέλω να μετακομίσω στον Ισημερινό και υπόσχομαι να μην γκρινιάξω ποτέ ξανά για την ζέστη!

Wednesday, January 25, 2012

Τί όμορφος χειμώνας

Ο ντιάντο (παππούς) Λίτσο, είναι ο πατέρας του κολλητού μας, του Μπόυκο. Κάθε φορά που τον βλέπω, τρέχω και τον αγκαλιάζω σφιχτά. Μου το ανταποδίδει πάντα, παρότι οι αγκαλιές μεταξύ άτομων που δεν είναι συγγενείς, δεν συνηθίζονται τρελλά στα μέρη μας. Εγώ δεν τον αποκαλώ "ντιάντο" αλλά "σβετί (άγιο)" και νομίζω ότι του ταιριάζει απόλυτα.

Παρότι στα νειάτα του υπήρξε διάσημος παλαιστής, έμεινε για όλη του τη ζωή στο μικρό χωριό του, δουλεύοντας σκληρά για το μεροκάματο. Σήμερα που είναι στα εβδομηνταεπτά, εξακολουθεί να δουλεύει και να κάνει παράλληλα αγγαρείες σε όλους μας. Να ταίσει τα σκυλιά στο γκαράζ του γιού του, να φέρει σανό στο άλογό μας όταν ξεμένουμε κι ό,τι άλλο φανταστείς. "Οχι", δεν ακούς ποτέ από το στόμα του.

Το περασμένο σαββατοκύριακο αποφασίσαμε με τον Μπόυκο, να πάμε στο διαμέρισμά του, σε κάποιο χιονοδρομικό θέρετρο. Δυό μέρες ψηνόμουν στον πυρετό αλλά ήταν αδύνατο να μην πάμε, μιας και τους είχαμε στήσει ήδη δυό φορές. Σηκώθηκα από το κρεββάτι με τρομερή γκρίνια, δεν ήπια καφέ καν και μάζεψα δυό ρούχα με τα χίλια ζόρια. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έβριζα τον "γαμώκαιρο", "σήμερα βρήκε να πέσει το κωλόχιονο? που θα πρέπει να περάσουμε το σκατοβουνό?" (Μετρήστε πόσες ωραίες λέξεις χώρεσαν, σε μία φράση! Και σημειώσατε ότι πήγαινα εκδρομή, δεν με έστελναν στα τάγματα εργασίας!)

Βρεθήκαμε όλοι στο πατρικό του Μπόυκο. Οσο προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε στην μπάμπα Νικολίνκα ότι δεν χρειαζόμαστε φαγητό μαζί, ναι μας αρέσει ο καπαμάς αλλά δεν πάμε σχολική εκδρομή να πάρουμε το κατσαρολάκι μας (δεν τόλμησε κανένας να της πει, ότι έτσι και σκάγαμε μύτη στο τετράστερο με τον τέντζερη, θα τρώγαμε πόρτα αντί για καπαμά!), ήρθε ο ντιάντο Λίτσο.

Μπήκε στο σπίτι κατακόκκινος από το κρύο κι έτρεξα αμέσως στην αγκαλιά του. "Τί κάνεις?" τον ρώτησε ο Δημήτρης. "Είμαι πολύ καλά παιδί μου!" είπε δυνατά με ένα πλατύ χαμόγελο. "Δεν βλέπεις τί όμορφο χειμώνα έχουμε?"

Φύγαμε και όλη η γκρίνια μου, είχε πάει περίπατο. Οταν ο Δημήτρης επανέλαβε τα λόγια του, ντράπηκα όσο δεν παίρνει. Πώς μπορούσα να γκρινιάζω με το παραμικρό, όταν ένας παππούς τόσο κουρασμένος από τη ζωή κι από τα χρόνια, μπορεί ακόμα να χαίρεται γιατί ο χειμώνας είναι χειμώνας? Το μάθημα της ημέρας (για μένα τουλάχιστον): Οσο πιο απλά δούμε τη ζωή μας, τόσο πιο πολύ θα την απολαύσουμε. Κι ας χάνουμε τον δρόμο, πού και πού...




