Ακουγε το μωρό δίπλα της να κλαψουρίζει και βλαστήμαγε την τύχη της. Μέρες ξάπλωνε άρρωστη η Τσεβή. Κι ενώ τόσο το λαχτάρησε τούτο το παιδί, λες κι έφερε μαζί του όλη την κακοτυχία της γης με το που γαντζώθηκε στα σπλάχνα της.
Ναι, ήταν γέρος ο Δημητρός, ο άντρας της. Το ήξερε κι όταν τον παντρεύτηκε αλλά κι εκείνη πατημένα τα τριάντα, τί καλύτερο θα έβρισκε? Δεν ήταν κι από πλούσια γεννιά. Ενα χωραφάκι και το καλύβι τους όλη η προίκα της. Ο Δημητρός είχε λεφτά και ήταν από γνωστή οικογένεια, δήμαρχοι στην πόλη μόνο από τα σόγια του έβγαιναν. Ετσι δεν την πείραξε ούτε που ήταν γέρος, ούτε που ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από δαύτη. Τις είδαμε και τις ομορφάδες, όσο όμορφη κι αν ήταν στο ράφι θα ‘μενε αν δεν βρισκόταν ο χριστιανός. Αρνιόταν κι η ίδια να παραδεχτεί, πως όταν ήταν πιο μικρή, σαν το ποτάμι, έτρεχαν τα προξενιά κι εκείνη τα απόδιωχνε με την ελπίδα να μην παντρευτεί στο χωριό. Τόσο ξεροκέφαλη ήταν που σκεφτόταν πως έπιασαν τόπο οι προσευχές της , να την πάρει άντρας από την πόλη. Μόνο που στην πόλη δεν πήγε. Καχεκτικός και άβουλος ο Δημητρός, ντροπή ήταν για το σόι του κι όταν θα ήταν πια να τον γηροκομήσουν, του βρήκαν νύφη και τον ξαπόστειλαν. Το είχε το καλυβάκι της, τί το θελε το σπίτι στην πόλη.
Σαν κατάλαβε πως περιμένει παιδί, λουλούδιασε ολάκερη. Δεν θα μενε άκληρη κι ας το φοβόταν. Χαλάλι η ανοχή της στα γέρικα αγκαλιάσματα του Δημητρού. Θα έκανε αυτή το γιο, να σκάσει και το σόι του που τον απόδιωξε κι απλά περίμενε να του φάει την περιουσία. Μάνα θα γινόταν, δεν θα μενε η νοσοκόμα του.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί για πολύ. Λες κι ο Θεός αποφάσισε σιγά – σιγά να της ζητάει επιστροφή τα χαρισμένα. ‘Η μήπως δεν της τα χάρισε ποτέ? Ενα μεσημέρι, εκεί που έτρωγε, έσβησε ο Δημητρός. Με το κουτάλι στο χέρι, πήγε να βάλει την μπουκιά στο στόμα του κι έπεσε πάνω στο πιάτο. Είδε κι έπαθε να τον συνεφέρει, βρε πώς έγινε χάλια, πανάθεμά τον. Τρεις φορές την μέρα τον άλλαζε, νισάφι πια. Στην αρχή του βαλε τις φωνές, μετά τον ταρακούνησε, στο τέλος τον ικέτεψε να συνέλθει. Κι αφού κατάλαβε ότι δεν θα την άκουγε ποτέ, γονάτισε πλάι του κι άρχισε να ξεφτίζει τις μακρυές κοτσίδες της και να ουρλιάζει. Κομμάτιασε τα μάγουλά της με τα νύχια της, σταγόνες το αίμα κύλησαν πάνω στο λευκό της πουκάμισο αλλά ο Δημητρός δεν ξύπνησε.
Τον κήδεψαν με όλες τις τιμές που άρμοζε στο σόι του. Αποδιωγμένος στη ζωή ο Δημητρός, χαϊδεμένος στον θάνατο. Εκεί που όλοι είναι ίδιοι, εκείνος θα ξεχώριζε. Κι ένα μαύρο κουβάρι στην κηδεία η Τσεβή. Να που το φερε ο Θεός και βρέθηκε στην πόλη. Για να θάψει τον άντρα της. Την έσερναν τα αδέρφα του, πίσω από το φέρετρο μαζί με την τεράστια κοιλιά της. Με γινάτι την έσερναν κι αυτή και την κοιλιά της. Εκείνη η κοιλιά, εκείνο το τελευταίο θυμητήρι του Δημητρού θα ζητούσε κληρονομιές. Ας την σύρουν λοιπόν την χωριάτα μπας και το ρίξει το μούλικο. Γιατί σιγά μην έσπειρε ο Δημητρός παιδί. Μια ζωή αχρηστία έσπερνε, Θεός να τον συγχωράει.
