Friday, December 09, 2011

Η αγάπη όλα τα μπορεί.

Την περασμένη εβδομάδα αρρώστησε ο Μήτσος-Τζαβάρ. Ηταν τόσο άσχημα, που ο γιατρός ήταν σαφής. "Αν αύριο δεν σηκωθεί, δεν έχει νόημα να του κάνω άλλες ενέσεις". Ο Ιορντάν βρήκε το σημείο που θα τον πηγαίναμε. Επρεπε να μεταφερθεί πριν πεθάνει (πώς να το μεταφέρεις το τέρας αν δεν σέρνεται έστω?) και ο καλός γιατρός μας θα κανόνιζε τα υπόλοιπα. Βασικά δεν ήθελα με τίποτα να πεθάνει μπροστά στη Γωγώ.

Λες και ο Μήτσος πήρε χαμπάρι τί του ετοιμάζαμε, έβαλε τα δυνατά του και το Σάββατο το πρωί ξεχύθηκε στο προαύλιο σαν γνήσιο αραβικό που είναι (αν και γερασμένο όσο ο συγχωρεμένος ο Γκαντάφι). Την Κυριακή κατέφθασε μετά τιμών ο ντιάντο Λίτσο με φρέσκο σανό, να το γιορτάσει ο Μήτσος-Λάζαρος μετά της συμβίας. Κι εγώ πήρα ανάσα και είπα την μεγάλη κουβέντα-μαλακία. "Αν το πάθαινε η Γωγώ θα το άντεχα, αλλά δεν αντέχω να χάσουμε τον Μήτσο!".

Η ώρα ήταν ανοιχτή προφανώς, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου αν ζούσε. Κι έτσι χθες το μεσημέρι΄, βγήκα για μισό λεπτό από το γραφείο κι έπεσα πάνω στον κτηνίατρο. "Πώς από δω?" τον ρώτησα. "Δεν σας είπε ο Δημήτρης τίποτα? Η θηλυκιά είναι πολύ άσχημα". Κατά τον γιατρό, η Γωγώ ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Δεν θα την έβγαζε την νύχτα. Την πλάκωσε στις ενέσεις μεν, αλλά βελτίωση δεν περίμενε. Πήρα τον Μπόυκο να στείλει ένα φορτηγό. Να την πάμε στο σημείο που θα πηγαίναμε τον αρσενικό, μια βδομάδα πριν. Δεν ήθελα με τίποτα να πεθάνει μπροστά στον Μήτσο. Οταν το φορτηγό βρέθηκε, ο φύλακας μου είπε ότι προσπαθεί να την κάνει να κινηθεί λίγο. Σηκωνόταν, έπεφτε. Πιάστηκα στο ότι σηκωνόταν. Κι ας έπεφτε αμέσως. "Να της δώσουμε μια ευκαιρία?" είπα στην Ελένα. "Μόνο απόψε να περιμένουμε. Μήπως τα καταφέρει! Ας το κάνουμε αύριο". "Ο γιατρός είπε ότι αν δεν σηκωθεί να κινηθεί, δεν θα τα καταφέρει". Ισως να έπαιξε ρόλο κι ο εγωισμός μου. Δεν άντεχα να χαθεί κάποια που είχε το όνομά μου. Κι ας μην της έδινα την παραμικρή σημασία, πέντε χρόνια τώρα.

Η αγάπη όμως, όλα τα μπορεί. Κι όσα φαντάζουν ακατόρθωτα. Ακόμα κι αν πρόκειται για αγάπη μεταξύ αλόγων. Από χθες το απόγευμα μέχρι σήμερα τα ξημερώματα, ο Μήτσος βγήκε από την συνήθη απραξία του ως γέρος και κουρασμένος και έβαλε σκοπό να σώσει την συντροφό του. Την κουτούλαγε με τόση μανία για να σηκωθεί, την τραβούσε σαν τρελλός. Αφού κατάφερε να την σηκώσει όρθια, δεν άφησε κανέναν να τους πλησιάσει. Δυό βήματα μαζί. Επεφτε. Ξανά κουτουλιές να σηκωθεί. Αντε, άλλα δυό βήματα. "Δεν θα μείνω μόνος μου τρελλόγρια!" έμοιαζε να της λέει. Οι φύλακες δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που γινόταν.

Οπως δεν το πίστεψε κι ο γιατρός μας, σήμερα το πρωί. Μπήκε με ένα πλατύ χαμόγελο στο γραφείο μου και άρχισε να μου μιλάει στα αγγλικά! Τόσο χαρούμενος ήταν, που δεν έψαχνε τις λέξεις όπως συνήθως. "Δεν το περίμενα! Δεν υπήρχε ελπίδα κι ας μην στο έλεγα! Θαύμα έγινε!". Τα κλείσαμε λοιπόν στον χώρο τους, με μια γερή παρτίδα σανό. Να γιορτάσουν το Σαββατοκύριακο. Να μην βγουν για μερικές μέρες, να μπορέσουν να δυναμώσουν για τα καλά.

Αυτό που κατάλαβα είναι ότι αποκλείεται να μπορέσουμε να τα χωρίσουμε. Δεν θα το επιτρέψουν τα ίδια. Κι αν ο ένας κάποια μέρα φύγει, ο άλλος θα πρέπει να τον ακολουθήσει αμέσως. Η ανησυχία του Μήτσου-Τζαβάρ, δεν θα ήταν αν έβλεπε την Γωγώ να πεθαίνει μπροστά του. Θα ανησυχούσε μόνο, μήπως δεν τον βοηθήσουμε να πεθάνει μαζί της.


Monday, December 05, 2011

Πέτια

- Την Δευτέρα δεν θα έρθεις για δουλειά. Σου κλείσαμε ραντεβού σε μία κλινική.

- Να πάω εδώ στο νοσοκομείο, τί την θέλω την κλινική?

- Θα πας στην κλινική. Τα έξοδα τα αναλαμβάνει η εταιρεία.

- Γιατί? Πόσο θα κάνει η ρημάδα η κλινική?

- Αν ψοφήσεις, κατ' έθιμο, πρέπει να σου αναλάβουμε την κηδεία και κοστίζει περισσότερο.

- Χαχαχααχααααα! Σιγά το περισσότερο! Θα πείτε του Νάσκο στο ξυλουργείο να πάρει δυό χαρτόνια...

- Τέτοια χοντρή που είσαι αγάπη μου, δεν πρόκειται να αντέξουν τα χαρτόνια! Θα σε σκορπίσουμε στο δρόμο.

- Χαχαααααα!

- Εσύ θες ειδική κατασκευή, με ένα κάρο ξύλο. Και λόγω της θέσης σου, ταπετσαριστό και με δέρμα! Γι' αυτό σου λέω. Αντε να πας στην κλινική.


Πετούνια μου, το ξέρεις ότι σε αγαπάω. Γι' αυτό και μπορώ, να σου μιλάω έτσι κι εσύ να γελάς. Καλά αποτελέσματα γιατί μου λείπεις ήδη!

Friday, December 02, 2011

Στο ίδιο έργο θεατής.

Αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι στο ίδιο έργο θεατής, μετά από δέκα χρόνια.

Τελικά κάποιοι άνθρωποι, παρόλες τις φανφάρες τους δεν έχουν μάθει να δίνουν ψυχή. Κι ούτε πρόκειται. Αγνοούν τί σημαίνει, τί κοστίζει. Εγώ πάλι σαν μαλάκας, δεν μπορώ να αγγίξω τίποτα χωρίς να του στάξω σταγόνες από την ψυχή μου.

Και το συγκεκριμένο, είναι το "παιδί μου". Το μοναδικό "παιδί" που γέννησα και μεγαλώνω.

Κάποτε είχα πει ότι αν το πειράξουν, θα το κάψω και θα καώ μέσα του. Και το εννοούσα. Κι ας γελάσαμε.

Σήμερα καταλαβαίνω, ότι έλεγα μαλακίες. 'Οτι κακώς το εννοούσα. Μια μάνα που αγαπάει το παιδί της, δεν καίγεται μαζί του. Εχει πάντα την δύναμη να κάψει, όποιον τόλμησε να το πειράξει. Εχω νέα... κάπου θα μυρίσει καμμένο.

Wednesday, November 23, 2011

Οι εικόνες που πονάνε.

Αφορμή για το σημερινό, είναι το ποστ μιας διαδικτυακής φιλενάδας. 'Η μάλλον, η απάντησή της στο σχόλιο μου στο συγκεκριμένο ποστ. Γιατί σχολίασα, κοιτάζοντας όπως πάντα την τελευταία αχτίδα του ήλιου, σε έναν κατάμαυρο ουρανό. Η απάντησή της και οι απαντήσεις όλων των άλλων σχολιαστών, μου έδωσαν να καταλάβω ότι οι περισσότεροι Ελληνες αυτή τη στιγμή, δεν μπορούν να δουν καμία αχτίδα ήλιου. Οχι γιατί είναι τυφλοί. (Εγώ άλλωστε με έξη βαθμούς μυωπία, συγκαταλέγομαι στους απολύτως στραβούς). Γιατί πολύ απλά, αυτή η αχτίδα, ακόμα κι αν υπάρχει, δεν είναι ορατή σε ανθρώπους που ζουν κάτω από το σοκ, της μαυρίλας του ουρανού τους. Ενός ουρανού, ηλιόλουστου μέχρι πρότεινος.

Το σκοτάδι, δεν το συνηθίζεις με την πρώτη. Στην αρχή σε καταλαμβάνει πανικός. Φοβάσαι ότι τυφλώθηκες ξαφνικά. Μετά από λίγο, κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα, βλέπεις τα πρώτα σχήματα , καταλαβαίνεις ότι απλά, είναι σκοτάδι. Δεν είσαι εσύ τυφλός. Και παίρνεις μια πρώτη ανάσα. Και προσπαθείς να δεις μέσα στο σκοτάδι. Γιατί που θα πάει. Θα ξημερώσει. Η μαγκιά είναι βέβαια να μην το συνηθίσεις. Πρέπει πάντα, να αναζητάς το ξημέρωμα. Τέλος.

Πού κολλάει αυτό? Οταν πρωτοήρθα στην Βουλγαρία, έξη και χρόνια πριν, κάθε μέρα έτρωγα και μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Αιτία, οι παρακάτω εικόνες :

- Η μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, έψαχνε Κυριακή μεσημέρι, στους κάδους σκουπιδιών για να βρει κάτι να φάει.

- Ολες οι οδικές αρτηρίες, ήταν γεμάτες από κοριτσάκια και γυναίκες που πουλιόντουσαν για δυόμιση ευρώ. Από το ξημέρωμα, μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, κάθε εποχή, ακόμα και με τριάντα πόντους χιόνι.

-Στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας (όπως σε όλα τα σχολειά των χωριών), η μόνη θέρμανση ήταν παλιές ξυλόσομπες. Επειδή τα ξύλα στοίχιζαν, ο δήμαρχος ερχόταν και φόρτωνε σε κάρα, το πριονίδι που μας έμενε.

- Τα περισσότερα σπίτια στα χωριά, δεν είχαν τουαλέτες. Μια τρύπα στην άκρη της αυλής, ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Με σανίδια γύρω - γύρω. Η μόνη θέρμανση στα σπίτια, ήταν πάλι "η ερωμένη του τσιγγάνου", όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Δηλαδή η ξυλόσομπα. Τα ξύλα στοίχιζαν. Κι έτσι, η συγχωρεμένη η Λίνκα, η τσιγγάνα καθαρίστριά μας, παράχωνε όλη τη χρονιά στις φαρδιές της τσέπες, κομματάκια από ξύλο που έβρισκε πεταμένα εδώ κι εκεί.

- Τα σκυλιά μας γεννούσαν καλή ώρα, σαν και τώρα. Τα μωρά τους τα έκλεβαν, για να τα πουλήσουν για είκοσι ευρώ. Κι όσα τους ξέμεναν απούλητα, πέθαιναν λίγο μετά από πείνα.

- Ας μην μιλάω για σκυλιά. Τα ιδρύματα ήταν γεμάτα παρατημένα παιδιά. Υγιή και μή. Ιδρύματα απαρχαιωμένα που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε τα βασικά. Την ίδια στιγμή, έγκυοι περνούσαν τα σύνορα για να γεννήσουν και να πουλήσουν το παιδί τους στους πλούσιους γείτονες. Τους Ελληνες.