Thursday, January 12, 2012

Οχι αστείο... Γελοίο

Χάνεται ένα κορίτσι δεκαεπτά ετών. Η αδελφή του κοριτσιού δηλώνει ότι την μέρα της εξαφάνισης, η μικρή της τηλεφώνησε και της είπε ότι έχει απαχθεί κι ότι στην απαγωγή της, εμπλέκονται και αστυνομικοί. Η αστυνομία "αποφασίζει" ότι η μικρή βαρέθηκε την ζωή εδώ και το έσκασε για το εξωτερικό. Η οικογένεια αντιδρά, ασφαλώς.


Βρίσκουν το πτώμα της μετά από δύο μήνες, σε προάστιο της πόλης που ζούσε. Ο ιατροδικαστής διαπιστώνει, πως το κορίτσι έχει δολοφονηθεί από την ημέρα της εξαφάνισης. Την ίδια μέρα, η αστυνομία συλλαμβάνει δύο ύποπτους. Κι ενώ ανακοινώνεται επίσημα η σύλληψή τους, δεν περνούν λίγες ώρες και ο ένας αναφέρεται ήδη σαν "αυτόχειρας". Οι αστυνομικοί μετά την σύλληψη τον πήγαν στο σπίτι του(!) και "αυτοπυροβολήθηκε". Γιατί ενώ τον είχαν συλλάβει, ήταν οπλισμένος, καθώς και το πώς διέφυγε της προσοχής τους και αυτοπυροβολήθηκε, είναι κάτι που προφανώς δεν θα μάθουμε ποτέ.


Το κερασάκι στην τούρτα της συμφοράς? Βγαίνει ο πρωθυπουργός μας, να βάλει τα πράγματα στην θέση τους! Απαιτεί από τους γονείς, να ζητήσουν συγγνώμη από την αστυνομία! "Αντί να κατακρίνουν την αστυνομία, να κατακρίνουν το περιβάλλον τους. Γνωστοί τους απήγαγαν το παιδί ". Τα συμπεράσματα δικά μας και η ζωή στην χώρα των ρόδων συνεχίζεται.




Το μαύρισμα εν τέλει, είναι αναπόφευκτο. Λέω να κόψω την ενημέρωση και να διαβάζω μόνο εσπρέσσο. 'Η να πάψω να σχολιάζω την επικαιρότητα...

Wednesday, January 11, 2012

Οι νύφες των Πυραμίδων.

Πού και πού διαβάζω τα βουλγαρικά νέα, για να μην είμαι εντελώς εκτός επικαιρότητας. Αν επαναπαυόμουν στα "κουτσομπολιά" του προσωπικού, θα ήταν σαν να είμαι στην Ελλάδα και παρακολουθώ ειδήσεις του Σταρ. Ακούστε λοιπόν το απίστευτο που βρήκα σήμερα!

Τις τελευταίες μέρες, μεγάλος αριθμός ανδρών από συγκεκριμένη περιοχή της Αιγύπτου, αιτήθηκε βίζας, στην Βουλγαρική πρεσβεία, στο Κάιρο. Για όσους δεν το γνωρίζουν, οι Βούλγαροι τις αιτήσεις βίζας, τις ψειρίζουν όσο δεν παίρνει, τις δε βίζες τις δίνουν σπανιότατα. Ειδικά μέρες που είναι, προ εντάξεως στην Σένγκεν. Εν ολίγοις, την ψυχή τους παίρνεις, βίζα δεν παίρνεις. (Οξύμωρο για χώρα με τόσο μεγάλη μετανάστευση, αλλά μην μπω σε άσχετα χωράφια). Φαντάσου τώρα, να σκάνε ένα κάρο αιτήσεις Αιγυπτίων για βίζα, ταυτοχρόνως! Ξεκίνησαν λοιπόν το ψείρισμα και εντόπισαν άλλο ένα κοινό σημείο, σε όλες (μα σε όλες!) τις αιτήσεις. Ολοι οι Αιγύπτιοι αιτούντες, ήταν φρεσκοπαντρεμένοι με Βουλγάρες!!!