Ναι, ήταν γέρος ο Δημητρός, ο άντρας της. Το ήξερε κι όταν τον παντρεύτηκε αλλά κι εκείνη πατημένα τα τριάντα, τί καλύτερο θα έβρισκε? Δεν ήταν κι από πλούσια γεννιά. Ενα χωραφάκι και το καλύβι τους όλη η προίκα της. Ο Δημητρός είχε λεφτά και ήταν από γνωστή οικογένεια, δήμαρχοι στην πόλη μόνο από τα σόγια του έβγαιναν. Ετσι δεν την πείραξε ούτε που ήταν γέρος, ούτε που ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από δαύτη. Τις είδαμε και τις ομορφάδες, όσο όμορφη κι αν ήταν στο ράφι θα ‘μενε αν δεν βρισκόταν ο χριστιανός. Αρνιόταν κι η ίδια να παραδεχτεί, πως όταν ήταν πιο μικρή, σαν το ποτάμι, έτρεχαν τα προξενιά κι εκείνη τα απόδιωχνε με την ελπίδα να μην παντρευτεί στο χωριό. Τόσο ξεροκέφαλη ήταν που σκεφτόταν πως έπιασαν τόπο οι προσευχές της , να την πάρει άντρας από την πόλη. Μόνο που στην πόλη δεν πήγε. Καχεκτικός και άβουλος ο Δημητρός, ντροπή ήταν για το σόι του κι όταν θα ήταν πια να τον γηροκομήσουν, του βρήκαν νύφη και τον ξαπόστειλαν. Το είχε το καλυβάκι της, τί το θελε το σπίτι στην πόλη.
Σαν κατάλαβε πως περιμένει παιδί, λουλούδιασε ολάκερη. Δεν θα μενε άκληρη κι ας το φοβόταν. Χαλάλι η ανοχή της στα γέρικα αγκαλιάσματα του Δημητρού. Θα έκανε αυτή το γιο, να σκάσει και το σόι του που τον απόδιωξε κι απλά περίμενε να του φάει την περιουσία. Μάνα θα γινόταν, δεν θα μενε η νοσοκόμα του.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί για πολύ. Λες κι ο Θεός αποφάσισε σιγά – σιγά να της ζητάει επιστροφή τα χαρισμένα. ‘Η μήπως δεν της τα χάρισε ποτέ? Ενα μεσημέρι, εκεί που έτρωγε, έσβησε ο Δημητρός. Με το κουτάλι στο χέρι, πήγε να βάλει την μπουκιά στο στόμα του κι έπεσε πάνω στο πιάτο. Είδε κι έπαθε να τον συνεφέρει, βρε πώς έγινε χάλια, πανάθεμά τον. Τρεις φορές την μέρα τον άλλαζε, νισάφι πια. Στην αρχή του βαλε τις φωνές, μετά τον ταρακούνησε, στο τέλος τον ικέτεψε να συνέλθει. Κι αφού κατάλαβε ότι δεν θα την άκουγε ποτέ, γονάτισε πλάι του κι άρχισε να ξεφτίζει τις μακρυές κοτσίδες της και να ουρλιάζει. Κομμάτιασε τα μάγουλά της με τα νύχια της, σταγόνες το αίμα κύλησαν πάνω στο λευκό της πουκάμισο αλλά ο Δημητρός δεν ξύπνησε.
Τον κήδεψαν με όλες τις τιμές που άρμοζε στο σόι του. Αποδιωγμένος στη ζωή ο Δημητρός, χαϊδεμένος στον θάνατο. Εκεί που όλοι είναι ίδιοι, εκείνος θα ξεχώριζε. Κι ένα μαύρο κουβάρι στην κηδεία η Τσεβή. Να που το φερε ο Θεός και βρέθηκε στην πόλη. Για να θάψει τον άντρα της. Την έσερναν τα αδέρφα του, πίσω από το φέρετρο μαζί με την τεράστια κοιλιά της. Με γινάτι την έσερναν κι αυτή και την κοιλιά της. Εκείνη η κοιλιά, εκείνο το τελευταίο θυμητήρι του Δημητρού θα ζητούσε κληρονομιές. Ας την σύρουν λοιπόν την χωριάτα μπας και το ρίξει το μούλικο. Γιατί σιγά μην έσπειρε ο Δημητρός παιδί. Μια ζωή αχρηστία έσπερνε, Θεός να τον συγχωράει.
Συνεχίζεται...
No comments:
Post a Comment