Και άλλες, πολλές άλλες εικόνες, που θα χρειαζόταν μέρες να γράφω για να τις περιγράψω. Τις αναφέρω στον παρατατικό. Δεν ξέρω γιατί δεν χρησιμοποιώ ενεστώτα, αφού ίδιες είναι και σήμερα. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Απλά δεν είχα την μαγκιά, να μην το συνηθίσω το σκοτάδι. Με κούρασε η αναμονή του ξημερώματος, που δεν ερχόταν. Και πλέον αυτές οι εικόνες με σοκάρουν όλο και λιγότερο. Δεν αποτελούν έκπληξη πια. Και οι μπουνιές στο στομάχι, έγιναν ένας μόνιμος κόμπος, που σφίγγεται μέσα μου. Και που με αναγκάζει όλο και συχνότερα, να εκτιμώ το "μη χειρότερα" και να το παίζω Πολυάννα.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Ελλάδα, που νοσταλγούσα, βλέποντας αυτές τις εικόνες κάποτε, είναι σήμερα στην ίδια μοίρα. Ισως γιατί ελάχιστα την επισκέπτομαι πια. Ισως γιατί δεν έχω δει, αυτές τις εικόνες ακόμα. Την θυμάμαι πάντα, σαν μια ακτίδα ήλιου, στον εδώ κατάμαυρο ουρανό μας. "Να περάσουμε τα σύνορα, να πάρουμε ανάσα" λέμε πάντα με τον Δημήτρη. Γι'αυτό κι όταν την σκέφτομαι, παρ' όσα ακούω και διαβάζω, ψάχνω πάντα την ακτίδα του ήλιου της. Πολυάννα είπαμε.

Δεν ξέρω τί να προτείνω στους συμπατριώτες μου, που βουτάνε τώρα, για πρώτη φορά στο σκοτάδι. Ξέρω όμως, ότι είναι σκληρό, ένας κόμπος να σφίγγεται στο στομάχι σου μόνιμα. Είναι προτιμότερος ο στιγμιαίος πόνος της μπουνιάς. Ειδικά όταν μπορεί να σε προκαλέσει να αντιδράσεις. Είναι οδυνηρό να θεωρείς δεδομένες, τέτοιες εικόνες. Προτιμότερο είναι, να εξακολουθούν να σε σοκάρουν. Αλλιώς, θα μπεις στο κάδρο τους. Μετά τον πανικό που σας προκαλεί το σκοτάδι, να προσπαθήστε να μην το συνηθίσετε. Να μην βυθιστείτε μέσα του. Γιατί δεν είσαστε τυφλοί. Όσο κι αν αργεί το ξημέρωμα, κάποια στιγμή θα έρθει. Σας το λέω, με την επίγνωση του λάθους μου, να μην το περιμένω.

Friday, November 18, 2011

39

Το ότι έκλεισα τα τριανταεννέα, μου πήρε δυό μέρες να το καταλάβω και να το ποστάρω. Βασικά, ο Μητσάκος βιάστηκε να μου ευχηθεί ένα πρωινό νωρίτερα και τον ακολούθησε η Κρέμα, πηδώντας στο κρεββάτι μου. "Αφού την φιλάει ο ντάντυ, ας την φιλήσω κι εγώ", πρέπει να σκέφτηκε. Μετά καταλάβαμε ότι ο μήνας έχει 15 κι όχι 16 και κυνηγήσαμε το ταλαίπωρο, το σκυλί.

Το δείπνο γενεθλίων μου, περιλάμβανε συζητήσεις για αναζήτηση πρωτοτυπίστα και εργονομία του κώλου. Ω ναι, η εργονομία στο προϊόν μας, είναι ακριβώς αυτό. Πως θα βολευτεί ο κώλος σου. Το λέω λοιπόν απλά, για να γίνει κατανοητό.

Κατά την προσφιλή μου συνήθεια, σε όποιον με ρωτάει πόσο χρονών είμαι, θα λέω πλέον, σαράντα. Απεχθάνομαι το τριανταεννέα και δύο ημέρες, ή τριανταεννέα και μισό, που θα απαντούσε κάποιος νορμάλ άνθρωπος. Σαράντα στρογγυλά και τέλος.

Τον Αύγουστο, παραδοσιακά, θα κάνω την τέταρτη τρύπα στο δεξί μου αυτί. Εχω σταμπάρει από τώρα το σημείο. Ψηλά, πάνω από αυτήν των τριάντα. Τί κι αν δεν έχω καμία σχέση πιά, με την Γωγώ των τριάντα? Οι τρύπες, χρόνια δεν κοιτούν.

Οχι, μην βιαστεί κανένας να βγάλει συμπεράσματα. Καμία κρίση ηλικίας δεν περνάω κι ούτε προτίθεμαι. Δεν γεννήθηκα για να μείνω νεαρή και χαριτωμένη. Ούτε που το θέλω κιόλας. Ασε που πατώντας τα σαράντα, κλείνεις και κεφάλαια που πόνεσαν γιατί πιά δεν λές " μα γιατί δεν έγινε?", λες " δεν μπορεί πια να γίνει!" και ξεμπερδεύεις δια παντός. Κι ούτε τολμάει κανένας να σου πει " έχεις καιρό ακόμα!". Αλλο βάσανο αυτό, αυτός ο κανένας με τις κουβέντες του.

Η μόνη σκιά στα γενέθλια μου, ήταν η συγκίνηση του πατέρα μου στο τηλέφωνο. Για πρώτη φορά εδώ και τριανταεννέα χρόνια, μου ευχήθηκε μισοκλαίγοντας. Τον τελευταίο καιρό με κοροϊδευε συχνά "μην ανησυχείς κοριτσάκι μου, δεν θα σε αφήσω να ορφανέψεις μικρή". Αχ ρε μπαμπά, στην παράταση παίζουμε και το ξέρω, μην νομίζεις όμως ότι μεγάλωσα κιόλας.

Μπάι δε γουέι, εκτός από τα σαράντα, η πρόωρη κλιμακτήριος μου χτυπά την πόρτα και κάνω πως δεν την ακούω. Δεν προλαβαίνω δηλαδή να της ανοίξω, να ξεμπερδεύουμε. Αφού είπε να έρθει νωρίτερα από το ραντεβού μας, ας περιμένει κι αυτή.

Χρόνια μου πολύχρωμα λοιπόν! Και εντοιχισμένα!

Friday, November 11, 2011

ο Μίτκο.

Το περασμένο Σάββατο, κατά τις εννέα το βράδυ, χτύπησε το κινητό μου. Είδα ότι με καλεί ο Στάνι και η πρώτη σκέψη ήταν να μην απαντήσω. Ο Στάνι, καλεί απίθανες στιγμές, για κάτι εντελώς ασήμαντο κι εγώ δεν έχω διάθεση να πληρώνω περιαγωγή για ασήμαντα. Η δεύτερη σκέψη μου, ήταν ότι στην Βουλγαρία, η ώρα ήταν δέκα, άρα ίσως και να μην ήταν τόσο ασήμαντο το τηλεφώνημα.

" Ο Μίτκο είναι στο πάρκιν μιας εταιρείας στην Ελλάδα και έπαθε έμφραγμα".

Ο Μίτκο είναι οδηγός μας χρόνια. Από τους πρώτους που γνώρισα όταν ήρθα εδώ. Με τα σπαστά του ελληνικά, με καλημέριζε όταν ερχόταν να φορτώσει. Δεν πλησίασε ποτέ το γραφείο μου, παρά μόνο αν τον φώναζα εγώ. ΄Η όταν έφερνε να μας κεράσει, για τα γενέθλιά του. "Ιδιο ζώδιο είμαστε σέφκα" μου έλεγε. Δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους οδηγούς. Ισως γιατί, δεν φώναζε ποτέ, δεν παραπονιόταν ακόμα κι όταν φόρτωνε μέχρι τα μεσάνυχτα. Και γιατί ποτέ δεν έπαιρνε να μας ζαλίσει, όταν οι πελάτες μας αργούσαν να τον ξεφορτώσουν. Το παράπονο του Στάνι, του εργοδότη του δηλαδή, ήταν ότι καμιά φορά σε αυτόν μπορούσε και να αρνηθεί κάτι. Αν του το ζητούσαμε εμείς, δεν θα αρνιόταν ποτέ. Κι εμείς του χώναμε όλα τα δύσκολα φορτία, γιατί ξέραμε ότι ο Μίτκο ήταν από τους ελάχιστους που θα τα έβγαζαν πέρα.

Την Τετάρτη φόρτωσε. Παραπονέθηκε στην Ελένα, ότι δεν ήθελε να φύγει. Δεν θα προλάβαινε να γυρίσει το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του και ήταν κουρασμένος. Θα προτιμούσε να φύγει την Κυριακή. Ο Στάνι επέμενε. Επρεπε να κερδίσει το φορτίο της επιστροφής, το φορτηγό ήταν καινούργιο, τα έξοδα έτρεχαν, ο καλός του οδηγός έπρεπε να το κάνει. Και θα έπαιρνε ρεπώ στα γενέθλια του. Λίγο το έχεις?

Να μην τα πολυλογώ. Οταν έπαθε το έμφραγμα, οι φύλακες στο εργοστάσιο που βρισκόταν δεν κάλεσαν ασθενοφόρο. Ειδοποίησαν τον Στάνι, χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακρυά. Κι ο Στάνι δεν ήξερε τί να κάνει και μου τηλεφώνησε. Μόνο που εγώ βρισκόμουν ακόμα πιο μακρυά. Σκέφτηκα έναν συνάδελφο, που μισεί να του τηλεφωνείς τα Σαββατοκύριακα. Προς τιμή του, απάντησε στο τηλεφωνημά μου, έστειλε ασθενοφόρο κι έτρεξε κι ο ίδιος στο νοσοκομείο.

" Οκ Στάνι, ηρέμησε. Αφού ο ίδιος επικοινωνεί, όλα θα πάνε καλά".

Με καθησύχασε κι ο Δημήτρης. " Αφού μπήκε στο νοσοκομείο, δεν θα πεθάνει. Θα δεις ότι θα τον σώσουν".

Μόνο που το νοσοκομείο που τον μετέφεραν, δεν είχε μονάδα εμφραγμάτων. Κι όταν το πράγμα σκούρυνε, τον άρπαξαν και τον πήγαν σε άλλο. Εκεί που έπρεπε να έχει πάει από την αρχή, δηλαδή. Γύρω στις δώδεκα, μου τηλεφώνησε ο συνάδελφος και μου ζήτησε τα λεπτομερή στοιχεία του. " Γωγώ, είναι κρίσιμη η κατάσταση". Θεώρησα ότι μου λέει παπάδες, για να δώσει βαρύτητα στο ότι έτρεξε στο νοσοκομείο. "Πάρε με όταν έχεις νεότερα, οκ?".

Δεν κατάφερα να κοιμηθώ μετά. Είχα αγκαλιά το τηλέφωνο και ευχόμουν να μην χτυπήσει. Να ξημερώσει η επόμενη μέρα, να πάει ο Στάνι στην Ελλάδα, να του πάει ρούχα, να μην είναι μόνος. Ξέρω ότι είναι σκληρό να είσαι στο νοσοκομείο μιας ξένης χώρας, εντελώς μόνος. Οι ευχές μου, δεν εισακούστηκαν. Στις τέσσερις χτύπησε το τηλέφωνό μου. Πριν απαντήσω, ήξερα ακριβώς τι θα ακούσω.

- Ρε σύ, Γωγώ.

- Πες το.

- Ρε.... πέθανε! Το πιστεύεις? Πέθανε!

Δεν το πίστευα και δεν το πιστεύω ακόμα. Θα το πιστέψω όταν θα είναι η σειρά του να φορτώσει και δεν θα έρθει. Οταν δεν θα ξανακαλέσω το κινητό του, για να δω αν καθυστέρησε. Δεν πιστεύεις εύκολα ότι χάθηκε κάποιος που ζεις από τόσο κοντά. Κυρίως όταν, δεν είχες ποτέ φανταστεί ότι μπορεί να χαθεί. Εκείνη τη στιγμή όμως , έπρεπε να προσποιηθώ ότι το πίστεψα και να ενημερώσω τους δικούς του. Δεν θα ξεχάσω τους λυγμούς του Μπόυκο όταν του τηλεφώνησα. Δεν καταλάβαινα γιατί κλαίει. Δεν ήθελα να καταλάβω ότι ο Μίτκο έφυγε. Του μιλούσα σαν ρομπότ. Πρακτική όπως πάντα.

- Ξεκινήστε να έρθετε κάτω. Τώρα θα φύγετε! Θα έπρεπε ήδη να είχατε ξεκινήσει, από όταν σας είπα ότι δεν είναι καλά! Τί περιμένατε να ξημερώσει? Φέρε ρούχα μαζί σου. Ο,τι χρειαστείς στην Ελλάδα, πες μου να το κανονίσω. Τί πάει να πεί, δεν μπορείς να το πεις στη γυναίκα του? Παιδί μου, ο άντρας της πέθανε! Είσαι ικανός εσύ, να αποφασίζεις πότε θα το μάθει?