Κι έτσι ψάξε - ψάξε - θα - με - βρεις (ουδέν κρυπτόν από το υπουργείο μας και μπράβο τους!), ξεσκεπάστηκε όλο το σενάριο. Το οποίο ήταν μεν ευφάνταστο, αλλά αν γνωρίζεις τα δεδομένα, βλέπεις ότι έμπαζε από παντού. Βουά λα το σενάριο:

Ενας μεσήλικας ιθαγενής και ένας Αραβας που μένει εδώ, οι οποίοι συστήνονταν ως "επιχειρηματίες" (τρύπα σεναρίου νόμερ εντνό: Ολοι όσοι πάνε να κάνουν κουτσουκέλα, έτσι συστήνονται), μετά από περιήγηση στας βουλγαρικάς εξοχάς, μάζεψαν απροσδιόριστο αριθμό γυναικών , από είκοσι έως σαρανταπέντε χρονών. Ως επί το πλείστον τσιγγάνες (τρύπα σεναρίου, νόμερ ντβε: Τις τσιγγάνες τις υποπτεύονται ακόμα και ελλείψει καπνού. Φαντάσου τώρα που υπήρχε και ντουμάνι). Τις έντυσαν, τις στόλισαν και τις πήγαν εκδρομούλα στο Κάιρο (τρύπα σεναρίου, νόμερ τρι: Μα όλες μαζί? Χάθηκε να τις στέλνατε μία-μία?). Εκτός από το δωρεάν ταξιδάκι, τους έδωσαν και πεντακόσια ευρουλάκια το κεφάλι, για να παραδεχτούν γυρίζοντας ότι ήρθαν σε γάμου κοινωνία με τους Αιγύπτιους. Εκεί, έγιναν οι "γάμοι" σε χρόνο ντε-τε και τις γύρισαν πίσω. (τρύπα σεναριού, νόμερ τσέτιρι: Δεν τις άφηναν λίγο εκεί, να φανεί ότι έκαναν και μήνα του μέλλιτος?). Μόνες, διότι οι "σύζυγοι" έτρεξαν να κάνουν αίτηση για βίζα.

Είναι κατανοητό, ότι οι "σύζυγοι" ακόμα κι αν είχαν μισή πιθανότητα για βίζα, πλέον δεν έχουν καμία. Είναι επίσης κατανοητό, ότι εκτός από την βίζα που χάθηκε, κλαίνε και τα ευρουλάκια τους. Τα οποία προφανώς, τα μάζεψαν με κόπο. Οι "επιχειρηματίες" δεν έχουν συλληφθεί ακόμα, αλλά σίγουρα θα τους βρουν. Οσο για τις "νύφες", θα έχουν να λένε στον μαχαλά ή στο χωριό,ότι είδαν τις Πυραμίδες. Αν και δεν νομίζω ότι τους έκαναν και τέτοια εκδρομούλα. Οι εφημερίδες λένε ότι ξεσκεπάζεται "μεγάλο κύκλωμα παράνομης διακίνησης μεταναστών". Εγώ λέω ότι ξεσκεπάζεται ένα απλό "νταλαβέρ". Μαζί με βλακεία απεριόριστη, εκ μέρους όλων όσων συμμετείχαν στο σεναριάκι. Αλλά ας μην χαλάσω το όνειρο!


ΥΓ : Επειδή μαύρισα όσο δεν πάει, από άλλο νέο που διάβασα σήμερα κι επειδή μέρες που ζούμε, το "μαύρισμα" με σκοτώνει κυριολεκτικά, είπα να διακωμωδίσω λιγουλάκι το παραπάνω. Ξέρω ότι δεν είναι αστείο, φτωχές γυναίκες και απελπισμένοι άντρες, να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Οι μεν για πεντακόσια γαμωευρώ και οι δε για να έρθουν στον -χαμένο πλέον- ευρωπαϊκό παράδεισο.

Tuesday, January 03, 2012

χάπυ νιου γίαρρρρρ

Πάλι πίσω στα κρύα και τα χιόνια μας! Για το καλό! Μετά από δέκα μέρες σε μια Ελλάδα ηλιόλουστη. Τόσο ηλιόλουστη που μέχρι και αρνί ψήσαμε και τραπέζια στρώσαμε στην αυλή του θείου, λες και ήταν Πάσχα.

