Κλείστηκε στο σπίτι από κεινη τη νύχτα. Οχι ότι έβγαινε πριν, αλλά τώρα κλείστηκε εντελώς. Σφάλισε πόρτες και παράθυρα και δεν δεχόταν κανέναν. Αργά το απομεσήμερο μόνο, μισάνοιγε το πορτόνι κι έπαιρνε μέσα το πιάτο με το φαί, που δεν ήξερε ποιός της άφηνε. Τις πρώτες βδομάδες το τρωγε, το πλαινε και αργά την νύχτα ξανάνοιγε το πορτόνι και το άφηνε απ’ έξω. Σιγά – σιγά η όρεξή της χάθηκε, ούτε κουράγιο είχε να σηκώνεται να φτάνει στο πορτόνι. Το μόνο που δεν σταμάτησε ήταν να προσπαθεί να θηλάσει το μωρό. «Χτικιό σε θηλάζω γιόκα μου, χτικιό η αναθεματισμένη» έκλαιγε τα βράδυα.
Οταν κατάλαβε πως εκτός από χτικιό, τίποτε άλλο δεν είχε να θηλάσει το μωρό, όταν τα στήθια της μαράθηκαν και σταγόνα γάλα δεν έμεινε για το φτωχό, μάζεψε όσο κουράγιο είχε και σύρθηκε στο πορτόνι. Κόλλησε πάνω του καθιστή και περίμενε να ακούσει βήματα. Οποιος της έφερνε φαγητό τόσες μέρες, έπρεπε να την βοηθήσει. Να σύρει στην πόλη και να βρει το σόι του άντρα της. Να προστρέξουν να την βοηθήσουν. Τί άλλο να κανε?
Μεσημέρι πλησιάζε σαν άκουσε τα βήματα. Ανοιξε σιγά σιγά το πορτόνι, ίσα που να βγάλει από το άνοιγμα το πρόσωπό της. Κι είδε τον Γιώργη, τον ξάδελφο. «Τσεβή! Αρρωστη είσαι μωρή?» την ρώτησε κείνος και το προσωπό του ήταν λες κι αντίκρυσε φάντασμα. «Ναι και θέλω μόνο να σύρεις στα αδέλφια του Δημητρού, να τους πεις να έρθουν, τους θέλω να τους κουβεντιάσω» του ψιθύρισε μονοκοπανιά, λες και θα τέλειωνε ο αέρας στα πνευμόνια της και δεν θα προλάβαινε να τελειώσει την φράση. «Να σύρω, ναι αλλά το παιδί? Το παιδί τί κάνει Τσεβή?» «Το παιδί καλά είναι, εγώ δεν είμαι. Και δεν μπορώ και τις κουβέντες, ένα θέλημα σου ζήτησα». «Να στο κάνω Τσεβή, αλλά μήπως να πάρω το παιδί? Πως θα το κουμαντάρεις μόνη?» της είπε διστακτικά. «Δεν σου φτάνουν τα δικά σου Γιώργη? Σου περισσεύει ψωμί και για το δικό μου? Αστο το παιδί, καλά είναι , μόνο κάνε ό,τι σου ζήτησα» του απάντησε κι η φωνή της πνίγηκε. Την ήξερε ο Γιώργης την ξεροκεφαλιά της. Ιδια της ήταν η ξαδέρφη της, η γυναίκα του. Ακρη μαζί της δεν θα βγαζε. Δεν γύρισε σπίτι του, καβάλησε το μουλάρι του και σουρουπώνοντας έμπαινε στην πόλη. Πήγε στο σόι του Δημητρού, τους είπε τα καθέκαστα. Να τρέξουν να πάνε να την δούνε και να του πουν πότε, να πάει κι αυτός. Θα το παιρνε αυτός το παιδί αν η Τσεβή έμπαινε στο νοσοκομείο. Ενα στόμα παραπάνω δεν του στοίχιζε. Και δεν ήθελε τίποτα, μόνο να μην πάει χαμένο το παιδί. Τα αδέλφια τον άκουσαν και του παν ότι θα πήγαιναν. Δεν ήξεραν πότε, θα του μηνούσαν όταν θα έφταναν στο χωριό. Και τον ευχαριστούσαν για τον κόπο, μήπως να πλάγιαζε εκεί το βράδυ να μην γυρίζει μέσα στη νύχτα? Ευχαρίστησε κι ο Γιώργης κι έφυγε, τα ορφανά στο σπίτι τον περίμεναν, ποιός θα τα τάιζε το βράδυ αν έμενε στην πόλη?