- Είσαστε στο Βέλγιο ακόμα?

- Ναι, αλλά μην ανησυχείς. Κι από εδώ, ό,τι μπορεί να γίνει, θα γίνει. Να με καλείς να σου μεταφράζω, οκ? Μην κάνετε καμιά μαλακία.

Το επόμενο πρωί μου τηλεφώνησε ένα κοράκι. Συνεργαζόταν λέει με το προξενείο κι έπρεπε να πάρει τη δουλειά. Ηταν τόσο επίμονος στο τέταρτο τηλεφώνημα, που έγινα τσουνάμι και με άκουσε όλο το εκθεσιακό. "Συγγνώμη, ζητάς τρεις χιλιάδες ευρώ και επιμένεις κιόλας? Πεντακόσια ευρώ ήταν ο μισθός του χριστιανού! Η οικογένεια θα ενημερωθεί και θα αποφασίσει!" .

" Ναι, αλλά αν δεν πάρω εγώ τη δουλειά, δεν θα περάσει τα σύνορα! Εχω δίπλα μου τον Ιατροδικαστή!" .

" Θα τον κρατήσετε εκεί, για ενθύμιο δηλαδή?" .

Βγήκα έξω για τσιγάρο. Σκέφτηκα τα δικά μου ενθύμια από τον Μίτκο. Ερχόταν πάντα χαμογελαστός. Ακουσα την φωνή του να μου λέει καλημέρα. Θυμήθηκα τα καλοκαίρια, που αν έβγαινε δρομολόγιο για Κρήτη το ήθελε αυτός. Για να πάρει την γυναίκα του μαζί, να δει την θάλασσα. Αλήθεια, τον είδα καθόλου την τελευταία φορά, πριν φύγει?Αν δεν αργούσαν στο νοσοκομείο? Αν δεν είχε τελικά ταξιδέψει? Ο καπνός του τσιγάρου, μου μπήκε στα μάτια και τα θόλωσε. "Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς, δεν έχεις χρόνο να ψάξεις το τί και το πώς. Δεν έχει σημασία τί έγινε και τί δεν θα γινόταν! Ο Μίτκο πρέπει να γυρίσει σπίτι, γαμώτο. Και είσαι η μόνη που μπορεί να το κάνει!", με επανέφερε η πρακτική Γωγώ.

Ο Μίτκο μετά από αγώνα και αγωνίες, γύρισε στο σπίτι, το βράδυ των γενεθλίων του. Ηταν η πρώτη φορά που πέρασε τα σύνορα, χωρίς να είναι στην θέση του οδηγού. Δεν μπόρεσα να τον δω να γυρίζει. Επέστρεψα δυό μέρες αργότερα. Το κέρασμα για τα γενέθλιά του, έγινε από το καινούργιο του σπίτι. Είμαι σίγουρη, ότι τις τελευταίες του στιγμές, κάναμε τα πάντα για να μην νοιώσει μόνος. Με ανακουφίζει αυτό. Τον νοιώθω πάντα, δικό μου άνθρωπο. Και το άξιζε, όσο λίγοι. Σκέφτομαι για μια ακόμη φορά, ότι αυτό που έλεγε η γιαγιάκα μου ισχύει. "Οι καλοί, φεύγουν νωρίς παιδάκι μου".

Thursday, November 10, 2011

Μια εβδομάδα πριν. Φτάνουμε στις Βρυξέλλες πρωί πρωί. Είμαστε στο πόδι από τις τρεις τα ξημερώματα και χρειάζομαι επειγόντως καφέ και τσιγάρο. Στον έλεγχο διαβατηρίων αρχίζουν να σχηματίζονται ουρές. Ο Δημήτρης βαδίζει προς την πιο άδεια και αρχικά τον ακολουθώ. Ξαφνικά κάνω μεταβολή και τον τραβάω στην πιο γεμάτη.

- Παιδί μου, χαζό είσαι? Θα περιμένουμε τρεις ώρες?

- Μα πήγαινες στο γκισέ που λέει " All passports"!

- Και πού είναι το πρόβλημα? "All passports" λέει! Τα δικά μας δεν ανήκουν στο " ΟΛΑ"?

- Πάμε στα Ευρωπαϊκά χρυσέ μου! Μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά που θεωρούμαστε Ευρωπαίοι! Ποτέ δεν ξέρεις!

Φτάνω στο γκισέ μετά από ώρα, ενώ ο Μήτσος μουρμουράει και περιμένω το κλασσικό! Να δει ο μπατσούλης το διαβατήριό μου και να μου πει "Καλημέρα", στα σπαστά του Ελληνικά. Παραδόξως, συμβαίνει πάντα, επί χρόνια. Κι εγώ θα χαμογελάσω. Πώς το ήθελες? Οχι καλημέρα δεν μου είπε. Μόνο στα μούτρα που δεν μου το πέταξε. Εγώ πάντως του χαμογέλασα. Το είχα στον αυτόματο ,το χαμόγελο.

-Χμμμμ , πάει και το "καλημέρα".

- Μήτσο, σου έλεγα να πάρουμε Βουλγαρική υπηκοότητα και δεν ήθελες. Τουλάχιστον με τους Βούλγαρους είναι απλά αδιάφοροι, δεν είναι αγενείς.

Το ίδιο βράδυ, λοιωμένοι από την κούραση, πεταγόμαστε για παϊδάκια και τσίπουρο, στο αγαπημένο μου Ελληνικό εστιατόριο. Οι ιδιοκτήτες και ο σερβιτόρος, παραπονιούνται γιατί οι Βέλγοι θεωρούν και αυτούς υπόλογους για το όλο δράμα.

- Πενήντα χρόνια εδώ. Από τα ορυχεία τους ξεκίνησα, παιδάκι. Και τώρα δουλεύω κάθε μέρα, δεκαπέντε ώρες. Παρότι πήρα σύνταξη. Είναι δυνατόν να λένε ότι οι Ελληνες δεν δουλεύουμε?

Ολες τις υπόλοιπες μέρες, μέχρι και την Κυριακή, τρώμε μόνο εκεί. Παρότι πάντα, τρελλαινόμουν να τρώω φιλέ μινιόν και να πίνω Ντούβελ στο Βέλγιο. Δεν ξέρω τί μας έπιασε και το μόνο που θέλαμε στο τέλος της μέρας, ήταν να πηγαίνουμε με τα πόδια, στο Ελληνικό εστιατόριο.

Δυό μέρες μετά, ένας Ολλανδός έρχεται στο περίπτερο για να γίνει αντιπρόσωπός μας. Ολα καλά κι ωραία, μέχρι που αρχίζει να λέει τα χίλια όσα για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Δεν μπορώ να του πω να πάει να γαμηθεί, αφενός γιατί είμαι ευγενής. Αφετέρου, γιατί τα περισσότερα από όσα λέει, δεν είναι και ψέματα. Απλά, ακόμα κι όταν ξέρεις πόσο χάλιας είσαι, στην δίνει τρελλά να στο λένε και οι ξένοι. Κανόνας! Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Ούτε ο Μήτσος βέβαια, που πήγε να τον βουτήξει. Την κατάσταση έσωσε ο Φρεντ, ο οποίος στόλισε τους Ολλανδούς, όσο δεν πάει. Ο τύπος δεν του είπε να πάει να γαμηθεί, απλά δεν τον βλέπω να καίγεται και για την αντιπροσωπεία. Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ.

Χθες, μιλάμε με δύο πελάτες που συναντώ πρώτη φορά. Είναι πρόσχαροι και γελαστοί, παρότι κάθε φορά μου βγάζουν την πίστη για να πληρώσουν πριν φορτώσουμε. Και αντιστρόφως, κάθε φορά, τους βγάζουμε την πίστη να πληρώσουν για να φορτώσουμε. Οταν ακούνε ότι είμαστε Ελληνες, βγάζουν από την τσέπη τους είκοσι ευρώ. " Για την σωτηρία της Ελλάδας", λένε γελώντας. Γελάμε μαζί τους. Ξέρω ότι δεν το κάνουν από αγένεια. Δεν έχουν καμία διάθεση να μας προσβάλλουν. "Ασε καλύτερα! Θα σου χρειαστούν για την προκαταβολή που πρέπει να μας στείλεις", απαντάω. Νέα γέλια. Δεν το είπα από αγένεια. Το είπα για να ισοφαρίσω το γκολ, που έφαγα λίγο πριν. Γιατί όσο κι αν έχω απεμπλακεί από την Ελλάδα, όσο κι αν δεν εξαρτάται η ζωή μου από δαύτη, αυτός ο μόνιμος διασυρμός της, τρυπάει σαν αγκάθι. Και πονάει. Ας μην φέρνει δάκρυα στα μάτια, ας μην πνίγει λυγμούς στον λαιμό. Πονάει.

Κάθε φορά που επέστρεφα από την Ευρώπη, διαλυόμουν στην σκέψη ότι με περιμένει και πάλι η Σόφια. Οχι όμως και αυτή τη φορά. Χθες τα μεσάνυχτα, κατεβαίνοντας από την "Μάγια την Μέλισσα" των Βουλγαρικών αερογραμμών και πατώντας το πόδι μου σε βουλγαρικό έδαφος, ένοιωσα μια τρομερή ανακούφιση. Εδώ βλέπεις, οι άνθρωποι, δεν έχουν κανένα ευρώ που απειλείται από τους "διεφθαρμένους Ελληνες". Είναι και οι ίδιοι, στον πάτο της Ευρώπης έτσι κι αλλιώς. Αν ασχοληθούν μαζί μας, θα είναι μόνο για να ανακαλύψουν με ποιές ωραίες τεχνικές φάγαμε όσα φάγαμε. Για να μάθουν και κάτι χρήσιμο.

Θα φτάσουμε στο σπίτι στις τρεις τα ξημερώματα. Θα έρθουμε στο γραφείο στις οκτώ. Και θα δουλέψουμε όπως πάντα, δεκατρείς ώρες. Στα κορίτσια, θα πω ότι η έκθεση πήγε καλά κι ότι πήξαμε στις παραγγελίες. Θα πω κι ότι είμαστε από τις ελάχιστες ανατολικές εταιρείες, που έχουν το προνόμιο να έχουν περίπτερο σε αυτή την έκθεση. Θα πω ακόμα, ότι ένας Βούλγαρος μετανάστης, πέρασε να μας συγχαρεί έκπληκτος, γιατί δεν περίμενε ποτέ να δει εκεί, Βουλγαρική εταιρεία. Θα σπρώξω την τραυματισμένη Ελλάδα, στο βάθος του μυαλού μου και θα την βάλω για ύπνο. Γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω για να την σώσω, είναι αυτό που κάνω χρόνια. Να δουλεύω δεκατρείς και δεκαπέντε ώρες, πληρώνοντας την επιλογή μου να ζήσω μακρυά της. Κι αυτή, με τις δικές της επιλογές, να με διώχνει όλο και πιο μακρυά. Τί κι αν εξακολουθεί να με πονάει το τραύμα της?

Saturday, October 15, 2011

Ασχετα

Πριν δεκαπέντε μέρες, μετά από κάτι φωνές, η Νεβένα έβαλε τα κλάμματα πάνω στο φωτοτυπικό. Πράγμα απολύτως ασυνήθιστο. Οχι οι φωνές, αυτές τις έχουμε σε ημερήσια διάταξη. Το να κλαίει η Νεβένα ήταν το ασυνήθιστο. Γιατί η Νεβένα ήταν ανέκαθεν σκύλα στην δουλειά. Δεν λέει πολλά, κάνει περισσότερα από όσα βλέπεις και μιλάει σαν στρατηγός. Προσπάθησα να την κλείσω στην αγκαλιά μου και να την ηρεμήσω, πράγμα κομματάκι δύσκολο. Γιατί εκτός από σκύλα είναι και ογκώδης. Το φαινόμενο εξηγήθηκε προχθές, η Νεβένα είναι έγκυος!!! "Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή" είπε όταν μας το ανακοίνωσε, με το γνωστό στρατηγικό ύφος της. Εννοούσε προφανώς ότι είναι μικρή ακόμα, άσε που έχουμε και τρελλή δουλειά. "Δεν είναι ο κατάλληλος πατέρας" ήθελα να της πω, αλλά δεν μου πέφτει λόγος. Η Ελένα είπε να της δώσει κουράγιο. " Δεν υπάρχουν κατάλληλες στιγμές σε αυτά! Κοίτα κι εμένα! Ετσι έλεγα στην ηλικία σου! Εφτασα τα τριανταοκτώ και έμεινα χωρίς παιδί". Δεν βλέπω βέβαια να τρελλαίνεται από την έλλειψη παιδιού, αλλά έπρεπε κάτι να πει.

