Η Ξένη (που προσφάτως ανακάλυψα και πολύ συμπαθώ, άσχετον), με κάλεσε να θυμηθώ τον πρώτο μου έρωτα. Επειδή είμαι και μιας κάποιας ηλικίας, μόλις είδα την πρόσκληση, προσπάθησα να θυμηθώ ποιός ήταν. Σοκαρίστηκα τόσο με την αδύναμη μνήμη μου, που έγραψα στον Μητσάκο στο σκάιπ "Ρε συ, δεν θυμάμε τον πρώτο μου έρωτα!" και τον έκανα να λυθεί στα γέλια.
Οπως όλες οι μεγάλες γυναίκες βέβαια, αποφάσισα ότι δεν θα του περάσει (του αραχνιασμένου μυαλού μου), εγώ τον πρώτο μου έρωτα θα τον θυμηθώ και θα τον αφηγηθώ, τέλος! Κι όσο έγραφα, τόσο θυμόμουν και πάρτε ανάρτηση-σεντόνι, να έχετε να διαβάζετε!
Θα πρέπει να ήταν το καλοκαίρι πριν κλείσω τα δέκα, γιατί θυμάμαι ότι δεν είχα κόψει ακόμα τα μαλλιά μου. Είχα δύο ξανθές κοτσίδες αλά Πίπη Φακυδομύτη (όχι όρθιες ασφαλώς), μιας και η μαμά μου δεν άντεχε να αφήνει ελεύθερη την "αφάνα μου". Ετσι αποκαλούσε το εντελώς σγουρό μαλλί μου. Το επόμενο καλοκαίρι, μου τα έκοψε και ησύχασε.
Ετοιμαζόμασταν για τον γάμο του πρώτου μου εξαδέλφου, ο οποίος θα ήτο πολύ γκλαμουράτος για τα δεδομένα της εποχής, οπότε η μαμά θεώρησε ότι κανένα από τα έτοιμα φορέματα του εμπορίου δεν θα ήταν κατάλληλο για την περίσταση. Ξέθαψε δύο υπέροχα, αμερικάνικα υφάσματα από το μπαούλο της και αποφάσισε, ότι εγώ και η αδελφή μου θα ράβαμε φορέματα για τον γάμο. Και μιας και είπαμε ότι ο γάμος ήταν το γεγονός της χρονιάς, τα φορέματα δεν θα ραβόντουσαν από την Αρτεμη, την μοδίστρα της γειτονιάς, στην οποία έτσι κι αλλιώς η μαμά έραβε τα καθημερινά της. Τότε οι γυναίκες προτιμούσαν τις μοδίστρες, ήταν φθηνότερες και έκαναν κι ό,τι ζητούσες, άρα συνέφεραν και στην τσέπη και στην ψυχοθεραπεία.
Προκειμένου να μην πάνε χαμένα, τα υπέροχα υφάσματα, η μαμά επέλεξε την κυρία Χριστίνα. Η κυρία Χριστίνα, ζούσε στην Αθήνα και ερχόταν για διακοπές στην πόλη μας τα καλοκαίρια. Εχω την αμυδρά εντύπωση, ότι στην Αθήνα δεν δούλευε καν. Στην πόλη μας όμως, αρκούσε το "ότι ζούσε στην Αθήνα" για να θεωρηθεί μοδίστρα πρώτης τάξεως. Η μαμά την ήξερε από χρόνια, πριν φύγει ακόμα για την Αθήνα, οπότε ένα ωραίο απόγευμα με τα υφάσματα από το ένα χέρι κι εμάς από το άλλο, χτυπήσαμε το κουδούνι της κυρίας Χριστίνας.
Μας άνοιξε ο γιός της ο Νίκος. Ηταν ψηλός και ξανθός, έξη χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Πράσινα μάτια, όλο το ονειρεμένο κόνσεπτ της εποχής μας, σε ένα δηλαδή. Αν σήμερα μου έλεγες να κοιτάξω τόσο ξανθόπλυμα άντρα, θα έκανα τον σταυρό μου. Είπαμε όμως άλλες εποχές. Οπότε τον κοίταξα και τον ξανακοίταξα. Μα ήταν τέλειος! Τα είχε όλα!
Είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτός με κοίταξε μεν, δεν με είδε καν, ένα αγόρι στα δεκαέξη του δεν κοιτάζει δεκάχρονα κοριτσάκια και ειδικά αυτά με κοτσιδάκια-Πίπη-Φακιδομύτη. Μας άνοιξε λοιπόν την πόρτα, ανέβηκε στο χάι-Αθηναϊκό-ποδήλατό του (χωρίς βοηθητικές ροδίτσες ασφαλώς!!!!) και πήγε για γύρα.