Οταν κατάλαβε πως εκτός από χτικιό, τίποτε άλλο δεν είχε να θηλάσει το μωρό, όταν τα στήθια της μαράθηκαν και σταγόνα γάλα δεν έμεινε για το φτωχό, μάζεψε όσο κουράγιο είχε και σύρθηκε στο πορτόνι. Κόλλησε πάνω του καθιστή και περίμενε να ακούσει βήματα. Οποιος της έφερνε φαγητό τόσες μέρες, έπρεπε να την βοηθήσει. Να σύρει στην πόλη και να βρει το σόι του άντρα της. Να προστρέξουν να την βοηθήσουν. Τί άλλο να κανε?
Μεσημέρι πλησιάζε σαν άκουσε τα βήματα. Ανοιξε σιγά σιγά το πορτόνι, ίσα που να βγάλει από το άνοιγμα το πρόσωπό της. Κι είδε τον Γιώργη, τον ξάδελφο. «Τσεβή! Αρρωστη είσαι μωρή?» την ρώτησε κείνος και το προσωπό του ήταν λες κι αντίκρυσε φάντασμα. «Ναι και θέλω μόνο να σύρεις στα αδέλφια του Δημητρού, να τους πεις να έρθουν, τους θέλω να τους κουβεντιάσω» του ψιθύρισε μονοκοπανιά, λες και θα τέλειωνε ο αέρας στα πνευμόνια της και δεν θα προλάβαινε να τελειώσει την φράση. «Να σύρω, ναι αλλά το παιδί? Το παιδί τί κάνει Τσεβή?» «Το παιδί καλά είναι, εγώ δεν είμαι. Και δεν μπορώ και τις κουβέντες, ένα θέλημα σου ζήτησα». «Να στο κάνω Τσεβή, αλλά μήπως να πάρω το παιδί? Πως θα το κουμαντάρεις μόνη?» της είπε διστακτικά. «Δεν σου φτάνουν τα δικά σου Γιώργη? Σου περισσεύει ψωμί και για το δικό μου? Αστο το παιδί, καλά είναι , μόνο κάνε ό,τι σου ζήτησα» του απάντησε κι η φωνή της πνίγηκε. Την ήξερε ο Γιώργης την ξεροκεφαλιά της. Ιδια της ήταν η ξαδέρφη της, η γυναίκα του. Ακρη μαζί της δεν θα βγαζε. Δεν γύρισε σπίτι του, καβάλησε το μουλάρι του και σουρουπώνοντας έμπαινε στην πόλη. Πήγε στο σόι του Δημητρού, τους είπε τα καθέκαστα. Να τρέξουν να πάνε να την δούνε και να του πουν πότε, να πάει κι αυτός. Θα το παιρνε αυτός το παιδί αν η Τσεβή έμπαινε στο νοσοκομείο. Ενα στόμα παραπάνω δεν του στοίχιζε. Και δεν ήθελε τίποτα, μόνο να μην πάει χαμένο το παιδί. Τα αδέλφια τον άκουσαν και του παν ότι θα πήγαιναν. Δεν ήξεραν πότε, θα του μηνούσαν όταν θα έφταναν στο χωριό. Και τον ευχαριστούσαν για τον κόπο, μήπως να πλάγιαζε εκεί το βράδυ να μην γυρίζει μέσα στη νύχτα? Ευχαρίστησε κι ο Γιώργης κι έφυγε, τα ορφανά στο σπίτι τον περίμεναν, ποιός θα τα τάιζε το βράδυ αν έμενε στην πόλη?
Συνεχίζεται...
No comments:
Post a Comment