Η Ελένα τρελλαίνεται από τον όγκο της δουλειάς, από τις απαιτήσεις όλων και τις δικές της, απέναντι στον εαυτό της. Εχει μάθει απέξω κι ανακατωτά που βρίσκεται το κάθε χωριό της Γαλλίας. Οταν την ρωτάς που είναι ο τάδε πελάτης, απαντάει " Περιοχή 66" και θες να την πλακώσεις στις μπουνιές. Γιατί δεν είμαστε όλοι το γκουγκλ μαπς! Με τόσες πληροφορίες κάθε μέρα, βραχυκυκλώνει συχνά πυκνά αλλά δεν το βάζει κάτω. Εχει και το άλλο καλό. Παραδέχετε πάντα, "Εκανα λάθος". Το πρόβλημα είναι ότι τα λάθη είναι πολλά. Και το μεγαλύτερό της πρόβλημα, είναι ότι μόλις η Νεβένα γεννήσει, θα κλατάρει μόνη της. Προσπαθεί να κρατάει δυνάμεις και πάει για ύπνο στις έντεκα. "Δεν ξέρω τί μου συμβαίνει πια! Ξαπλώνω στις έντεκα και το μυαλό μου αρχίζει να κάνει σχήματα για φορτώσεις! Μέχρι τις τέσσερις είμαι ξύπνια!" μας είπε χθες.

"Μία από τα ίδια!" της απάντησα. Γιατί κι εμένα με παίρνει το ξημέρωμα. Στο μεταξύ χτυπάω κάτι βόλτες στην κουζίνα και μασουλάω ότι βρω μπροστά μου. Κάθε νύχτα όμως. Τρέμω την μέρα που η ζυγαριά μου θα δείξει το αποτέλεσμα. Ακόμα αντιστέκεται, καρφωμένη στο ίδιο βάρος. Προφανώς όλο αυτό το μπάχαλο, έχει εκαταστήσει ένα σκουλικάκι μέσα μου και μου τρώει τα σπέκουλος και τα μαρόν γκλασέ σε χρόνο ντε τε. "Πώς είσαι?" με ρώτησε χθες το βράδυ ο Δημήτρης, ενώ μαγειρεύαμε για τις μικρές. "Μια χαρά! Αν εξαιρέσεις την κωλογρίπη που μας θέρισε, το ότι το στόμα μου είναι γεμάτο άφθες κι ότι έχω περίοδο κάθε δεκαπέντε μέρες πλέον, είμαι μια χαρά!". Αρχισε να γελάει. "Γιατί, με βλέπεις να έχω κάτι??" τον ρώτησα έτοιμη να γελάσω κι εγώ.

Και η ζωή συνεχίζεται. Τουλάχιστον γελάμε ακόμα...

Saturday, October 01, 2011

Μάρτζιν

- Από παιδί μου την έδιναν τα μάρτζιν. Οταν πρωτοάρχισα να γράφω, έκανα τεράστια στρογγυλά γράμματα. Η μόνιμη αγωνία ήταν να χωρέσουν στις ρίγες του τετραδίου, χωρίς να ξεπεράσουν το μάρτζιν.
Αργότερα, απέκτησα αυτά τα μισητά τετράδια της έκθεσης, με τα θεόφαρδα μάρτζιν στο πλάι. Τόσο φαρδιά και λευκά, ιδανικα για να σου τα κοκκινίζει ο καθηγητής. Τα δικά μου, παρέμεναν ολόλευκα. Οι καθηγητές μου δεν χρησιμοποίησαν ποτέ το μάρτζιν, αρκούνταν να κοκκινίζουν το Η στα γραπτά μου. Το μικρό Η, που πεισματικά το έγραφα σαν κεφαλαίο.
Τα τελευταία χρόνια, ο εφιάλτης μου, έχει ξαναγίνει το μάρτζιν. Δεν είναι μόνο δικός μου εφιάλτης, είναι ένα σωρό ατόμων που συναναστρέφομαι. Για παράδειγμα, των πελατών μας. Επί χρόνια οι τύποι, είχαν βρει την χαρά του μάρτζιν, στην Κίνα. Αγόραζαν τόσο φτηνά, ώστε όσο φτηνά κι αν πούλαγαν, το μάρτζιν τους παρέμενε μέσα στην τρελλή χαρά. Και μαζί με το μάρτζιν τους και αυτοί. Για να χτυπήσουν τον γείτονα-ανταγωνιστή, κατέβαζαν που και που το μάρτζιν, ό,τι γούσταραν έκαναν. Και μετά το κατέβαζε ο γείτονας και άντε από την αρχή. Είχαν πολύ για φάγωμα.
Εχει ο καιρός γυρίσματα όμως. Η Κίνα ακρίβυνε, το δολλάριο πήρε αναβολικά, οι πιστοληπτικές ικανότητες έπιασαν πάτο. Οι πελάτες μου (και όχι μόνο οι"μου", υποθέτω), ανακάλυψαν ότι δεν έχουν την δυνατότητα αλλά ούτε και την διάθεση να γεμίζουν αποθήκες με είδη που ίσως πουληθούν σε επτά μήνες, ούτε να τα προπληρώνουν τρεις με τέσσερις μήνες πριν τα πουλήσουν. Κοτσάρισαν λοιπόν στην μεταστροφή τους και λίγη σάλτσα ευρωπαϊκής συνείδησης, ήτοι "πρέπει να στηρίξουμε την Ευρωπαϊκή παραγωγή σε τόσο δύσκολες για την Ευρώπη μας εποχές" και βουά λα. Ξέχασαν ενδεχομένως βέβαια, ότι ο πελάτης τους, τόσα χρόνια είχε μάθει στις χαμηλές τιμές. Κι ότι ένεκα της κρίσης, θα ζητάει ακόμα χαμηλότερες.
Το ότι έπεσαν σαν λυσσασμένοι στις αγορές εντός Ευρώπης, έριξε λυσσαλέα και το μάρτζιν τους. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να χωνέψουν. Ετσι ακούς το κουλό "μα στην Κίνα είναι φτηνότερο", πολύ πιο συχνά από ότι όταν αγόραζαν από την Κίνα. Δεν μπορείς να τους πεις κατάμουτρα "άντε μαλάκα μου και πάρτο από την Κίνα τότε! Τί μου ζαλίζεις τον έρωτα?". Τους αναλύεις απλά, αυτά που ήδη ξέρουν και προφανώς θεωρούν ότι εσύ δεν τα γνωρίζεις κάν. Κι επειδή πάντα, υπάρχουν και εντός Ευρώπης, εργοστάσια που λειτουργούν σαν Κινέζικα, αρχίζεις να παίζεις κι εσύ με το μάρτζιν σου.
Κι έρχεται μια ωραία στιγμή, που βλέπεις ότι δουλεύεις είκοσι ώρες τη μέρα, επτά μέρες την εβδομάδα και το μάρτζιν σου είναι οριακότατο. Αλλά ξέρεις, πως αν δεν συνεχίσεις στον ίδιο ρυθμό, θα το κάνει κάποιος άλλος κι εσύ θα πας περίπατο. Γιατί πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα κοκκινίζουν το μάρτζιν τους , δεν γράφουν όλοι το μικρό Η σαν κεφαλαίο!
-Οταν πριν ενάμιση μήνα, ένας μεγάλος πελάτης μου παραπονέθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να του πουλάω, ενώ πουλάω και σε σούπερ μάρκετ, με το ζόρι δεν έβαλα τα γέλια. Παρόλα αυτά, προσποιήθηκα ότι τρόμαξα με την απειλή του, πήρα το πρώτο αεροπλάνο και βρέθηκα εκεί. "Ξέρεις ότι πουλάνε κρέατα και τυριά, μαζί με τους καναπέδες σου?" με ρώτησε οργισμένος. Δεν θέλησα να του πω, ότι είχα νοιώσει απίστευτη ικανοποίηση, βλέποντας σε ένα διαφημιστικό της εν λόγω αλυσίδας, τον καναπέ μου οπισθόφυλλο σε ένα οκτασέλιδο γεμάτο σαλάμια, σαμπάνιες και πατέ. Ηταν το μοναδικό έπιπλο σε οκτώ σελίδες ντελικατέσεν!
Ηξερα ότι ο τύπος, δεν είχε εναλλακτικές. Θα αγόραζε και πάλι από εμάς. Κι εγώ όμως, δεν είχα εναλλακτικές. Επρεπε να εξακολουθώ να κανιβαλίζω τα καναπεδάκια μου, βάζοντας τα να ποζάρουν ανάμεσα στα σαλάμια. Γιατί η αλυσίδα παίζοντας με μηδενικό μάρτζιν, κάνει τρελλούς τζίρους. Ενώ ο Πωλ, αναπολεί ακόμα τα μάρτζιν που του έφερνε η Κίνα.
-"Δεν υπάρχει πια αγάπη για το έπιπλο", είπε πρόσφατα ένας γνωστός. "Βλέπεις έναν καναπέ και αρχίζεις να υπολογίζεις τα υλικά και την τιμή του". Στην αρχή σοκαρίστηκα, θα ορκιζόμουν πως αγαπώ τα έπιπλα. Στην συνέχεια, προσπάθησα να θυμηθώ πότε μου άρεσε για τελευταία φορά καναπές. Πότε είπα ¨αυτόν θα τον ήθελα δικό μου"? Δεν μπόρεσα να θυμηθώ, άρα πάνε χρόνια από εκείνη την φορά. Τον καναπέ πλέον, τον βλέπω με το μάτι του πελάτη που θα τον αγοράσει. Και ο δικός μας τελικός πελάτης, ερωτεύεται έναν καναπέ για την τιμή του και μόνο. Γιατί το δικό του, προσωπικό μάρτζιν, είναι ήδη πιο κόκκινο κι από Ινδιάνο.
-Παρότι εξακολουθούμε να αποκαλούμαστε "εργοστάσιο", η κατασκευή ενός καναπέ, παραμένει εντελώς χειρονακτική εργασία. Μπορεί τα ξύλα και το αφρολέξ για τα μαξιλάρια να τα κόβουν μηχανές, αλλά τα καλύμματα ράβονται από γαζώτριες, το μοντάρισμα των σκελετών γίνεται από ξυλουργούς, τα μαξιλάρια γεμίζονται με τα χέρια, η ταπετσαρία είναι πάντα χειροποίητη. Μου προκαλεί δέος η γνώση, ότι κάθε ένας από τους εκατοντάδες καναπέδες που περνάνε κάθε μέρα την ράμπα μας και ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, έχει την δική του ταυτότητα. Εχω δει πολλές φορές ονόματα ή μηνύματα, γραμμένα στα κυριλικά, πάνω στα μαξιλάρια ή τους σκελετούς. Οι εργάτες μας προφανώς, νοιώθουν ότι γράφοντάς τα, ένα μέρος του εαυτού τους, θα ταξιδέψει σε μια χώρα που δεν ξέρουν. Μήνυμα σε μπουκάλι, ένα πράγμα, μόνο που το μπουκάλι είναι το κουφάρι ενός καναπέ.
Αναρωτιέμαι συχνά, αν κάποιος από όσους αγοράζουν έναν καναπέ από εμάς, τον έχει ποτέ διαλύσει για να δει τί κρύβεται μέσα του. Αν έχει διαβάσει ποτέ το όνομα του Ζόρο, γραμμένο στον σκελετό. Μόνη μου απαντάω, επίσης συχνά, πως πιθανότατα δεν το έχει κάνει κανένας. Και γιατί να το κάνει δηλαδή? Τότε γιατί οι εργάτες επιμένουν να γράφουν τα μηνύματά τους, αφού ποτέ δεν θα διαβαστούν? Γιατί είναι ίσως, ένας από τους τρόπους που τους δίνεται να μην στριμώξουν την καταγραφή της ζωής τους στα ριγωτά τετράδια, αλλά να μουτζουρώσουν και το μάρτζιν....

Friday, September 16, 2011

Ουάτ δε φακ?