Δεν θυμάμαι πόσες πρόβες ακολούθησαν, η κυρία Χριστίνα πληρωνόταν έξτρα για τις πρόβες, οπότε είπε να βγάλει τις διακοπές αναίμακτα. Κάθε φορά εγώ περίμενα να ανοίξει ο Νίκος, ή αν δεν ήταν εκεί, περίμενα να γυρίσει για να τον δω. Η κυρία Χριστίνα είχε τρεις γιούς, η μαμά μου τρεις κόρες, οπότε πείραζαν η μία την άλλη ότι θα συμπεθερέψουν σίγουρα. "Την Γωγώ θα την πάρει ο Πέτρος!" πέταξε μια μέρα η κυρία Χριστίνα. "Που είναι μελαχροινός! Ετσι και την πάρει ο Νίκος, θα είναι σαν γίδια τα παιδιά τους!". Απαιχτη στους χρωματικούς συνδυασμούς και στις λεπτές εκφράσεις, η μοδίστρα, κόκκινη από τα νεύρα μου εγώ. "Την Μαρία θα την δώσουμε στον Νίκο!" συνέχιζε με τις καρφίτσες στο στόμα. Ετοιμη να κλάψω εγώ. Αντικειμενικά, τώρα πια πιστεύω ότι ο Πέτρος ήταν μακράν ωραιότερος από τον Νίκο, αλλά στα δέκα μου τα βλεπα αλλιώς, είπαμε.
Ασφαλώς και όλη μέρα κι όλη νύχτα, ονειρευόμουν την στιγμή που ο Νίκος θα χτυπήσει την πόρτα μας, θα μου πει να πάμε βόλτα με τα ποδήλατά μας και πάνω στην βόλτα θα μου πει, ότι του αρέσω κι εγώ. Συν τοις άλλοις, είχα γίνει το πιο πρόθυμο παιδί όταν έπρεπε να πάω κάτι στην θεία μου, που έμενε δίπλα από τον Νίκο, σε σημείο που ρωτούσα καθημερινώς "τί κάνει η θεία η Ειρήνη? Μήπως θέλετε να της πάω κάτι?"
Και μια μέρα, το κουδούνι πράγματι χτύπησε. Απ΄έξω ήταν ο Νίκος με το ποδήλατό του και λευκό σορτσάκι (μπάι δε γουέι, όλο εκείνο το καλοκαίρι με λευκά σορτσάκια κυκλοφορούσε, δεν έχω εξιχνιάσει άν ήταν ένα και μοναδικό ή είκοσι ίδια!). Και ναι το όνειρό μου, θα έπαιρνε σάρκα και οστά! Ετοιμη ήμουν να πάω να κουβαλήσω το ποδηλατάκι μου, για να πάμε την βόλτα που σας έλεγα. "Λες να με κοροϊδεύει για τις βοηθητικές?"σκεφτόμουν. Πριν λοιπόν τρέξω για να φέρω το ποδήλατο, η φωνή του με προσγείωσε στο σκαλοπατάκι μου. Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που ήμουν σε σκαλοπατάκι και δεν φαινόταν και η τεράστια διαφορά ύψους μας. "Η μάνα μου, είπε ότι δεν μπορεί αύριο κι αν μπορείτε να έρθετε σήμερα για την πρόβα".
Το όνειρό μου, όχι απλά δεν απέκτησε σάρκα και οστά, αλλά έγινε φάντασμα. Εβαλα το πιο καλό χαμόγελο και απάντησα "εντάξει, θα το πω στην μαμά μου".
Οπως κάθε κοριτσάκι που ζει το παραμύθι του ασφαλώς, είχα μια παρηγοριά. Επιτέλους μου μίλησε! Σε μένα προσωπικά! Μου απήυθυνε το λόγο! (Εμ, δεν είχε κι άλλον να τον απευθύνει ο χριστιανός, αλλά σιγά μην τα σκεφτόμουν αυτά!). Και σίγουρα του αρέσω, αλλιώς θα έστελνε τον Πέτρο, δεν θα ερχόταν ο ίδιος. (Το γεγονός να βλαστήμαγε από μέσα του που τον έστειλε η μάνα του, δεν το εξέτασα καν). Τώρα που τα ξαναθυμάμαι, σκέφτομαι ότι το "χαζό παιδί-χαρά γεμάτο", έγινε σλόγκαν εξαιτίας μου.
Εκείνη η πρόβα ήταν και η τελευταία. Το λευκό φόρεμά μου με τις κίτρινες μαργαρίτες και τα τιραντάκια ήταν γεγονός. Μεταξύ μας, απορώ τί διάολο χρειάστηκαν τόσες πρόβες για ένα τόσο απλό παιδικό φόρεμα. Ενιγουέι.
Δεν τον ξαναπέτυχα στην γειτονιά. Δεν ήρθε και τα επόμενα καλοκαίρια. Η κυρία Χριστίνα, τα έβαλε κάτω και είδε προφανώς, ότι νοικιάζοντας το σπίτι θα έκανε διακοπές όπου γούσταρε και χωρίς να ξεστραβώνεται κιόλας στο ράψιμο. Για δυό χρόνια ακόμα, ο ξανθομπουμπουρας Νίκος παρέμεινε ο μεγάλος μου έρωτας. Κι ας μην τον έβλεπα ποτέ. Κάποια μέρα, θα μεγαλώναμε και θα βρισκόμασταν και τότε, θα με πρόσεχε! Πόσο εύκολα τα θεωρείς όλα όταν είσαι παιδάκι.