Δέκα μέρες, που μας γύρισαν χρόνια πίσω. Κι έτσι μας ξαναβρήκε ένα ξημέρωμα στου Σάκη, που παραπονιόταν γιατί έπεσε η δουλειά. "Κρίση?" τον ρωτήσαμε. "Οχι ρε σεις, απλά οι πελάτες μου γέρασαν και πεθαίνουν". Μαζί μας η έξτρα ορντίναρυ θεία του Μήτσου. Αφότου την γνώρισα πριν ενάμιση χρόνο, τρέχω να προλάβω τις στιγμές που χάσαμε και θέλω να είμαι μαζί της με τις ώρες και να τα λέμε. Ολα.

Αλλο βράδυ , με παλιούς συμμαθητές. Εικοσιένα χρόνια μετά, ήμασταν ακόμα σαν να βγήκαμε για διάλειμμα. Τραγουδήσαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και ήταν απίστευτο πως ανακτάς κώδικες επικοινωνίας με ανθρώπους, που το μόνο κοινό σας ήταν τα σχολικά θρανία. Οχι με όλους βέβαια. Είμαι πολύ τυχερή που υπάρχει πάντα ο Τάκης. Και που είναι τόσο δυνατός, αισιόδοξος και σαρκαστικός όσο όταν ήταν ντυμένος Αη Βασίλης στο νηπιαγωγείο. Και που δείχνει σε όλους μας, την φωτεινή πλευρά της ζωής, με μία ψυχική δύναμη που ζηλεύω.

Δυό βράδυα με την μπουμπού και τον Γιώργο. Δεν ξέρω γιατί τα τελευταία επτά χρόνια δεν καταφέραμε να βρεθούμε ούτε μισή φορά. Ετσι έπρεπε, προφανώς. Βρεθήκαμε κι ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Καμία απόσταση σε χρόνο και τόπο, δεν άλλαξε όσα ζήσαμε και νοιώθαμε, κοριτσάκια ακόμα, δέκα χρόνια πριν. Κι όσο κι αν μας άλλαξε ο χρόνος, η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι μας άλλαξε προς την ίδια κατεύθυνση. Οι δρόμοι μας δεν έγιναν παράλληλοι και δεν θα γίνουν ποτέ. Και πάντα θα είμαστε "ίδιες", όπως χαιρέκακα μας αποκαλούσε μια μαύρη ψυχή, κάποτε.

Και τέλος πολλές , γλυκές στιγμές με την οικογένεια και τους συγγενείς, που "στερούμαστε" τα τελευταία χρόνια. Είμαι ακόμα το "κοριτσάκι" του μπαμπά μου, κι ας έχει πλέον ο ίδιος γίνει ένας ταλαιπωρημένος παππούς. Μπορεί να μην δύναμαι, να του ανεβάσω τον πεσμένο στα τάρταρα αιματοκρίτη του, αλλά θέλω να πιστεύω ότι την διάθεση του την ανεβάσαμε λίγο. Δεν θα ξεχάσω το χαμόγελο της μαμάς μου, όταν της έδειξα το καφετί σημαδάκι στο μάγουλό μου."Στο πήρα κι αυτό μάμμυ".

Κι αφού γεμίσαμε μπαταρίες και ψυχή, σε μια Ελλάδα που αδειάζει, πιστεύω ότι ο χρόνος που ήρθε, θα είναι φωτεινός και χαρούμενος. Κι ας προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Γιατί ο μεγαλύτερος, ο πιο αληθινός πλούτος μας, είναι οι δικοί μας άνθρωποι, γύρω μας. Αυτοί που θα γεμίζουν τις ψυχές μας με χαμόγελα. Κι αυτός ο πλούτος, δεν μπορεί να ξεπουληθεί, να φορολογηθεί ή να υποθηκευτεί. Καλό είναι να τον ανακτήσουμε, μιας και κάποιοι από εμάς, τον έχουμε ξεχάσει εντελώς.

Για το κλείσιμο, η καλύτερη ατάκα έβερ, από τον ανηψιό μου: "Παππού δεν θέλω λεφτά και δώρο, αφού κέρδισα το φλουρί!".

Καλή μας χρονιά!