Πόση διαφορά έχουν τα 150 από τα 127 γραμμάρια? (τόσο τεράστια, που θα την καταλάβει ο ποπός της Φατιμά με την πρώτη!)
Πόση διαφορά έχουν τα 249 από τα 230 εκατοστά? (τόσο τεράστια που θα την καταλάβει το μάτι της Φατιμά με την πρώτη!)
Τί παθαίνεις όταν εκατό κιλά αφρολέξ πέφτουν στο πόδι σου? (Λες, ευτυχώς που δεν έπεσαν στο κεφάλι σου και διόλου δεν σε ενοχλεί ο σπασμένος αστράγαλος. Γιατί πολύ απλά, δεν σε λένε Φατιμά να κυνηγάς εκατοστά και γραμμάρια! Καλή τύχη Παστόκ).
Ουάτ δε φακ, αυτή η εβδομάδα!
Το κερασάκι? Ξελαρυγγιαστήκαμε στα "Κρέμααααα, Κρεμααααά", επί μισή ώρα το πρωί. Βλέπεις ο φύλακας που υποτίθεται ότι μας φυλάει όλους, δεν κατάλαβε ότι του άρπαξαν την Κρέμα!
Ουάτ δε φακ! Δόξα τω Θεώ που την άλλη εβδομάδα έχουμε αργία και θα διακόψουμε για λίγο το φακ. Το μόνο που με απασχολεί, είναι ποιός θα φυλάξει την Κρέμα!

Wednesday, September 07, 2011

Να μας ζήσει!



Η πρώτη ήρθε κατά τύχη. Τα χρόνια πέρασαν και ξεχάσαμε τα ξενύχτια, τους γιατρούς όταν ήταν μωρό, τις αγωνίες μας όταν το έσκαγε χωρίς να την πάρουμε πρέφα. Ξεχάσαμε και τον πόνο, όταν πέρασε ένα μήνα στο νοσοκομείο, με το ποδαράκι της στον γύψο. Είναι πλέον τόσο ανεξάρτητη που έρχεται τα βράδυα στο σπίτι, μόνο για να φάει και να κοιμηθεί. Με το ζόρι μας δίνει σημασία.

Ανακαλύψαμε λοιπόν, ότι θέλουμε μια δεύτερη "κόρη". Να κολλάει πάνω μας με λαχτάρα, να τρελλαίνεται όταν μας βλέπει, να την ταίζουμε με μικρές μπουκίτσες, να της μαθαίνουμε πράγματα. Να λιώνουμε, βλεποντάς την να μεγαλώνει. Η δεύτερη λοιπόν, ήρθε κατ' επιλογή.

Κι έτσι επιστρέψαμε στα ξενύχτια, στα "όχι!" και τα "μή!", στις ζημιές εκεί που δεν το περιμένεις.

Το παράδοξο? Η μεγάλη είναι τόσο υποδειγματική μαζί της , που νοιώθουμε περήφανοι. Η δε μικρή - και το όνομα αυτής, Κρέμα- κάνει τα πάντα για να της μοιάσει. Ηδη την αγαπάει πιο πολύ από ότι εμάς (με μια δόση φόβου βεβαίως).

Ορίστε λοιπόν τα κορίτσια μας !





Thursday, August 04, 2011

Καλό χειμώνα.

Ολουντενίζ , Φετιέ (Μάκρη). Η προτελευταία στάση....

μιας υπέροχης διαδρομής.



ΥΓ : Ηταν η πρώτη φορά μετά από καιρό, που τόσοι άνθρωποι ενθουσιάζονταν στο άκουσμα ότι είμαστε Ελληνες.
(Για τον χάρτη, ας είναι καλά το www.viamichelin.com).


Tuesday, June 21, 2011

Κόκκινα αυτοκόλλητα

Ο δικός μας (ο πρωθυπουργός ντεεε), εδώ και μια εβδομάδα τρώγεται να "μην γίνουμε σαν την Ελλάδα". Οπου σταθεί κι όπου βρεθεί, κατεβάζει ιδέες. Την τελευταία, μου την ανακοίνωσε η Πέτια σήμερα το πρωί, με τον καφέ.

-Ξέρεις έχουμε ένα πρόβλημα, αλλά δεν ήθελα να στο πω χθες που ταξίδευες!

- Πες το , κάθομαι!

- Το κράτος δεν έχει λεφτά και θα εφαρμόσει τις προκαταβολές φόρων. Οπότε το ΦΠΑ που θα μας επέστρεφαν τον Ιούλη, ξέχασέ το.

- Τί λες παιδί μου? Ολο το ΦΠΑ?

- Ναι όλο. Αν έχουμε λιγότερα κέρδη, θα μας τα γυρίσουν πίσω, του χρόνου.

- Να τα φάει σε γιατρούς! Τον ψήφισες αν θυμάμαι καλά! Κι αν δηλαδή δεν πληρώσουμε, τί θα μας κάνει?

- Μα δεν θα μας ρωτήσει, θα τα πάρει από το ΦΠΑ μας. Ασε που αν από κάποιον, δεν έχει τί να πάρει, θα κολλήσει αυτοκόλλητα!

- Αυτοκόλλητα?

- Ναι , κόκκινα. Που δεν αφαιρούνται.

- Ρε Πέτια πας καλά? Τί αυτοκόλλητα και μαλακίες κόκκινες, μου λες?

- Αν χρωστάει μια εταιρεία ή ένα φυσικό πρόσωπο, πάνω σε κινητά και ακίνητα που θα τους ανήκουν, η εφορία θα κολλάει κόκκινα αυτοκόλλητα. Για να βλέπει ο κόσμος ότι χρωστάνε στο Δημόσιο!

- Σαν τον Χίτλερ με τους Εβραίους, δηλαδή ένα πράμα?

- Πες το κι έτσι.

Δεν ήξερα αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Αυτή η ιδέα με τα αυτοκόλλητα, πρέπει να είναι παγκόσμια πρωτοτυπία. Οπως και να έχει, μέχρι σήμερα δεν είχα σκεφτεί ποτέ να καθυστερήσω την παραμικρή πληρωμή στο κράτος. Λεω άλλωστε πάντα και σε Βούλγαρους, ότι αν δεν πληρώνουμε ό,τι πρέπει, δεν θα υπάρχει ανάπτυξη. Αλλά αυτό με τα κόκκινα αυτοκόλλητα, μου δημιούργησε την εντύπωση ότι οδεύουμε προς την παράνοια. Και ξέρω καλά, ότι υπάρχουν εταιρείες που ψυχορραγούν και δεν θα αντέξουν την νέα μόδα. Οπότε μαλακίες ανάπτυξη θα έχουμε.

Οσο κι αν θα μου άρεσε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο (πάει ασορτί και με το σήμα της εταιρείας), δεν θα ήθελα να το δω κολλημένο πουθενά. Αλλά μιας και ο μέγιστος, αποφάσισε να παίξει με τα χρώματα, λέω να εφαρμόσω την ιδέα που μου έχει κολλήσει τις τελευταίες δέκα μέρες! Να αλλάξω υπηκοότητα, για να μπορώ να τον μαυρίζω με την άνεσή μου!


(Από σήμερα, σταματάω να λέω "πoύτσες μπλε"! Πλέον είναι "πoύτσες κόκκινες"!)

Wednesday, June 15, 2011

Ημέρα Εθνικού Πένθους για την Βουλγαρία

Δεν θα ανέβουν οι μισθοί και οι συντάξεις. Κι ας έχουν μπει σε ιγκλού εδώ και δυό χρόνια.

Γιατί φτιάχνουμε ... δρόμους!

Μόνο που δεν προβλέψαμε, πως οι νέοι μας δρόμοι δεν θα διευκολύνουν κανένα από τα παλιά μας Λάντα.

Επιπροσθέτως, κάποιοι από τους υπηκόους μας δεν έχουν, ούτε Λάντα.

Και θα μπαίνουν σε λεωφορεία - ερείπια για να πάνε στην θάλασσα. Εκεί έχει δουλειά, τα καλοκαίρια. Τα παλιά λεωφορεία, έχουν χαμηλότερο ναύλο. Ειδικά όταν ανήκουν σε φαληρισμένες εταιρείες ,με κεφάλαιο 5 ευρώ. Και κάποιος που πληρώνεται εκατό ευρώ το μήνα, διατηρεί το δικαίωμά του να δει για λίγο την θάλασσα. 'Η να πάει εκεί για δουλειά. Με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος.

Ενα - ένα, θα μου πεις. Προέχει να φτιάξουμε τους δρόμους και μετά θα δούμε τί θα κάνουμε με τους απατεώνες. Ασε που θέλαμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις. Κι αυτό το μισό ευρώ για κεφάλαιο, πολύ βόλεψε.

Κι άλλωστε η μόστρα μας είναι οι δρόμοι. Να περνάει ο ξένος με το τζιπ του και να χαίρεται ταξίδι. Δεν μας νοιάζουν οι φτωχοδιάβολοι, που ταξιδεύουν με παλιά λεωφορεία. Και στην θάλασσα ακόμα, τους κρύβουμε δέκα - δέκα σε ανήλιαγα δωμάτια. Μόλις τελειώνει η βάρδιά τους, δεν φαίνονται πουθενά.

Αν δεν χάνονταν οκτώ ψυχές, κανένας δεν θα έψαχνε αν η εταιρεία είναι φαληρισμένη, αν το λεωφορείο ήταν ερείπιο, αν οι τεχνικοί έλεγχοι ήταν μαϊμού. Και μην μου πεις πως δεν ήταν. Με εικοσιπέντε ευρώ στον ελεγκτή, περνάς από τεχνικό έλεγχο και γάιδαρο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να κυρήξουμε μια μέρα πένθους και να τελειώνουμε. Να ανοίξει κι ο δρόμος που αναγκαστήκαμε να τον κλείσουμε, γαμώ το κωλοατύχημα.

Δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε. Η Οχρίδα, το Γιάμπολ και σήμερα η Θράκια. Τρία χρόνια, τρεις ημέρες πένθους. Τουλάχιστον αυτές τις αυξήσαμε, μεγάλε. Και τώρα, ας γυρίσουμε όλοι στην δουλειά μας, γιατί - είπαμε- δουλεύεις μόνος σου.



Wednesday, May 25, 2011

Αντίο

Αχ ρε Τζόννυ!

Δεν προλάβαμε ούτε στο Αμστερνταμ, ούτε στο Αιβαλί να πάμε μαζί.

Στο επόμενο μπανκέτι ο "Μπαρμπα Γιάννης" σου ανήκει.

Δικαιωματικά πιά.

Και θα σε θυμόμαστε που το χόρευες.

Γιατί κάτι μου λέει, πως εκείνος ο χορός, ήταν ό,τι πιο ξένοιαστο έζησες τα τελευταία χρόνια.

Ολα τα άλλα ξέβαψαν σε μια ρόζ μπλούζα, γαμώτο.


Με συγχωρείς που δεν είμαι εκεί σήμερα, το ξέρω. Γιατί ήμουν πάντα εκεί, όταν ήθελες κάπου να μιλήσεις. Και γιατί ήρθε ο "Μητσάκος" σου.

Monday, May 09, 2011

Αγελάδα

- Θα ήθελα να είμαι αγελάδα!

- Αγελάδα στην Ολλανδία?

- Ναι, κοιτάξτε! Χαλαρές, αραγμένες στο γρασίδι, λιάζονται.

- Μήπως θα ήθελες να είσαι αγελάδα στην Ινδία? Είσαι σίγουρη για την Ολλανδία?

- Θέλω να είμαι αγελάδα!

- Ξέρεις πόσα θα έχανες ε? Κι ας ήσουν στην Ολλανδία. Εχεις δει αγελάδα να καπνίζει?

- ......

- Οχι πες μου! Εχεις δει?

- Ναι!

- Ποιά?

- Την Λα βας κυ ρί. Τόσα χρόνια χαχανίζει. Αρα?

- Ναι , αλλά και πάλι δεν θα μπορούσες να ταξιδέψεις...

- Και θα ήσουν και χοντρή!

- Μα καλά! Δεν έχετε δει την Λα Βας Κυ Ρι λάιτ?????

- ????????????

- Εχει κάνει δίαιτα και είναι κορμάρα τώρα!

Tuesday, May 03, 2011

Ατιτλο.

Η Πολυάννα, λείπει σε ταξίδι για δουλειές.....

Υ.Γ.1.Αν την βρει κανείς - σε μένα δεν απαντάει- , να της πει να τσακιστεί να γυρίσει πίσω!!!!!
Υ.Γ.2. Κοίτα που ο Κοστουρίτσα παραμένει διαχρονικός.

Monday, May 02, 2011

Οσάμα και Αυσιέν

Πριν από χρόνια, σε ένα παιχνιδάδικο της Πόλης, αγόρασα την Αυσιέν. Μια ευτραφή, κατάμαυρη κουκλίτσα. Θες γιατί πάντα ονειρευόμουν ένα κοριτσάκι, θες γιατί όταν κόλλησε στο μυαλό μου η σκέψη της υιοθεσίας ονειρευόμουν νεγράκια ή τσιγγανάκια, η Αυσιέν λειτούργησε και λειτουργεί όλα αυτά τα χρόνια σαν υποκατάστατο.