Τον ξανασυνάντησα εντελώς τυχαία μετά από επτά χρόνια, στον δρόμο. Ημουν πια δεκαεπτά και ήταν εικοσιτρία. Αν δεν τον έβλεπα έξω από το σπίτι του, δεν θα τον καταλάβαινα, γιατί ήταν πλέον λίγο πιο κοντός από μένα και φορούσε γυαλιά. Και βεβαίως εάν δεν τον έβλεπα έξω από το σπίτι του, δεν θα τον κοίταζα καν. Δεν μιλήσαμε (τί να πούμε άλλωστε?), αλλά πρέπει να με αναγνώρισε γιατί με κοίταξε και χαμογέλασε. Οχι, δεν το φαντάστηκα, είχα άλλωστε μπει στην ηλικία άρνησης του φανταστικού. Μου χάρισε ένα πλατύ, ζεστό χαμόγελο, το οποίο δεν ανταπέδωσα γιατί πολύ απλά, δεν ήμουν πια δέκα! Τον προσπέρασα και δατς ωλ! (Πάρε να χεις!)
Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια , μου τηλεφώνησε η αδελφή μου που ζει και εργάζεται στην Αθήνα "Ρε συ, τον θυμάσαι τον ΝΙΚΕ?"(συνθηματικό που του είχαμε βγάλει για να μην μας πάρει πρέφα η μαμά, πάλι καλά που δεν τον είπαμε και αντίντας!). "Ναι". "Ηρθε σήμερα εδώ για κάτι εξετάσεις και με θυμήθηκε. Εδώ κοντά μένει, είναι φυσικοθεραπευτής".
Αυτός ήταν λοιπόν ο πρώτος-πρώτος μου έρωτας! Και υποθέτω ότι δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή μου. (Περιέργως και ο νυν και ο πρώην συζυγός μου, έχουν γεννηθεί την ίδια χρονιά με τον Νίκο:PPPP)
Μητσάκο (χοχοχοχο), Μπρο (χιχιχιχιχι), Ελενα, Μαρίνα, Εστρέγια, Delfinoula, περιμένω τα δικά σας!
Photo : www.centuryofdolls.com
8 comments:
λολ
δεν την ηξερα!!! ( την ιστορια)
ενα σου λεω... και μενα νικο τον λενε
χααχαχαχ
Κοίτα να δείς αγαπητή Georgia οτι αν τώρα κάνατε παρέα με τον Νίκο αυτός θα σε ήθελε και εσύ θα του έκανες νερά. Είμαι σίγουρη.
πολύ φτύσιμο στο 1966 ρίχνεις:pppp
Πολύ γλυκιά ιστορία. Ζούλεψα που τότε ράβονταν οι γυναίκες.
Θέλω κι εγώ!
Καλημέρεεεεες
θανκς γι το ινβιτέισιον...
@korinoskylo, Νίκο κι εσύ? Ελπίζω να μην τον έλεγες κι εσύ ΝΙΚΕ! Αντε να μας την γράψεις!
@Ξενούλα, είναι σίγουρο ότι δεν θα τον ήθελα. Καθόλου σίγουρο το ότι θα με ήθελε. Αλλά πιστεύω ότι παρέα θα μπορούσαμε να κάνουμε.
@Μήτσο δεν έθαψα καλέ! Εγώ φταίω για τις γεννήσεις του 1966?
@Δελφινούλα, είχε πλάκα το ράψιμο. Αυτή η φράση "πάω για πρόβα", ήταν κάτι σαν το σημερινό "πάω για καφέ με τις φίλες μου". Περιμένουμε την ιστορία σου!
Έτοιμο το στόρι. Δεν ξέρω αν θα το απολάυσετε... Εγώ πάντως θυμήθηκα πολλά.
(Τώρα καλό είναι αυτό;)
Φιλί.
Καλά άπαιχτη η μικρούλα εσύ, που σαν παιδί κυνήγησες το όνειρο αλλά τον τάπωσες στα 17 σου!. Και ναί, οι ξανθοί άντρες ξέπλυμμα είναι ενώ οι μελαχροινοί, είναι αλλιώς..πώς να το κάνουμε..
Φανταστικό το άρθρο σου, τα συναισθήματα του παιδιού ατόφια, σαν ακατέργαστα διαμάντια για όποιον θέλει να σκύψει να απολαύσει.
Βεβαίως και θα ανταποκριθώ. Σε ευχαριστώ για την προτίμηση.
@Delfinoula mou :)
@Marinaki μου, έλειπα (στην Πόλη, που αλλού?) οπότε σήμερα θα τρέξω να σε διαβάσω!Εγώ σε ευχαριστώ!
Post a Comment