Την γύρισαν στο σπίτι αποκαμωμένη. Οχι, δεν τις ήθελε τις περιουσίες τους. Στιγμή δεν τις λογάριασε. Είχε το χωραφάκι, το καλύβι της το είχε, θα το μεγάλωνε το παιδί της. Οι γονείς της δεν ζούσαν, τα αδέρφια χαμένα από χρόνια στην Αμερική , κάτι ξαδέρφια όλα κι όλα, αλλά και πάλι θα τα βόλευε. Ποτέ μην έσωνε και την παράτρεχε το σόι του, ένα παιδί θα το μεγάλωνε, όπως και να χει. Μόνο να γένναγε, να τέλειωνε κι αυτό, δεν άντεχε άλλο την κοιλιά της και την προσμονή.
Γέννησε το παιδί μόνη της, στο καλυβάκι της. Ούτε που άκουσε κανένας τα ουρλιαχτά του πόνου της, όλοι ήταν στα χωράφια τους. Σαν μπόρεσε και συμαζεύτηκε, το πλυνε, το σταύρωσε και το ντυσε. Αγόρι. «Αχ ρε Δημητρό, να βλεπες τον γιό σου κακομοίρη μου, να γέλαγε το πικραμένο το χειλάκι σου», σκέφτηκε. Ηταν όμορφο παιδί και γερό, της έμοιαζε. Αντρακλας θα γινόταν, ήδη τον φανταζόταν να πέφτει στην Πηγή τα Φώτα και να πιάνει πρώτος τον σταυρό. Ηταν το βραβείο της, η ζωή της όλη και το χρωστούσε στην γέρικη αγκαλιά του Δημητρού. «Αχ Δημητρό μου, το όνομα σου θα το πω , μόνο το καλό που σου θέλω, να κρατάς την πλάκα σου», μουρμούρισε. Ο Δημητρός, ανέκαθεν βαριάκουγε, ίσως γι’ αυτό δεν άκουσε το μουρμουρητό της.
Στους τρεις μήνες πάνω άρχισε να φέγγει η Τσεβή. Στα χωράφια να δουλέψει δεν μπορούσε, με το μωρό παραμάσχαλα. Ο,τι χόρτο έβρισκε έξω από την πόρτα της μάζευε και το βραζε να φάει. Και τις νύχτες που ξύπναγε να το θηλάσει το κακορίζικο, ένοιωθε ότι το μωρό μαζί με το γάλα της, θήλαζε κι όση ζωή της απέμενε. Μπήκε χειμώνας και ξύλα δεν είχε να ζεστάνει το καλύβι. Ο ξάδελφος ο Γιώργης, της πήγε μια δυο φορές και τον απόδιωξε. «Χήρος είσαι Γιώργη και να μην ξανάρθεις εδώ, κοίτα τα παιδιά τα δικά σου. Εγώ το δικό μου θα το αναστήσω», του πρόσταξε. Δεν της κράτησε κακία ο Γιώργης κι όποτε έβρισκε ευκαιρία, ένα πιάτο φαί στην πόρτα της το ακούμπαγε χωρίς να τον δει. Εξη παιδιά ανάσταινε μόνος του, ήξερε τί θα πει αυτό.
Ξαπλωμένη στην στρωματσάδα της ήταν, τότε που την έπιασε ο βήχας. Τόσο δυνατά έβηχε που ξύπνησε ο μικρός Δημήτρης κι άρχισε να κλαίει. «Σύχασε γιόκα μου» πήγε να του πει και πνίγηκε στο αίμα. «Θεέ μου, δεν σου φτασαν τόσα που μου στειλες , τώρα μου στέλνεις το χτικιό? Τώρα που έχω παιδί να αναστήσω?» σκέφτηκε. Μόλις έκοψε λίγο ο βήχας , ανακάθισε και πήρε το μωρό αγκαλιά. «Αχ γιέ μου, να σε βαφτίσω πρέπει. Να προλάβω. Το ‘ταξα του πατέρα σου, φεγγάρι μου» το νανούρισε. Απλωσε το χεράκι του ο Δημητράκης και το φώλιασε στην κοτσίδα της. Δάκρυα κύλησαν στα κοκκινισμένα μάγουλά της. «Αν μαθευτεί, πως έχω το χτικιό θα μου το πάρουν το παιδί» σκέφτηκε.