Τα βράδυα μιμούμαι την φωνή της στον Δημήτρη και λέω ό,τι τρελλό και παλαβό μου κατεβαίνει. Μέχρι και μπλογκ της άνοιξα κάποια στιγμή, να λέει τα τρελλά της ον λάιν. Τόσα χρόνια έχει εμπλουτιστεί τόσο πολύ η ιστορία της, που κάποιες φορές ξεφεύγουμε και αναφερόμαστε σε αυτή, σαν να είναι υπαρκτό πρόσωπο. Της φορτώνουμε και κανένα στραβό που και που, διότι ως γνωστόν είναι διαβολεμένα έξυπνη και πανούργα.

Σήμερα το πρωί, διάβασα ότι πέθανε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Ενοιωσα μια βαθιά θλίψη...

Ο Δημήτρης ρώτησε γιατί.

- Νοιώθω σαν να πέθανε η Αυσιέν, απάντησα.

- Η Αυσιέν?

- Ηταν τόσο υπαρκτός όσο και η Αυσιέν, ξέρεις....


Οπως θα έλεγε ο Καβάφης, "Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς Οσάμα Μπιν Λάντεν;

Ο άνθρωπος αυτός ήτο μια κάποια λύσις".

Tuesday, April 12, 2011

Η εκδίκηση της γυφτιάς :Ρ

Είμαι στο προαύλιο και καντηλιάζω τον Μάριο. Εχει βάλει σε μια δερμάτινη πολυθρόνα κάτι απαίσια πόδια, βαμμένα με μια αισχρή μπογιά!

- Μα μου είπες μεταλλικά!

- Σου είπα χρωμίου! Μα είναι μπογιά αυτή? Σε γύφτο τα έφτιαξες?

- Δεν βρήκα άλλη!

Πλησιάζω με ταχείς ρυθμούς το εγκεφαλικό και αρχίζω να ουρλιάζω...

- Μα δεν βλέπεις ότι είναι ΓΥΦΤΙΑ?????

Δεν απαντά και το επαναλαμβάνω δυνατότερα,

- Είναι ΓΥΦΤΙΑ, σου λέω!!!

Βλέπω να πλησιάζουν, ένας ένας οι τσιγγάνοι εργάτες του Ασέν, που μας τσιμεντάρει το προαύλιο.

- Ουχ, άκουσαν το γυφτιά και θίχτηκαν! Θα σε φάω! λέω μέσα από τα δόντια μου στον τρελλοιταλό.

Με έχουν πλησιάσει όλοι και ακούω από τον "αρχηγό" τους.

- Ορίστε σέφκα, μας φωνάξατε?

Μπόζιε, μπόζιε!

Monday, March 21, 2011

Πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?

- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Η φωνούλα είναι παιδική, διστακτική. Γυρίζω να δω. Ενας αδύνατος μικρούλης, όχι πάνω από επτά - οκτώ, με έξυπνη φατσούλα, σχετικά καλοντυμένος. Δεν είναι όμορφος, μπορείς να τον πείς ασχημούλη. Δίπλα του, ένα ακόμα μικρότερο κοριτσάκι. Η αδελφούλα του προφανώς.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Εξακολουθεί να ρωτάει διστακτικά, περιμένοντας απάντηση. Η φωνή του δεν έχει ανέβει ούτε ένα τόνο. Κοιτάζω τον πατέρα. Απροσδιορίστου ηλικίας, κρατάει την μικρή από το χέρι. Δεν τον λες φτωχό, αλλά δεν είναι και λεφτάς. Στην Βουλγαρία, είναι πολύ απλό να ξεχωρίζεις με ένα βλέμμα τον φτωχό και τον πλούσιο. Δεν χρειάζεται να τους κοιτάξεις πάνω από μισό λεπτό.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο? για τρίτη φορά η ερώτηση.
Εχω σταθεί σαν στήλη άλατος μπροστά στο ράφι, δεν κάνω βήμα, θέλω να βάλω τα κλάμματα. Ο μικρός σίγουρα ξέρει να διαβάζει νούμερα, μπορεί να δει την τιμή μόνος του. Αρα η ερώτησή του, είναι ένας έμμεσος τρόπος να δείξει στον μπαμπά του ότι θέλει αυτό το τετράδιο. Ο πατέρας, ή δεν τον ακούει, ή προσποιείται ότι δεν τον ακούει, για τους δικούς τους λόγους. Δεν έχω δει καν ποιό τετράδιο θέλει ο μικρός.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο? τέταρτη φορά, ίδιες λέξεις, ίδιος τόνος. Ούτε ίχνος παιδικού εκνευρισμού, επειδή δεν λαμβάνει απάντηση.
Μου έρχεται να του κάνω δώρο το τετράδιο. Μόνο και μόνο για να μην ξανακούσω την ερώτηση. Καταπίνω την έντονη επιθυμία μου να κλάψω γοερά, μπροστά σε ένα ράφι με τετράδια. Είναι χαζό αυτό που μου συμβαίνει. Μην πω βλακώδες. Ο μπαμπάς του δεν είναι κουτός, αν ήθελε τετράδιο θα του το αγόραζε. Πολύ ορθά, αγοράζει μόνο ότι χρειάζονται και δεν υποκύπτει στην έμμεση απαίτηση του μικρού. Τα ξέρω όλα αυτά, κάπως έτσι με μεγάλωσαν οι δικοί μου γονείς και τους ευγνωμωνώ γι' αυτό. Βέβαια εγώ, δεν θα ρωτούσα ποτέ " πόσο κάνει το τετράδιο" , γιατί πολύ απλά ήξερα πως θα το αγοράσω μόνο όταν το χρειαστώ πραγματικά. Κοινώς, δεν έπιαναν ποτέ τέτοιες έμμεσες ερωτήσεις, στην περίπτωσή μου.
- Μπαμπά, πόσο κάνει αυτό το τετράδιο?
Ξεκολλάω από το ράφι και προχωράω γρήγορα. Αν το ακούσω άλλη μια φορά, θα κλάψω. Δεν μπορώ να το ακούσω πάλι. Είναι σαν να μου σκάβει την ψυχή η ερώτηση. Ξαφνικά γίνομαι κι εγώ επτά, μπαίνω "στα παπούτσια" του μικρούλη και ξέρω ότι θα του πάρει ώρες να ξεχάσει το τετράδιο. Ισως το ονειρευτεί κιόλας. Θυμάμαι (όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις), το κουβαδάκι και τα φτυαράκια της παραλίας, που πάντα ονειρευόμουν. Πού ποτέ δεν απέκτησα. Γιατί ποτέ δεν ζήτησα, ενδεχομένως.
Τους ξαναπετυχαίνω στο ταμείο. Η μικρούλα κρατάει μια τσάντα με ό,τι αγόρασαν. Ο μπαμπάς την ακολουθεί και ο μικρούλης έχει πάψει πια να ρωτάει, πόσο κάνει το τετράδιο. Περπατά πίσω από τον πατέρα του, χωρίς να μιλάει. Είναι εμφανές ότι δεν απαντήθηκε η ερώτησή του.
(Πότε θα πάψουν να με πονούν οι παιδικές ανεκπλήρωτες επιθυμίες???)

Tuesday, March 15, 2011

Το σπασμένο παράθυρο

Ενα παιδί έντεκα χρονών, πετάει μια πέτρα και σπάει το παράθυρο του σχολείου.
Οι δάσκαλοι καλούν τους γονείς.
Οχι για να συζητήσουν μαζί τους το πρόβλημα.
Οχι, για να δουν τί οδηγεί το παιδί σε αυτή την συμπεριφορά.
Οχι, για να προτείνουν το πως θα βοηθηθεί το παιδί.
Τους καλούν για να ζητήσουν 50 λέβα.
Τόσο κοστίζει το παράθυρο. Το παιδί τους το έσπασε. Πρέπει να το πληρώσουν.
Το παιδί θα ξανασπάσει παράθυρα.
Θα το ξανασκάσει από το σχολείο.
Οι γονείς θα το ρωτάνε κάθε μέρα τί φταίει.
Θα δίνουν για κάθε παράθυρο το ένα πέμπτο του μισθού τους.
Το παιδί, δεν θα απαντάει.
Γιατί δεν ξέρει τί του φταίει.
Αν ήξερε, δεν θα το έκανε. Σωστά?
Κάποιες φορές, η καθημερινότητα αυτής της χώρας, με πονάει σαν μαχαιριά...

Friday, March 11, 2011

Για γέλια (μην σου πω και για κλάμματα!)

Νέος πελάτης, επιμένει ότι θέλει όλη η μεταξύ μας επικοινωνία να γίνεται με φαξ. (Πάλι καλά που δεν ζήτησε και τέλεξ!). Εξηγούμε ότι όλη μας η επικοινωνία, με όλους τους πελάτες, γίνεται μόνο ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ. Γιες, έχει μέηλ ο εν λόγω πελάτης, αλλά από το πραγματικά πολυπληθές προσωπικό του, δεν το χρησιμοποιεί κανένας! Το έχει μάλλον για μόστρα. Εξηγούμε επίσης, ότι προς αποφυγή λαθών, θα πρέπει οι παραγγελίες να μην είναι χειρόγραφες.
Προχθές τηλεφωνεί μία υπάλληλός του, τον Δημήτρη.
- Το φάξ το λάβατε????
- Οχι!
- Μα το στείλαμε!
- Σας είπα ότι πρέπει να στέλνετε μέηλ. Τέλος πάντων, ξαναστείλτε το.
Παίρνουμε το πολυπόθητο φαξ. Μια παραγγελία κακογραμμένη στα ελληνικά, με σχεδιάκια πάνω (λες και είμαστε κρετίνοι και πρέπει να μας σχεδιάσει τον καναπέ για να καταλάβουμε τί θέλει!). Οσο, για την ημερομηνία παράδσης , βλέπουμε το απίθανο " ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ .....". Δεν είμαι σίγουρη ότι θα είναι "σε σένα", αλλά κάπου θα είναι, δεν το συζητώ!
Πιστεύω ότι ο Σάσο μας, πήρε το φαξ, δεν το θεώρησε σημαντικό και το πέταξε ή δεν ξέρω κι εγώ τί το έκανε.
Οπότε ο Δημήτρης, έξαλλος πλέον και ξεχνώντας τις ευγένειες, τηλεφωνεί την κοπελίτσα και της λέει ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί ξανά παραγγελία με φαξ.
- Ζούμε στο 2011, όταν επιστρέψουμε στο 1991, μπορείς να τις στέλνεις με φαξ!
Αργά το απόγευμα, παίρνω από τον Δημήτρη ένα μέηλ. Το "LOL" στο θέμα, με προϊδέαζει για ανέκδοτο. Ανοίγω το συνημμένο. Και αρχίζω να γελάω ΜΕΧΡΙ ΔΑΚΡΥΩΝ.
Νέα παραγγελία, πάλι χειρόγραφη (το word είναι προφανώς unknown word για δαύτους) , πάλι με σχεδιάκια, ΣΚΑΝΑΡΙΣΤΗΚΕ και στάλθηκε με μέηλ! Οπως και να το κάνεις, σημειώσαμε πρόοδο!
Μαυροθαλασσίτικο ανέκδοτο με τα όλα του. Ο Τεμέλ κι ο Γιωρίκας να δημιουργούσαν μαζί, τέτοιο ανέκδοτο δεν έφτιαχναν!

Friday, February 25, 2011

Οι άνθρωποι και τα νούμερα.

Είμαι θυμωμένη. Πολύ. Εδώ και μήνες βλέπω τους πάντες να αλληλοσπαράζονται για λόγους γελοίους και ασήμαντους. Βλέπω ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν κτήνη, χωρίς να υπάρχει λόγος. Ελέω κρίσης, βγήκαν οι ανθρωποφάγοι από μέσα μας κι όποιον πάρει ο χάρος. Ελεγα να μην δώσω σημασία. Ισως γιατί κατ' εμέ, η προσωπική κρίση δεν θα λύσει καμία οικονομική. Είπα λοιπόν να παρατηρώ και να μην σχολιάζω. Μέχρι σήμερα. Που δέχθηκα ένα χαστούκι.
Τον Κ. τον πρωτογνώρισα πριν από τρία χρόνια περίπου. Ρουμάνος, πωλητής σε πολυεθνική. Ηρθε να μας πουλήσει υλικά. Ηταν ένα τόσο ενθουσιώδες παιδί, με τόση μανία να πουλήσει, που σε κούραζε. Παζαρέψαμε όπως συνηθίζεται, έκανε ένα βήμα ο ένας, ένα ο άλλος, άκρη δεν βγάλαμε. Επειδή ήταν πιτσιρικάς και καινούργιος, τον άφησα να πιστεύει ότι ίσως και να δουλέψουμε μαζί. Εάν και εφόσον. Γιατί να του χαλάσεις το όνειρο με την πρώτη?
Επί δύο χρόνια, κάθε δυό - τρεις μήνες με έπαιρνε τηλέφωνο. Ηταν στην περιοχή μας, να περάσει για μια "καλημέρα"? Πόσες φορές πνιγμένη στην δουλειά, βλαστήμησα την "καλημέρα" του, ούτε που θυμάμαι! Ερχόταν πάντα ευγενικός, τυπικός, συγκεντρωμένος στην δουλειά του και κάνοντας κάθε φορά ένα βήμα παραπάνω. Εγώ, κολλημένη στο πρώτο βήμα της αρχής. Δεν τον τρόμαξαν οι πόρτες που του έκλεινα κάθε φορά. Συνέχιζε να προχωράει προς την πλευρά μου. Ο Δημήτρης, παρότι δεν μιλούσε μαζί του, είχε ήδη πειστεί ότι μπορούμε να συνεργαστούμε. Επέμενε να κάνω κι εγώ ένα βήμα παρακάτω. Δεν χρειάστηκε να το κάνω τελικά. Γιατί μετά από δύο χρόνια πηγαινε-έλα και τηλέφωνα, ο Κ. είχε κάνει όλη την διαδρομή με επιτυχία (έστω και βήμα-βήμα) και ήρθε μπροστά μου με μια προσφορά, που μόνο τρελλός ή μιζαδόρος, θα μπορούσε να αρνηθεί.
Και αρχίσαμε να δουλεύουμε. Οφείλω να παραδεχτώ ότι μπουχτισμένη από τις "καλημέρες" του τόσο καιρό, τον πάσσαρα στον Δημήτρη. Παρακολουθούσα το πως συνεργάζονταν και τους χαιρόμουν. Η σχέση τους, ήταν σχέση συναδέλφων, όχι πελάτη- προμηθευτή. Ο Κ. με το κινητό αγκαλια, να σου λύσει το πρόβλημα ακόμα και τα μεσάνυχτα. Και το πρωί να τηλεφωνήσει, να ρωτήσει εάν χρειάζεσαι κάτι άλλο.
Το περασμένο φθινόπωρο ήρθε για την καθιερωμένη επίσκεψη, μαζί με την κοπέλλα του. Θα έμεναν το βράδυ στην περιοχή μας και αποφασίσαμε να βγούμε μαζί για φαγητό. Στο τραπέζι έπεσαν και τα τελευταία "επαγγελματικά" τείχη και ο Κ. μας είπε την ιστορία του. Παιδί πολυμελούς οικογένειας, με έναν πατέρα που αφού έσπειρε πέντε παιδιά, πήρε τα μάτια του κι έφυγε, χωρίς να τον ξαναδεί κανένα τους. Δεν νομίζω να τον έψαξαν κιόλας. Η μάνα που δούλευε σε δυό και τρεις δουλειές για να μεγαλώσει τα παιδιά. Ο Κ. σπούδασε δουλεύοντας και μετά βρήκε δουλειά στην πολυεθνική που λέγαμε. Κατάφερε να νοικιάσει δικό του διαμέρισμα, να αγοράσει αυτοκίνητο και να γνωρίσει την Χ. που τον κοίταζε όλο το βράδυ στα μάτια. Τον Ιούνη θα γίνει ο γάμος τους. Κουμπάρος θα ήταν ο προϊστάμενός του ο Α.
Μιλούσε με πάθος για την δουλειά του, ήταν η καταξίωσή του μετά από τόσες δυσκολίες. Και εξηγούσε πόσο του στάθηκε ο Α., πόσο τον πίστεψε, πόσα του δίδαξε. "Αυτόν θεωρώ πατέρα μου" μας είπε κάποια στιγμή.
Ηρθε στο μυαλό μου ο Α. που τον είχα δει μια φορά όλη κι όλη, ένας αυστηρός μεσήλικας επαγγελματίας, τυπικός στη δουλειά του. Μου φαινόταν τόσο γλυκό, που αυτός ο σφιγμένος άνθρωπος είχε "αγκαλιάσει" ένα παιδί σαν τον Κ. και του άλλαξε τη ζωή.
Σήμερα το πρωί ο Κ. τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Ακούγοντας τους να μιλάνε, πίστεψα ότι συνεννοούνταν για κάποια παράδοση. Δεν έδωσα σημασία. Οταν ο Δημήτρης μπήκε στο γραφείο μου και μου είπε ότι ο Κ. απολύθηκε και ο Α. υποβιβάστηκε, δεν κατάλαβα τί ακριβώς εννοούσε. Και οι δυό τους ήταν τόσο παθιασμένοι με την δουλειά, δεν υπήρχε πελάτης που να είχε παράπονο από αυτούς. Τί διάολο? "Τηλεφωνησέ του αν μπορείς, του το υποσχέθηκα" μου είπε ο Δημήτρης.
Οσο σχημάτιζα τον αριθμό του, το μυαλό μου πήγε στην ιστορία του. Να πεις τί σε ένα παιδί που έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα, βήμα-βήμα? Σε ένα παιδί που η δουλειά του ήταν η ζωή του? Που γνώρισε τόση δυστυχία και κατάφερε να κάνει το μαύρο - άσπρο με τόση προσπάθεια? Είχα δακρύσει, αλλά δεν υπήρχε λόγος να τον κάνω να νοιώσει ακόμα πιο άσχημα, οπότε έβαλα την καλή μου φωνή και τον ρώτησα τί έγινε.
Για να μην τα πλατυάζω μιας και η συνομιλία κράτησε ώρα, η περίληψη έχει ως εξής:
Οι διευθυντές της εταιρείας (ζουν σε μια χώρα ξένη, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα της Ρουμανίας και τον πόνο των ανθρώπων της), θεώρησαν τεράστιο αμάρτημα το ότι ο Α. θα ήταν ο κουμπάρος του Κ. στον γάμο του. Πράγμα το οποίο οι δυό τους, σκεφτόμενοι σαν άνθρωποι κι όχι σαν υπάλληλοι, δεν έκρυψαν από κανέναν. Αποφάσισαν λοιπόν πως το αμάρτημα του να νοιώσεις παιδί σου, ένα παιδί χωρίς πατέρα, έπρεπε να τιμωρηθεί. Δεν είχε καμία σημασία το αποτέλεσμα της δουλειάς και των δύο, ούτε σκέφτηκαν ότι αυτή ακριβώς, η "οικογενειακή" σχέση, είχε κάνει τον Κ. να αποδίδει σαν αυτόματο προς όφελος της εταιρείας, για να μην διαψεύσει ποτέ τον "πατέρα¨του. Ολα αυτά τα σκέφτηκα ωστόσο εγώ, που μια φορά όλη κι όλη μου άνοιξε την καρδιά του ο Κ. Αυτοί, που τρία χρόνια τώρα, τον έβλεπαν κάθε μέρα, παρακολουθούσαν τις αποδόσεις του και υπολόγιζαν τα μπόνους του, προφανώς δεν νοιάστηκαν ποτέ να μάθουν την ιστορία του.
- Στην εταιρεία μας δεν είμαστε άνθρωποι προφανώς, είμαστε νούμερα, μου είπε γελώντας.
- Τότε δεν σου αξίζει αυτή η εταιρεία Κ. Εσύ δεν είσαι νούμερο, του είπα.
- Οχι, γι΄αυτό και δεν με πειράζει που φεύγω. Εχω τα πόδια μου, τα χέρια μου, μια όμορφη γυναίκα, τον Α. κουμπάρο και έγινα φίλος με εσάς. Δεν μου λείπει κάτι. Αυτοί έχουν μόνο τα λεφτά τους.
Κλείσαμε το τηλέφωνο με την υπόσχεση να τα λέμε τόσο συχνά όσο πριν. Και να βρεθούμε σύντομα. Δεν μπορώ όμως να καταλαγιάσω τον θυμό μέσα μου. Οσο κι αν ξέρω πως η πραγματικότητα είναι αυτή. Πως σε όλον σχεδόν τον κόσμο, το ίδιο γίνεται. Και βαθιά μέσα μου ξέρω, πως ποτέ δεν θα γίνω τόσο ικανή διευθύντρια, όσο οι διευθυντές του Κ. Γιατί όσο κι αν γερνάω σε μία δερμάτινη καρέκλα, δεν μπορώ να δω τους ανθρώπους σαν νούμερα. Δεν μπορώ να αγνοήσω τις ιστορίες τους. Ακόμα κι όταν κάποιος με απογοητεύει, πονάω λες και φταίω εγώ. Θυμώνω, θυμώνω πολύ, που μια δερμάτινη γαμωκαρέκλα μας κάνει κομπιουτεράκια και κρεατομηχανές.
- Σταματάμε να δουλεύουμε μαζί τους, είπα στον Δημήτρη.
- Μα δεν έχουμε πρόβλημα με το υλικό.
- Άν είναι να δουλεύω με ζώα, προτιμώ τον παλιό προμηθευτή μας που είναι και εγχώριο ζώο.
- Πας καλά? Κι άλλοι πωλητές έφυγαν από προμηθευτές μας, εσύ πάντα έλεγες ότι την εταιρεία δεν την κάνει ένας άνθρωπος.
- Ναι, αλλά δεν ήταν της ίδιας εμβελείας οι άλλοι. Από αυτή την εταιρεία εμείς, μόνο τον Κ. γνωρίζαμε. Μας πλησίασε ποτέ κανένας από τους διευθυντές? Κάποια στιγμή, οι μεγάλοι διευθυντές πρέπει να καταλάβουν ότι τα νούμερα, τους τα δίνουν άνθρωποι. Δεν νομίζεις?

Thursday, February 24, 2011

είναι του Βάλιο...

Η Μέτζυ είναι στις μέρες της. Αν σκεφτείς ότι πριν μια εβδομάδα πήραμε χαμπάρι ότι το σκυλί μας είναι έγκυος, αφενός είμαστε για κλωτσιές , αφετέρου δεν μας πολυκούρασε η αναμονή. Αμ έλα που αποφάσισε να τα φτύσει στο τέλος. Την Τρίτη δεν κουνιόταν. Λιωμένη στο πάτωμα με κοιτούσε όλο πόνο. Εψαξα τον γιατρό της. Πως τό θελες? Το κινητό κλειστό.
Εκδοχή νούμερο ένα, ο γιατρός μας πήγε για ψάρεμα. Οι Βούλγαροι τρελλαίνονται να ψαρεύουν σε παγωμένες λίμνες, στα βουνά. Ναι, η τρέλλα πάει στα βουνά, όσον αφορά την Βουλγαρία.
Εκδοχή νούμερο δύο, ο γιατρός τα ήπιε μέχρι θανάτου το περασμένο βράδυ κι έκλεισε το κινητό του, αδιαφορώντας για την εγκυμοσύνη της καλύτερης ασθενούς του! Επίσης σύνηθες φαινόμενο στα μέρη μας.
Βρέθηκε άλλος γιατρός που δεν μπορούσε -και καλά- να βοηθήσει, γιατί το σκυλί είναι στις μέρες του. Η δε Μέτζυ ούτε να τον βλέπει, σωριασμένη έκανε απελπισμένες προσπάθειες να του φάει τα γάντια, μαζί με τα δάχτυλα.
Χθες, βρέθηκε ο γιατρός μας. Η Μέτζυ είχε μεταφερθεί σε μαξιλάρα πλέον. Με το που τον είδε, έλιωσε όπως πάντα. Λες και ξέρει ότι θα την ανακουφίσει. Μετά τα καθιερωμένα " τί κάνεις κοτοπουλάκι μου?", "τί έπαθε η πριντσέζα μου κι εγώ έλειπα?" του ντόκτορ Κίροβ, σηκώθηκε μόνη της με υπερπροσπάθεια και τον άφησε να την εξετάσει. Εφαγε τις ενέσεις της μαζί με τα μπράβο του ντόκτορα, ο οποίος με κοίταξε όλο χαρά.
- Γιατρέ θα συνέλθει? Μήπως παθαίνει εκλαμψία? Μήπως έχουν πεθάνει τα μωρά της? Γιατί είναι τόσο χάλια? Ποτέ δεν ήταν τόσο χάλια πριν την γέννα, τα είπα μαζεμένα.
Το σκυλί στο μεταξύ, είχε ξανασωριαστεί στο πάτωμα και μας κοίταζε διαλυμμένο.
- Τα μωρά της είναι καλά και είναι τεράστια!!!! Σίγουρα ο πατέρας είναι ο Βάλιο!!! απεφάνθη ο ντόκτορας όλο περηφάνια.
(Αν έχετε διαβάσει την ιστορία της Μέτζυ θα ξέρετε ότι ο ντόκτορας, τραβάει τρελλό κόλλημα με τον Βάλιο).
- Ας είναι και ο Ρίτσι! Η Μέτζυ θα τα καταφέρει?
- Οχι, είναι σίγουρα ο Βάλιο!!!
Δεν ρώτησα τίποτα παραπάνω. Γιατί το μόνο που θα μπορούσα να ρωτήσω, είναι πώς ο ντόκτορ κατάλαβε τον πατέρα, απλά ψηλαφίζοντας την ταλαίπωρη σκύλα μου. Τον πλήρωσα λοιπόν και τον άφησα να φύγει.
Βέβαια, μετά την τρομερή διάγνωσή του, η Μέτζυ πήρε τα πάνω της. Λες και περίμενε να ακούσει ποιός είναι ο πατέρας των παιδιών της, για να συνέλθει. Ο δε ντόκτορας, αγωνιόντας πλέον για τους απογόνους του Βάλιο του, τηλεφώνησε το βράδυ και ήρθε και σήμερα πρωί- πρωί. Φεύγοντας με παρακάλεσε να τον καλέσω αμέσως μόλις ξεκινήσει ο τοκετός, ακόμα κι αν είναι νύχτα!
Πλέον η μόνη μου αγωνία είναι μήπως η Μέτζυ, έκανε καμιά λαδιά με το μικρό μας κυνηγόσκυλο τον Ντάφυ! Θα τον χάσουμε τον ντόκτορα!