Γέννησε το παιδί μόνη της, στο καλυβάκι της. Ούτε που άκουσε κανένας τα ουρλιαχτά του πόνου της, όλοι ήταν στα χωράφια τους. Σαν μπόρεσε και συμαζεύτηκε, το πλυνε, το σταύρωσε και το ντυσε. Αγόρι. «Αχ ρε Δημητρό, να βλεπες τον γιό σου κακομοίρη μου, να γέλαγε το πικραμένο το χειλάκι σου», σκέφτηκε. Ηταν όμορφο παιδί και γερό, της έμοιαζε. Αντρακλας θα γινόταν, ήδη τον φανταζόταν να πέφτει στην Πηγή τα Φώτα και να πιάνει πρώτος τον σταυρό. Ηταν το βραβείο της, η ζωή της όλη και το χρωστούσε στην γέρικη αγκαλιά του Δημητρού. «Αχ Δημητρό μου, το όνομα σου θα το πω , μόνο το καλό που σου θέλω, να κρατάς την πλάκα σου», μουρμούρισε. Ο Δημητρός, ανέκαθεν βαριάκουγε, ίσως γι’ αυτό δεν άκουσε το μουρμουρητό της.
Στους τρεις μήνες πάνω άρχισε να φέγγει η Τσεβή. Στα χωράφια να δουλέψει δεν μπορούσε, με το μωρό παραμάσχαλα. Ο,τι χόρτο έβρισκε έξω από την πόρτα της μάζευε και το βραζε να φάει. Και τις νύχτες που ξύπναγε να το θηλάσει το κακορίζικο, ένοιωθε ότι το μωρό μαζί με το γάλα της, θήλαζε κι όση ζωή της απέμενε. Μπήκε χειμώνας και ξύλα δεν είχε να ζεστάνει το καλύβι. Ο ξάδελφος ο Γιώργης, της πήγε μια δυο φορές και τον απόδιωξε. «Χήρος είσαι Γιώργη και να μην ξανάρθεις εδώ, κοίτα τα παιδιά τα δικά σου. Εγώ το δικό μου θα το αναστήσω», του πρόσταξε. Δεν της κράτησε κακία ο Γιώργης κι όποτε έβρισκε ευκαιρία, ένα πιάτο φαί στην πόρτα της το ακούμπαγε χωρίς να τον δει. Εξη παιδιά ανάσταινε μόνος του, ήξερε τί θα πει αυτό.
Ξαπλωμένη στην στρωματσάδα της ήταν, τότε που την έπιασε ο βήχας. Τόσο δυνατά έβηχε που ξύπνησε ο μικρός Δημήτρης κι άρχισε να κλαίει. «Σύχασε γιόκα μου» πήγε να του πει και πνίγηκε στο αίμα. «Θεέ μου, δεν σου φτασαν τόσα που μου στειλες , τώρα μου στέλνεις το χτικιό? Τώρα που έχω παιδί να αναστήσω?» σκέφτηκε. Μόλις έκοψε λίγο ο βήχας , ανακάθισε και πήρε το μωρό αγκαλιά. «Αχ γιέ μου, να σε βαφτίσω πρέπει. Να προλάβω. Το ‘ταξα του πατέρα σου, φεγγάρι μου» το νανούρισε. Απλωσε το χεράκι του ο Δημητράκης και το φώλιασε στην κοτσίδα της. Δάκρυα κύλησαν στα κοκκινισμένα μάγουλά της. «Αν μαθευτεί, πως έχω το χτικιό θα μου το πάρουν το παιδί» σκέφτηκε.
Συνεχίζεται...
No comments:
Post a Comment