Thursday, February 17, 2011

Αχχχχχχχχχχ.

Ερχεται πρίν λίγο στο γραφείο μου η Πέτια. Σχολιάζουμε την πτώση των πωλήσεων στην Ελλάδα.
- Ευτυχώς που ανέβηκε η Ευρώπη, θα κλαίγαμε!
- Αχχχχχ, δεν είδες τί ΘΑ γίνει στην Ελλάδα?
Μου κάνει εντύπωση που αναστενάζει με τόσο πόνο, για κάτι που ΘΑ γίνει στην Ελλάδα. Μπάι δε γουέι, εδώ και δέκα μέρες έχω τόσο χαθεί με την δουλειά, τους πελάτες που πάνε κι έρχονται, τις αδελφές μου που ζουν τον πανικό τους, διάφορους γνωστούς που ξεκατινιάζονται ασυστόλως, ώστε δεν έχω δει ή διαβάσει ειδήσεις. Σε κάθε περίπτωση, στο περιβάλλον μας στην Ελλάδα γίνεται της πουτάνας, αλλά αποκλείεται να το έγραψαν οι ειδήσεις.
- Τί θα γίνει ρε Πετούνια στην Ελλάδα?
- Αχχχχχχχχχ (δεύτερος αναστεναγμός, θα την μπουφλίσω μπας και συνέλθει)! Προετοιμάζεται λέει, κύμα διαδηλώσεων την άλλη εβδομάδα.
- Αυτό είναι όλο?
- Αχχχχχχχχχχχχ (άλλο ένα "αχχχχχ" και της την έχωσα!). Δεν κατάλαβες! Θα είναι τόσο μεγάλο το κύμα, που θα γίνει ό,τι έγινε στο Κάιρο, όπως λένε οι δημοσιογράφοι!
- Και που τις λένε αυτές τις ωραίες μαλακίες και τις έχασα?
- Στην τηλεόραση παιδί μου! Το είπαν χθες βράδυ οι ειδήσεις!
- Δεν έχετε αρκετά χάλια να σχολιάσετε για τη Βουλγαρία και ασχολείστε με της Ελλάδας τώρα? Ακούς εκεί, "θα γίνει ό,τι έγινε στο Κάιρο"!
- Δηλαδή δεν είναι αλήθεια?
- Οχι Πετούνια μου, δεν θα γίνουμε Κάιρο, μη σκας.
- Μα θα είναι μεγάλες οι διαδηλώσεις!
- Ναι , αλλά δεν έχουμε τα αρχίδια που είχαν οι διαδηλωτές στο Κάιρο. Κατάλαβες?
Εκοψε τους αναστεναγμούς και έφυγε. Προφανώς απόρησε, που θεωρώ αδυναμία το να μην γίνει "του Καϊρου". Μου ήρθε να της φωνάξω, "κοιτάξτε μην γίνεται ό,τι η Ελλάδα καϋμενούλα μου", αλλά το κατάπια με ένα "αχχχχχχχχχχχχχ"...

Tuesday, February 08, 2011

Φρεσκοπλυμμένη ψυχή.

Κάθε δεύτερο βράδυ τραβάει το σκοινί που κρέμεται στο παλιό ξύλινο παράθυρό της, μέσα στο δωμάτιο. Βάζει την μικρή κόρη της και κρατάει την μία του πλευρά. Κρεμάει τα φρεσκοπλυμμένα ρούχα και μέτα φωνάζει την γειτόνισσα απέναντι. Είναι η σειρά της να τραβήξει την άλλη άκρη του και να την δέσει στο δικό της παράθυρο.
Ολη τη νύχτα, τα ρούχα θα ανεμίζουν σαν παντιέρες πάνω από το καλντερίμι, που μυρίζει τηγανητό ψάρι και ψητό αρνί. Οι ταβέρνες παραδίπλα, βλέπεις. Ετσι ανεμίζει κι η ψυχή της, χρόνια τώρα σε κείνη τη φτωχογειτονιά. Bράδυ να απλώνεται, μουσκεμένη στα δάκρυα. Πρωί να μαζεύεται καθαρή και μοσχοβολιστή , με την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Και μέχρι το βράδυ να την λεκιάζει ο πόνος και να περιμένει νέα δάκρυα για να ξεπλυθεί.
Το λευκό πουκάμισο του άντρα της, το χιλιοφορεμένο παντελόνι του, οι κάλτσες των παιδιών. Δεν είναι πολλά τα πλυμμένα σήμερα, Σάββατο βλέπεις. Είχε κάνει γερή μπουγάδα την Πέμπτη, να είναι όλα καθαρά την άγια μέρα. Που μόνο άγια δεν ήταν, αλλά τί τα θες. Θα τα βάλει και με τον Θεό τώρα?
Η γειτόνισσα δένει το σκοινί στο παράθυρό της και το κλείνει.
- Καλό ξημέρωμα Αυσέ, φωνάζει πίσω από τις γρίλλιες.
- Ινσαλλάχ!
Πριν κλείσει το δικό της, θυμάται το χαλί! Ολη τη μέρα το έτριβε, μήπως να το άπλωνε κι αυτό? Αδειο είναι το σκοινί απόψε, αν δεν την έτρωγε ο αναθεματισμένος για το λευκό πουκάμισο, ούτε που θα έβαζε μπουγάδα. Ας πετάξει και το χαλί επάνω να τελειώνει! Τεντωμένη στο πρεβάζι το απλώνει όπως όπως. Είναι βαρύ το άτιμο, όσο και να βοηθάει η μικρή δεν απλώνεται καλά. "Αστο το ρημάδι, όπως απλώθηκε, απλώθηκε!". Και κλείνει το πατζούρι.
Αργά τη νύχτα, δυο-τρεις πιωμένοι διαβάτες, θα βρούν τα ρούχα χυμένα στο πλακόστρωτο καλντερίμι . Το σκοινί δεν άντεξε το βάρος του χαλιού κι έσπασε. Ενα κουβαράκι το λευκό πουκάμισο, λασπωμένο πια. Οι παιδικές κάλτσες, αιτία καυγά για τις γάτες της ψαροταβέρνας. Το χαλί, βουνό ολάκερο, δεν έπαθε και τίποτα. Ετσι κυλιέται στις λάσπες του πόνου, κομματιασμένη, κι η ψυχή της. Δεν θα ξυπνήσει το πρωί μοσχομυριστή, δεν θα στεγνώσει από τα δάκρυα. Σαν το χαλί, ένοιωσε την ζωή της βαριά, απόψε. Ολο πασχίζει να την κρατήσει καθαρή, μα να που με τον καιρό, το βάρος της ασήκωτο γίνεται. Και κόβει το σκοινί της ελπίδας.

- Το κείμενο "εμπνεύστηκε" από ένα κομμένο σκοινί μπουγάδας, σε μία φτωχογειτονιά της Σαμάτυα, το περασμένο Σάββατο...



Tuesday, January 25, 2011

Γκόλντυ!

Σε λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου ότι θα σε αποχωριζόμουν τόσο γρήγορα. Και τί δεν περάσαμε μαζί!
Τί να πρωτοθυμηθώ?
Που σε κάρφωσε ο Δημήτρης στο σίδερο και πόνεσα λες και πληγώθηκε το δικό μου πλευρό?
Που πήγαμε στο Καυσερί, ταξίδι εξπρές μέσα στα χιόνια και ο Γιάννης πήγε να σε κάψει?
Που οδηγούσαμε στον λεωφορειόδρομο στο Βελιγράδι και ήσουν φορτωμένος σαν τρένο?
Που πήγες την Μέτζυ μας στο νοσοκομείο στην Στάρα Ζαγόρα, ξαπλωμένη στο πορτ μπαγκάζ να σφαδάζει από τον πόνο?
Που κάποιος μαλάκας έκανε λάθος και σου έβαλε λίγη βενζίνη και πεθανα από την αγωνία μου, μέχρι να πειστώ ότι δεν θα πάθεις κάτι?
Εκατόν σαράντα χιλιόμετρα μαζί, σε δυόμιση χρόνια.
Εκατόν σαράντα χιλιάδες στιγμές μαζί σου.
Μέχρι και τη μέρα που σε αφήσαμε στη Σόφια, πίστευα ότι κάτι θα γίνει και δεν θα σε αλλάξουμε. Και μέχρι και την τελευταία φορά που πέρασα έξω από την αντιπροσωπεία έψαχνα να σε δω.
Από σήμερα, έχεις καινούργιο ιδιοκτήτη. Τον τσέκαρα και μου φάνηκε καλός, να ξέρεις. Πιστεύω ότι θα σε αγαπήσει και δεν θα σε οδηγεί άγαρμπα. Προτιμούσα την Χατιτζέ βέβαια, αλλά τί να κάνουμε που πήγε κι έφαγε τα μούτρα της. Οπως και να έχει, είναι καλύτερα να σε έχει κάποιος από το να περιμένεις κλεισμένος σε ένα πάρκιν, ναι? Γιατί εσύ δεν μπορείς χωρίς χιλιόμετρα, καλό μου.
Να σου πω ακόμα ότι δεν πρόκειται να δεθώ με άλλο αυτοκίνητο, όσο με σένα. Κι ας είναι μεγαλύτερο, ακριβότερο, ό,τι θέλει ας είναι. Θα είσαι πάντα ο Γκόλντυ ΜΟΥ.
Α! Και πες στον καινούργιο, να μην σε πάει στη Σερβία.... Δεν πληρώσαμε το πρόστιμο στο Βελιγράδι.
Οποιος με πει χαζή, που γράφω γράμμα σε αυτοκίνητο, έχει απόλυτο δίκιο... γιατί δεν είχε ποτέ τον Γκόλντυ!

Monday, January 24, 2011

Οικογένεια

Κυριακή ξημερώματα, σε ένα στενάκι στο Σιρκετζί. Χυμένοι σε πολύχρωμες μαξιλάρες, προσπαθούμε να ανάψουμε έναν ναργιλέ, πίνοντας Εφέ Πίλσεν. Οπως λέει κι ο Ογούζ, ποτέ μην ξεκινάς με μπύρα, αλλά πάντα μπορείς να την πιείς τελευταία! Ο σερβιτόρος μας πιάνει κουβέντα και ρωτάει αν ήμαστε οικογένεια.
Αρχίζω να εξηγώ τί ακριβώς είμαστε, προσπαθώντας να το πω απλά. Ο Αρις με τα σπαστά αγγλικά του, επεμβαίνει χαμογελώντας. "Ναι, οικογένεια είμαστε". Και δεν χρειάζεται να προσπαθήσω άλλο, έγινε απλό από μόνο του. Οσο απλά, γίναμε και συγγενείς όλοι μας.
Thanks guys!

Wednesday, January 19, 2011

Χαστούκι

Διάβασα αυτό. ΄
Χαστούκι, πράγματι...